1Μάνα, τὸν ἥλιο ἐδῶ σκεπάζουν ἴσκιοι Ζοῦμε στ᾿ ἀμπριὰ θαμμένοι, διπλωμένοι Φουσκώνουν τῆς ζωῆς μας τὰ πελάη Ἡ κάθε μου ἵνα τὴ χαρὰ φωνάζει,
|
2Μάνα, μιὰ παπαρούνα σήμερα εἶδα Τέτοιον καιρὸ μᾶς δέχονταν οἱ κάμποι, Τῆς Κυριακῆς τὰ βράδια, καθισμένοι Στὸν οὐρανὸ ἕνα-ἕνα ἀνάβαν τ᾿ ἄστρα
|
Τώρα γυρίζουμε μονάχες οἱ δυὸ μικρὲς ἀδελφὲς
μέσα σε τοῦτο τὸ ἀπέραντο σπίτι
μικρὲς ποὺ λέει ὁ λόγος
ἀπὸ χρόνια γεράσαμε κ᾿ ἐμεῖς
εἴμαστε οἱ μικρότερες τῆς φαμίλιας
κ᾿ οἱ μόνες ἄλλωστε ποὺ ἀπομείναμε.
Δὲν ξέρουμε πῶς νὰ βολέψουμε αὐτὸ τὸ σπίτι,
πῶς νὰ βολευτοῦμε...
Ἀπ᾿ ὅλη τὴ φαμίλια ἀπόμειναν μονάχα δυὸ ἀδελφές.
Κι᾿ ἡ μία τρελλάθηκε (...)
Ἀργότερα συνῆλθε.
Κ᾿ εἶναι αὐτὴ ποὺ μοῦ μίλησε τὸ βράδι
ποὺ τοὺς ἔφερα ἀπὸ τὴν ξενητειὰ
ἕνα μήνυμα τοῦ θείου τους –
ἀδελφοῦ του πατέρα τους.
Ἡ ἄλλη δὲν παρουσιάστηκε καθόλου...
Σταχτής χειμώνας.
Τὸ σταχτὶ δεσπόζει ἔξω καὶ μέσα στὸ τοπίο.
Σταχτιὰ σπίτια,
οἱ δρόμοι, τὰ βουνὰ σταχτιά, τὰ λίγα δέντρα.
Ἐτοῦτο τὸ καΐκι ἀπορριγμένο στὴ στεριὰ - τὸ θυμᾶμαι ἀπὸ πρόπερσι,
κάποιος ἀδέξιος παραθεριστὴς εἶχε καθήσει στὸ ἔνδοξο λιοπύρι
καὶ τὸ ζωγραφίζε- ἔτσι ξεχασμένο καὶ παράταιρο
στὸ τότε φῶς καὶ στὰ γέλια τῶν λουομένων.
Τώρα βρῆκε τὴ θέση του βολεύτηκε,
κι ἂς ἔσπασαν οἱ ἀνέμοι τὰ κατάρτια του,
μὲς στὴ σταχτιὰ ἐρημιά, στὴν ἄφωνη βουὴ τῆς θάλασσας
ποὺ ἔτσι μὲ τὸ νὰ λέει, νὰ λέει, κανεὶς δὲν τὴ προσέχει πιὰ -τὴ συνήθισαν
ὅπως ἕνα παλιό, τεράστιο ἐκκρεμὲς ποὺ ξεχάστηκε στὸ ἄπειρο,
ὅπως τὸ αἷμα ποὺ κυλάει ἀγνοημένο μέσ᾿ στὶς φλέβες.
Βολεύτηκε δίπλα σ᾿ αὐτὰ τὰ σπίτια τῆς ἀκρογιαλιᾶς,
γδαρμένα ἀπ᾿ τὰ νύχια τοῦ χρόνου καὶ τοῦ ἀνέμου,
τῆς σιωπῆς καὶ τοῦ πόντου,
δίπλα σ᾿ αὐτὰ τὰ ἐγκαταλελειμμένα καταστήματα
μὲ τὶς δυσκολοδιάβαστες ἐπιγραφές,
τὰ «Γενικὸν Ἐμπόριον» καὶ «Καφενεῖον ἡ Ρέμβη»
Τὸ νησάκι ποὺ βρίσκεται στὰ βορεινὰ τῆς Λέσβου, ἀνάμεσα Πέτρα καὶ Μόλυβο, εἶναι γυμνὸ καὶ ἔρημο. Δὲν ἔχει ὄνομα, κι οἱ ψαράδες ποὺ δουλεύουν σ᾿ ἐκεῖνες τὶς θάλασσες τὸ λένε ἁπλὰ ἔτσι: «Τὸ νησί». Δὲν ἔχει μήτε ἕνα δέντρο, ἐξὸν ἀπὸ θάμνους. Τρία μίλια μακριά, τὰ βουνὰ τῆς Λέσβου συνθέτουν μία ἤρεμη ἁρμονία ἀπὸ γραμμή, ἀπὸ κίνηση καὶ χρῶμα. Πλάι σ᾿ αὐτὴ τὴ σπατάλη, τὸ γυμνὸ νησὶ μὲ τὴν αὐστηρὴ γραμμή του φαίνεται ἀκόμα πιὸ ἔρημο. Σὰ νὰ τὸ εἶχε ξεχάσει ὁ Θεὸς ὅταν ἔχτιζε τὶς στεριὲς κι ἔκανε τὶς θάλασσες στὶς ἑφτὰ πρῶτες μέρες τοῦ κόσμου.
Μὰ ἀπ᾿ τούτη τὴ γυμνὴ λουρίδα τῆς γῆς μπορεῖς νὰ δεῖς, τὸ καλοκαίρι, τὸν ἥλιο νὰ πέφτει μέσα στὸ ἀτελείωτο πέλαγο.
Τότε τὰ χρώματα βάφουν τὰ νερά, κι᾿ ὁλοένα ἀλλάζουν, κάθε στιγμή, σὰ νὰ λιώνουν μὲς στ᾿ ἀλαφρὰ κύματα. Ὅταν τὰ βράδια εἶναι ποὺ καθαρά, μπορεῖς νὰ ξεχωρίσεις τὰ βουνὰ τοῦ Ἄθω νὰ βγαίνουν μέσα ἀπ᾿ τὸ πέλαγο καί, σιγά, πάλι νὰ σβήνουν μαζὶ μὲ τὴ νύχτα ποὺ ἔρχεται. Αὐτὴ τὴν ὥρα ὁ μπαρμπα-Δημήτρης, ὁ μοναχικὸς κάτοικος τοῦ ἔρημου νησιοῦ, θὰ κάμει τὴν τελευταία κίνηση ποὺ τὸν ἑνώνει μὲ τοὺς ἀνθρώπους καὶ μὲ τὴ ζωή: θ᾿ ἀνάψει τὸ φῶς στὸ φάρο. Τὸ φῶς θ᾿ ἀρχίσει ν᾿ ἀνάβει, νὰ σβήνει, πάλι, πάλι, στὸ ἴδιο διάστημα, αὐστηρά, ἀναπόφευκτα, ὅπως οἱ σκοτεινὲς δυνάμεις τῆς ζωῆς, ἡ μοίρα τοῦ ἀνθρώπου, ὁ θάνατος.
Ὁ γερο-φαροφύλακας τράβηξε τὴ βάρκα στὸν ἄμμο. Τὴ σιγούραρε καλά, μὴν τυχὸν τὴ νύχτα γυρίσει ὁ καιρὸς καὶ φουσκώσουν τὰ νερά. Τὴν κοίταξε γιὰ τελευταία φορά, πρὶν πάρει τὸ δρόμο γιὰ τὸ φάρο.
- Λοιπόν, πάει κι᾿ αὐτὸ τὸ ταξίδι…, λέει σιγά.
Τὸ λέει μοναχὸς καὶ σωπαίνει. Τὸ ταξίδι αὐτό, στὴν ἀντικρινὴ στεριά, γίνεται μία φορὰ τὸ μήνα. Πηγαίνει γιὰ τὶς προμήθειές του, γιὰ τὸ ἀλεύρι, τὸ λάδι καὶ γιὰ τὰ γεννήματα ποὺ τοῦ χρειάζονται. Στὴν ἀρχή, σὲ κάθε ταξίδι, ἔμενε ὅλη τη μέρα στὸ χωριό. Μιλοῦσε μὲ παλιούς του φίλους, μάθαινε νέα γιὰ τὴ χώρα, γιὰ τὸν κόσμο, ἂν οἱ ἄνθρωποι ἦταν σὲ πόλεμο γιὰ εἶχαν εἰρήνη.
Ὁ τελωνοφύλακας τοῦ ἔδινε τὸ μισθό του.
- Λοιπόν, καὶ τὸν ἄλλο μήνα μὲ τὸ καλό, μπαρμπα-Δημήτρη.
Ὁ γέρος κουνοῦσε τὸ κεφάλι του κι εὐχαριστοῦσε.
- Μὲ τὸ καλό, ἂν θἄχουμε ζωή, παιδί μου.
Τὶς ἄλλες ὧρες, ὥσπου νὰ γυρίσει στὸ «νησί του», τὶς περνοῦσε ἀνεβαίνοντας στὴ μικρὴ Παναγιά, στὸ βράχο μὲ τὰ ἑκατὸ σκαλιά, νὰ κάμει τὴν προσευχή του. Σταύρωνε τὰ χέρια του μπροστὰ στὸ παλιὸ εἰκόνισμα, χαμήλωνε τὸ κεφάλι καὶ προσευχόταν γιὰ τὰ δυὸ ἀγόρια του ποὺ χάθηκαν στὴν καταστροφὴ τῆς Ἀνατολῆς, γιὰ τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους, τελευταῖα γιὰ τὸν ἑαυτό του.
- Ἂν ζοῦνε, προστάτευέ τα, παρακαλοῦσε γιὰ τὰ παιδιά του. Φύλαγέ τα ἀπὸ θυμὸ κι ἀπὸ κακὴ ὥρα. Φύλαγέ τα ἀπ᾿ τὸ μαχαίρι…
Μουρμούριζε τοὺς χαιρετισμούς, ὅ,τι ἄλλο ἤξερε ἀπὸ προσευχή, καὶ τὰ γερασμένα του πόδια τρέμαν.
- Κι᾿ ἐμένα, καιρὸς πιὰ εἶναι νὰ ξεκουραστῶ…, ἔλεγε καὶ βούρκωναν τὰ μάτια του.
Κατέβαινε τὰ ἑκατὸ σκαλιὰ κάθε φορὰ μὲ πιὸ ἀλαφρὴ καρδιά. Στὸ δρόμο στεκόταν καὶ κοίταζε τὰ παιδάκια ποὺ παίζαν. Τὸν ξέραν ὅλα, καὶ σὰν τὸν βλέπανε βάζαν τὶς φωνές:
- Μπαρμπα-Δημήτρη! Μπαρμπα-Δημήτρη!
Τοὺς ἀγόραζε φουντούκια καὶ τοὺς τὰ μοίραζε, κι ἐκεῖνα φώναζαν χαρούμενα:
- Μὴν ἀργήσεις νὰ ξανάρθεις, παππούλη! Μὴν ἀργήσεις!
Ἔτσι γινόταν σὲ κάθε ταξίδι κάθε φορά. Μὰ ὅσο τὰ χρόνια περνοῦσαν, τόσο ξεσυνήθιζε μὲ τοὺς ἀνθρώπους. Ἡ ἐρημιὰ ὁλοένα τὸν κυρίευε, μέρα μὲ τὴ μέρα, τὸν ἀπορροφοῦσε, σὰ νὰ στάλαζε μὲς στὴν ὕπαρξή του τὴ φοβερή της δύναμη. Σὲ κάθε ταξίδι λιγόστευε, ὅσο μποροῦσε, τὸν καιρὸ ποὺ ἔπρεπε νὰ μείνει στὸ χωριὸ γιὰ τὶς δουλειές του.
Ἔκοψε καὶ τὸ ἀνέβασμα στὴν ἐκκλησιὰ τοῦ βράχου.
- Συγχώρεσέ με γιατὶ πιὰ δὲ μπορῶ, ἔλεγε στὸ Θεό, σὰ νὰ εἶχε κάμει καμιὰ ἁμαρτία. Παντοῦ μπορῶ νὰ σὲ παρακαλῶ γιὰ νὰ βλέπεις πόσο εἶμαι ἀδύναμος.
Κι ὅταν γύριζε στὸ νησί του, ὕστερα ἀπὸ κάθε ταξίδι, ἔμενε πολὺ ἀργὰ τὴ νύχτα, κάτω ἀπὸ τὰ ἄστρα, νὰ προσεύχεται.
Δὲ ρωτοῦσε πιὰ νέα, τί γίνεται στὸν κόσμο. Δὲν ἤξερε τίποτα. Ὅλος ὁ κόσμος στένευε, μέρα μὲ τὴ μέρα, γύρω στὸ ἔρημο νησί, κι᾿ ἔκλεινε μὲ τὸ βαθὺ πέλαγο καὶ μὲ τὰ χρώματα, σὰν ἔγερνε ὁ ἥλιος.
Οἱ τελευταῖοι σύντροφοι ποὺ ἄλλαζε πότε-πότε καμιὰ κουβέντα μαζί τους ἦταν ψαράδες πού, σὰ δὲν τοὺς ἔπαιρνε ὁ καιρός, ἄραζαν γιὰ λίγο στὸ νησί του. Μέναν ἐκεῖ στὴν ἀκρογιαλιά, ὅπου ἐρχόταν νὰ σβήσει τὸ κύμα, καὶ λέγαν γιὰ τὰ βάσανά τους καὶ γιὰ τὴ μοίρα τους. Πολλὲς φορὲς ξενυχτοῦσαν ἐκεῖ. Τότε, στὶς μακριὲς ὧρες ὥσπου νὰ χαράξει, ὅταν οἱ ἄλλες κουβέντες τέλειωναν, ἐρχόταν καὶ ἡ ἐπίσημη ὥρα γιὰ τὰ δυὸ παιδιά του.
- Ποιὸς τὸ ξέρει…, τοῦ λέγαν οἱ ψαράδες. Μπορεῖ νὰ ζοῦνε καὶ νἄρθουν, μπάρμπα-Δημήτρη. Ἔτσι σὰν τοὺς γλάρους σου ποὺ γύρισαν.
Δὲ μιλοῦσε, δὲ σάλευε, τὰ ἥμερα μάτια του μένανε στυλωμένα στὸ βάθος τῆς νύχτας.
- Ναί, μπαρμπα-Δημήτρη, σὰν τοὺς γλάρους σου. Ἔτσι μποροῦν νὰ γυρίσουν καὶ νἄρθουν. Μὴν ἀπελπίζεσαι.
Οἱ ψαράδες, τότε, μ᾿ αὐτὴ τὴν ἀφορμή, φέρναν τὴν κουβέντα στοὺς γλάρους τοῦ γέρου.
- Ἀλήθεια, τοῦ λέγανε, πῶς μπόρεσες νὰ τοὺς μερώσεις μπάρμπα-Δήμητρη; Πουθενὰ δὲν ἀκούστηκε νὰ μερώνουν οἱ γλάροι…
-Ἔτσι εἶναι, παιδιά μου, μουρμούριζε αὐτός. Ὅλα μερώνουν ἐδῶ κάτου. Μονάχα ὁ ἄνθρωπος…
Τὸν ρωτοῦσαν νὰ τοὺς πεῖ πάλι τὴν ἱστορία μὲ τοὺς γλάρους, μ᾿ ὅλο ποὺ τὴν ξέραν κι ὅλοι ὅσοι ζοῦσαν στὴν ἀντικρινὴ στεριά. Τὰ εἶχε βρεῖ μικρά, μὲς στοὺς βράχους, δυὸ γλαρόπουλα ἀμάλλιαγα ἀκόμα. Ἦταν χειμώνας τότε, τὰ λυπήθηκε καὶ τὰ κουβάλησε στὸ καλύβι του, πλάι στὸ φάρο. Τὰ κράτησε καὶ τὰ μεγάλωσε, ταΐζοντάς τα μικρὰ ψάρια ποὺ ἔπιανε τὸ δίχτυ του. Μιὰ μέρα τοῦ ἦρθε ἡ ἰδέα νὰ τοὺς βγάλει ἀπὸ ἕνα ὄνομα.
«Ἔ, λοιπόν, ἐσένα θὰ σὲ λέμε…»
Μὲς στὶς ἀναμνήσεις του, μὲς στὴν καρδιά του, κείνη τὴν ἥμερη ὥρα τριγυρίζανε τὰ δυὸ παιδικὰ πρόσωπα, τὸν καιρὸ ποὺ ἦταν πολὺ μικρὰ καὶ τὰ φώναζε.
«Λοιπόν…, ἐσένα νὰ σὲ λέμε Βασιλάκη, εἶπε στὸ ἕνα πουλί. Κι ἐσένα νὰ σὲ λέμε Ἀργύρη…»
Ἔτσι, ἀπὸ τότε ἄρχισε νὰ τὰ φωνάζει μὲ τὰ ὀνόματα τῶν παιδιῶν του. Κι οἱ γλάροι σιγὰ-σιγὰ τὰ συνηθίσανε.
Σὰ μεγάλωσαν κι᾿ ἦρθε ἡ ἄνοιξη, ἕνα πρωὶ σκέφτηκε πὼς εἶναι ἁμαρτία νὰ ἔχει σκλαβωμένα τὰ πουλιά. Ἀποφάσισε νὰ τὰ λευτερώσει. Ἄνοιξε τὸ μεγάλο καλαμένιο κλουβὶ κι᾿ ἔπιασε πρῶτα τὸ ἕνα πουλί. Τὸ κράτησε μὲς στὰ δυό του χέρια, τὸ χάιδεψε. Αἰσθανόταν τὴν καρδιά του νὰ εἶναι πολὺ ἁλαφρή.
«Ἄιντε, λοιπόν, Βασίλη!» εἶπε στὸ πουλί, καὶ ἄνοιξε τὰ χέρια του νὰ τὸ ἀφήσει νὰ φύγει.
Τὸ πουλὶ πέταξε, ἔφυγε.
Ἔβγαλε καὶ τὸ ἄλλο, τὸ χάιδεψε σὰν τὸ πρῶτο, τὸ ἄφησε κι᾿ αὐτό. Ὅλα ἦταν ἥμερα κείνη τὴ μέρα, καὶ ἡ νύχτα ποὺ ἦρθε ἦταν ἥμερη. Μονάχα ποὺ αἰσθανόταν νὰ εἶναι ἀκόμα πιὸ ἔρημος.
Τὸ ἴδιο βράδυ εἶχε ἀποτραβηχτεῖ νωρίς, ὅταν ἄκουσε στὸ μικρὸ παράθυρο τῆς καλύβας ἁλαφριὰ χτυπήματα. Πλησίασε καὶ κοίταξε. Δὲν τὸ πίστευε. Πετοῦσε ἀπ᾿ τὴ χαρά του σὰ νὰ ἦταν τὰ παιδιά του ποὺ γύριζαν.
Ἄνοιξε τὴν πόρτα νὰ μποῦν μέσα οἱ γλάροι.
Ἀπὸ τότε αὐτὸ γινόταν: Τὰ πουλιὰ φεύγαν τὸ πρωὶ ταξιδεύανε ὡς τὶς ἀντικρινὲς στεριὲς τῆς Ἀνατολῆς, ὡς πέρα στὸ Σιγρί, καὶ τὰ βράδια γύριζαν. Ἔκαναν κοπάδι μαζὶ μὲ ἄλλους γλάρους, καὶ πολλὲς φορὲς πετοῦσαν πάνω ἀπ᾿ τὸ ρημονήσι. Ἂν ἦταν χαμηλά, ὁ γέρος μποροῦσε νὰ τοὺς ξεχωρίζει ἀπ᾿ τὰ σταχτιὰ σημάδια ποὺ εἶχαν κάτω ἀπ᾿ τὶς φτεροῦγες. Σὰν ἔβγαινε μὲ τὴ βάρκα κι᾿ αὐτοὶ τριγύριζαν ἐκεῖ σιμά, χαμήλωναν καὶ τσίριζαν ἀπὸ πάνω του. Τοὺς εἶχαν μάθει κι᾿ οἱ ἄλλοι ψαράδες στὰ μέρη ἐκεῖνα. Καὶ σὰν τοὺς βλέπανε φώναζαν γελώντας:
- Ἔ, Βασίλη!… Ἔ, Ἀργύρη!…
Ἔτσι περνοῦσαν οἱ μέρες στὸ ρημονήσι. Ἡ μιά, ἡ ἄλλη, αὐτὴ ποὺ πέρασε, αὐτὴ ποὺ θάρθει. Μιὰ ἀδιατάραχτη σειρὰ ἀπὸ μέρες καὶ νύχτες ποὺ δὲν εἶχαν τίποτα νὰ περιμένουν, ἄλλο ἀπὸ τὸ θάνατο.
Μιὰ βραδιά του καλοκαιριοῦ ἔγινε κάτι ἀσυνήθιστο. Οἱ γλάροι δὲ γύρισαν. Μήτε τὴν ἄλλη μέρα φάνηκαν, μήτε τὴν ἄλλη νύχτα.
- Μπορεῖ νὰ ταξίδεψαν μακριά, συλλογίστηκε ὁ γέρος γιὰ νὰ ξεγελάσει τὴν ἀνησυχία του.
Τὸ ἄλλο πρωί, ὅπως συνήθιζε, κάθισε στὸ πεζούλι τοῦ φάρου. Κοίταξε τὸ πέλαγο. Μιὰ στιγμὴ τοῦ φάνηκε πὼς ἡ θάλασσα αὐλακωνόταν, κανένα μίλι μακριά, σὰ νὰ περνοῦσαν δελφίνια καὶ παίζαν. Πολλὲς φορὲς ἔβλεπε στ᾿ ἀνοιχτὰ νὰ περνοῦν δελφίνια. Τὰ παρακολουθοῦσε νὰ γράφουν τὶς ἀργὲς κινήσεις τους ὄξω ἀπ᾿ τὸ νερό, πάλι νὰ πέφτουν.
- Δελφίνια θὰ εἶναι καὶ τώρα.
Μὰ σὲ λίγο εἶδε καθαρὰ πὼς δὲν ἦταν.
- Ἄνθρωποι εἶναι! Εἶπε ξαφνιασμένος.
Κατέβηκε στὸ ἀκρογιάλι καὶ περίμενε. Σὲ λίγο ξεχώρισε πὼς ἦταν ἕνα ἀγόρι καὶ ἕνα κορίτσι. Κολυμποῦσαν πλάι-πλάι, μὲ ἀργὲς κινήσεις, γεμάτες βεβαιότητα. Καὶ τὸ μικρὸ κύμα ἔκλεινε πάνω στὸ αὐλάκι ποὺ ἄφηναν.
- Τί νὰ θέλουν;
Δὲ θυμόταν ἄλλη φορὰ νὰ εἶχαν ἔρθει κατὰ κεῖ γιὰ κολύμπι ἄνθρωποι. Κι ὕστερα, δὲ φαινόταν ἐκεῖ γύρω καμιὰ βάρκα ἀπ᾿ ὅπου νὰ εἶχαν πέσει.
Σὲ λίγη ὥρα εἶχαν φτάσει.
Τὰ δυὸ βρεμένα κορμιὰ τινάζουνται ἀπ᾿ τὴ θάλασσα στ᾿ ἀκρογιάλι.
Τὸ ἀγόρι κοιτάζει τὸ κορίτσι μὲς στὰ μάτια καὶ τεντώνει τὰ χέρια του ψηλά.
- Ἄχ! Λέει παίρνοντας βαθιὰ ἀνάσα. Τί καλὰ ποὺ ἦταν!
Ὕστερα τρέξαν πρὸς τὸ φαροφύλακα.
- Ἐσύ ῾σαι ὁ μπαρμπα-Δημήτρης; Λέει τὸ ἀγόρι.
Ἔστεκε μὲ χαμηλωμένο τὸ κεφάλι, γεμάτος συστολή, ἀντίκρυ στὸ γυμνὸ σῶμα τοῦ κοριτσιοῦ ποὺ ἔλαμπε μὲς στὸν πυρὸν ἥλιο.
- Ἐγὼ εἶμαι, λέει μὲ ταραχή. Μπᾶς καὶ σᾶς ἔτυχε τίποτα;
- Μὰ ἀπ᾿ ἀντίκρυ, ἀπ᾿ τὴν Πέτρα.
Ὁ μπάρμπα-Δημήτρης δὲν ξέρει τί νὰ πεῖ, μουρμουρίζει μονάχα πὼς δὲ θυμᾶται νὰ τοῦ εἶχαν ἔρθει ἄλλη φορὰ ξένοι μὲ τέτοιο ταξίδι.
Ἄρχισαν ν᾿ ἀνεβαίνουν πρὸς τὸ φάρο.
Περπατοῦσε πρῶτος, τὰ παιδιὰ ἀκολουθοῦσαν. Δὲ θὰ ἦταν τὸ καθένα περισσότερο ἀπὸ δεκαοχτώ, δεκαεννιὰ χρονῶ. Κι᾿ ἐκεῖνος βάδιζε μπρός, καὶ τὰ χρόνια βάραιναν στοὺς ὤμους του, σὰ νὰ τοῦ ζητοῦσαν τὴν εὐθύνη γιατὶ δὲν τ᾿ ἄφηνε πιά, νὰ ξεκουραστοῦν.
Κάθισαν στὸ πεζούλι τοῦ φάρου. Μπροστά τους τὸ Αἰγαῖο ἀκύμαντο, ὁ ἥλιος ἔτρεμε πάνω του.
- Ἀπὸ ποῦ ἔρχεστε; Ρώτησε ὁ γέρος.
- Σπουδάζουμε στὴν Ἀθήνα, εἶπε τὸ κορίτσι. Ἐγὼ σπουδάζω χημικὸς κι ὁ φίλος μου στὸ Πολυτεχνεῖο.
- Ἄ, ἀλήθεια!… μουρμουρίζει ὁ γέρος χωρὶς νὰ καταλαβαίνει.
- Ἔχεις πάει καμιὰ φορὰ στὴν Ἀθήνα, παππούλη; Ρωτᾶ τὸ κορίτσι.
- Ὄχι. Ποτές.
- Θὰ τὸ ἤθελες τώρα;
Ἡ φωνή του εἶναι σιγανή, μόλις ἀκούγεται.
- Ὄχι, παιδί μου. Τώρα εἶναι ἀργά.
- Θὰ εἶσαι πολὺ μονάχος ἐδῶ, παππούλη.
- Εἶμαι πολὺ μονάχος, παιδί μου.
Σώπασαν. Πέρασε λίγη ὥρα. Ψηλὰ πέρασε ἕνα κοπάδι γλάροι. Ὁ γέρος σηκώνεται καὶ μπαίνει στὸ καλύβι νὰ φέρει γλυκό. Ἀπ᾿ τὸ μικρὸ παράθυρο μπορεῖ νὰ βλέπει τὰ δυὸ παιδιά, ἔτσι ποὺ εἶναι ξαπλωμένα. Στὰ κορμιά τους καὶ στὰ πρόσωπά τους τρέμουν ἀκόμα στάλες ἀπ᾿ τὴ θάλασσα. Ὁ ἥλιος τὰ ἔχει ψήσει ἀλύπητα, εἶναι κεῖ σὰ δυὸ ἀγάλματα ἀπὸ μπροῦτζο ποὺ τὰ ξέβρασε τὸ πέλαγο – μιὰ θεότητα τῆς ὑγείας καὶ μία θεότητα τῆς νεότητας. Τὰ μαῦρα μαλλιὰ τοῦ κοριτσιοῦ πέφτουν πάνω στοὺς ὤμους του, καὶ στὰ μεγάλα μαῦρα μάτια του σαλεύει βαθὺ φῶς. Τὸ ἀγόρι ἀνασηκώνεται καὶ σκύβει σ᾿ αὐτὸ τὸ πρόσωπο ποὺ τὸ ἁγιάζει τὸ βαθὺ φῶς. Τὸ κοιτάζει σὰ ναρκωμένος, ὕστερα ἁπλώνει σιγὰ τὰ χέρια του νὰ τὸ χαϊδέψει.
- Χρυσούλα…, μουρμουρίζει μονάχα τὸ ὄνομά της, καὶ τὰ χείλια του τρέμουν ἀπὸ συγκίνηση.
Τὰ μεγάλα μαῦρα μάτια σηκώνουνται. Μένουν μία λίγη στιγμὴ ἀκίνητα, στυλωμένα στὸ πρόσωπο τοῦ ἀγοριοῦ. Ὕστερα μπλέκει τὰ χέρια της στὸ κεφάλι του καὶ τὸν φιλᾶ θερμά.
Ἔτσι ἁπλὰ καὶ ἥμερα εἶναι ὅλα στὸ ρημονήσι αὐτὴ τὴν ἱερὴ ὥρα. Ἔτσι ἥμερα εἶναι μὲς στὴν καρδιὰ τοῦ γέρου ἀνθρώπου. Εἶναι πλημμυρισμένος, τοῦτο τὸ καλοκαιρινὸ πρωινό, εἶναι βουρκωμένος. Αὐτὴ ἡ ἀπρόοπτη τρυφερότητα ποὺ ἦρθε νὰ ταράξει τὴν ἐρημιά του, τὰ ἀκίνητα νερά…
- Παππούλη, νἄρθουμε κι᾿ ἐμεῖς μέσα; Τοῦ φωνάζει τὸ κορίτσι.
- Ἔρχουμαι ἐγώ, ἔρχουμαι! Λέει ταραγμένος.
Τοὺς ἔφερε γλυκό, ἀμύγδαλα, κρύο νερό.
- Δὲν ἔχω τίποτα ἄλλο…, μουρμουρίζει σὰ νὰ θέλει νὰ τὸν συγχωρέσουν.
- Κάθισε, κάθισε παππούλη, - τὸν πιάνει τὸ κορίτσι ἀπ᾿ τὸ χέρι νὰ καθίσει πλάι του.
Κάθισε.
- Ἐλᾶτε καὶ αὔριο, τοὺς λέει δειλά. Θὰ ψαρέψω γιὰ σᾶς τὴ νύχτα.
- Αὔριο φεύγουμε, ἀπαντᾶ τὸ κορίτσι μὲ λύπη. Κρίμα, τόσες μέρες ποὺ ἤμαστε ἐδῶ νὰ μὴν ἐρχόμαστε! Εἶσαι πάντα ἔτσι ἔρημος, παππούλη;
- Πάντα, παιδί μου.
- Ἄ, τώρα καταλαβαίνω τί ἦταν οἱ γλάροι…, μουρμουρίζει τὸ ἀγόρι.
- Ναί, παιδί μου, αὐτὸ εἶναι. Ἡ ἐρημιά.
- Θὰ πρέπει νὰ τοὺς συγχωρέσεις, παππούλη, λέει πάλι τὸ ἀγόρι σὲ λίγο. Ἂν ἤξεραν δὲ θὰ τὸ ἔκαναν ποτέ.
Ὁ γέρος δὲν καταλαβαίνει. Στέκει μὲ ἀπορία.
- Γιὰ ποιοὺς λές, παιδί μου;
- Γι᾿ αὐτοὺς ποὺ σκότωσαν τοὺς γλάρους σου λέω, μπαρμπα-Δημήτρη. Εἶναι φίλοι μας.
Καταλαβαίνει τὰ γόνατά του νὰ τρέμουν, ἡ καρδιά του χτυπᾶ.
- Τοὺς σκότωσαν εἶπες;
- Ἄ, δὲν τὸ ἤξερες ἀκόμα;
Τὸ παιδὶ δαγκάνει τὰ χείλια του, μὰ εἶναι ἀργά. Τοῦ λέει τὴν ἱστορία: Πῶς κυνηγοῦσαν, ὅλη ἡ νεολαία, ὕστερα κατέβηκαν στὴν ἀκρογιαλιά, οἱ δυὸ γλάροι χαμήλωσαν ἀπ᾿ τὸ ἄλλο κοπάδι, ὁ φίλος τους τράβηξε πάνω τους γιὰ νὰ δοκιμάσει. Ὕστερα, κάτι ψαράδες ἐκεῖ σιμά, γνώρισαν τὶς σταχτιὲς φτεροῦγες.
Ὁ γέρος ἀκούει, ἀκούει, - δὲν εἶναι τίποτα, δυὸ γλάροι ἦταν.
- Δὲν ἤξεραν, παππούλη…, λέει μὲ θερμὴ φωνὴ τὸ κορίτσι, συγκινημένο ἀπ᾿ τὴ βουβὴ λύπη ποὺ βλέπει στὸ γερασμένο πρόσωπο. Δὲν ἤξεραν…
Κι᾿ ἐκεῖνος κουνᾶ μόλις, ἀργά, τὸ κεφάλι του, συγκατανεύοντας:
- Ναί, ναί, παιδί μου. Δὲ θὰ ἤξεραν…
Ἀρκετὴ ὥρα πέρασε.
- Πρέπει νὰ φύγουμε, λέει τὸ ἀγόρι.
Τὸ κορίτσι σηκώνεται.
- Νὰ φύγουμε.
Πηγαίνουν μπροστά, ὁ γέρος ἔρχεται λίγο πίσω τους. Φτάσαν στὴν ἀκρογιαλιά.
- Σὲ χαιρετοῦμε, παππούλη, λέει πρῶτο τὸ κορίτσι.
Πιάνει τὸ χέρι του σκύβει νὰ τὸ φιλήσει. Κι᾿ αὐτὸς τῆς χαϊδεύει τὰ μακριὰ μαλλιά.
- Νὰ σᾶς βλογᾶ ὁ Θεός, μουρμουρίζει συγκινημένος.
Ἔφυγαν. Παρακολουθεῖ πολλὴ ὥρα τὸ μικρὸ αὐλάκι ποὺ κάνουν τὰ κορμιά τους στὴ θάλασσα. Ὥσπου ὅλα σβήνουν ἀπ᾿ τὰ μάτια του. Καὶ τὸ πέλαγο εἶναι πάντα ἔρημο καὶ ἀτελείωτο.
Νυχτώνει. Ἔχει καθίσει στὸ πεζούλι, οἱ ὧρες περνοῦν. Ὅλα περνοῦν ἀπ᾿ τὰ θολωμένα μάτια του: τὰ μικρά του τὰ χρόνια, τὰ παιδιὰ ποὺ μεγάλωσε καὶ χάθηκαν, οἱ ἄνθρωποι ποὺ τὸν πικράνανε. Ὅλα περνοῦν κι ὅλα σβήνουν. Καὶ τὰ δυὸ παιδιὰ ποὺ φιληθήκανε ἐδῶ στὸν ἴδιο τόπο, λίγες ὧρες πρίν. Κι᾿ ἕνα κοπάδι γλάροι ποὺ πετοῦν ψηλά. Δυὸ γλάροι ἔχουν σταχτιὲς φτεροῦγες. Κι᾿ αὐτοὶ περνοῦν καὶ χάνουνται. Δὲν εἶναι πιὰ νὰ γυρίσει τίποτα. Ἔχει χαμηλώσει τὸ κεφάλι, καὶ τὰ δάκρυα στάζουν στὴν ξερὴ γῆ. Ἀπὸ πάνω του τὸ φῶς τοῦ φάρου ἀνάβει, σβήνει, πάλι, πάλι, στὸ ἴδιο διάστημα, αὐστηρὰ καὶ ἀναπόφευκτα, ὅπως οἱ σκοτεινὲς δυνάμεις τῆς ζωῆς, ἡ μοίρα τοῦ ἀνθρώπου, ὁ θάνατος.