Γιάννης Ρίτσος - Κουβέντα μὲ τὸν Γιορντὰν Γιόφκωφ

ἀπὸ τὴ συλλογὴ Τὰ ἐπικαιρικά, δεύτερη ἔκδοση, Ἀθήνα, ἔκδ. Κέδρος, 1976, σσ. 365-368.

Γιορντάν, γνωρίζω αὐτὸ τὸ φαρδὺ οὐρανὸ τῆς πατρίδας σου ποὺ φιλοξενεῖ τὰ δέντρα,
αὐτὸ τὸ εὔφορο χῶμα, τὸ ἀμερόληπτο καὶ ὑπάκουο
ποὺ ἀνθίζει κάτω ἀπ᾿ τὰ ὁμόφωνα χέρια τοῦ λαοῦ σου.

Αὐτὸν τὸν Ἄγνωστο Χωρικό, ἐσὺ μοῦ τὸν σύστησες, Γιορντὰν Γιόφκωφ,
κι ἂς μὴν ἔχει τώρα τὸ μπαλωμένο ἐκεῖνο πουκάμισο
κι ἂς ἄλλαξε τὸ δισταχτικό του χαμόγελο μ᾿ ἕνα ξεκούμπωτο γέλιο,
-τὰ ἴδια μάτια, τὰ ἴδια χέρια, τὸ ἴδιο κομμάτι ψωμὶ στὸ χρῶμα τῆς καλοσύνης,
τὸ ἴδιο κι αὐτὸς θἄφηνε τὸ ψωμί του ἀνέγγιχτο ἂν ἀρρωστοῦσε τὸ ἄλογό του,
ἐκεῖνο τὸ ἄλογο ποὺ μὲς στὰ μάτια του σπιθίζανε δυὸ φοῦχτες δακρυσμένα ἀστέρια.

Γιορντὰν Γιόφκωφ, νἆσαι ἥσυχος - τὸ Ἄσπρο σου Χελιδόνι
ποὺ ἀναζητοῦσε τὸ χλωμὸ κορίτσι σου μὲ τὶς μακριὲς πλεξοῦδες,
τὄδα νὰ κάθεται στὰ τηλεγραφικὰ σύρματα τῆς Σόφιας
ὅταν μετέδιδαν τὶς εἰδήσεις ἀπ᾿ τὸ Πέμπτο Συνέδριο τῆς Εἰρήνης τοῦ Πλόβντιφ-
εἶχε τὸ σχῆμα τοῦ περιστεριοῦ,
τὸ στῆθος του ἦταν λεῖο κι ὀγκωμένο σὰν τὸ μαστὸ μιᾶς νέας μητέρας
ποὺ θηλάζει στὸ φῶς τὸ πρῶτο παιδί της.

Νἆσαι ἥσυχος, Γιόφκωφ, τ᾿ ἄσπρα χελιδόνια σου
περνοῦν κοπαδιαστὰ πάνω ἀπ᾿ τὴ λίμνη Μπαντζάρεβο
περνοῦν πάνω ἀπὸ τοὺς ὑδατοφράχτες τῆς πατρίδας σου
πάνω ἀπ᾿ τοὺς ριζῶνες, τὰ κριθαροχώραφα, τ᾿ ἀμπέλια,
πάνω ἀπ᾿ τὰ χρυσὰ βουνὰ τοῦ λιναριοῦ καὶ τοῦ σταχυοῦ
πάνω ἀπὸ τ᾿ ἀρωματισμένα βουνὰ τῶν καρπῶν,
κάθονται ὁλόλευκα ἀνάμεσα στὰ κόκκινα τοῦβλα τῶν νέων ἐργατικῶν σπιτιῶν.

Κουβεντιάζουν μὲ τοὺς χτίστες γιὰ τὸ νέο τους πλάνο,
κάθονται στοὺς ὤμους τῶν κολχόζνικων, τοὺς συμβουλεύουν,
τοὺς δείχνουν τὰ σημάδια τοῦ καιροῦ στὶς παλάμες τῶν ἄστρων,
κάθονται στὰ κομπάιν δίπλα στοὺς λιοκαμένους θεριστάδες
προσθέτοντας τὴν εὐγένεια τῆς λευκότητάς τους
στοὺς ἀπέραντους ἀριθμοὺς τῆς μαζικῆς παραγωγῆς.

Πὲς στὸν Ἐλίν-Πελὶν πῶς μπορεῖ νὰ ἐπιστρέψει ὁ Ματβέικο ἀπὸ τὸν Ἄλλο Κόσμο
γιατί καὶ δῶ πολλὲς ταβέρνες κλείσανε κι ἀνοίξανε πολλὰ σχολεῖα
γιατί καὶ δῶ τὰ δέντρα ἀνθίζουν πιὸ καλὰ κι ἀπ᾿ τὸν παράδεισο
κι οἱ φορατζῆδες, πές του, λείψανε.
Κι ἡ γριὰ τοῦ Ματβέικο μπορεῖ ν᾿ ἀλλάξει τὸ μαῦρο τσεμπέρι της
μ᾿ ἕνα μαντήλι κλαδωτὸ καὶ νὰ χορέψει σόπτσκο στὴν πλατεῖα τοῦ κολχὸζ
ἢ νὰ μαζέψει φράουλες κι ἀνθισμένα γέλια.

Γιορντὰν Γιόφκωφ, νἆσαι ἥσυχος - τ᾿ ἄσπρα σου χελιδόνια
κάθονται στὴν αὐλὴ τοῦ Μουσείου τῆς Ἐπανάστασης
ἀνεβαίνουν τὶς σκάλες
κάθονται ἀνάμεσα στὰ σοβαρὰ γένια τοῦ Μπλαγκόβιεφ
ὅπως κάθεται ἡ ἐμπιστοσύνη ἀνάμεσα στὶς ἔγνοιες τῶν ἀγωνιστῶν.

Γιορντὰν Γιόφκωφ, ἕνας ἕλληνας ποιητὴς σοῦ φέρνει νέα ἀπ᾿ τὴν πατρίδα σου
Νἆσαι ἥσυχος, σοῦ λέω, τὸ φῶς μεγαλώνει σὲ καλὰ χέρια,
οἱ φράχτες πέσαν ἀπ᾿ τὰ παλιὰ ἀνάκτορα,
τώρα οἱ ἐργάτες καὶ τὰ ζευγαράκια ἀναπαύονται στὸ Βασιλικὸ Κῆπο -
οἱ φράχτες πέσαν, ἀνάμεσα στὰ χωράφια,
τὸ στέρνο τῆς γῆς πλάτυνε ἀπ᾿ τὶς βαθιὲς ἀνάσες τῆς εὐτυχίας -
οἱ φράχτες πέσαν ἀνάμεσα στὶς ψυχές,
ἔτσι νὰ κάνεις νὰ χαμογελάσεις, σοῦ ἀπαντοῦν χίλια χαμόγελα.

Ἂν στήνουν τώρα κάποια φράγματα, αὐτὰ εἶναι κεῖνα
ποὺ βάζουνε τὰ ρωμαλέα μπράτσα τοῦ νεροῦ στὴ δούλεψη τοῦ ἀνθρώπου
ποὺ βάζουνε καὶ τὰ λιανὰ δάχτυλα τῶν ρυακιῶν
νὰ κινοῦν τὰ μοτέρ, νὰ στρίβουν τὸ διακόπτη μέσα στὰ πανεπιστήμια
ν᾿ ἀνάβουν τὸν ἠλεκτρικὸ γλόμπο στὴν κάμαρα τοῦ γέρου ἀγρότη ποὺ μαθαίνει γράμματα
ν᾿ ἀνάβουν τὸ φῶς πάνω ἀπ᾿ τὰ χαρτιά μου
ἀπόψε ποὺ σοῦ κουβεντιάζω, Γιορντὰν Γιόφκωφ.

Μάθε ἀκόμη πὼς τὰ βράδια ἡ σκιὰ εἶναι πιὸ μαλακιὰ στὰ χωράφια
οἱ ἀγελάδες ἔχουν πάντοτε τὰ ἴδια ἀγαθὰ μάτια ποὺ γνώρισες
αὐτὰ τὰ μάτια ποὺ εἶναι σὰ δυὸ μικρὰ ἁλώνια καλοσύνης,
μονάχα ποὺ τὸ καστανό τους χρῶμα γύρισε στὸ χρυσαφί,
γιατί εἶναι τώρα πιὸ πολλὰ καὶ πιὸ χρυσὰ τὰ στάχυα ποὺ ἀντιγράφουνε τὰ μάτια τους.
Καὶ τὸ μουγκάνισμά τους μὲς στὸ φλωροκαπνισμένο δεῖλι δὲν εἶναι πιὰ θλιμμένο.
Σαλεύουν ἀργὰ τὴν οὐρά τους χαϊδεύοντας τὰ γόνατα τῆς γαλήνης.
Σηκώνουν τὸ κεφάλι καὶ κοιτάζουν ἕνα ρόδινο σύννεφο.
Ἴσως νὰ ὀσμίζονται τὴ μυρωδιὰ τοῦ σακακιοῦ σου, Γιόφκωφ.

Εἶδα σειρὲς τὰ κάρα νὰ περνοῦν στὴ δημοσιὰ τοῦ Πλόβντιφ
κατάφορτα σανό, σὰν κινητοὶ ναοὶ τῆς γονιμότητας.
Εἶδα γριὲς κολχόζνικες νὰ πίνουν μπύρα στὰ παλάτια τοῦ Μπόροβετς
μὲ τὸ χαράκι τῆς ὀργῆς σβησμένο ἀνάμεσα στὰ φρύδια τους.
Ἕνα χαμόγελο ἔχει ντύσει τὰ βασανισμένα χρόνια τους
ἔτσι ποὺ ντύνει μὲ λουλούδια ἡ ἄνοιξη τὰ μαῦρα βράχια.

Α, κι ἡ σιωπή, Γιορντάν, ποὺ γνώρισες -ἡ δίβουλη κι ἀπέραντη σιωπή-
τὶς νύχτες ποὺ τ᾿ ἀστέρια μπλέκανε τὰ δάχτυλά τους σὲ μιὰ προσευχὴ ἀνεξήγητη,
δὲν εἶναι πιὰ ἡ σιωπὴ σὰν αἴνιγμα
σὰ βῆμα ποὺ δὲν ξέρει ποὺ πηγαίνει
σὰ φόβος ποὺ παραμονεύει καὶ στὶς τέσσερις γωνιὲς τῆς νύχτας
σὰ μιὰ φωνὴ ἀπὸ ἀλλοῦ ποὺ κρύβεται πίσω ἀπ᾿ τὴ ράχη σου
μὲ μιὰ αἰχμηρὴ ἀστραπὴ σὰ μαχαῖρι στὸ χέρι ἑνὸς ἴσκιου -
τώρα ἡ σιωπὴ εἶναι σὰν τὰ ἥμερα μάτια ἑνὸς ζῴου ποὺ σοῦ δίνει τὸ γάλα του
εἶναι ἡ σιγουριὰ τῆς αὐριανῆς δουλειᾶς
ἡ στρογγυλὴ σιγουριὰ τοῦ ψωμιοῦ καὶ τοῦ γέλιου
ἡ σιγουριὰ τοῦ τραγουδιοῦ καὶ τοῦ βιβλίου.

Γιόφκωφ, ἂν εἶδες κάποια ἀδεξιότητα στὸ νέο γέλιο τῶν ἀνθρώπων
ἂν εἶδες κάποια ἀμηχανία στὸ νέο τραγούδι της
εἶναι ἡ ἀδεξιότητα τῆς χαρᾶς ὅταν φορᾶμε καινούρια ροῦχα
ὅταν φορᾶμε καινούρια παπούτσια μία Κυριακὴ κατάφωτη
- κοντοστεκόμαστε λίγο κάτω ἀπ᾿ τὰ δέντρα
νὰ διορθώνουμε ἕνα λουλούδι σ᾿ ἕνα ποτήρι μὲ νερό.

Γι᾿ αὐτὸ σοῦ λέω νἆσαι ἥσυχος - Γιορντὰν Γιόφκωφ.
Ἄλλο δὲν ἔχω νὰ σοῦ πῶ. Α, ναί. Κι ἕνα ἄσπρο χελιδόνι σου
Μεθαύριο θὰ τὸ μεταφέρω στὴν Ἑλλάδα - ἕνα ἄσπρο φῶς
εἰρηνικὸ χαιρετισμὸ ἀπ᾿ τὰ χέρια τῆς πατρίδας σου,
ἕνα ἄσπρο φῶς ποὺ φέγγει ἕνα τοπίο περιστεριών, τριαντάφυλλων καὶ δυνατῶν χεριῶν.

ΒΑΡΝΑ, 25.1.58