Εἶναι μιὰ ὡραία περιπλάνηση, σχεδὸν μιὰ δραπέτευση -
δὲν ξέρω ἀπὸ ποῦ καὶ γιὰ ποῦ, - μιὰ μυστικὴ δραπέτευση ποὺ δίνει
μιὰ μυστικότητα στὴν κάθε κίνησή μας, στὸν ἴσκιο μας πάνω στὸν τοῖχο,
στὶς ἀπίθανες σχέσεις τῶν δακτύλων μας, στὸν ἦχο τῶν βημάτων
μας - μία ἐξαίσια αἴσθηση
παρανομίας πρὸς ὅλα, σὰν τοῦ μοιχοῦ, τοῦ κλέφτη, τοῦ φονιά,
του ἀρσενοκοίτη ἢ τοῦ λαθρεπιβάτη,
κ᾿ ἡ αἴσθηση τῆς παρανομίας αὐτῆς σου ἐπιβάλλει
μίαν ἄγρυπνη προσοχὴ γιὰ ν᾿ ἀποφύγεις τὴ σύλληψη,
ἐνῶ ἡ προσοχή σου αὐτὴ συλλαμβάνει
τὸ νόημα μιᾶς ἀρχικῆς ἐνοχῆς, συλλαμβάνει
τὶς πιὸ ἀδιόρατες ἐκφράσεις τῆς σιωπῆς· μὰ τότε πάλι
νιώθεις πῶς ἔτσι παραβιάζεις μ᾿ ἀντικλείδι ἕνα μεγάλο, ξένο
σκοτεινό χρηματοκιβώτιο
ὕστερα ἀπὸ σκάλες πολλὲς καὶ μεγάλους πλακόστρωτους διαδρόμους
ποῦ κάνουν ν᾿ ἀντηχοῦν ἀπεριόριστα οἱ κλειδώσεις σου,
κ᾿ ἕνα καχύποπτο φεγγάρι μπαίνει ἀπὸ φεγγίτες καγκελόφραχτους
μεγάλο, κίτρινο, προδοτικό, φέρνοντάς σε ἀντιμέτωπο
μὲ τὴν ἴδια πελώρια σκιά σου ποὺ κρατάει
μεγεθυσμένες τὶς σκιὲς τῶν κλειδιῶν, ποὺ ἐσὺ κρατᾶς, σὰ νἆναι κιόλας
τὰ κάγκελα τῆς φυλακῆς ποὺ θὰ σὲ κλείσει ἰσόβια· ὥσπου τέλοςἀνακαλύπτεις
πὼς αὐτὸ τὸ χρηματοκιβώτιο
εἶναι δικό σου, ὁλότελα δικό σου
καὶ μπορεῖς νὰ τ᾿ ἀνοίξεις ἐλεύθερα
καὶ μπορεῖς νὰ χαρίσεις ὅσα θέλεις στοὺς φίλους σου
καὶ μπορεῖς νὰ σκορπίσεις ὅσα θέλεις στὸν ἄνεμο
μὲ κείνη τὴ χαρὰ ποὺ δίνει τὸ ἀνεξάντλητο
μὲ κείνη τὴ χειρονομία μιᾶς ἄσκοπης λεβεντιᾶς κι᾿ ἀσωτείας
ποὺ εἶναι, ἴσως, ἡ μόνη ἀληθινὴ σκοπιμότητα.
Μὰ τότε νιώθεις ὁ ἴδιος, πόσο ἡ κίνηση αὐτὴ θὰ φαίνεται ὕποπτη
μὲς στὸ σκοτάδι τὸ καρφωμένο ἀπ᾿ τ᾿ ἄστρα, μὲ τὸ μετάλλινο ἦχο
των κλειδιῶν,
σὰ χτύπημα σπαθιῶν, ψηλὰ στὸν ἀέρα, ἀόρατων μονομάχων ἢ ἱππέων,
μ᾿ αὐτὸ τὸ σκοτεινό, πελώριο στόμιο τοῦ χρηματοκιβώτιου
ποῦ χάσκει ἀνοιχτὸ μὲς στὴ νύχτα ἐνῶ στὸ βάθος τοῦ ἀστράφτουν
σωροὶ τὰ νομίσματα περίεργων ἐποχῶν καὶ τόπων,
ράβδοι χρυσοῦ σὰ μεγάλα καρφιὰ γιὰ μία σταύρωση· στοῖβες
χαρτονομίσματα
σὰ μυστικὰ τραπουλόχαρτα τῆς Μοίρας. Κι᾿ ὅσοι
δέχτηκαν μία στιγμὴ τὴν προσφορά σου, μόλις στρίψεις τὸ κεφάλι σου
δοκιμάζουν στὴν πέτρα τὰ νομίσματα, μὰ ἐκεῖνα δὲν ἀφήνουν ἦχο,
προσπαθοῦν ν᾿ ἀποκρυπτογραφήσουν στὰ χαρτονομίσματα
τοὺς ἀριθμοὺς καὶ τὶς σφραγίδες, μ᾿ αὐτὰ δὲ διακρίνονται στὸ
καταπληχτικό σκοτάδι,
καὶ τὰ πετοῦν ξανὰ μπροστὰ στὰ πόδια σου καὶ φεύγουν.
Καὶ μένεις μόνος μ᾿ ὅλο σου τὸν πλοῦτο ποδοπατημένο,
μόνος μπρὸς στὸ μαγνητικὸ ἀνοιγμένο στόμιο τοῦ ἀδειανοῦ πιὰ
χρηματοκιβώτιου,
μόνος μπρὸς στὴν ἀκάλυπτη τρύπα τοῦ χάους,
μὲ τόνα χέρι σου μισοσηκωμένο
σὲ μισοτελειωμένη στάση θεατρικῆς γενναιοδωρίας,
σὰν ἄγαλμα ἥρωα ποὺ ὁ ἡρωισμός του
ἀποδείχτηκε ἀπατηλὸς μετὰ θάνατον - ἢ σὰν ἀτέλειωτη προσπάθεια
νὰ γίνεις ἄγαλμα γιὰ νὰ μὴ σωριαστεῖς στὸ χῶμα - ἕνα ἄγαλμα
ποῦ τείνει μάταια σὰν τσαμπὶ σταφύλι τ᾿ ἀναπόδεκτα κλειδιὰ ἑνὸς
παραδείσου.
|