Εἶναι ὁρισμένοι στίχοι-κάποτε ὁλόκληρα ποιήματα-
ποὺ μήτε ἐγὼ δὲν ξέρω τί σημαίνουν. Αὐτὸ ποὺ δὲν ξέρω
ἀκόμη μὲ κρατάει. Κι ἐσὺ ἔχεις δίκιο νὰ ρωτᾷς.
Μὴ μὲ ρωτᾷς.
Δὲν ξέρω σοῦ λέω.
Δυὸ παράλληλα φῶτα ἀπ᾿ τὸ ἴδιο κέντρο. Ὁ ἦχος τοῦ νεροῦ
ποὺ πέφτει τὸν χειμῶνα, ἀπ᾿ τὸ ξεχειλισμένο λοῦκι
ἢ ὁ ἦχος μιᾶς σταγόνας καθὼς πέφτει
ἀπό ῾να τριαντάφυλλο στὸν ποτισμένο κῆπο
ἀργὰ-ἀργὰ ἕνα ἀνοιξιάτικο ἀπόβραδο
σὰν τὸν λυγμὸ ἑνὸς πουλιοῦ. Δὲν ξέρω
τί σημαίνει αὐτὸς ὁ ἦχος-ὡστόσο ἐγὼ τὸν παραδέχομαι.
Τ᾿ ἄλλα ποὺ ξέρω στὰ ἐξηγῶ. Δὲν τὸ ἀμελῶ.
Ὅμως κι αὐτὰ προσθέτουν στὴ ζωή μας. Κοιτοῦσα
ὅπως κοιμότανε, τὸ γόνατό της νὰ γωνιάζει τὸ σεντόνι-
Δὲν ἦταν μόνο ὁ ἔρωτας. Αὐτὴ ἡ γωνία
εἶναι ἡ κορυφογραμμὴ τῆς τρυφερότητας, καὶ τὸ ἄρωμα
τοῦ σεντονιοῦ, τοῦ λευκοῦ καὶ τῆς ἄνοιξης, συμπλήρωναν
ἐκεῖνο τὸ ἀνεξήγητο ποὺ ζήτησα, ἄσκοπα καὶ πάλι, νὰ στὸ ἐξηγήσω.
|