Πανάρχαιες ἐλιές, κούφιοι κορμοὶ συστραμμένοι· τὸ δύστυχο σταχτί· τὸ καπνισμένοι κίτρινο· ἴσκιοι τῶν σύννεφων στοὺς ἀπέναντι λόφους. Ἔρχεται ὑπάκουο τὸ μακρινό, σὲ κοιτάει ἀπ᾿ τὸ πλάι· ξεχνᾶς ἐκεῖνο πού ῾θελες νὰ τοῦ ζητήσεις· τὸ χέρι σου ἀφηρημένο περπατᾶ στὴ μαλακιὰ ράχη τοῦ ζώου. Ἦταν αὐτό; Καὶ τί ἦταν; Ἀντεστραμμένος χρόνος; Οἱ γριὲς τυλίγουνε τὰ πόδια τους μ᾿ ἐφημερίδες, τὰ δένουνε μὲ σπάγκους. Προφυλάξεις, προφυλάξεις, - ὦ, σιωπηλὴ διάρκεια· καθόμαστε χάμου στὸ χῶμα μ᾿ ἕνα καλάθι φραγκόσυκα, μὲ τό ῾να παπούτσι τοῦ δρομέα, - κι αὐτὴ ἡ ἐπίμονη γυναίκα, ἡ ἀποστεωμένη, ἡ ἄγρια, κάτω ἀπ᾿ τὸ δέντρο, μέσ᾿ στὴν πεισμωμένη λάμψη, κρατώντας στὰ δύο χέρια της τὸ ἀπαρηγόρητο βρέφος. Τότε ἀκριβῶς ἦταν ποὺ μάθαμε πὼς τίποτα δὲν εἶχε χαθεῖ. |