Γεωργίου Βιζυηνοῦ
ΜΟΣΚΩΒ ΣΕΛΗΜ
(δράμα σὲ τρεῖς πράξεις)
Θεατρικὴ ἀπόδοση
Ἑλένης Δημητριάδου - Ἐφραιμίδη
Βραβεῖο Ἰπεκτσί 1999
|
στὸ πνεῦμα τοῦ Γιωργῆ ἀπ᾿ τὴ Βιζύη
καὶ σ᾿ ὅλα τὰ ἐλεύθερα πνεύματα
ποὺ διεκδικοῦν δικαίωση... |
|
[Εἰσαγωγικά]
[Πρώτη πράξη] [Δεύτερη
πράξη] [Τρίτη πράξη]
[Πληροφορίες] [Ἑρμηνευτικά]
[Παραπομπές]
ΜΟΣΚΩΒ-ΣΕΛΗΜ
ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ
Σχετικὰ μὲ τὸ θεατρικὸ Βιζυηνό...
Τὸ ἔργο τοῦ Βιζυηνοῦ ἐντάσσεται ἤδη, ἔστω καὶ μὲ ἀργὸ ρυθμό, στὴ
θέση ποὺ τοῦ ἁρμόζει γιατί τὰ ἀληθινὰ βιβλία, ὅπως ἀναφέρει ὁ Γ. Σεφέρης,
ὅπως καὶ τὰ ἀληθινὰ λόγια, ἔχουν τὴ δική τους ἀνεξάρτητη μοίρα ποὺ δὲν
τὴν ὁρίζει ἡ βούληση τοῦ συγγραφέα τους, μιὰ μοίρα καμωμένη μὲ τύχη
καὶ ὀξυδέρκεια. Ἡ ψυχικὴ δύναμη καὶ ὁ πλοῦτος τῶν γνώσεων τοῦ Βιζυηνοῦ
ἐμπλουτίζουν τὰ ἔργα του καὶ καθὼς ὁ ἀναγνώστης ξεπερνᾶ τὸ πρῶτο ὁρατὸ
ἐπίπεδό της «γλώσσας» καὶ τῆς «ἀστυνομικῆς πλοκῆς» μπορεῖ νὰ ἐμβαθύνει
σὲ μηνύματα καὶ εἰκόνες ἰδιαίτερα γιὰ τὸ θέατρο, ποὺ ξυπνοῦν ἕναν κόσμο
διαφορετικό.
Σήμερα συγγραφεῖς ὅπως ὁ Ἰονέσκο, ὁ Μπέκετ καὶ τόσοι ἄλλοι ἔχουν
μυήσει τὸν κόσμο σὲ ἕνα εἶδος θεάτρου, ὅπου αὐτὸ μπορεῖ νά ῾ναι ἕνα
ὄχημα ἐξύψωσης, ὅπως ἀναφέρει ὁ Γκροτόφσκι καὶ νὰ χρησιμοποιεῖ τὰ μάτια
του, τὴν ἀκοή του, τὶς αἰσθήσεις τοῦ ὡς ἑστία τῆς μνήμης του καὶ νὰ
μεταποιεῖ ὁ ἴδιος τὸ δράμα τῆς σκηνῆς ὡς δράμα ἀναμνήσεων καὶ φαντασιώσεων
μὲ ἥρωες σκιὲς τοῦ ἄλλοτε.
Στὴν προσέγγιση τοῦ ἔργου τοῦ Βιζυηνοῦ ἀπὸ τὴ θεατρική του πλευρά,
θὰ ἦταν λυπηρὸ σήμερα μετὰ τὰ τόσα ποὺ ἔχουμε διδαχθεῖ ἀπὸ τὸ σύγχρονο
θέατρο ν᾿ ἀντιμετωπίζουμε ἔργα ἑνὸς τέτοιου μεγέθους μὲ φόρμες καθαρὰ
συντηρητικές. Ἡ ρεαλιστικὴ μεταφορὰ ἑνὸς βιβλίου θὰ ἦταν ἡ ἰδανικὴ λύση
γιὰ τοὺς κουρασμένους «βιβλιόφιλους» ποὺ θὰ τοὺς πρόσφερε μία ὄμορφη
βραδιὰ μὲ τὸ λόγο νὰ ἀκολουθεῖ τὰ πρότυπά του βιβλίου, μὰ μὲ ἀποτέλεσμα
νὰ αἰχμαλωτίζει καὶ νὰ σβήνει τὶς οὐσιώδεις εἰκόνες τοῦ ἔργου.
Ὁ Μοσκὼβ-Σελὴμ εἶναι ἕνα ἀπὸ τὰ ἔργα ὅπου οἱ δυνατότητες τοῦ συγγραφέα
δὲν κρύβονται περίτεχνα πίσω ἀπὸ φόρμες, ἀλλὰ παρουσιάζονται καθαρὰ
ἐκεῖ ὅπου ὁ Βιζυηνὸς ξεπερνᾶ τὸ λογοτεχνικὸ κείμενο καὶ ἀγκαλιάζει τὸ
φιλοσοφικό.
Στὴ σκηνὴ μπορεῖ νὰ δεῖ κανεὶς τὸν πραγματικὸ ἥρωα, μπορεῖ κάλλιστα
νὰ δαμάσει αὐτὲς τὶς σκιὲς ποὺ πλανιόνται στὴν ἔρημη χώρα καὶ αὐτὰ τὰ
χωρικὰ πλαίσια νὰ ἁπλωθοῦν τόσο ποὺ νὰ ἀγγίζουν τὰ Βαλκάνια ἢ καὶ τὴν
Ἑνωμένη Εὐρώπη... ἐνῷ οἱ ἥρωές του ἀπὸ δανειστὲς τοῦ παρελθόντος μετατρέπονται
σὲ κριτὲς μιᾶς πραγματικότητας ποὺ ὁ συγγραφέας μὲ τὴν ὀξυδέρκεια τού
μας τοὺς παρέδωσε ὡς φαντασία.
Θεωρῶ λοιπὸν πὼς κανεὶς δὲν θὰ ἤθελε νὰ στερήσει τὴ δύναμη αὐτοῦ
τοῦ ἔργου καὶ νὰ τὴν περιορίσει στὰ στενὰ πλαίσια μιᾶς θεατροποιημένης
παράστασης ποὺ θὰ ἀπέδιδε τὰ γλωσσικὰ ἰδιώματα καὶ τὰ παράδοξα τῆς ἐποχῆς
ἐνῷ τὸ ἔργο ἀντιδρᾶ ἀναζητώντας τὴν πραγματική του μοίρα καὶ στὸ θεατρικὸ
χῶρο.
Πασχάλης Ξανθόπουλος
Σκηνοθέτης
Ἀντὶ προλόγου
Πολλὲς
φορές, μιὰ σκέψη ἢ μία ἰδέα γίνεται ἔμμονη. Ἐξουσιάζει καὶ ὁδηγεῖ. Γίνεται
κίνηση γιὰ δημιουργία ἢ γιὰ ἐπανάληψη μιᾶς δημιουργίας. Ξύπνημα μνήμης.
Λόγος καὶ δύναμη ποὺ μὲ παρότρυναν νὰ κάνω τὴ μεταφορὰ αὐτὴ τοῦ διηγήματος
τοῦ Γ. Βιζυηνοῦ στὸ θέατρο. Πίστη, πὼς μέσῳ τοῦ θεατροποιημένου αὐτοῦ
λογοτεχνικοῦ ἔργου, θὰ δινόταν ἡ εὐκαιρία στὸ θεατὴ νὰ ἔρθει σὲ ἄμεση
ἐπαφὴ μὲ ἕνα κομμάτι τοῦ ἔργου, τῆς γλώσσας καὶ τῆς σκέψης τοῦ Βιζυηνοῦ.
Πιστεύω πὼς ἡ μεταφορὰ αὐτὴ ἔχει τὴ δύναμη νὰ λειτουργήσει σὰν μία πρόταση
γιὰ τὰ ἑπόμενα χρόνια. Νὰ μὴ σταματήσει ἡ «μνήμη Βιζυηνοῦ» στὸν ἀπόηχο
τοῦ 1996. Στὰ «100 χρόνια ἀπὸ τὸ θάνατό του», στὸ σήμερα καὶ στὸ τέλμα.
Ἡ κατάθεση αὐτὴ φιλοδοξεῖ στὴν ἐπανάληψη τῆς μνήμης ἀλλὰ καὶ στὴν ἀφύπνιση
ποὺ ἡ συγκίνηση θὰ δίνει ὅταν σκύβουμε στὸ «μυστικὸ νερό» τῆς πηγῆς
τοῦ ἔργου τοῦ Βιζυηνοῦ τῆς Θρᾴκης.
Ὑπῆρχε βέβαια ἡ δυνατότητα θεατροποίησής του. «Ἔχει διατυπωθεῖ ἡ
ἄποψη ὅτι τὰ διηγήματα τοῦ Βιζυηνοῦ διαθέτουν πλούσιο δραματικὸ ὑπόστρωμα».(1)
Ἀκόμη ὅτι ἡ ἰδιαιτερότητα τῆς ἀφηγηματικῆς προοπτικῆς στὰ διηγήματά
του, «μεταβάλλει αὐτόματα τὴ διήγηση σὲ μίμηση, δηλαδὴ τὸ διήγημα σὲ
θεατρογράφημα».(2)
Ὁ τρόπος τῆς μεταφορᾶς τοῦ «Μοσκὼβ-Σελὴμ» στὸ θέατρο μὲ ἀπασχόλησε
ἀρκετά. Θὰ μποροῦσε νὰ εἶχε γίνει μία πιὸ ρεαλιστικὴ θεατρικὴ ἀπεικόνιση
προσώπων καὶ διαλόγων. Τελικὰ ἡ μεταφορὰ τοῦ μέσῳ τῆς ἀφήγησης μὲ κύρια
πρόσωπα τὸν Ἀφηγητή-συγγραφέα συνομιλητή, καθὼς καὶ τὸν Ἀφηγητή-Σελήμ,
νομίζω ὅτι εἶναι ἀντιπροσωπευτικὸς γιὰ τὸ Βιζυηνὸ ἀλλὰ καὶ ὁ τρόπος
ποὺ ἐπιτρέπει στὸ συγκεκριμένο διήγημα, νὰ φανεῖ ἀκόμη καὶ μέσῳ τῆς
θεατροποίησής του, τὸ ψυχολογικό, φιλοσοφικὸ καὶ κοινωνικὸ ὕφος τοῦ
Βιζυηνοῦ. Τὰ διάφορα πρόσωπα τοῦ ἔργου περνοῦν, ζωντανεύουν καὶ ἀφηγοῦνται
μέσα ἀπ᾿ τὸν «κύριο φορέα τῆς ἀφήγησης» τὸ Μ. Σελήμ. Καὶ «ὅπως ὁ ἀρχικὸς
ἀφηγητὴς ὑποκαθιστᾶ τὸ Μ. Σελήμ, μὲ τὸν ἴδιο τρόπο καὶ ὁ Μ. Σελὴμ ὑποκαθιστᾶ
τὸ Σακήρμπαμπα καὶ τοὺς ἄλλους».(3)
Ο «Μ. Σελήμ» μποροῦσε νὰ ποῦμε ὅτι εἶναι ἀφήγημα μὲ «ἐσωτερικὴ ἑστίαση»
ποὺ τὸ συναντᾶμε κυρίως στὰ νατουραλιστικὰ καὶ ψυχολογικὰ μυθιστορήματα.
«Τὸ πρόβλημα τῆς ἐσωτερικῆς ἑστίασης πρωτοπαρουσιάζεται στὴν Ἑλλάδα
μὲ τὸ Βιζυηνό. Πρωτοπαρουσιάζεται δηλαδὴ μὲ τὴ μορφὴ ἐκείνη τοῦ ἀναδρομικοῦ
ἀφηγήματος».(4) Ἔτσι ὁ λόγος τοῦ ἀφηγητῆ
γίνεται ἕνα μέσο ἀναπαράστασης τῆς σκέψης καὶ τῆς μνήμης, «πιὸ γενικά
της ἐσωτερικῆς ἐμπειρίας».(5) Θὰ μπορούσαμε
νὰ ποῦμε πὼς εἶναι μία «θεατρικὴ ἀπαγγελία».(6)
Ἡ φωνὴ τοῦ ἀφηγητῆ ταυτίζεται μὲ τὴ φωνὴ τοῦ πρωταγωνιστῆ «μὲ τὸν ἴδιο
τρόπο ποὺ σὲ μιὰ θεατρικὴ παράσταση ἡ φωνὴ τοῦ ἠθοποιοῦ ταυτίζεται μὲ
κείνη τοῦ προσώπου ποὺ παριστάνει».(7)
Ἦταν κυρίως αὐτὸς ὁ λόγος ποὺ μὲ ἀνάγκασε νὰ στραφῶ σ᾿ αὐτὸν τὸν τρόπο
μεταφορᾶς τοῦ «Μ. Σελήμ» σὲ θέατρο, ἡ πιστὴ δηλαδὴ ὑπακοὴ στὸν πρωτοποριακὸ
γιὰ τὴν ἐποχὴ τοῦ τρόπο τοῦ Γ. Βιζυηνοῦ ἀλλὰ καὶ ἡ πεποίθησή μου πὼς
ἔτσι θὰ μπορέσουν νὰ ὑπογραμμισθοῦν ἐντονότερα τὰ μηνύματα ποὺ διαπερνοῦν
τὸ ἔργο.
Στὴ γλώσσα τοῦ ἥρωα Σελὴμ παρέμεινε τὸ τοπικὸ λαϊκὸ χρῶμα, «τὸ γνήσια
λαϊκό»,(8) ἐνῷ στὸν ἀφηγητὴ-συγγραφέα παρέμεινε
ἡ λόγια ἔκφραση ὅπως ὁ συγγραφέας μᾶς τὴν παράθεσε. Παρέμεινε ἐπίσης
ἡ μουσικότητα τῆς γλώσσας, χαρακτηριστικὸ κι αὐτὸ τῆς ἔκφρασης τοῦ Βιζυηνοῦ.
Ἀφαιρέθηκαν μόνον ἀφηγήσεις ποὺ ἐπαναλάμβαναν ἴδια νοήματα, χάριν τῆς
διαύγειας τοῦ λόγου πρὸς κατανόηση τῶν θεατῶν.
Ὁ λόγος καὶ ἡ λιτὴ σκηνικὴ παρουσία εἶναι αὐτὴ ποὺ θὰ ἀφήσει ἐλεύθερη
τὴ σκέψη καὶ τὴ φαντασία τοῦ θεατῆ, νὰ περπατήσει στὴ Χώρα τοῦ Μοσκώβ-Σελήμ,
στὴν Ἀλήθεια καὶ στὴν Παραφροσύνη. Στὴν πικρὴ ἀδικία καὶ στὴν ἐσωτερικὴ
ἐπανάσταση. Στὸ Ἔθνος καὶ στὰ Ἔθνη. Μέσα στὸν «Ἄλλο» καὶ μέσα στὸν Ἄνθρωπο
ποὺ οἱ πλάνες τοῦ τὸν ἐγκλωβίζουν σ᾿ αὐτὸ ποὺ δὲν εἶναι καὶ σ᾿ αὐτὸ
ποὺ εἶναι.
Πέρα λοιπὸν ἀπὸ ἕνα Ἱστορικὸ πράγματι ντοκουμέντο γιὰ τοὺς Βαλκανικοὺς
πολέμους τοῦ προηγούμενου αἰώνα ὁ Μ. Σελήμ, λειτουργεῖ σὰν ἕνα βαθὺ
ἐσωτερικὸ ἀνθρώπινο ντοκουμέντο. Σὰν τὸ «πένθος» ἑνὸς Βαλκάνιου πρὶν
γίνει «πολίτης ὅλου τοῦ κόσμου».
Ἑλένη Δημητριάδου-Ἐφραιμίδη
Ξάνθη, Νοέμβρης 1996
Παραπομπές
(1) Μισὲλ Φάις. Ἀπὸ τὸ πρόγραμμα τοῦ θεατρικοῦ Ἀναλογίου
μὲ τὸ ἔργο τοῦ Γ. Βιζυηνοῦ, Τὸ ἁμάρτημα τῆς μητρός μου, ποὺ ἀνέβηκε
στὴ σκηνὴ τοῦ Κ.Θ.Β.Ε.
(2) Παν. Μουλλᾶς. Γ. Μ. Βιζυηνός. Νεοελληνικὰ διηγήματα.
Εἰσαγωγή. Ἔκδ. Ἑρμῆς Ἀθήνα 1980.
(3) Παν. Μουλλᾶς. Γ. Μ. Βιζυηνός. Νεοελληνικὰ διηγήματα.
Εἰσαγωγή. Ἔκδ. Ἑρμῆς Ἀθήνα 1980.
(4) Ἑλληνικά, τόμος 36, 1985. Τὸ πρόβλημα τῆς ἀφηγηματικῆς
προοπτικῆς στὰ διηγήματα τοῦ Βιζυηνοῦ. Σελ. 287
(5) Ἑλληνικά, τόμος 36, 1985. Τὸ πρόβλημα τῆς ἀφηγηματικῆς
προοπτικῆς στὰ διηγήματα τοῦ Βιζυηνοῦ. Σελ. 287
(6) Κωστὴς Παλαμᾶς. Ἅπαντα. Τόμος Η´. Ἀθήνα.
(7) Ἑλληνικά, τόμος 36, 1985. Τὸ πρόβλημα τῆς ἀφηγηματικῆς
προοπτικῆς στὰ διηγήματα τοῦ Βιζυηνοῦ. Σελ. 287
(8) Mario Vitti. Ἱστορία τῆς Νεοελληνικῆς λογοτεχνίας.
Σελ. 261. Ἔκδ. Ὀδυσσέας.
Τὰ πρόσωπα τοῦ ἔργου
ΑΦΗΓΗΤΗΣ
40 περίπου χρονῶν, μαῦρα μαλλιὰ καὶ γένια. Προσεγγίζει τὴ φυσιογνωμία
τοῦ Γ. Βιζυηνοῦ. Σκοῦρα ροῦχα μὲ ἄσπρο πουκάμισο.
ΜΟΣΚΩΒ ΣΕΛΗΜ
55-60 χρονῶν περίπου, μαῦρα μαλλιά, χλωμὸ πρόσωπο μὲ βαθὺ μελαγχολικὸ
βλέμμα. Στητὸ καὶ ψηλὸ παράστημα ποὺ τὸ δείχνει νεότερο.
Ντυμένος μισὸς Τοῦρκος, μισὸς Ρῶσος, ἔτσι ὥστε ἡ παρουσία του νὰ
φαίνεται κωμική. Ψηλὲς στρατιωτικὲς ρωσικὲς μπότες μὲ τριμμένους πάτους,
φαρδὺ κόκκινο τούρκικο ζωνάρι ποὺ τυλίγει τὸ κορμί του μὲ πολλὲς δίπλες,
ἀπὸ τὸ ὑπογάστριο ὡς τοὺς μαστούς. Παλιὸς στρατιωτικὸς ρώσικος μανδύας
μὲ δυὸ τρία γυαλισμένα κουμπιὰ καὶ ἴχνη ἀπὸ τριμμένα σιρίτια στὸ περιλαίμιο
καὶ στὰ μανίκια. Στὸ κεφάλι ψηλὸ στρατιωτικὸ τούρκικο φέσι χωρὶς φούντα,
δεμένο στ᾿ αὐτιὰ μὲ λεπτὸ πράσινο μαντίλι.
ΣΥΝΟΜΙΛΗΤΗΣ
35-40 χρονῶν, μέτριο ἀνάστημα, εὐγενικὴ φυσιογνωμία, προσεγμένο
ντύσιμο ἐποχῆς, μὲ κοστούμι καὶ καπέλο.
ΓΙΑΤΡΟΣ
30 χρονῶν περίπου. Ψηλὸς καὶ λεπτός. Στὸ πρόσωπο μαύρη κοντὴ γενειάδα.
Ντυμένος μὲ κοστούμι καὶ καπέλο ἐποχῆς. Ἰατρικὴ τσάντα.
Χωρόχρονος
Τέλος τοῦ 19ου αἰώνα. Τοπίο εἰδυλλιακὸ στὴν Ἀνατολικὴ Θρᾴκη. Σούρουπο.
Σὲ πρῶτο πλάνο ἡ πηγὴ Καϊνάρτζα ποὺ ἀναβλύζει ἀθάνατο νερὸ ἀπὸ τὸ βάθος
ἑνὸς τεράστιου ἄσπρου βράχου. Τὴν περιοχὴ διασχίζει ποτάμι, ὅπου χύνονται
τὰ νερὰ τῆς πηγῆς καὶ δημιουργεῖ καταπράσινη ὄαση.
Πυκνὲς ἰτιὲς καὶ πλατάνια φιλοξενοῦν πλῆθος ἀπὸ τρυγόνια. Τριγύρω
ἀπέραντα χωράφια. Γῆ ποὺ φαίνεται ἐγκαταλειμμένη. Στὸ βάθος ἀνατολικὰ
ἡ ὁμίχλη σκεπάζει τὸν ὁρίζοντα, ὥστε νὰ φαίνεται γῆ καὶ οὐρανὸς ἕνα.
Ἕνα σπιτάκι λίγο μακρύτερα καὶ δεξιότερα ἀπ᾿ τὴν πηγὴ διακρίνεται
ἀνάμεσα σὲ ψηλόκορμες ὀξιές. Ξύλινο σὲ ὅλα του τὰ μέρη, ἀπομίμηση τῶν
φτωχικῶν σπιτιῶν ποὺ οἱ Ρῶσοι χωρικοὶ ὀνόμαζαν «Ἴσμπες». Ἡ καμινάδα
ξύλινη κι αὐτὴ φτιαγμένη ἀπὸ κομμάτια ἀκατέργαστου ξύλου, ἀφήνει ἄσπρο
ἀραιὸ καπνό. Κρεμασμένο χαμηλὰ ἕνα καλάθι μὲ ὥριμα φροῦτα. Μπροστὰ στὴν
πόρτα τῆς ξύλινης καλύβας δυὸ ἐπανωτᾶ μαξιλάρια σὰν μεντέρι κι ἕνα μικρὸ
χαμηλὸ σκαμνάκι φιλοξενοῦν τοὺς δυὸ συνομιλητές.
Ἀκούγονται κελαϊδίσματα πουλιῶν, φλογέρες βοσκῶν καὶ ἦχοι σὰν μυστικοὶ
ψίθυροι. Ἡ σκηνὴ φωτίζεται. Ὁ ὁδοιπόρος - συνομιλητὴς τοῦ Μοσκὼβ-Σελὴμ
κατευθύνεται στὴ δροσερὴ πηγή. Σκύβει, πίνει τὸ ζωογόνο νερὸ καὶ πλένεται.
Ὕστερα ἀφήνει τὸ βλέμμα νὰ πλανηθεῖ πάνω στὸ τοπίο. Μουσικὴ ὑπογραμμίζει
τὸ μυστηριακό του χώρου.
Σιωπὴ γιὰ λίγο. Χαμηλώνουν τὰ φῶτα. Στὸ βάθος ἀριστερὰ τῆς σκηνῆς
σὲ οὐδέτερο πλάνο ἕνας συγκεντρωτικὸς προβολέας ὑπογραμμίζει τὴν παρουσία
τοῦ ἀφηγητῆ τῆς ἱστορίας τοῦ Μοσκώβ-Σελήμ, τὸ συγγραφέα Γ. Βιζυηνό.
Ἕνα παλιὸ γραφεῖο μὲ βιβλία. Στὸ κάθισμα μπροστὰ στὸ γραφεῖο, ὁ συγγραφέας
- ἀφηγητὴς γράφει σκυμμένος καὶ σιωπηλός. Ὁ ἀφηγητὴς - συγγραφέας καὶ
συγγραφέας - συνομιλητὴς εἶναι τὸ ἴδιο πρόσωπο ἀλλὰ παρουσιάζεται σὰν
διαφορετικό. Τὸ σκηνικὸ μένει τὸ ἴδιο καὶ στὶς τρεῖς πράξεις.
ΜΟΣΚΩΒ-ΣΕΛΗΜ
ΠΡΩΤΗ ΠΡΑΞΗ
(Σὲ πρῶτο πλάνο ἡ πηγὴ Καϊνάρτζα(1). Ὁ Μοσκὼβ-Σελὴμ
βγαίνει ἀπὸ τὸ καλύβι καὶ κατευθύνεται ἀργὰ πρὸς τὸν ἐπισκέπτη - ὁδοιπόρο.
Φωτίζεται.)
ΣΕΛΗΜ
(Πλησιάζοντας μὲ ταραχή) Ντόμπρο - ντουάντε,
μπράτουσκα.(2) (Χαιρετάει σὰν Ρῶσος στρατιώτης,
ἑνώνοντας τὰ πόδια του καὶ παίρνοντας λεβέντικο ὕφος, ἐνῷ ὁ συνομιλητής
του χαιρετάει πρῶτος μὲ τούρκικο τρόπο)
ΣΥΝΟΜΙΛΗΤΗΣ
Τί κάνεις; Καλὰ εἶσαι; Καλά;
ΣΕΛΗΜ
Κακὰ καὶ ψυχρά. Δόξα τῷ Θεῷ. (Παίρνει τὸ χέρι
τοῦ συνομιλητῆ στὴν παλάμη του. Τὸ κουνάει μὲ δύναμη καὶ πάθος. Ὕστερα
σκύβει στὸ αὐτί του καὶ ρωτάει χαμηλόφωνα, μὲ τρυφερὴ οἰκειότητα, κλείνοντας
τὸ ἕνα μάτι χαρούμενα). Μοσκώβ; Μοσκώβ;(3)
ΣΥΝΟΜΙΛΗΤΗΣ
(Τὸν κοιτάει μὲ ἀπορία καὶ ἀπαντάει στενοχωρημένος)
Ὄχι Μοσκώβ! Ὄχι Μοσκώβ! Χριστιᾶν, Ρούμ.
ΣΕΛΗΜ
(Ἀπογοητευμένος ἀπὸ τὴ διάψευση καὶ προσφέροντας
καφέ). Ἀπὸ ποῦ ἔρχεσαι; Γνωρίζεις κάποια καινούργια κάθοδο τῶν
Ρώσων στὴν Τουρκία; Πῆγες στὴ Ρωσία; Γύρισες πολὺ κόσμο;
ΣΥΝΟΜΙΛΗΤΗΣ
Στὴ Ρωσία μόνον ὄχι!
ΣΕΛΗΜ
Ἔ! Τότε λοιπόν, πουθενὰ δὲν πῆγες. Γι᾿ αὐτὸ θὰ γύρισες κι ὅλα τὰ
μέρη καὶ γύρισες πίσω. Πᾶνε μία φορᾶ στὴ Ρουσία καὶ θὰ δεῖς, πὼς δὲ
θὰ σὲ κάνει καρδιὰ νὰ τὴν ἀφήσεις.
ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ
(Χαμογελαστά) Πῶς ἔτσι;
ΣΕΛΗΜ
Τώρα δὲ μποροῦμε νὰ κουβεντιάσουμε. Τὰ ἄλογα περιμένουν νὰ φύγεις.
(Φεύγουν καὶ οἱ δυό. Ὁ Σελὴμ πίσω ἀπ᾿ τὴν καλύβα.
Ὁ Συνομιλητὴς πρὸς τὸ δρόμο.)
ΑΦΗΓΗΤΗΣ
(Φωτίζεται ὁ ἀφηγητὴς στὸ βάθος. Ἀκούγεται
ἡ σκέψη του). Ἤθελα νὰ μὴ σὲ εἶχα συναντήσει στὸ δρόμο μου. Ἤθελα
νὰ μὴ σὲ εἶχα γνωρίσει στὴ ζωή μου! Πότισες καὶ σὺ ἀρκετὴ πίκρα τὴ ζωή
μου, ἀγαθέ, παράδοξε Τοῦρκε, λὲς καὶ δὲ μοῦ ἔφταναν οἱ θλίψεις ποὺ μοῦ
προξενοῦσαν κάθε μέρα οἱ τύχες τῶν ὁμοεθνῶν μου.
Ἀλλὰ ὅτι ἔγινε, ἔγινε. Ἡ πονεμένη, ἀδύνατη μορφή σου, μὲ τὸ βαθὺ
καὶ μελαγχολικὸ ἐκεῖνο βλέμμα, ταράζει τὸν ὕπνο μου, φοβίζει τὴν μοναξιά
μου. Ἡ κλαψιάρικη καὶ τρεμουλιαστὴ φωνή σου ἀντηχεῖ παραπονεμένη στ᾿
αὐτιά μου. Πρέπει νὰ γράψω τὴν ἱστορία σου.
Δὲν ἀμφιβάλλω, ὅτι οἱ φανατικοὶ τῆς φυλῆς σου θὰ βλασφημήσουν τὴ
μνήμη ἑνὸς πιστοῦ, γιατί ἄνοιξε τὰ ἄδυτα τῆς καρδιᾶς του, μπροστὰ στὰ
βέβηλα μάτια ἑνὸς ἄπιστου. Φοβᾶμαι μήπως οἱ φανατικοὶ τῆς δικῆς μου
φυλῆς κατηγορήσουν ἕνα Ἕλληνα συγγραφέα, γιατὶ δὲν ἔκρυψε τὴν ἀρετή
σου, ἢ δὲν ὑποκατέστησε στὴν ἀφήγησή του ἕνα χριστιανὸ ἥρωα.
Ἀλλὰ μὴ σὲ μέλλει. Δὲν θὰ ἀφαιρεθεῖ τίποτα ἀπὸ τὴν ἀξία σου, γιατί
ἐμπιστεύθηκες σὲ μένα τὶς περιπέτειες τῆς ζωῆς σου καὶ δὲ θὰ μὲ τύψει
ποτὲ ἡ συνείδησή μου, διότι, σὰν ἁπλὸς χρονογράφος, ἐκτίμησα σὲ σένα
ὄχι τὸν ἄσπονδο ἐχθρὸ τοῦ ἔθνους μου, ἀλλὰ ἁπλῶς τὸν ἄνθρωπο.
Γι᾿ αὐτὸ μὴ σὲ μέλλει. Θὰ γράψω τὴν ἱστορία σου...
(μουσική)
Ἐκεῖνο τὸ βράδυ, ἔφυγα κι ὁ Τοῦρκος ἀπασχολοῦσε τὴ φαντασία μου.
Στὴν πόλη τῆς Βιζύης, ἤθελα νὰ περάσω λίγο καιρὸ γι᾿ ἀναψυχὴ καὶ ξεκούραση
ἀπὸ ἐργασίες ποὺ εἶχαν κουράσει τόσο πολὺ τὸ πνεῦμα μου, ὥστε οὔτε ὕπνο
ἥσυχο δέ μου ἄφηναν. Αὐτοὶ ποὺ μὲ φιλοξενοῦσαν ἀποσύρθηκαν ἀμέσως μετὰ
τὸ δεῖπνο κατανοώντας πὼς εἶχα ἀνάγκη ἀπὸ ἀνάπαυση. Ἀλλὰ ποιὸς θὰ τὸ
πιστέψει ἀπὸ τόση κούραση, ἀκριβῶς ἐκείνη τὴ νύχτα ἦταν νὰ τὴν περάσω
ὅλως διόλου ἄυπνος.
Τί εἶχε λοιπὸν αὐτὸς ὁ παράξενος Τοῦρκος καὶ μοῦ πῆρε τὸν ὕπνο καὶ
μοῦ χάλασε τὴν ἡσυχία;
Ἡ ἐμφάνισή του στὴν Καϊνάρτζα μὲ τὴν ἀλλόκοτη φορεσιά του, μὲ τὸ
Ρώσικο καλύβι του, τόσο ἀσήμαντη, τόσο γελοία ἂν θέλετε, σὲ κάθε ἄλλη
περίσταση, κατόρθωσε ἐκείνη τὴ νύχτα, νὰ κατακυριέψει τὴ φαντασία μου.
Τί κοινὸ εἶχε ἡ ἀλλοπρόσαλλη φορεσιά του μὲ τὸν κόσμο τῶν ἰδεῶν του;
ἦταν τρελὸς ἢ ἐκτιμοῦσε μερικὰ πράγματα μὲ ἀπροσδόκητο τρόπο;
Τρελὸς δὲν εἶναι βέβαια, ἔλεγα στὸν ἑαυτό μου. Οὔτε εἶναι δυστυχισμένο
ἕνα πλάσμα στὸ ὁποῖο ἡ παραφροσύνη νὰ προμηνύεται κιόλας ἀπ᾿ τὴ μονομανία
τοῦ φιλορωσισμοῦ.
Ἀληθινὰ μία μυστηριώδης σκιά, ποὺ προδίδεται ἀπὸ τὰ βυθισμένα στὴ
ρέμβη, τὰ μελαγχολικά του βλέμματα φαίνεται νὰ κατέχει τὴν ἐσωτερική
του ζωή.
Ἀγαναχτισμένος, κυρίως μὲ τὸν ἑαυτό μου περισσότερο, παρὰ μὲ τὸν
Τοῦρκο, σηκώθηκα ἀπὸ τὸ κρεβάτι βαθιὰ χαράματα, ντύθηκα ἀθόρυβα καὶ
ὅπως-ὅπως πῆρα τὸ δρόμο γιὰ τὴν Καϊνάρτζα.
(Χάραμα. Ὁ Σελὴμ σκουπίζει τὴν αὐλὴ τῆς καλύβας
του. Ὁ Συγγραφέας κατευθύνεται πρὸς αὐτόν. Σταματάει κοντὰ στὴν πηγή.
Σκύβει καὶ πίνει νερό. Ὁ Σελὴμ δὲν ξαφνιάζεται ἀπὸ τὴν πρόωρη ἐμφάνισή
του οὔτε δείχνει καμιὰ βιασύνη, Ὁ Συγγραφέας πλησιάζοντας τὸ χαιρετάει.)
ΣΥΝΟΜΙΛΗΤΗΣ
(Πειράζοντάς τον) Ἔμαθα πὼς ψήνεις καλὸ
τσάι «κατὰ ρωσικὸ τρόπο» καὶ ἦρθα νὰ δοκιμάσω. Εἶμαι πολὺ φίλος του
τσαγιοῦ, ὅταν ψήνεται «κατὰ ρωσικὸ τρόπο».
ΣΕΛΗΜ
(Θλιμμένος καὶ ἀπορημένος, δίνοντας τὸ χέρι
τοῦ στὸ Συγγραφέα) Βάι!... Τί σ᾿ ἔκαμαν οἱ Ροῦσοι καὶ δὲν τοὺς
ἀρέσεις; Ἄμποτε νὰ εἴχαμε κομμάτι ρούσικο τσάι νὰ πιεῖς καὶ σὺ νὰ πιῶ
κι ἐγώ. Ὁρίστε κάθισε.
ΣΥΝΟΜΙΛΗΤΗΣ
(Σκύβοντας πρὸς τὴν ἀνοιχτὴ πόρτα τῆς καλύβας)
Βλέπω ἔχεις ἕνα σαμοβάρι. Φαίνεται πὼς τελείωσε τὸ τσάι σου.
ΣΕΛΗΜ
Μὴ ρωτᾶς. Δὲν εἶχα ποτὲ γιὰ νὰ τελειώσει. Τὸ σαμοβάρι ποὺ βλέπεις
τὸ παράγγειλα ἐγὼ καὶ τὸ ἔκαμαν ἐδῶ ὅπως μποροῦσαν. Τὸ τσάι ποὺ βράζω
μέσα, δὲν εἶναι γιὰ σένα. Τὸ βράζω μόνο ἔτσι γιὰ παρηγοριά, ὅταν συλλογιοῦμαι.
Μ᾿ ἀρέσει νὰ κάθομαι μοναχὸς ν᾿ ἀκούω τὸ νερὸ νὰ μουρμουρίζει, δὲν πιστεύεις;
(Μπαίνει στὴν καλύβα καὶ βγάζει ἕνα τενεκεδένιο
κουτὶ συγκόλλημα ἄκομψο καὶ ἄτεχνο ἀπὸ κομμάτια παλιοῦ τενεκέ, σὰν ρωσικὸ
σαμοβάρι. Δείχνει τὸ περιεχόμενο ποὺ εὐωδιάζει θεραπευτικὰ λουλούδια
καὶ φυτά.)
ΣΥΝΟΜΙΛΗΤΗΣ
(Μυρίζει). Κατὰ τὸ σαμοβάρι καὶ τὸ τσάι!
ΣΕΛΗΜ
Ὁρίστε, στὸ θεό σου, κάθισε. Θὰ σὲ ψήσω ἕνα καλὸ καφέ. Σοῦ ἔχω καὶ
δροσερὰ φροῦτα μαζεμένα καὶ γάλα. Θαρρεῖς μὲ τὸ εἶπε ὁ ὁδηγός σου πὼς
θὰ ἔλθεις νὰ κουβεντιάσουμε. Κάθισε ἐδῶ σ᾿ αὐτὸ τὸ σκαμνί. Βλέπεις αὐτὸ
τὸ λιβάδι ἐκεῖ κάτω σκεπασμένο μὲ τὴν καταχνιά; Νὰ ἔτσι εἶναι μερικοὶ
τόποι στὴ Ρουσία. Ἐι! Εὐλογημένη Ρουσία! (Ὁ Σελήμ,
ξεκρεμάει ἀπὸ ἕνα χαμηλὸ προστέγασμα τοῦ σπιτιοῦ, καλαθάκι γεμάτο ὥριμους
καρποὺς καὶ τὸ τοποθετεῖ πάνω σ᾿ ἕνα σκαμνάκι. Ὕστερα, πηγαίνει μέσα
στὴν καλύβα νὰ ψήσει τὸν καφὲ καὶ νὰ φέρει τὸ γάλα. Ἀκούγονται κορυδαλλοὶ
καὶ τρυγόνια στὰ δένδρα καθὼς προβάλλει ὁ ἥλιος στὶς κορφὲς τῶν λόφων.
Ὁ φλοῖσβος τῶν νερῶν φτάνει στ᾿ αὐτιά τους. Ὁ Σελὴμ γυρίζει μὲ τὸν καφὲ
καὶ τὸ γάλα.)
ΣΥΝΟΜΙΛΗΤΗΣ
Ἔμαθα πὼς ἤσουν στὴ Ρωσία αἰχμάλωτος. Ὁ θεὸς νὰ μὴ σὲ ξαναδώσει τέτοιο
δυστύχημα.
ΣΕΛΗΜ
(Ἔκπληκτος καὶ παραλίγο νὰ τοῦ πέσουν οἱ «τζισβέδες»
ἀπ᾿ τὰ χέρια του.) Πάρε πίσω τὴ βλαστήμια σου. Ἂν θέλεις τὸ καλό
μου, εὐχήσου μὲ αἰχμάλωτο στὴ Ρουσία!
ΣΥΝΟΜΙΛΗΤΗΣ
(Μὲ ἔκπληξη). Δὲν μπορῶ νὰ σὲ καταλάβω.
ΣΕΛΗΜ
Σὲ φαίνεται παράξενο διότι δὲ γνωρίζεις τὴν ἱστορία μου. Ἔτσι φαίνεται
παράξενο καὶ στοὺς ἄλλους ἂν καὶ δὲν τοὺς τὸ εἶπα φανερὰ καὶ ξάστερα.
Ἐσένα στὸ εἶπα. Ἂς εἶναι. Ἂν ἀγαπᾶς τὸ καλό μου, εὐχήσου μὲ αἰχμάλωτο
στὴ Ρουσία. (Ὁ Σελὴμ κάθεται κάτω στὸ κατώφλι
τῆς στενῆς πόρτας τῆς καλύβας του καὶ ἁπλώνει μὲ ἀδιαφορία τὰ μακριὰ
πόδια τοῦ πρὸς τὸ συνομιλητὴ τοῦ ἔτσι ὥστε νὰ φάινονται οἱ πατοῦσες
τῶν ποδιῶν του ἀπὸ τὶς τρύπιες σόλες. Τὸ σῶμα τοῦ καλύπτει τὰ δυὸ τρίτα
του ὕψους τῆς πόρτας. Τὸ σκοτεινὸ ἐσωτερικό του σπιτιοῦ χρησιμεύει σὰν
φόντο, τονίζοντας τὰ παράξενα ροῦχα τοῦ Τούρκου καὶ τὴν ὠχρότητα τοῦ
προσώπου του. Αἰωρεῖται μία θλιμμένη διάθεση ψυχῆς. Τὸ «πένθος τῆς καρδιᾶς»
τοῦ Σελήμ. Ὁ συγγραφέας τὸν παρατηρεῖ προσεκτικά. Ὁ Σελὴμ χαμηλώνει
τὰ μάτια καὶ χαμογελάει μελαγχολικά.)
ΣΕΛΗΜ
Ἐγώ, ἔπαθα κάτι τί ἀπ᾿ τὴν εὐγένειά σου - μεγάλο θαῦμα!
ΣΥΝΟΜΙΛΗΤΗΣ
Ἂς εἶναι χαΐρι.
ΣΕΛΗΜ
Ἰνσαλλάχ, εἶναι χαΐρι. (μικρὴ παύση).
Χτύπησε ἡ καρδιά μου, σὰν σὲ εἶδα χτὲς τὸ βράδυ. Σὲ νόμισα Ροῦσο.
Μὴ ρωτᾶς πὼς μὲ φάνηκε. Σὰν εἶδα πὼς δὲν ἤθελες νὰ εἶσαι Ροῦσος, παράξενο
πράγμα εἶπα, τόσο καλὸς ἄνθρωπος καὶ νὰ μὴν εἶσαι Ροῦσος! Βιαζόσουν
νὰ φύγεις κι ἐγὼ θαρρεῖς βιαζόμουν περισσότερο. Κι ὅμως, σὰν ἔφυγες
καὶ ὕστερα, μ᾿ ἔπιασε ἕνα παράπονο, γιατί δὲν μπόρεσα νὰ σὲ κρατήσω.
Μὲ ἦρθε μία ἐπιθυμία νὰ σὲ δῶ, νὰ σὲ μιλήσω - μεγάλο θαῦμα! Μὰ ντράπηκα
νὰ σὲ φωνάξω, καὶ σύ, ποὺ νὰ γυρίσεις νὰ δεῖς πίσω! Ἂς εἶναι δά!
Στὸ χωριὸ ρώτησα κι ἔμαθα ποιὸς εἶσαι. Θεὸς νὰ δώσει χαΐρι εἶπα.
Γι᾿ αὐτὸ μ᾿ ἔσυρε ὁ ἀέρας κατόπι του. Ἂν εἶναι λοιπὸν ἔτσι, εἶπα
μέσα μου, αὐτὸς θὰ ξανάρθει στὴν Καϊνάρτζα. Δὲ γίνεται ἀλλιώτικα.
Καὶ ἤμουν τόσο βέβαιος ὅτι θὰ ῾ρθεῖς ξανά.
ΣΥΝΟΜΙΛΗΤΗΣ
Ἦταν μία συνεννόηση τῶν ψυχῶν μας. Κι ἐγὼ δὲν μπόρεσα νὰ ἡσυχάσω
πρὶν ξανάρθω νὰ σὲ δῶ.
ΣΕΛΗΜ
Ἀλήθεια; (μὲ χαρά) Καλὰ λοιπὸν λένε
πὼς δυὸ ἄνθρωποι μπορεῖ νὰ εἶναι τόσο ξένοι μεταξὺ τοὺς κι ὅμως οἱ ψυχές
τους νὰ εἶναι ἀδέλφια!
Ἐσὺ εἶσαι διαβασμένος ἄνθρωπος. Γιὰ πές μου στὸ θεό σου! Δὲν εἶναι
ἀλήθεια πὼς καὶ οἱ πέτρες, ποῦ εἶναι στὸν κόσμο, ἂν βρίσκαν κανένα νὰ
ποῦν τὰ ντέρτια τους, θὰ ἦταν ἐλαφρότερες;
ΣΥΝΟΜΙΛΗΤΗΣ
(Ἔκπληκτος ἀπὸ τὸν τρόπο ποὺ σκέφτεται ὁ Σελήμ)
Πολὺ ἀλήθεια! Πολὺ ἀλήθεια!
ΣΕΛΗΜ
Αὐτὸ τὸ φαντάζομαι, γιατί νιώθω τὴν καρδιά μου νὰ γίνεται ὁλοένα
βαθύτερη ἀπ᾿ τὰ ντέρτια, τόσο ποὺ καμιὰ φορᾶ μου φαίνεται πὼς ἔγινε
πιὰ πέτρα. Ἄλλον ἀπὸ αὐτὸ τὸ κρύο τὸ νερὸ ποὺ ξεβουρβουλὰ ἀπὸ τὸν ἄψυχο
τὸ βράχο, δὲν ἔχω ποιὸν νὰ ἐμπιστευθῶ τὸν πόνο μου.
ΣΥΝΟΜΙΛΗΤΗΣ
Ἂν μπορῶ ν᾿ ἀκούσω ἐγὼ τὰ ντέρτια σου, Σελήμ-Ἀγά, ὑπόσχομαι νὰ μείνω
ἐδωνά, ἀκίνητος, ἀμίλητος. Τί κρυφὸ πόνο ἔχεις στὴν καρδιά σου;
ΣΕΛΗΜ
Δὲν ἔχω κανένα κρυφὸ νὰ σὲ διηγηθῶ, ἢ κανένα ντέρτι ποὺ δὲν μποροῦσαν
ν᾿ ἀκούσουν κι ἄλλοι. Μὰ γιὰ τοὺς ἄλλους ὁ Μοσκὼβ-Σελὴμ εἶναι ἄνθρωπος
σχεδὸν τρελός. Τί θέλεις νὰ τοὺς πῶ; Πῶς θέλεις νὰ μὲ καταλάβουν; Γι᾿
αὐτὸ σὰν ἄκουσα γιὰ τὴν εὐγένειά σου, πῆρε ἀνάσα τὸ στῆθος μου. Τέτοιος
ἄνθρωπος εἶπα μέσα μου, θὰ εἶναι ὅπως οἱ Ροῦσοι. Σ᾿ αὐτὸν νὰ πεῖς τὸν
πόνο σου, εἶναι σὰν νὰ τὸν εἶπες σὲ ὅλο τὸν κόσμο. Ἔτσι δὲν μπορεῖ κανεὶς
νὰ μὲ κατηγορήσει πιὰ γιὰ δειλό, γιὰ προδότη. Γιατί ἔτσι ὅπως σὲ τὸ
χάραξα πρωτύτερα, ἔτσι ἔχω ἀπόφαση καὶ νὰ τὸ κάνω. Ἅμα πατήσουν τὸ ποδάρι
τοὺς ἄλλη μιὰ φορᾶ οἱ Ροῦσοι στὴν Τουρκία, ἐγὼ θὰ πάγω μὲ τὸ μέρος τους.
Θὰ γίνω σύμμαχός τους. Θὰ πάω στὸν τόπο τους καὶ δὲ θὰ ἔρθω πίσω. Ἔχω
δίκιο; Ἔχω ἄδικο; Θὰ τὸ καταλάβεις ὅταν ἀκούσεις τὴν ἱστορία μου.
(Μένει γιὰ λίγη ὥρα συλλογισμένος, χαμηλώνει τὰ
μάτια καὶ συγκεντρώνει τὶς δυνάμεις τοῦ πρὶν ἀρχίσει νὰ διηγεῖται μὲ
φωνὴ ἀδύνατη καὶ παλλόμενη σὰν νὰ βγαίνει ἀπὸ χαλασμένο μουσικὸ ὄργανο.
Πρὶν ξεκινήσει ἀκούγεται ἡ φωνὴ τοῦ ἀφηγητῆ. Τὸ φῶς πέφτει ἐπάνω του.)
ΑΦΗΓΗΤΗΣ
Πρέπει νὰ ὁμολογήσω πὼς ἀδίκησα τὸ Σελὴμ ἔστω καὶ μὲ τὴ σκέψη μου.
Γιατί, ναὶ μὲν νὰ μαντέψω τὴν αἰτία τῆς θλίψης του δὲ θὰ μποροῦσα ὅσο
νά ῾ναι. Μὰ ὁ τρόπος ποὺ ἔμπαινε στὸ προκείμενο, συνδεόταν τόσο φανερά,
μὲ τὴν ἰδέα τοῦ φιλορωσισμοῦ ποὺ ἀπέδιδαν σ᾿ αὐτὸν μόνιμα, ὥστε γιὰ
μία στιγμὴ φοβήθηκα μήπως ἔπεσα στὴν παγίδα κανενὸς ἔξυπνου μονομανῆ
καὶ καταδίκασα τὸν ἑαυτό μου ν᾿ ἀκούσω πράγματα ἀνάξια σπουδαιότερης
προσοχῆς. Πάλι ὅμως σκέφτηκα ἀστραπιαία, πὼς ὁ συνομιλητής μου ἦταν
Τοῦρκος, ἀνήκει δηλαδὴ στὸ ἔθνος ἐκεῖνο, ποὺ ἰδιαίτερο χαρακτηριστικὸ
εἶναι ἡ βαθιὰ περιφρόνηση κάθε τί ποὺ δὲ συμφωνεῖ μὲ τὴ θρησκεία καὶ
τὶς παραδόσεις του. Θὰ ἦταν λοιπόν, πράγματι ἀπὸ πολλὲς πλευρὲς ἐνδιαφέρον
νὰ γνωρίσει κανείς, ποὺ οἱ λόγοι ἔκαναν τὸ Σελὴμ νὰ ἀρνηθεῖ τὸν ἐθνικό
του χαρακτήρα! (Ἀκούγεται μουσική)
ΣΕΛΗΜ
Γεννήθηκα ἀπὸ Μπέηδες καὶ εἶχα πλούσια οἰκογένεια. Εἶχα ἀκόμη δυὸ
ἀδελφοὺς ἀπὸ τὴν ἴδια μητέρα. Καὶ ἐπειδὴ ἤμουν ὁ τελευταῖος καὶ ἀδελφὴ
δὲν εἴχαμε, ἡ μητέρα μας ἡ συχωρεμένη ὄχι μόνο δὲν ἤθελε νὰ μὲ βγάλει
ἀπ᾿ τὸ χαρέμι, ἀλλὰ μὲ στόλιζε σὰν νὰ ἤμουν κόρη. Ἤθελε βλέπεις ἡ καημένη
νὰ γελᾶ τὸν ἑαυτό της καὶ νὰ παρηγορεῖ τὴ λύπη της, γιατί δὲν εἶχε καὶ
κείνη μιὰ θυγατέρα. Ἔγινα δώδεκα χρονῶν παιδὶ καὶ ἀκόμη εἶχα μακριὰ
μαλλιά, κηνιασμένα(4) νύχια, βαμμένα μάγουλα καὶ φοροῦσα κοριτσίστικα
φορέματα. Ἡ μητέρα καμάρωνε - θεὸς συχωρέσει τὴν - ὅτι μόνο ἐγὼ τὴν
ἔμοιαζα σὲ ὅλα. Ἐγὼ ὅσο ἤμουν μικρός, ὑπέφερα νὰ μὲ ζωγραφίζουν καὶ
νὰ μὲ στολίζουν σὰν κούκλα. Ὅσο ὅμως μεγάλωνα περίσσευε καὶ ἀηδία μου
γιὰ τὰ χαϊδέματα τῶν γυναικών.
Δὲν ἔβλεπα τὴν ὥρα νὰ πετάξω ἔξω ἀπὸ τὰ χέρια τους. Τὸν πατέρα μας
τὸν ἔβλεπα πολὺ σπάνια. Ἐμένα ποτὲ δὲ μὲ πῆρε στὴν ποδιά του νὰ μὲ χαϊδέψει,
θαρρεῖς πὼς μὲ σιχαίνονταν ὅταν μ᾿ ἔβλεπε μὲ μακριὰ μαλλιὰ καὶ κοριτσίστικα
ροῦχα. Ποτὲ δὲ μὲ χάρισε τίποτε καὶ πάντοτε μὲ ὀνόμαζε μὲ περιπαιχτικὰ
παρανόματα. Ἦταν ὅμως καὶ παλικαρὰς ἄνθρωπος. Ἀγαποῦσε πολὺ τὰ ἄλογα
καὶ τὰ ὅπλα καὶ κορόιδευε τὰ γυναικίστικα πράγματα. Ἐγὼ μέσα μου τὸν
ἐλάτρευα. Ἐπιθυμοῦσα νὰ γίνω σὰν ἐκεῖνον, ὁπλισμένος καβαλάρης. Ἡ μητέρα
μου μὲ χάιδευε, προσπαθοῦσε νὰ μὲ κρατήσει κοντά της. Νὰ μὴν πάω μὲ
τὸν πατέρα. «Ὁ πατέρας σου ἔχει τώρα ἄλλη γυναίκα, ἐμᾶς δὲ θέλει πιὰ
νὰ μᾶς γνωρίζει» μοῦ ἔλεγε. «Ἂν πᾶς καὶ σὺ μαζί του, ἐγὼ θὰ πεθάνω».
Μοῦ ὑποσχόταν νὰ μοῦ ἀγοράσει πιστόλια καὶ ὅτι ἄλλο θελήσω, γιὰ νὰ τὴν
ἀγαπῶ. «Τὸ μπαϊράμι δὲν εἶναι μακριὰ ἀρνί μου, δῶς μου τὴν ὑπόσχεσή
σου πὼς δὲ θὰ γένεις καὶ σὺ ἀδιάφορος σὰν τὰ ἄλλα σου ἀδέλφια».
Καθὼς εἶπα, θὰ ἤμουν ὡς δώδεκα χρονῶν παιδὶ καὶ θαρρῶ πὼς ἄλλο ἀπ᾿
τὸ γάλα ποὺ μὲ βύζαξε, τίποτε δὲ μποροῦσε νὰ μὲ ἀφοσιώσει τόσο στὴ μητέρα
μου, ὅσο ἡ ὑπόσχεση πὼς θὰ μὲ βγάλει τὰ κοριτσίστικα καὶ θὰ μὲ φορέσει
πιστόλια. Ἀγάπη αἰσθανόμουν γι᾿ αὐτὴν ἄπειρη. Καὶ μόνο γι᾿ αὐτὴ τὴν
ἀγάπη τῆς στάθηκε δυνατὸν νὰ μ᾿ ἔχει τόσο καιρὸ μεταμορφωμένο καὶ φυλακισμένο.
Τὸ μπαϊράμι δὲν ἄργησε νὰ ἔρθει κι ἐγὼ βρέθηκα ἄξαφνα παλικαράκι
μὲ τὸ τεπελίδικο(5) μοῦ τὸ φέσι, μὲ πράσινα τζαμεντάνια(6) καὶ ποτούρια(7),
μὲ χρυσοκέντητα τοζλούκια(8) καὶ κατὰ τὴν ὑπόσχεση τῆς μητέρας μου,
μὲ δυὸ μικρὰ πιστολάκια στὸ μεταξωτό μου ζωνάρι. Πῆγα νὰ πετάξω ἀπὸ
τὴ χαρά μου. Πρῶτα - πρῶτα ἔτρεξα ν᾿ ἀγκαλιάσω τὸν πατέρα μου. Τώρα
πιὰ δὲ θὰ μὲ κοροϊδεύει. Τώρα θὰ τοῦ ἀρέσω. Ὅση χαρὰ εἶχα ἄλλη τόση
λύπη πῆρα, ὅταν μὲ εἶδε καὶ ξίνισε τὸ αὐστηρό του πρόσωπο καὶ εἶπε πὼς
δὲν ξέρω νὰ περπατῶ σὰν ἀγόρι!
Ἔλεγα ἄλλοτε μὲ τὸ νοῦ μου. Ἂν δὲ μὲ ἀγαπᾶ ὁ πατέρας ἴσα μὲ τὰ ἄλλα
μου τὰ ἀδέλφια, φταῖνε τὰ κοριτσίστικά μου φορέματα. Περίμενα λοιπὸν
νὰ μὲ πάρει μὲ τὸ καλὸ τώρα ποὺ ντύθηκα σὰν κι ἐκεῖνον, ποὺ καβαλίκευα
περήφανος τὰ ἀλογάκι καὶ πήγαινα στὸ σχολεῖο. Τίποτε. Πάντοτε ἐγὼ ἤμουν
ὁ ἀνίκανος, ὁ δειλός, ὁ σιχαμερός. Ὅ, τί κι ἂν ἔκαμα, πάντοτε ἔφταιγα.
Ἕλιωνε ἡ καρδιά μου, ὅταν ἔβλεπα πὼς ὁ πατέρας μὲ κανένα τρόπο δὲν ἤθελε
νὰ μὲ ἀγαπήσει. Κι ὄχι μόνον αὐτό. Θύμωνε ὅταν ἔβλεπε πὼς ὁ μεγαλύτερος
ἀδελφὸς δὲν ἄφηνε τὸν μεσιανὸ νὰ μὲ κακομεταχειρίζεται.
Ἀντίθετα ἡ μητέρα μου ποὺ τὰ μάθαινε ὅλα, προσπαθοῦσε νὰ μὲ κρατήσει
ὅσο τὸ δυνατὸν περισσότερο καιρὸ κοντὰ τῆς στὸ χαρέμι μὲ τὴν πρόφαση
ὅτι μὲ δίδασκε τὸ μάθημά μου. Ἦταν ἀπὸ μεγάλη οἰκογένεια καὶ ἤξερε γράμματα.
Κι ἐγὼ τὸ ἤθελα νὰ εἶμαι κάποτε μαζί της, γιατί τὸ ἔβλεπα πὼς ἦταν δυστυχὴς
καὶ ὅτι εἶχε πολὺν παρηγοριὰ ὅταν εἴμαστε μαζὶ καὶ μποροῦσε νὰ μὲ λέγει
πόσες πίκρες τὴν πότιζε ἡ δεύτερη γυναίκα τοῦ ἀνδρός της. Ἡ καρδιά μου
ἔσταζε αἷμα, ὅταν τὰ ἄκουγα, μὰ ποτὲ δὲν ἀποφάσισα νὰ μαλώσω μὲ κανένα,
νὰ ὑπερασπισθῶ τὴν μητέρα μου γιὰ τὴν ἀδικία ποὺ ὑπέφερε. Γιατὶ ἡ μόνη
μου ἐπιθυμία ἦταν νὰ μὲ ἀγαπήσει ὁ πατέρας μου. Λοιπὸν ἔκαμα ὅ,τι ἤξερα
πὼς τὸν εὐχαριστοῦσε καὶ πρὸ πάντων προσπαθοῦσα νὰ εἶμαι τὸ ἕνα μὲ τὸν
μεγάλο μας ἀδελφό, στὸν ὁποῖο εἶχε πολλὴν ἀδυναμία ὁ γέρος. Ἔγινα δεκαοχτὼ
χρονῶν παλικάρι κι ἕνα γλυκὸ λόγο δὲν ἄκουσα ἀπὸ τὰ χείλη του.
Ἐκεῖ, μιὰ μέρα ἦρθαν νὰ κληρώσουν στρατιῶτες καὶ βγῆκε ὁ κλῆρος τοῦ
ἀδελφοῦ μου τοῦ μεγάλου. «Χαίρω, πολὺ χαίρω, εἶπε ὁ πατέρας, ὅταν τοῦ
φέραμε τὴν εἴδηση. Ὁ Σερασκέρης(9) εἶναι κάπως συγγενής μας καὶ ἀφοῦ
κισμέτι σου ἦταν νὰ γένεις στρατιώτης, θέλω νὰ γένεις μεγάλος στὰ στρατιωτικά.
Θὰ στείλω ἕνα γράμμα στὸ Σερασκέρη καὶ θὰ κάμεις καθὼς σὲ παραγγείλω».
Ὁ ἀδελφός μου ἔχασε τὴν θωριά του καὶ καθὼς ἔστεκε μὲ σταυρωμένα
χέρια ἐμπρός του, ἔτρεμε σὰν τὸ φύλλο. Ὁ πατέρας καθὼς εἶπα, τὸν ἀγαποῦσε
περισσότερο ἀπὸ τοὺς ἄλλους, μὰ ἦταν αὐστηρός, σκληρὸς ἄνθρωπος. Κεῖνο
ποὺ ἤθελε, ἔπρεπε νὰ γένει.
«Δὲν εἶναι τίποτε γιὰ νὰ φοβηθεῖ κανείς, ἐξακολουθοῦσε νὰ λέγει ὁ
πατέρας. Ὅσο εἶναι γραφτὸ τοῦ ν᾿ ἀποθάνει μὲ τὸ μολύβι, στῆς θάλασσας
τὸν πάτο μὰ κρυφτεῖ, πάλι μὲ τὸ μολύβι θὰ πεθάνει. Ἀκούω ἔξω βροντάει
τὸ τουμπελέκι. Οἱ νεοσύλλεχτοι μαζεύονται γιὰ νὰ διασκεδάσουν. Ἄιντε,
πήγαινε νὰ βρεῖς τοὺς συντρόφους σου».
Ὁ ἱδρώτας ἔσταζε ἀπὸ τὸ πρόσωπο τοῦ ἀδελφοῦ μου, τὰ μάτια τοῦ ἦταν
βαθιὰ σκοτιδιασμένα. Ὁ πατέρας δὲ γύρισε νὰ τὸ δεῖ. Ἂν δὲν πρόφταινα
νὰ βάλω τὸ χέρι κάτω ἀπ᾿ τὴ μασχάλη του, νὰ τὸν κρατήσω, θὰ ἔπεφτε λιποθυμισμένος,
ἐκεῖ πέρα. Ὁ πατέρας γύρισε τὸ πρόσωπό του ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριά, σηκώθηκε
ἀπὸ τὸ μεντέρι καὶ χωρὶς νὰ προσθέσει τίποτε, χωρὶς νὰ καληνυχτίσει,
πῆγε στὸ χαρέμι.Ἄλλη φορᾶ ποτὲ δὲν εἶχε πάει τόσο νωρὶς στὸ χαρέμι.
Ἦταν πάνω κάτω δειλινό. (Ἀκούγεται μουσικὴ
ἀπὸ τουμπελέκια καὶ λαγοῦτα ποὺ συνοδεύονται ἀπὸ φωνές). Τὰ τουμπελέκια
ἔρχονταν ὁλοένα κοντύτερα. Φωνὲς ἀκούονταν: «Πολλὰ τὰ ἔτη τοῦ Σουλτάνου.»
Βιολιὰ καὶ λαγοῦτα ἀκούστηκαν ἔξω ἀπ᾿ τὴν πόρτα μας - ἔρχονταν νὰ τὸν
πάρουν. Ὁ ἀδελφός μου χώθηκε στὸ λαιμό μου, ἔκρυψε τὸ πρόσωπό του στὰ
στήθια μου «Δὲν πηγαίνω!» εἶπε. «Θὰ μὲ σκοτώσουν στὸν πόλεμο. Δὲ βαστῶ
νὰ πάω!»
«Ἔλα ἀδελφὲ Χασάνη, φώναξε ὁ σημαιοφόρος, ἕνας κοντὸς καὶ χοντρὸς
κακῆς διαγωγῆς ἄνθρωπος. Ἡ Βασιλεία μας δίνει ὀχτὼ μέρες διορία, νὰ
χαροῦμε ὅπως θέλουμε, πρὶν μποῦμε στ᾿ ἀσκέρι. Ἔλα. Καὶ σὰν ἔχεις κανένα
ἀπὸ τοὺς γκιαούρηδες καρέζι(10), ἔλα. Νὰ καιρὸς τώρα νὰ βγάλεις τὸ ἄχτι
σου. Ὅ, τί κι ἂν κάνει κανεὶς ὅλα συγχωρεμένα.»
Ὁ καημένος ὁ ἀδελφός μου! Ἔμοιαζε τὸν πατέρα μου στὴν ὄψη σκληρὸς
καὶ ἄγριος ἀπ᾿ ἔξω καὶ κανένας δὲ πίστευε πόσο μαλακός, πόσο ἥμερος
ἦταν στὴν καρδιά του. Κι ἔρχονταν νὰ τὸν πάρουν ἀρχηγό τους γιὰ δαρμοὺς
καὶ σκοτωμούς, γιὰ κλεψιὲς καὶ μπερμπαντιές, ποὺ λογάριαζαν νὰ κάμουν!
(Μουσική). Τὰ βιολιὰ ἔπαιζαν κάτω στὸ
κατώγι. Οἱ δοῦλοι μαζεύτηκαν ὅλοι μέσα στὴ σάλα. Ὁ ἀδελφός μου ἦταν
κίτρινος σὰν τὸ κερί. Ὁ μπαϊρακτάρης(11) τὸν πῆρε καὶ τὸ μίλησε ἰδιαιτέρως.
Ἂν ἤμουν ἐγώ, ποτὲ δὲν θὰ μ᾿ ἔπαιρναν μαζί τους. Μὰ ὁ ἀδελφός μου δὲν
εἶχε θέληση. Κρέμασε τὸ κεφάλι του καὶ τοὺς ἀκολούθησε. Ἐκείνη τὴ νύχτα
δὲν ἦλθε νὰ κοιμηθεῖ στὸ σπίτι. Κι ἐπειδὴ πρόφθασε κι ἔφυγε καὶ ὁ ἄλλος
ἀδελφός μου μαζί τους, ἐγὼ ὁ μικρότερος ἔπρεπε νὰ μὴ λείψω ἀπὸ τὸ σελαμλίκι(12).
Τὰ τύμπανα βροντοῦσαν ὅλη νύχτα καὶ δυὸ φορὲς ἔστειλα νὰ ἐξετάσουν οἱ
δοῦλοι μὴν τύχει καὶ τὸν μέθυσαν ἄσχημα. Δὲν εἶχε τίποτε ὡς τὰ μεσάνυχτα.
Τὸ πρωὶ βγῆκα νὰ πάω νὰ τὸν πάρω. Δὲν πῆγα πολὺ μακριά, νὰ ὁ μπαϊρακτάρης,
μὲ πεντέξι νεοσύλλεκτους καταπόδι του, μὲ κρεμασμένα κεφάλια καὶ «αὐτὸς
ὁ τοῖχος δικός μου!, αὐτὸς ὁ τοῖχος δικός σου!» Τόσο μεθυσμένοι ἦταν!
«Ποῦ εἶναι ὁ Χασᾶν, ὁ ἀδελφός μου;» τὸν ρώτησα.
«Πῆγε στὸ διάβολο» μούγκρισε ἐκεῖνος βραχνά: «Ἄφησε τὰ συντρόφια
του καὶ πῆγε στὸ διάολο!»
Ἑτοιμαζόμουν νὰ προχωρήσω ὅταν εἶδα τὸν δοῦλο ἑνὸς πλουσίου νέου.
Τὸ ρώτησα ἀπότομα τί ἔγινε ὁ ἀδελφός μου.
Ἐκεῖνος μου ἀπάντησε μὲ αὐθάδεια: «Ἔγινε λιπόστρατος!»
Δὲν πρόφτασε νὰ πεῖ λέξη καὶ τὸν ἁρπάζω ἀπὸ τὸ καρύδι τοῦ λαιμοῦ
μὲ τόση δύναμη, ποὺ τὰ μάτια τοῦ βγῆκαν σὰν αὐγὰ ἀπὸ τὴ θέση τους.
(Ὁ Σελὴμ σηκώνεται ὄρθιος, ἀγριεμένος, λὲς καὶ
ξαναζεῖ τὸν ἴδιο ἐφιάλτη.)
«Σκύλε, τοῦ εἶπα, πάρε πίσω αὐτὴν τὴ βλαστήμια, εἰδεμὴ σὲ παίρνω
τὴ ζωή σου!»
(Κάθεται συνεχίζοντας τὴν ἀφήγηση.)
«Ἐγὼ δὲ φταίω τίποτε, μοῦ εἶπε. Εἶμαι δοῦλος κι ἔκαμα ὅ,τι μὲ πρόσταξαν.
Ἑτοίμασα τὰ ἄλογα καὶ τοὺς φύλαξα ἔξω ἀπὸ τὸ χωριό. Τὰ ἄλλα τὰ χρειαζούμενα
τὰ ἔφερε ὁ ἀδελφός σου ὁ δεύτερος. Δὲ σὲ τὸ εἶπε, ποὺ τὸ βοήθησε νὰ
φύγει; θὰ ἦταν δυὸ ὧρες περασμένες τὰ μεσάνυχτα ποὺ τοὺς δώκαμε δρόμο.»
Τοῦ ἔκλεισα ἕνα φλουρὶ στὸ χέρι καὶ τοῦ εἶπα: «Κοίταξε καλά, ἂν μάθω
πὼς φλυάρησες τίποτε, σ᾿ ἔχω σκοτωμένο!»
Ὕστερα ἀπὸ δυὸ - τρεῖς ὧρες στεκόμουν μπρὸς στὸ στρατιωτικὸ συμβούλιο
καὶ ἔδινα προφορικὴ ὁμολογία πὼς ἐπειδὴ ὁ ἀδελφός μου ὁ μεγαλύτερος
εἶναι ἀπαραίτητος στὴν οἰκογένεια, ἒρχομ᾿ ἐγὼ νὰ τὸν ἀντικαταστήσω κατὰ
τὸ δικαίωμα ποὺ μὲ δίνει ὁ νόμος καὶ ἡ συνήθεια τοῦ τόπου.
Ἡ ὑπόληψη τῆς οἰκογενείας μας ἦταν μεγάλη, ὁ πατέρας μου ἂν ἤθελε,
μποροῦσε νὰ ἐξαγοράσει τὸν ἀδελφό μου. Τὸ συμβούλιο, λοιπὸν δὲ ψιλολόγησε
πολλὰ πράγματα. Ὁ γραμματέας ἔσβησε τὸ ὄνομα τοῦ Χασᾶν κι ἔγραψε τὸ
δικό μου. Ἔδωκα ὅρκο στὸ Σουλτάνο καὶ στὴ σημαία.
Στοῦ κόσμου τὰ μάτια τὴν ἔσωσα τὴν ὑπόληψή μας. Κανεὶς δὲν εἶχε τὸ
δικαίωμα νὰ πεῖ τὸν ἀδελφό μου λιπόστρατο, ἀφοῦ ἐγὼ ἤμουν ὁ νεοσύλλεκτος.
Ἐκεῖ ποὺ εἶχα αὐτὸ στὸ νοῦ μου καὶ κατέβαινα στὴ σκάλα, νὰ ἕνας ταχυδρόμος
ὅρμησε μέσα στὴν αὐλὴ τοῦ δικαστηρίου. Τὸ ἄλογό του ἔπλεε στὸν ἱδρώτα
- βασιλικὸ διάταγμα: Οἱ νεοσύλλεχτοι νὰ ξεκινήσουν αὐτὴν τὴ στιγμὴ γιὰ
τὴν Ἀνδριανούπολη. Μὲ φώναξαν πίσω καὶ μὲ κράτησαν κι ἔστειλαν νὰ συναθροίσουν
καὶ τοὺς ἄλλους.
Τότε δὲν ἤξερα ἀκόμη τί εἶν᾿ ὁ στρατιώτης. Ἕνα λεπτό, τοὺς παρακάλεσα
νὰ πεταχτῶ, ν᾿ ἀφήσω τῆς μάνας μου ὑγεία. Ἀδύνατο. Ὅλων τὰ πρόσωπα ἦταν
σοβαρά. Ὁ ἀξιωματικὸς ποὺ ἦρθε γιὰ τὴν κλήρωση - Θεὸς φυλάξει! Ὁ ταχυδρόμος
ἐρχόταν ἀπ᾿ τὴν πρωτεύουσα. Τὸ ρώτησα τὰ νέα. Σὲ λίγη ὥρα τὰ ἔμαθε ὁ
κόσμος. Τὸ κράτος ἔχει πόλεμο μὲ τὴ Ρουσία. Ἦταν ὁ πόλεμος τῆς Κριμαίας
ποὺ ἄρχισε.
Μὲ τὸν κατάλογο στὸ χέρι ὁ χιλίαρχος, μάντριζε ἕναν ἕνα τους νεοσύλλεχτους
μέσα στὸ ἀχούρι. Ἐμένα μὲ εἶχαν βάλει αὐτοῦ μέσα πρῶτο-πρῶτο. Νόμιζες
πὼς τοῦ σκότωσε κανεὶς ἀπὸ μᾶς τὸν πατέρα του. Μὲ τέτοιο τρόπο μας κοίταζε.
Ὅσο τὸν συλλογιέμαι τώρα θαρρῶ πὼς δὲν ἐχτρεύτηκα, δὲ μπορῶ νὰ ἐχθρευτῶ
κανένα στὸν κόσμο περισσότερο ἀπό ῾κεῖνο τὸν κακοῦργο!
(Ὁ Σελὴμ σηκώνεται. Ἁπλώνει τὰ χέρια. Τὸ ὕφος
του εἶναι παρακλητικό). «Μιὰ στιγμή! Μιὰ στιγμή! Ἐδῶ εἶναι ζωὴ
ἢ θάνατος. Ὅποιος πηγαίνει δὲν ξέρει ἂν θὰ γυρίσει πίσω. Μιὰ στιγμὴ
γιὰ νὰ φιλήσω τὸ χεράκι τῆς μητέρας μου, νὰ πάρω τὴν εὐχή της!»
(Κάθεται ἀπογοητευμένος). «Ἀδύνατο! Ἀδύνατο!»
Ὅταν μας βγάλαν στὴν αὐλὴ γιὰ ν᾿ ἀναχωρήσουμε, διέκρινα τὸν δεύτερο
ἀδελφό μου μέσα στὸ πλῆθος, ποὺ ἦλθε ν᾿ ἀποχαιρετήσει τοὺς δικούς του.
Δὲν ἤξερε τί ἔκανα ἐγὼ στὸ μεταξὺ καὶ ἀποροῦσε ποὺ στεκόμουν στὴ σειρὰ
μὲ τοὺς νεοσύλλεχτους.
«Ποῦ εἶναι ὁ Χασάνης, μὲ ρώτησε».
» Ἐσὺ ξέρεις ποὺ καλὰ πὼς ὁ ἀφέντης ὁ ἀδελφός μου εἶναι ἐκεῖ ποὺ
δὲν ἔπρεπε νὰ εἶναι εἶπα ἐγὼ τότε καὶ εἶναι μὲ τὴ σύμπραξή σου, ἀλλὰ
καθὼς βλέπεις, ἡ θέση του δὲν εἶναι ἄδεια. Καὶ ἂν θέλεις νὰ μὴ βρεῖς
αὐτὴ τὴ φορὰ τὸν μπελά σου γιὰ τὴν ἄτιμη χάρη ποὺ τοῦ ἔκανες, ἄκουσε
τί θὰ σοῦ πῶ. Οἱ χωροφύλακες θὰ σταλοῦν ὕστερα στοὺς λιποτάκτες μὲ αὐστηρὴ
διαταγὴ νὰ τοὺς πιάσουν. Ἐσὺ ποὺ ξέρεις τὸ καταφύγιό τους, τρέξε νὰ
σώσεις τὸν ἀδελφό μας. Δὲν ξέρει κανεὶς πὼς εἶναι λιπόστρατος, γιατί
ἐγὼ πρὶν ζητηθεῖ ἐκεῖνος ἔδωκα τακριρί(13) καὶ ἔγινα δεκτὸς καθὼς μὲ
βλέπεις, σ᾿ ἀντικατάστασή του. Πὲς τοῦ λοιπὸν νὰ γυρίσει ἀμέσως πίσω,
μὴν τύχει καὶ μαθευτεῖ ὅτι ἔφυγε γιὰ νὰ γλυτώσει καὶ μὴν προσβληθεῖ
ἡ φιλοτιμία τῆς οἰκογένειάς μας. Στὸν πατέρα μου νὰ πεῖς πὼς φιλῶ τὸ
χέρι του μὲ δάκρυα καὶ παρακαλῶ νὰ μοῦ δώσει τὴν εὐχή του. Πές του,
ἐγὼ παρακάλεσα τὸν Χασάνη νὰ μὲ ἀφήσει νὰ πάγω στὴ θέση του. Ἤξερα πόσο
τὸν ἀγαπᾶ ὁ πατέρας καὶ δὲν ἤθελα νὰ τὸ στερηθεῖ στὰ γηρατειά του».
Αὐτὰ πρόφτασα καὶ τοῦ εἶπα, ὅταν ἔξαφνα σήμανε ἡ τρομπέτα. Τὰ δυὸ
ἀδέλφια ἀγκαλιαστήκαμε μὲ τὰ δάκρυα στὰ μάτια. Ποιὸς ξέρει ἂν θὰ ξαναϊδωθοῦμε!
Ἡ τρομπέτα σήμανε ἀκόμη μιὰ φορᾶ. Οἱ ἀξιωματικοὶ καβαλίκεψαν.
(Ὁ Σελὴμ σηκώνεται, πηγαινοέρχεται κοιτώντας
μὲ μετέωρο βλέμμα στὸν ἀέρα.)
» Πάρε αὐτὸ τὸ δαχτυλίδι» εἶπα, «καὶ δώσ᾿ τὸ τῆς μητέρας μου. Πῶς
ἤθελα νὰ ἤτανε καμιὰ φτωχὴ γυναίκα σὰν αὐτὲς ποὺ ἀγκαλιάζουν τὰ παιδιὰ
τοὺς ἐδῶ μέσα στὸν κόσμο, γιὰ νὰ μποροῦσα νὰ τὴν ἔβλεπα ἀκόμη μιὰ φορᾶ
πρὶν φύγω, ν᾿ ἀκούσω μίαν εὐχὴ ἀπὸ τὰ χείλη τῆς τὰ ἅγια. Μὰ ἐκείνη εἶναι
χανούμισσα, μεγάλου μπέη θυγατέρα, δὲ μπορεῖ βγεῖ ἀπ᾿ τὸ χαρέμι κι ἐμένα
δὲν μ᾿ ἀφήκαν! Δώσ᾿ τῆς τὸ δαχτυλίδι! Ὅταν θωρεῖ τὴν διαμαντόπετρα ποὺ
ἀστράφτει ἀνάμεσα στὸ μάλαμα ἂς μὲ θυμᾶται, ἂς θαρρεῖ πὼς βλέπει τὸ
παιδί της.»
(Κάθεται συλλογισμένος. Ἡ φωνή του βαθαίνει.)
Ἡ τρομπέτα σήμανε Τρίτη φορᾶ. Μπρὸς στὴν αὐλόπορτα ἕνας Ἰμάμης ἒσφαξ᾿
ἕνα πρόβατο καὶ χύθηκε τὸ αἷμα στὸ δρόμο μας. Ὕστερα σήκωσε τὰ χέρια
νὰ προσευχηθεῖ μὲς τὴν καρδιά του καὶ νὰ μᾶς βλογήσει. Μέσα στὴ νεκρικὴ
σιγῆ, ἀκούστηκε τὸ τουμπελέκι ἔξαφνα γοργὸ - γοργὸ καὶ ἄγριο, ὑψώθηκε
ἡ πράσινη σημαία καὶ ὅλοι φωνάξαμε μὲ τὴν καρδιά μας: «Πολλὰ τὰ ἔτη
τοῦ Σουλτάνου!» (Ἀκούγεται ρυθμικὸς ἦχος ἀπὸ τουμπελέκι).
Ἔτσι μπῆκα ἐγὼ ποὺ μὲ βλέπεις στὰ στρατιωτικά. Δὲν θέλω νὰ σὲ πῶ
ἕνα πρὸς ἕνα ὅσα ἦρθαν στὸ κεφάλι μου τόσον καιρὸ ποὺ κράτησε ὁ πόλεμος
τῆς Κριμαίας. Τοὺς κόπους καὶ τὶς στερήσεις καὶ τὶς κακουχίες τὶς ἔχω
κάνει χαλάλι καὶ τὸ αἷμα, ὅσο μου χύθηκε μπρὸς στὴ Συλίστρια. Ἕνα μόνο
πράγμα μου κάθισε σὰν πέτρα στὴν καρδιά, ἦταν τὸ πρῶτο - πρῶτο ποὺ μὲ
πίκρανε αὐτὸ δὲ μπορῶ νὰ τὸ ξεχάσω. Ἀφοῦ δηλαδή, διώξαμε τοὺς Ρούσους
ἀπὸ τὴ Συλίστρια βρέθηκα πὼς εἶχα μία κακιὰ πληγῆ, ποὺ δὲ μποροῦσε νὰ
μοῦ γιατρευτεῖ μονάχη της καθώς μου γιατρεύτηκαν οἱ ἄλλες. Μὲ σήκωσαν
λοιπὸν δυὸ νομάτοι καὶ πῆγαν μέσα στὸ φρούριο, στὸ νοσοκομεῖο. Πρέπει
νὰ ἔχασα πάρα πολὺ αἷμα, γιατί λιγοθύμησα καὶ πολλὲς μέρες δὲν ἤμουν
στὸν ἑαυτό μου. Ὅταν ἄρχισα κομμάτι νὰ αἰσθάνομαι καὶ νὰ καταλαβαίνω
τί μιλοῦν γύρω μου, ἀκούω ν᾿ ἀναφέρεται συχνὰ πυκνὰ τὸ ὄνομά μου στὰ
στόματα δυὸ - τριῶν ποὺ κάθονται ἐκεῖ κοντά μου. Προσέχω μὲ τὸ νοῦ μου
καλύτερα, ἦταν μία ἱστορία: τὸ πὼς ἐγὼ πῆρα μία πληγῆ, γιὰ νὰ γλυτώσω
τὴ σημαία μας ἀπὸ τὰ χέρια τοῦ ἐχθροῦ, ἀφοῦ ἔπεσε ὁ σημαιοφόρος καὶ
ὁ χλωμὸς χιλίαρχός μας ἄφησε στὸν ἐχθρὸ κι ἔφυγε. Ἕνας γιατρὸς - θαρρῶ
πὼς ἦταν φράγκος - μ᾿ ἔδωσε νὰ καταλάβω πὼς ἔγραψαν στὸν ἀφέντη μας
τὸ Σουλτάνο καὶ θὰ μὲ βάλει ἕνα παράσημο ἐπάνω στὴν πληγή μου, ἅμα γίνω
καλὰ καὶ σηκωθῶ, γιατί εἶμαι καλὸ παλικάρι. Μὰ ὅλα αὐτά, θαρρεῖς, πὼς
ἦταν ξεγελάσματα γιὰ νὰ γιατρευτῶ μία ὥρα γρηγορότερα.
Ὅταν γιατρεύτηκε ἡ πληγή μου καὶ βγῆκα ἀπ᾿ τὸ νοσοκομεῖο, βλέπω τὸν
κίτρινο χιλίαρχο τὸ λιποτάκτη - ποὺ νὰ τὸ γνωρίσω! Τὸν προβίβασε ὁ Σερασκέρης
τρεῖς βαθμοὺς καὶ τὸν κρέμασαν ἕνα τρανὸ παράσημο, γιατί ἔσωσε τὴ σημαία
μὲς ἀπ᾿ τὰ χέρια τῶν ἐχθρῶν. Μόλις μ᾿ ἀναγνώρισε, μὲ γνέφει νὰ τὸν πλησιάσω.
«Σήμερα» εἶπε, «πηγαίνει ἐν᾿ ἀπόσπασμα στὸ Μπαλκάνι νὰ χτίσει ὀχυρώματα.
Θὰ πᾶς κι ἐσὺ μαζὶ νὰ σκάφτεις καὶ νὰ κουβαλᾶς χώματα. Ἄιντε, νὰ μὴ
σὲ δοῦν τὰ μάτια μου ἄλλη φορᾶ ἐδῶ πέρα.
Αὐτὴ ἦταν ἡ ἀνταμοιβὴ καὶ τὸ παράσημό μου!
Ὁ φράγκος γιατρὸς μὲ τὸ φανέρωσε. Οἱ τρεῖς βαθμοὶ προβιβασμὸς καὶ
τὸ παράσημο στάλθηκαν ἀπὸ τὸ Σουλτάνο τὸν ἀφέντη μας γιὰ ὅποιον ἔσωσε
τὴ σημαία του ἀπὸ τὰ χέρια τοῦ ἐχθροῦ. Μὰ ὁ φαρμακέρης, ἐκεῖνος ὁ χιλίαρχος,
ἦταν συγγενὴς μὲ μία εὐνοούμενη τοῦ Σερασκέρη καὶ ὄχι μόνο σὰν λιποτάχτης
δὲν τιμωρήθηκε, ἀλλὰ καὶ παρασημοφορήθηκε καὶ προβιβάστηκε! Μὲ τὸ αἷμα
ποὺ ἔχυσα ἐγώ, τὴν ὥρα που᾿ κεῖνος ἔφευγε!
τέλος πρώτης πράξης
ΜΟΣΚΩΒ-ΣΕΛΗΜ
ΔΕΥΤΕΡΗ ΠΡΑΞΗ
(Ὁ προβολέας
φωτίζει τὸν ἀφηγητή. Ἀκούγεται ἡ σκέψη του.)
ΑΦΗΓΗΤΗΣ
Ὅσο ἦταν ἄρρωστος, λογάριαζε νὰ γράψει στὸν πατέρα του, πὼς κάτι
κατόρθωσε κι αὐτὸς στὸν πόλεμο καὶ ἦταν βέβαιος πὼς θὰ φρόντιζε γιὰ
τὴν προαγωγή μου, τώρα κάν. Ὁ Σερασκέρης ἦταν συγγενής τους καὶ ὅτι
ὑποσχέθηκε ὁ πατέρας στὸν μεγαλύτερό του ἀδελφό, ὅταν κληρώθηκε, μποροῦσε
τώρα νὰ τὸ κάνει σ᾿ ἐκεῖνον. Μὰ ὅταν ἔμαθε τί θὰ πεῖ νὰ ἔχεις συγγενῆ
τὸν Σερασκέρη, εἶπε μέσα του: Ἂς λείψει! Καλύτερα νὰ κάνει πρῶτος τὸ
καθῆκον του στὴ γραμμή, παρὰ νὰ ἔχει τέτοια προστασία.
Ἑφτὰ σωστὰ χρόνια ὑπηρέτησε τὸν βασιλέα τότε. Οἱ δικοί του, ἡ ζωὴ
καὶ ἡ περιουσία του, ἤτανε κτῆμα τοῦ ἀφέντη τοῦ Σουλτάνου κι ἦταν προκοπὴ
καὶ εὐτυχία ὅταν ξοδεύονταν ὅλα στὴν ὑπηρεσία του. Μὰ κι ὁ Σουλτάνος
ἀπὸ ἔλεος καὶ εὐσπλαχνία γιὰ τὸ λαό του, διέταξε γιὰ τὸν κάθε στρατιώτη
ὅπως τὸν παίρνει ἡ Πολιτεία ἀπὸ τὴν πόρτα τοῦ σπιτιοῦ του, ἔτσι νὰ τὸν
γυρίζει πάλι πίσω καὶ νὰ τὸν ἀφήνει στὴν πόρτα τοῦ σπιτιοῦ του.
Τὸ Σελὴμ τὸν ἀφήσανε γυμνὸ σχεδὸν καὶ ξυπόλυτο, δώδεκα ἡμερῶν δρόμο
μακριὰ ἀπὸ τὸν τόπο του.
Τρεῖς τέσσερις φορὲς μόνο τὸ φυλάκισαν οἱ ὑπάλληλοι τῆς βασιλείας,
γιατί δὲν ἤξεραν νὰ διαβάσουν τὸ χαρτὶ ποὺ κρατοῦσε στὸ χέρι του καὶ
τὸν παιρνοῦσαν γιὰ κλέφτη. Τρεῖς τέσσερις φορὲς δοκίμασαν νὰ τὸ σκοτώσουν
σὰν κατάσκοπο. Γύρισε ταπεινωμένος, περιφρονημένος στὸν τόπο του, ὄχι
μὲ τὸ παράσημο ποὺ ἀξιώθηκε μέσα στὴ φωτιὰ τῆς μάχης, ἀλλὰ μὲ τὶς πληγὲς
στὸ στῆθος καὶ μὲ τὸν τορβᾶ τοῦ ζητιάνου στὴ μασχάλη!
Ὅταν μπῆκε στὴν αὐλή του, κανένας δὲ τὸν γνώρισε. Μὰ μήτ᾿ ἐκεῖνος
γνώρισε κανένα. Ἡ βρύση μέσα στὴν αὐλὴ στέρεψε. Τῆς πόρτας τὰ κρεκέλια
κοκκίνισαν ἀπὸ τὴ σκουριὰ καὶ στοῦ σπιτιοῦ τὸ ἔμπασμα κανένας δὲν ἔστεκε,
ὅπως ἄλλοτε, μὲ σταυρωμένα χέρια, ἕτοιμος ν᾿ ἀνοίξει στὸν ἀφέντη του
τὴν πόρτα.
Θορυβημένος μὲ βαριὰ καρδιά, μὲ θολωμένα μάτια, ἀνέβηκε τὴ σκάλα
τοῦ σπιτιοῦ καὶ βρέθηκε μέσα στὴ σάλα, ποὺ συνήθιζε νὰ κάθεται ὁ πατέρας
ἄλλοτε αὐτὴν τὴν ὥρα. Κανεὶς δὲν ἦταν μέσα. Τὰ ὅπλα του κρέμονταν στὸν
τοῖχο. Τὸ κομπολόι, τὸ τσιμπούκι του, τὰ πράγματα ὅσα ἄλλοτε εἶχε τριγύρω
του, ἦταν ἐδῶ. Δὲν ἔπαθε ὁ πατέρας του τίποτε! Καὶ ἀπὸ τὴ χαρά του δὲν
παραξενεύτηκε ποὺ ὅλα αὐτὰ τὰ πράγματα ἤτανε κάμποσο σκονισμένα καὶ
δὲν πρόσεξε τὸ γέρο ὑπηρέτη του ποὺ ἔτριβε τὰ μάτια του μπροστά του
γιὰ νὰ βεβαιωθεῖ ἂν εἶναι ἐκεῖνος πράγματι ἢ μήπως ὀνειρεύεται.
ΣΕΛΗΜ
(Μὲ δύναμη). «Ἐγὼ εἶμαι Σακήρμπαμπα,
τοῦ εἶπα. Τί γκουρλώνεις ἔτσι τὰ μάτια σου;»
Ὁ γέρος φώναξε γεμάτος ἔκπληξη κι ἔπεσε τὸ ραβδὶ ποὺ ἀκουμποῦσε,
ἀπ᾿ τὰ χέρια του: «Μέγας ὁ θεὸς καὶ μέγας ὁ Προφήτης! Ἂν εἶσαι σὺ Σελήμης,
ὁ ἀφέντης μου, χτύπα καὶ πάρε τὴν ψυχή μου. Γι᾿ αὐτὸ ἐμάκρυν᾿ ὁ Θεὸς
τὰ χρόνια μου; Νὰ ζήσω νὰ σὲ δῶ στὸ μητρικό σου σπίτι μέσα, μὲ τοῦ ζητιάνου
τὸν τουρβὰ στὴν ἀμασχάλη;»
«Δὲν εἶναι τίποτα, τοῦ εἶπα γέρο, τίποτα δὲν εἶναι. Μποροῦσα νὰ ἔρθω
ἀκόμη χειρότερα ἀπ᾿ ὅτι μὲ βλέπεις. Ὁ Θεὸς ἔτσι θέλησε. Ὅποιος δουλεύει
τὸ Βασιλέα καὶ τὸ Σουλτάνο τὸν ἀφέντη μας, πιστὰ καὶ ἄξια, μπορεῖ νὰ
γυρίσει καλύτερα στὸ σπίτι του; Ποῦ εἶναι ὁ Χασᾶν ὁ ἀδελφός μου; Ποῦ
εἶν᾿ ὁ πατέρας μου; Ἄμε νὰ δώσεις εἴδηση στὴ μητέρα μου, μέσα στὸ χαρέμι,
νὰ μοῦ στείλουν τὰ φορέματά μου, ν᾿ ἀνάψουν λουτρό. Καὶ πὲς στὸ Χασᾶν
ἂν θέλει νὰ μὲ κάνει συντροφιὰ στὸ λούσιμο. Βρὲς τὸν καὶ στεῖλε μού
τον. Ἀκοῦς;»
«Ὦ, Σελήμ, Σελήμ!» εἶπε ὁ γέρος τότε καὶ φωνὴ τοῦ θαρρεῖς πὼς λιποψύχησε
μέσα στὰ στήθια του. Ἂς ἦταν βολετό! Μὲ τῆς ζωῆς μου τὴ θυσία! Δὲν ξέρεις
λοιπὸν τίποτα;»
«Τί θέλεις νὰ ξέρω; Εἶσαι ὁ πρῶτος ἄνθρωπος ποὺ βλέπω στὸ σπίτι μας
ὕστερ᾿ ἀπὸ τόσα χρόνια. Τί ἔγινε; Λέγε γρήγορα. Τὸ βλέπω πὼς εἶναι δυστύχημα
αὐτὸ ποὺ ἔγινε. Τί ἔγινε;»
«Μέγας ὁ Θεὸς καὶ ὁ Προφήτης μέγας! Εἶπε. Μὴν ἀπελπίζεσαι. Κάθησε
στὸ μεντέρι. Θὰ σὲ τὸ πῶ ὅσο βαστᾶ ἡ ραγισμένη μου καρδιά. Θὰ σὲ τὸ
πῶ. Μὴν τρέμεις.» Κάθησε. Ἐδῶ κανεὶς δὲν ἔρχεται, κανένας δὲν ἀκούει.
Τὸν ἔχουν μαγεμένο τὸν πατέρα σου παιδί μου, κι ἔστησε μέσα στὸ χαρέμι
τὸ μικιάνι(14) του. Αὐτὸς ποὺ τὸν γνώριζες! Κι ἔδωκε τὰ γένια του στῆς
μικρῆς χανούμισσας τὰ χέρια, τῆς μητριᾶς σου.»
«Σακήρμπαμπα! τοῦ εἶπα τότε. Τί μὲ σκεντζεύεις(15) ἔτσι ἄσπλαχνα,
τί σχίζεις φύλλο - φύλλο τὴν καρδιά μου, σὰν νὰ ἤσουν ὁ χειρότερος ἐχθρός
μου; Κάτι μεγάλη συμφορὰ μοῦ ἔγινε σ᾿ αὐτὸ τὸ σπίτι. Πές μου τὴν ἀμέσως
νὰ τὴ μάθω. Ἄσε τὶς γυναικοδουλειὲς καὶ τὰ μαγειρέματα.»
Τότε ὁ γέρος ἄρχισε νὰ κλαίει καὶ φώναξε δυνατά: «Ἄχ! Παιδάκι τῆς
ψυχῆς μου, ὁ ἀδελφός σου ὁ Χασᾶν...»
Ταράχτηκα. «Θεέ μου! Πέθανε ὁ ἀδελφός μου;» τὸ ρώτησα.
«Μακάρι νὰ πέθαινε» μοῦ εἶπε ὁ γέρος. «Μακάρι νὰ πέθαινε ὅπως πέθαναν
τόσοι καὶ τόσοι ἀφεντάδες μέσα στὰ χέρια τῶν δικῶν τους, σὰν τέλειωσαν
οἱ μέρες ποὺ τοὺς ἔγραψε ὁ Πλάστης. Ἄχ! Ἀφέντη τῆς ψυχῆς μου τὸ Χασᾶν
τὸν ἀδελφό σου, τὸ σκότωσαν!... Τὸ σκότωσαν ἄδικα τῶν ἀδίκων!»
(Ἡ φωνὴ τοῦ Σελὴμ πνίγεται στὸ λαρύγγι καθὼς
διηγεῖται καὶ θυμᾶται. Δάκρυα τρέχουν ἀπ᾿ τὰ μάτια του. Πέφτει σιωπή.
Μετὰ ἀπὸ ἀρκετὴ παύση, συνεχίζει.)
Καταλαβαίνεις τί φριχτὸ κεραυνοβόλημα ἦταν αὐτὸ γιὰ τὴν καρδιά μου.
Ὁμολογῶ πὼς ἔτρεμα μέχρι ἐκείνη τὴ στιγμὴ μὴν τύχει καὶ ἀκούσω ὅτι ὑποφέρει
ἡ μητέρα μου, ὅτι ἔπαθε ἐκείνη τίποτε. Κι ὅταν ἄκουσα τὸ θάνατο τοῦ
ἀδελφοῦ μου, εὐχαρίστησα ἀπὸ μέσα μου τὸ Θεό, ποὺ μὲ λυπήθηκε τουλάχιστον
τόσο, ὥστε νὰ μὲ χαρίσει τὴ μητέρα μου. Σὲ εἶπα πὼς ἀποχωρίστηκα ἀπ᾿
αὐτή, σὲ εἶπα πόσο πολὺ τὴν ἀγαποῦσα, πόσο αὐτὴ ἐξαρτοῦσε τὴ ζωὴ τῆς
ἀπ᾿ τὴν ἀγάπη μου. Ἀλλὰ ὅταν ἄκουσα ὅτι σκοτώθηκε ὁ ἀδελφός μου καὶ
ὁ πατέρας μου νομίζει ἐμένα αἰτία τοῦ δυστυχήματος, ἡ λύπη μου, ἡ ἔκπληξή
μου μὲ ἀπολίθωσαν ἀκίνητο στὸν τόπο μου.
Μόλις ἐμεῖς οἱ νεοσύλλεκτοι εἴχαμε φύγει, καθὼς εἶπα, ἄρον - ἄρον,
παρουσιάζεται ὁ πατέρας μου στὸ δικαστήριο καὶ καταγγέλει τὸν ἀδελφό
μου Χασᾶν σὰν λιπόστρατο, σὰν λιποτάκτη!! Ὁ Κριτὴς καὶ ὁ μουφτὴς τὸ
βεβαίωσαν πὼς δὲν μπορεῖ νὰ θεωρηθεῖ ὁ Χασᾶν λιποτάκτης, ἀφοῦ ἐγὼ ὁ
ἀδελφός του ἔδωκα ὁμολογία καὶ τὸν ἀντικατέστησα κατὰ τὸ νόμο καὶ τὴ
συνήθεια.
«Ἂν δὲν στείλετε κατόπιν του τοὺς σουβαρῆδες(16), ἂν δὲ τὸν συλλάβετε
θὰ καταγγείλω σ᾿ αὐτὸν τὸ Σερασκέρη τὸ κακούργημα, εἶπε. Ὅσο γιὰ τὸν
Σελὴμ τὸν ἀδελφό του - αὐτὸς μποροῦσε νὰ ἀντικαταστήσει καμιὰ κορασιὰ
στὰ καθήκοντά της, μὰ ὄχι τὸ Χασᾶν μου στὸν πόλεμο! Ὅτι κι ἂν ἔκαμε,
τὸ ἔκαμε γιὰ λογαριασμό του. Ἐγὼ οὔτε ἀνέχομαι, οὔτε ἀναγνωρίζω τίποτε.
Ἀπάτησε τὸ νόμο καὶ ἔκρυψε τὸ λιποτάκτη. Εἶναι δικό σας τὸ χρέος νὰ
τὸν τιμωρήσετε.»
Οἱ πιὸ ἄγριοι, οἱ πιὸ αἱμοβόροι χωροφύλακες στάλθηκαν στὰ βουνὰ ὅπου
ὑπέθεταν ὅτι κρύβεται ὁ Χασᾶν μὲ τὸ σύντροφό του. Δὲ χρειάστηκε πολὺ
νὰ τοὺς βροῦν. Ἀλλὰ οἱ νέοι ἦταν ὁπλισμένοι κι ἀντιστάθηκαν. Ὁ σύντροφος
τοῦ ἀδελφοῦ μου εἶχε ἰσχυρὰ μέσα καὶ εἶχε βεβαιότητα πὼς ὅτι καὶ ἂν
κάνει δὲν ἔχει νὰ φοβηθεῖ τίποτε. Φτάνει νὰ μὴν πιαστεῖ ὅσο ἔχει ἡ Βασιλεία
ἀνάγκη ἀπὸ στρατιῶτες. Γι᾿ αὐτὸ κι ἀντιστάθηκαν ἀπὸ τοὺς ψηλοὺς βράχους
καὶ πλήγωσαν ἕνα χωροφύλακα. Τότε οἱ ἄλλοι ρίχτηκαν πάνω τοὺς σὰν τὰ
σκυλιά, πολιόρκησαν τοὺς νέους πίσω ἀπὸ ἕνα βράχο κι ὅταν τελείωσαν
τὰ βόλια τους, ἔκαμαν ἕφοδο μὲ τὸ σπαθὶ στὸ χέρι. Ὁ ἕνας πρόφθασε καὶ
τοὺς ξέφυγε μὲς ἀπὸ μία χαράδρα ἀπαρατήρητος.
Τὸν ἀδελφό μου τὸ βρῆκαν ἀκουμπισμένο στὸ μετερίζι του, λουσμένο
στὸ αἷμα, σκοτωμένο. Ἡ σφαίρα τοῦ τρύπησε τὸ μέτωπο, ἐκεῖ ποὺ σημάδευε!
Ὅταν πῆγε ἡ εἴδηση στὸν πατέρα μου, καμιὰ λύπηση δὲν ἔδειξε.
«Εἶν᾿ ὁ Θεὸς ποὺ θριάμβευσε» εἶπε «ἂς πάρουνε κι οἱ ἄλλοι τους παράδειγμα.
Τὰ γραφτὰ δὲ γίνονται ἄγραφτα. Ἦταν γραφτό του νὰ πεθάνει ἀπὸ μολύβι.
Δὲν πῆγε στὸν πόλεμο καὶ πῆγε στὰ χαμένα. Πηγαίνετε νὰ σκάψετε τὸ μνῆμα
του.»
Ἀλλὰ ἀμέσως μόλις τὸν ἔθαψαν κι ἄδειασε ὁ τόπος τοῦ μέσα στὸ σπίτι,
ἄρχισε ὁ πατέρας μου ν᾿ ἀλλάζει, μοῦ εἶπε ὁ γέρο-ὑπηρέτης. Αὐτὸς ποὺ
ἦταν τόσο αὐστηρὸς μὲς στὸ κονάκι του, ποὺ εἶχε τόση φροντίδα στὰ κτήματά
του, αὐτὸς ποὺ δὲν ἔβαζε πιοτὸ στὰ χείλη του, ἔγινε τώρα νὰ τὸν βλέπεις
καὶ νὰ κλαῖς. Μήτε τὰ κτήματά του ξέρει, μήτε τὸ σπίτι τοῦ πονεῖ, μόνο
κάθεται ἀπ᾿ τὸ πρωὶ ὡς τὰ μεσάνυχτα μὲ τὴν μποτίλια τοῦ ρακιοῦ μπροστά
του, κάθεται σὰν τόπακας μὲς στὸ χαρέμι.
«Ὁ δεύτερός σου ἀδελφός, συνέχισε ὁ γέρος, παντρεύτηκε καὶ χώρισε
ἐδῶ καὶ πέντε χρόνια. Ἡ μηριά σου βρῆκε τρόπο νὰ τὸν πείσει νὰ γράψει
ὅσα κτήματα κι ἂν ἔχει ἐπάνω της. Ἦταν ἄτεκνη. Κι ἀπὸ τὴν ὥρα ποὺ συνέβη
τὸ δυστύχημα τοῦ ἀδελφοῦ σου δὲν κάνει ἄλλο τίποτε, παρὰ ν βεβαιώνει,
τὸν πατέρα σου, πὼς ἐσὺ τὸν πλάνεψες νὰ βγεῖ στὰ βουνὰ γιὰ νὰ πληγώσει
τὴν φιλοτιμία του, γιὰ νὰ τὸ δείξεις πὼς τὸ παιδὶ ποὺ ἀγαποῦσε δὲν τὸν
ἔμοιαζε, γιὰ νὰ γενεῖς ἐμπόδιο στὸ μέλλον του, στὴν πρόοδό του καὶ ἄλλα
τέτοια καὶ χειρότερα. Κι ἐκεῖνος τὰ πιστεύει, γιατί δὲν ἀκούει ἄλλο
τίποτε. Νὰ εἶσαι ἀπὸ πουθενὰ νὰ τὸ δεῖς μὲς στὸ χαρέμι τώρα, γέρον ἄνθρωπο
μὲ γένια σὰν τὸ χιόνι, νὰ κάθεται νὰ σεργιανίζει πὼς χορεύουνε γυμνὲς
μπροστά του οἱ σκλάβες, μόνο καὶ μόνο γιὰ νὰ τὸν κάνει ἔκδοτο στὸ πιοτὸ
καὶ τὶς ἀκολασίες ὥσπου νὰ κλείσει αὐτὸς τὰ μάτια νὰ πάρει ἐκείνη ἄλλον
συνομήλικό της».
Φαντάζομαι πόσο φαρμάκι ποτίζουν ὅλα αὐτὰ τὴν πτωχή μου τὴ μητέρα,
εἶπα τότε ἐγώ...
«Ὅσο γι᾿ αὐτό» μοῦ εἶπε ὁ γέρος συλλογισμένος βαθιά, «μὴν ἔχεις καμιὰ
ἔγνοια. Ἐκείνη, ἂς ἔχει δόξα ὁ Θεός, δὲ φοβᾶται πιὰ ἀπὸ πίκρες... Ὅταν
ἔφυγες ἐσύ, ἔτσι χωρὶς νὰ σὲ δεῖ, χωρὶς νὰ σὲ μιλήσει μὲ φώναξε καὶ
μὲ τὸ εἶπε: Ἐγώ, Σακήρμπαμπα, αὐτὴν τὴν πίκρα δὲ θὰ τὴ βαστάξω. Ὕστερα
ἦρθε τὸ δυστύχημα καὶ τοῦ ἄλλου τῆς παιδιοῦ, ποιὸς ξέρει, ἦταν ἀγαθή,
ἁγία γυναίκα, ἔτσι τὸ εἶπε καὶ ἔτσι ἔγινε. Θαρρεῖς πὼς ἡ κάθε μέρα ἔτρωγε
ἀπὸ πάνω τῆς ὑγεία καὶ ζωὴ καὶ τὴν πλησίαζε στὸν τάφο... Κάθε λίγο μὲ
φώναζε καὶ μὲ ρωτοῦσε γιὰ τὸν πόλεμο τί ἀκούω καὶ τί χαμπάρι ἒρχετ᾿
ἀπὸ σένα. Ἐσὺ πάλι σὰν ἔφυγες, ἔριξες πέτρα πίσω σου! Καὶ δὲ φάνηκε
γραφή σου ὡς τὰ σήμερα. Ἐγὼ τὴν ἔλεγα καὶ τὴν παρηγοροῦσα.
Ἕνα διαμάντι δαχτυλίδι ποὺ εἶχε στὸ δάχτυλό της, τῆς φαινόταν πὼς
θόλωνε ὁλοένα περισσότερο. Εἶναι τὰ δάκρυα στὰ μάτια σου, Χανοὺμ ἐφέντη,
ποὺ δὲ σ᾿ ἀφήνουνε νὰ τὸ δεῖς πόσο ἀστράφτει τῆς ἔλεγα. Μὰ ἐκείνη δὲν
πίστευε. Δὲν τό ῾χω σὲ καλὸ αὐτὸ τὸ θόλωμα μὲ εἶπε. Ἡ ζωὴ τοῦ παιδιοῦ
μου τρέχει κίνδυνο. Εἶναι πληγωμένο. Εἶν᾿ ἑτοιμοθάνατο! Κι ὅσο ἔσβηνε
ἡ ζωὴ ἀπ᾿ τὰ μάτια της, τόσο πιὸ θολό της φαινόταν τὸ δαχτυλίδι.
Μιὰ μέρα τὸ θυμᾶμαι σὰν νὰ ἦταν τώρα, ἔστειλε πάλι καὶ μὲ φώναξε
νὰ τῆς πῶ τί χαμπάρια ἦρθαν ἀπὸ τὸν ἀφέντη, τὸ παιδί της.
Ἕνας ποὺ κατέβηκε ἀπὸ τὴν Τοῦσα - τῆς εἶπα ἐγὼ τότε ἔτσι γιὰ παρηγοριά
- μας ἔφερε χαμπάρι πὼς νικήθηκε ὁ Μόσκωβος καὶ πὼς ὁ ἀφέντης μας ὁ
Σελὴμ πῆρε ἕνα παράσημο ἀπὸ τὸ βασιλέα κι ἕνα βαθμὸ μεγάλο.
«Τί νὰ τὰ κάμω! Εἶπε ἐκείνη καὶ χαμογέλασε μὲ τὸ γλυκό της πρόσωπο
σὰν ἄγγελος ποὺ εἶναι λυπημένος. Ἐμένα μαύρισαν τὰ μάτια μου νὰ βλέπω
τοὺς δρόμους ἀπὸ ποὺ θὰ ἔρθει τὸ παιδί μου! Τὸ δαχτυλίδι ποὺ μὲ ἄφησε
δὲν μπορῶ πιὰ νὰ τὸ διακρίνω ἂν φέγγει.»
Ὕστερα τὸ ἔβγαλε ἀπ᾿ τὸ λευκό της δάχτυλο καὶ τὸ ἔδωκε στὴν Κιρκασία
ποὺ καθόταν στὸ προσκέφαλό της.
«Νά, Μελέικα» τῆς εἶπε. «Σὲ εἶχα σκλάβα ἀγορασμένη. Μ᾿ ἀγάπησες καὶ
μὲ περιποιήθηκες, σὰν νὰ ἤμουν μητέρα σου. Μπρὸς στὸ Θεὸ καὶ σ᾿ αὐτοὺς
τοὺς μάρτυρες, σὲ βγάζω τσιράκι, σὲ δίνω τὴν ἐλευθερία σου. Ἐγὼ δὲν
εἶχα τύχη νὰ ξαναδῶ τὸ φῶς μου, τὴν ἀγάπη μου, τὸ πουλὶ τῆς καρδιᾶς
μου... Κρύψε τὸ δαχτυλίδι ποὺ δὲ δίνω σὰν τὰ μάτια σου! Ἂν εἶσαι σὺ
πλιότερο ἀπὸ μένα τυχερὴ καὶ ἔρθει τὸ παιδί μου, ὁ ἀφέντης μου, σ᾿ ἀφήνω
στὸ τόπο μου νὰ τὸ ἀγαπᾶς καὶ νὰ τὸ περιποιεῖσαι. Εἶναι βαριὰ ξενιτεμένο
καὶ θέλω σὰν ἔρθει στὸ σπίτι μου νὰ μὴ βρεθεῖ ὀρφανεμένο...»
Θαρρεῖς πὼς ὅλ᾿ αὐτὰ τὰ ἔλεγε κανένα πνεῦμα τοῦ οὐρανοῦ κρυμμένο
μέσα στὰ στήθη της. Τόσο γλυκὰ τὰ ἔλεγε, τόσο ἥσυχα, μ᾿ ἕνα θεϊκὸ χαμόγελο
στὸ πρόσωπο ποὺ κανείς μας δὲ τόλμησε ν᾿ ἀνοίξει καὶ νὰ πεῖ καμιὰ λέξη.
Σὲ λιγάκι ἀποκοιμήθηκε, κι ἐγὼ πῆγα στὴ δουλειά μου. Σὲ κομμάτι ἀκούσαμε
ἀπὸ τὸ σελαμλίκι τῶν γυναικῶν τὰ κλάματα. Ἡ μεγάλη μας χανούμισσα παρέδωκε
στὸ Θεὸ τὸ πνεῦμα της.»
(Ὁ Σελὴμ βουρκωμένος μὲ κουρασμένη καὶ ἀργῆ
φωνὴ συνεχίζει): Ἔκλαψα πολλὴ ὥρα ἀκόμη. Ἔκλαψα γιὰ τοὺς νεκροὺς
κι ἔκλαψα γιὰ τὸν ἑαυτό μου ποὺ ἐρχόμουν νὰ ζήσω τώρα πιὰ μέσα σ᾿ ἐκείνη
τὴν κατάσταση ποὺ μοῦ φανέρωσε ὁ γέρος. Ὀρφανὸς καὶ μισημένος.
Τὸν ἔστειλα νὰ πεῖ κρυφὰ στὴ Μελέικα τῆς Κιρκασίας ὅτι ἦρθα, νὰ τῆς
ζητήσει ἀπὸ τὰ φορέματά μου ὅτι ἦταν δυνατὸ νὰ βρεθεῖ ἀκόμη καὶ νὰ τὰ
φέρει γρήγορα στὸ δημόσιο λουτρὸ κατόπι μου. Ὅταν γύρισα στὸ σπίτι ἦταν
ἀργὰ τὸ βράδυ. Ὅλος ὁ κόσμος τὸ ἔμαθε πιὰ πὼς ἦρθα. Μόνο ὁ πατέρας μου
δὲν τὸ ἔμαθε. Ἡ γυναίκα του δὲν θ᾿ ἄφησε νὰ τοῦ τὸ ποῦνε, ὑπέθεσα κι
ἔστειλα τὴν ἄλλη μέρα τὸ Σακήρμπαμπα καὶ τοῦ τὸ εἶπε. «Φῶς στὰ μάτια
σου Ἐφέντη Μπέη! Ἦρθε τὸ ξενιτεμένο σου παιδί. Ὁ στρατιώτης σου! «Δὲν
ἔχω κανένα παιδὶ στρατιώτη, εἶπε ἐκεῖνος. Ἐμένα τὸ παιδί μου ποὺ ἦταν
γιὰ στρατιώτης δὲν ἔρχεται πλέον ἀπὸ κεῖ ποὺ πῆγε. Αὐτὸς ποὺ ἦρθε, νὰ
μὴν τὸ δοῦν τὰ μάτια μου.»
(Ὁ Σελὴμ σκύβει τὸ κεφάλι κουνώντας τὸ πάνω
κάτω. Ἡ φωνὴ τοῦ ραγισμένη, ἀπογοητευμένη. Τὸ σῶμα τοῦ ὁλόκληρο λυγίζει.)
Κάλλιο νὰ μὲ περνοῦσε ἕνα βόλι στὴν καρδιά, ἐκεῖ ποὺ ζητοῦσα ν᾿ ἀποκτήσω
μέσα στὸ θόρυβο τῆς μάχης τὴν ἀγάπη του, παρὰ νὰ ἔρθω καὶ νὰ βρῶ τόσο
μίσος ἀπὸ τὸ μέρος του, ἀφοῦ ἔμεινα ἔρημος ἀπὸ κείνους ποὺ μ᾿ ἀγαποῦσαν.
Δυὸ μέρες ἔμεινα στὸ σπίτι μόνος. Τὴν Τρίτη μέρα ἔρχονται: καὶ μὲ
παίρνουν στὸ κριτήριο.
«Ἐδῶ καὶ τόσα χρόνια, εἶπε ὁ κριτής, κρίθηκες καὶ καταδικάσθηκες
γιατί ἔκρυψες ἕνα λιπόστρατο καὶ γέλασες τὸ Βασιλιά. Λιπόστρατος ἦταν
ὁ ἀδελφός σου, μηνυτὴς ὁ ἴδιος ὁ πατέρας σου. Θὰ καθίσεις ἕνα χρόνο
φυλακή. Γιατί ὁ ἴδιος ὁ πατέρας σου ξανανέωσε τὴν κρίση σου πάλι».
Δέχτηκα τὴν καταδίκη πάνω στὸ κεφάλι μου γιὰ νὰ γίνει τὸ θέλημα τοῦ
πατέρα μου. Μήπως τὸ σπίτι μας, ὅπως τὸ βρῆκα δὲν ἦταν τάχατες γιὰ μένα
χειρότερο ἀπὸ φυλακή; Θεὸς συχωρέσει τὸ Σακήρμπαμπα, ποὺ δὲν ἄφησε νὰ
μὲ λείψει τίποτε. Ἔπειτα δὲν εἶχα οὔτε ντροπὴ νὰ αἰσθανθῶ οὔτε καταφρόνηση
νὰ ὑποφέρω. Ὅλοι τὸ γνώριζαν πὼς ὑποφέρω γιὰ τὴν κακογνωμιὰ τοῦ πατέρα
μου καὶ μὲ λυποῦνταν καὶ μὲ παρηγοροῦσαν καὶ μὲ περιποιοῦνταν, σὰν νὰ
ἤμουν ὁ ἀφέντης τους. Αὐτό, στὸ πατρικό μου σπίτι βέβαια, δὲν θὰ τὸ
εἶχα.
Ἔτσι ὁ χρόνος περνοῦσε κι ὅσο πλησίαζε στὸ τέλος, τόσο σφιγγόταν
ἡ καρδιά μου. Ὁ δεύτερός μου ἀδελφός, πούλησε τὰ κτήματα ποὺ πῆρε ἀπὸ
τὴ γυναίκα του καὶ πέρασε στὴν Ἀνατολή. Ἐγώ, θὰ ἤμουν λοιπὸν καταδικασμένος
νὰ ζήσω μέσα στὸ σπίτι μας. Στὸ σημεῖο ποὺ κατήντησε ὁ πατέρας μου δὲν
εἶχα πιὰ ἐλπίδα νὰ συνεννοηθῶ μαζί του. Ἐκεῖ, μαθαίνουμε ξαφνικά, πὼς
ἔγινε ἐπανάσταση στὴν Ἐρζεγοβίνη. Δὲν ἔχασα καιρό. Ἕνα βαρβάτο ἄλογο
ἀπὸ τὸ στάβλο, μιὰ ἀσημένια ἀρματωσιὰ καὶ δρόμο!
Ὁ Σακήρμπαμπας πολλὲς φορὲς βρῆκε τρόπο νὰ μὲ παινέσει τῆς Μελέικας
τὴν ὀμορφιὰ καὶ τὴν καλοσύνη. Τὸ φαγητὸ ποὺ μ᾿ ἔφερνε στὴ φυλακή, τὸ
μαγείρευε μονάχη κι ὅτι ἄλλο χρειάστηκα ἀπὸ τὸ σπίτι, ἐκείνη μὲ τὸ φρόντισε,
σὰ νὰ ἦταν ἡ ἴδια μου ἡ μητέρα ζωντανή. Μιὰ μυστικὴ φωνὴ τὸ ἔλεγε στὴν
καρδιά μου: σ᾿ αὐτὴν τὴν κόρη ἔδωκε ἡ μητέρα μου τὸ δαχτυλίδι, αὐτὴ
θὰ εἶναι τὸ κισμέτι σου. Μὰ δὲ ξέρες πώς μου ἦρθε ὅταν ἄκουσα τὸν πόλεμο.
Θὰ πάω νὰ ζητήσω τὸ κισμέτι μου μέσα στὸν καπνὸ καὶ τὴ φωτιὰ τῆς μάχης
ἀκόμη μιὰ φορᾶ. Ἡ σπιτικιὰ ζωή, ἡ εὐτυχία τῆς οἰκογένειας δὲν ἤτανε
γραφτὸ γιὰ μένα. Καὶ πῆγα.
Ἔδωκε ὁ Θεὸς κι ἔλαχε ὁ ἀρχηγός, ποὺ μὲ πῆρε στὸ τάγμα του, γενναῖος
καὶ γιὰ τοῦτο ἦταν κάπως δίκαιος. Ὅταν γύρισα πίσω, ὕστερα ἀπὸ δυὸ χρόνια,
εἶχα μερικὲς πληγὲς παραπάνω, μὰ εἶχα κι ἕνα μικρὸ βαθμὸ κι ἕνα παράσημο
ἀνδρείας.
Αὐτὴν τὴ φορὰ ποὺ γύρισα μπόρεσα νὰ δῶ καὶ τὸν πατέρα μου στὸ σελαμλίκι.
Τὸν πατέρα μου! Ἂν δὲ μὲ εἶχε γεννημένο, δὲ θὰ τὸ γνώριζα! Τί ἔγινε
τὸ περήφανό του μέτωπο, τὰ ἀτραφτερᾶ τοῦ μάτια, τὰ πλατιὰ ἐκεῖνα στήθια
του, τί ἔγιναν; Θαρρεῖς πὼς ὅλ᾿ αὐτὰ τὰ χρόνια ποὺ δὲν τὸν εἶδα, ἦταν
ἄρρωστος στὸ κρεβάτι καὶ κιτρίνισε ἡ θωριά του καὶ ρυτιδώθηκε τὸ μέτωπό
του καὶ λύγισε τὸ σῶμα του κι ἔτρεμαν σὰν τὸ φύλλο τὰ χέρια του καὶ
τὰ γόνατά του! Ἔτσι τὸ διόρθωσε ἡ νέα του γυναίκα!
Ὅταν μπῆκα μέσα καὶ φίλησα τὸ χέρι του, σήκωσε τὰ βαθουλά του μάτια,
μὲ κοίταξε καλά-καλὰ καὶ δυὸ μεγάλα δάκρυα κύλησαν στὰ μάγουλά του.
«Μοιάζεις τὴ μάνα σου!» μὲ εἶπε.» Ἐκείνη ἦταν ἡ καλή μου ἡ γυναίκα
μά... πέθανε. Αὐτὴ ἡ ἀλεποῦ, σὰν ἔγραψα τὸ βιό μου πάνω τῆς μ᾿ ἔδιωξε
ἀπ᾿ τὸ χαρέμι.»
«Τί θὰ πεῖ, ἀφέντημ!» τοῦ λέω. «Στὴν οἰκογένειά μας, πότε ἀκούστηκε
νὰ διώξει μία γυναίκα τὸν ἀφέντη της ἀπὸ τὸ ἴδιο τοῦ τὸ σπίτι!» «Αὐτὸ
κι ἐγὼ θαμάζουμαι!» εἶπε ἐκεῖνος. Μὰ ἔλα πάλι ποὺ τὴν ἀγαπῶ τὴ μαργιόλα!
Βάλε ρακὶ νὰ πιοῦμε στὴν ὑγειά της!»
Σὲ τέτοιο βαθμὸ εἶχε καταστρέψει τὸ πιοτὸ τὸν ἀνδρικό του χαρακτήρα.
Σ᾿ αὐτὴν τὴν κατάσταση βρῆκα καὶ γνώρισα κι ἐγὼ τὸν πατέρα μου!
(Ὁ Σελὴμ σωπαίνει. Μοιάζει νὰ βυθίζεται στὶς σκέψεις
του. Τὰ φῶτα σβήνουν σιγὰ-σιγά. Ἀκούγεται φλογέρα.)
τέλος τῆς δεύτερης πράξης
ΜΟΣΚΩΒ-ΣΕΛΗΜ
ΤΡΙΤΗ ΠΡΑΞΗ
(Ὁ προβολέας φωτίζει τὸν ἀφηγητή. Ὁ Σελὴμ καὶ
ὁ συνομιλητής του κάθονται σιωπηλοί)
ΑΦΗΓΗΤΗΣ
Ὁ Σελὴμ κατόπιν μοῦ διηγήθηκε, ὅτι ἡ παραλυσία, σωματικὴ καὶ πνευματικὴ
τοῦ πατέρα, ἔφερε τὴν παράλυση τῶν οἰκονομικῶν της οἰκογένειάς του.
Τὰ κοπάδια πουλήθηκαν λίγο-λίγο! Οἱ στάβλοι ἐρημώθηκαν! Τὰ καλύτερα
κτήματα πέρασαν στὰ χέρια τῶν δανειστῶν καὶ τῶν τοκογλύφων, ποὺ στὴν
οἰκονομική τους βοήθεια κατέφευγε ὁ γερο-κτηματίας, ὅσες φορὲς ἡ νέα
του γυναίκα εἶχε νὰ ἱκανοποιήσει κάποια καινούργια ἰδιοτροπία. Ἕνα «νικιάχι»,
δηλαδὴ προίκα τῆς μητέρας του, ἔμενε ἐλεύθερο ἀπὸ ὑποχρεώσεις. Αὐτουνοῦ
τὴν καλλιέργεια ἀνέλαβε αὐτοπροσώπως ὁ Σελήμ, ὅπως ἔκαμνε ἄλλοτε ὁ πατέρας
του καὶ μέσα σὲ σύντομο χρονικὸ διάστημα κατάφερε νὰ τὸ καλυτερέψει
τόσο, ὥστε κι αὐτὸς ὁ ἀποβλακωμένος γέρος νὰ τὸ θαυμάζει!
«Ἐσὺ μοιάζεις τῆς καλῆς μου τῆς γυναίκας! Τοῦ ἔλεγε ποῦ καὶ ποῦ.
Εἶσαι τὸ παιδὶ τῆς ψυχῆς μου!»
Ὁ Σελὴμ λησμονοῦσε τότε τὴν ἄδικη καὶ σκληρὴ πρὸς αὐτὸν διαγωγὴ τοῦ
γέρου πατέρα, χυνόταν στὸ λαιμό του καὶ ἀγκαλιάζοντάς τον, προσπαθοῦσε
νὰ χορτάσει τὴ δίψα τῆς πατρικῆς στοργῆς καὶ ἐκτίμησης, ποὺ τόσα χρόνια
τὸν διακατεῖχε. Ἀλλὰ ὅταν τὰ φιλιὰ καὶ τὰ ἀγκαλιάσματα τοῦ τέλειωναν,
ὁ Σελὴμ αἰσθανόταν μέσα του τὴν ἀπογοήτευση, ποὺ αἰσθάνεται ὁ διψασμένος
ὁδοιπόρος, ὁ ὁποῖος κάνοντας τὸ δρόμο του μὲ μοναδικὸ πόθο του νὰ πιεῖ
χορταστικὰ ἀπ᾿ τὴ γνωστὴ σ᾿ αὐτὸν ζωοδότρα πηγή, βρίσκει ξαφνικὰ τὴν
ἀνάβρα τῆς ξεραμένη! Ὁ πατέρας ποὺ ἀγκάλιαζε δὲν ἦταν πιὰ ἐκεῖνος ποὺ
θαύμαζε ἄλλοτε καὶ τοῦ ὁποίου ἕνα στοργικὸ βλέμμα θὰ τὸν ἔκανε ἔξαλλο
ἀπὸ χαρά. Στοργὴ καὶ ἀξιοπρέπεια πατρικὴ δὲν ὑπῆρχαν πιὰ σ᾿ αὐτόν.
Γι᾿ αὐτὸ κι ὁ Σελὴμ ἐπέσπευσε τώρα τὸ γάμο του μὲ τὴ Μελέικα τῆς
Κιρκασίας, τὴν ἀπελεύθερη τῆς μητέρας του.
Ἄξιζε νὰ σεβασθεῖ τὴν ἐκλογὴ τῆς μητέρας του ὁ Σελήμ, γιατὶ ἡ Μελέικα
ἦταν πράγματι προικισμένη μὲ πολλὲς ἀρετές. Περιποιήθηκε τὸν παράλυτο
πεθερό της, μὲ παιδικὴ αὐταπάρνηση καὶ χάρισε στὸ Σελὴμ συζυγικὴ εὐτυχία,
ὅσο εἶναι δυνατὸν νὰ πετύχει αὐτὸ στὴν Τουρκικὴ οἰκογένεια.
Ὅταν ξέσπασε τὸ 1875 ἡ τελευταία ἐπανάσταση τῆς Ἐρζεγοβίνης ὁ Σελὴμ
ἦταν πλούσιος γαιοκτήμονας καὶ εἶχε τρία ζωηρὰ καὶ ὄμορφα παιδιά.
Ἂν ἦταν ἀνύπανδρος δὲ θὰ περίμενε οὔτε στιγμή. Τόσο τοῦ τινάχθηκε
ἡ καρδιὰ στὰ στήθη ὅταν ἔμαθε πὼς ὅλοι οἱ κόποι καὶ τὸ αἷμα τους ποὺ
χύθηκε στὰ ἑξῆντα δυὸ πῆγαν στὰ χαμένα. Μὰ τὰ παιδιὰ ἦταν μικρὰ καὶ
ὁ πατέρας ἄρρωστος κι ἐκείνου δὲ τοῦ χωροῦσαν τὰ ροῦχα ὅταν συλλογιζόταν
πὼς γίνεται πόλεμος ἐναντίον τοῦ Σουλτάνου.
Δὲν πέρασε πολὺς καιρός, νὰ καὶ ἡ Σερβία σηκώθηκε νὰ καὶ ἡ Βουλγαρία!
Ἡ Βασιλεία προσκάλεσε ἐφέδρους. Δὲν ἦταν ἀκόμη ἡ σειρά του. Μὰ ὅταν
ἔμαθε πὼς ἑτοιμάζεται καὶ ἡ Ρωσία δὲν περίμενε σειρά, δὲ συλλογίσθηκε,
δὲν ἄκουσε κανένα. Τὸ ἤξερε πὼς ἀρχιεχθρὸς τοῦ Ἔθνους του ἦταν ὁ Ρῶσος.
Τὸ νερὸ καὶ ἡ φωτιὰ μποροῦν νὰ κάνουνε φιλία μεταξύ τους καὶ νὰ ἔχουνε.
Ὁ Μόσκοβος καὶ ὁ Ἰσλὰμ ποτέ.
Ἔτσι ἄφησε τὰ παιδιά του, τὴ γυναίκα του, τὸ βίος τοῦ στ᾿ ἀνοιχτὰ
καὶ καταγράφηκε στοὺς ἐφέδρους. Ἐκεῖν᾿ ἡ ἔχθρα καὶ τὸ μίσος ποὺ τοὺς
εἶχε ἄλλοτε, πολλαπλασιάσθηκε τώρα, ὅταν ἔμαθε ὅτι ἔρχονται πάλι νὰ
ξαναπατήσουν τὰ χώματά τους. Αὐτοὶ ζητοῦσαν νὰ τοὺς ἐξολοθρεύσουν, ἔλεγε,
ἀπὸ τῆς γῆς τὸ πρόσωπο κι αὐτὸς ἂν ἦταν βολετὸ καὶ ζωντανοὺς νὰ τοὺς
ἔτρωγε! Ἔτσι ξεκίνησε γιὰ τὸν πόλεμο.
(Ὁ ἀφηγητὴς σωπαίνει. Ὁ προβολέας σβήνει. Ὁ
Σελὴμ συνεχίζει.)
ΣΕΛΗΜ
Πρῶτα μας πῆγαν ἐνάντια στὴ Σερβία κι ἐκεῖ φάνηκε πὼς ἡ Ρουσία θέλει
τὸ κακό μας. Δὲν ξέρω τί γράφτηκε στὶς ἐφημερίδες γιὰ τοὺς Τούρκους
τότε. Μὰ ἐγὼ ποὺ πολέμησα στὸ Ἀλεξινὰτς ἐκεῖνο τὸ φθινόπωρο σὲ βεβαιῶ
πὼς τὴν κυριεύσαμε τὴ χώρα ὅλη ἀκόμη μιὰ φορᾶ σὰν νὰ μὴν ἦταν δική μας.
Κι ὅμως τί ὠφέλησε; Ἕνα παλιόχαρτο τοῦ Τσάρου καὶ ὁ Σερασκέρης μας πρόσταξε
νὰ βγοῦμε ἀπ᾿ τὴ Σερβία! Φτού! ποὺ νὰ τοὺς δώσει ὁ Θεὸς τὸ μπελά τους!
Ἦταν σὰν νὰ πρόσταζες κανένα νὰ βγεῖ μὲς ἀπὸ ἕνα σπίτι ποὺ ἔκτισε μὲ
τὸ αἷμα καὶ τὰ κοκάλα τὰ δικά του.
Καὶ βγήκαμε, γιὰ τὴν εἰρήνη τάχα, γιὰ τὴν ὁμόνοια! Τόσο μεγάλη γνώση
εἶχε ὁ Σερασκέρης τοῦ Σουλτάνου καὶ οἱ ἄλλοι χαραμοφάηδες, ὅσοι κάνουν
τὸ ντοβλέτι!(17) Οἱ Ροῦσοι πέρασαν τὸ Δούναβη! Κι ἐγὼ ποὺ ἤμουν γιὰ
νὰ πάω στὴν πατρίδα μου, νὰ γιατρευτῶ, ξέχασα καὶ θέρμη καὶ παροξυσμὸ
κι ἄλλαξα δρόμο. Οἱ Ροῦσοι πατήσανε τὸ χῶμα τοῦ Σουλτάνου, εἶπα... Ὁ
Σελήμ, πῶς θὰ πάει νὰ μπεῖ στὸ σπίτι του; Εἶχα μία μολυβιὰ στὸ ἀριστερό
μου χέρι ἀγιάτρευτη ἀκόμη καὶ τὸ εἶχα κρεμασμένο στὸ λαιμό μου! Μὰ στὸ
πρῶτο μέρος ποὺ συνάντησα στρατεύματα, ἔλυσα τὸ μαντήλι, ἕσφιξα τὰ δόντια
νὰ μὴν καταλάβουν ὅτι πονῶ καὶ παρουσιάσθηκα στὸν ἀξιωματικό τους. Μὲ
δέχτηκε χωρὶς πολλὴ ἐξέταση καὶ πήγαμε. Θαρρεῖς πὼς ἦταν γραφτό, ὓστερ᾿
ἀπὸ τόσο πόλεμο καὶ τόσο σκοτωμὸ μέσα στὰ Μπαλκάνια νὰ ζήσω γιὰ νὰ πᾶνε
νὰ μὲ κλείσουν μέσα στὴν Πλέβνα. (Ἀναστενάζει.)
Ἐι ! Πλέβνα, ἐι ! Ἐσὺ μ᾿ ἔφερες τὸ νοῦ μου στὸν τόπο του! Μάρτυρα
ἔχω τὸ Θεὸ πὼς ὅταν ἔφτανα στὴ Πλέβνα ἤμουν σὰ μεθυσμένος, σὰν τρελός.
Τοὺς Ρούσους τοὺς βρήκαμε χωμένους ποῦ καὶ ποῦ, δῶθε ἀπ᾿ τὰ Μπαλκάνια
κι ὅπου τοὺς βρήκαμε τοὺς ξεπαστρέψαμε.
Ὅταν μπῆκα μέσα στὴν Πλέβνα ἤμουν ἑκατόνταρχος καὶ ἡ Πλέβνα ἦταν
ξακουσμένη ἀπὸ τὴν πρώτη της ἡρωικὴ ἀντίσταση. Φαντάζεσαι λοιπὸν μὲ
τί χαρά, μὲ τί ἐλπίδες ὁδηγοῦσα τοὺς ἀνθρώπους μου, μὲ τί ἐνθουσιασμὸ
κρατοῦσα τὸ σπαθὶ στὸ χέρι, μὲ τί ἀλαλαγμὸ τὸν χαιρετήσαμε τὸ γέρο ἥρωα
τῆς Πλέβνας, τὸν Ὀσμᾶν-πασά. Ἐρχόμασταν βοήθεια στὴ δύναμή του, τρεῖς
χιλιάδες ἄνθρωποι καὶ οἱ Ροῦσοι δὲ μπόρεσαν νὰ μᾶς ἐμποδίσουν, ὅπου
κι ἂν περάσαμε.
Ἐδῶ θὰ τὸ χορτάσω πιὰ τὸ μίσος τὸ ἀχόρταγο, εἶπα. Ἐδῶ θὰ τοὺς ἐκδικηθῶ
ἀλύπητα τοὺς Ρούσους τοὺς ἐχθρούς μας, τοὺς ἄγριους, τοὺς ἄσπλαχνους!
Μιὰ μολυβιὰ ποὺ πῆρα δεξιὰ μεριὰ μὲς στὸ πλεμόνι, μ᾿ ἔβγαλε ἀπὸ τὴ
θέση μου καὶ μ᾿ ἔβαλε στὸ νοσοκομεῖο. Πολὺ ἄσχημη ἡ πληγή. Ἦρθε ὁ χειμώνας
κι ἐγὼ δὲ μποροῦσα νὰ σαλέψω. Ἔφτυνα αἷμα.
Δὲν ἄκουσα νὰ γένουν καὶ μεγάλα πράματα ὅλον ἐκεῖνο τὸν καιρό. Μὰ
ἔξαφνα ἕνα βράδυ, καταλαβαίνω πὼς οἱ γιατροὶ κι οἱ ἄνθρωποι τοῦ νοσοκομείου
κι οἱ ἄρρωστοι, ὅσοι ἦταν στὰ πόδια τους, λίγοι-λίγοι ἔλειψαν καὶ πᾶνε!
Κρυφομιλήματα καὶ στεναγμοί, βλαστήμιες καὶ ὕστερα πάλι νεκρικὴ σιγῆ.
Σηκώθηκα στὸ πόδι. Ἦταν σκοτάδι, δὲν τὰ διέκρινα καλὰ-καλὰ τὰ πράγματα,
μὰ μακριὰ ἀκούονταν στρατὸς ποὺ πήγαινε κατὰ τὸ ποτάμι.
Νὰ δεῖς ποὺ ἀναγκάσθηκε ὁ Γαζῆ-Ὀσμᾶν πασὰς νὰ τραβηχτεῖ ἀπὸ δῶ πέρα!
Παίρνω ὁλόγυρα. Οἱ δρόμοι ἄδειοι. Τριγύρω μου κανείς. Ὅσοι ἔμειναν θὰ
ἦταν σὰν ἐμένα καὶ χειρότερα. Πῆρα τὸ μανδύα μου καὶ ἔτσι καθὼς βρέθηκα
μέσα στὸ σκοτάδι, ἔτρεξα κατόπι τους. Σφίχτηκα μὲ ὅλη μου τὴ δύναμη
καὶ πρόφτασα ἕνα ταμπούρι ποὺ πήγαινε σιωπηλὰ καὶ ἕνα ἄλλο ποὺ κατέβαινε
ἀπ᾿ τὸ πλάι κατὰ πάνω μου.
«Γύρισε πίσω γρήγορα!» Φώναξε ἕνας ἀξιωματικὸς ἀπὸ τὸ ἄλογο. Μὲ διέκρινε
πὼς ἤμουν ἀπὸ τοὺς ἀρρώστους. «Θὰ σὲ σκοτώσουν ἐδῶ πέρα! Πίσω!»
Εἶμαι ὁ Σελήμ, ὁ ἑκατόνταρχος τοῦ εἶπα. Πῶς νὰ γυρίσω πίσω! Ὅσο μποροῦσα
νὰ σηκώσω τὸ τουφέκι, νὰ σύρω τὸ σπαθί, τὸ πρόσταγμα ἦταν «ἐμπρός» καὶ
τώρα ποῦ πληγώθηκα προστάζεις νὰ γυρίσω πίσω; Ἢ θὰ μὲ πάρετε μαζί σας,
ἢ θὰ μὲ σκοτώσετε ἐδῶ πέρα! Πίσω κανεὶς δὲν ἔμεινε. Μὲ παραδίνετε στὰ
χέρια τῶν ἐχθρῶν μας; Καὶ στάθηκα μπρὸς τοῦ κι ἔπιασα τὸ χαλινάρι τοῦ
ἀλόγου του. Ἂν εἶσαι λάτρης τοῦ Μωάμεθ τοῦ Προφήτου μας τοῦ εἶπα, τράβα
καὶ κόψε τὸ κεφάλι μου. Εἰκοσιπέντε χρόνια στρατιώτης τοῦ Σουλτάνου
πὼς μ᾿ ἀπαρνιέστε καὶ μ᾿ ἀφήνετε νὰ πέσω ζωντανὸς στὰ χέρια τῶν ἐχθρῶν
μου;
Ἀκόμα δὲ πρόφτασα νὰ τελειώσω καὶ τ᾿ ἄλογο ποὺ αἰσθάνθηκε τὰ φτερνιστήρια
στὰ πλευρά του, τινάχτηκε πάνω μου καὶ μ᾿ ἔριξε ἀνάσκελα. Καμπόσους
στρατιῶτες ἄκουσα ποὺ πέρασαν πατώντας στὰ στήθια μου τὰ πληγωμένα.
Ὕστερα μὲ ἦρθε σὰν λιποθυμιά.
Ὅταν ἦρθα στὸν ἑαυτό μου ἦταν ξημερώματα. Δὲ μποροῦσα νὰ σαλέψω.
Ἀκούω βροντοῦν κανόνια. Τί γινόταν ἐκεῖ κάτου δὲν μποροῦσα νὰ καταλάβω.
Ὅμως καταλάβαινα πὼς ἡ Πλέβνα δὲν ἦταν πιὰ δική μας! Οἱ ὁμόθρησκοί μου
μὲ παράδωσαν κουρμπάνι(18) στὸν ἐχθρό μας. Τώρα ἔχει δίκιο ὁ καθένας
νὰ μὲ περιποιηθεῖ κατὰ τὰ ἔργα καὶ τοὺς λογαριασμούς μου. Ἂς ἔρθουν!
Ἂς μὲ κάνουν κομμάτια, νὰ μὲ φαν᾿ οἱ σκύλοι!.. Κι ἔτσι ἐξαντλημένος
καθὼς ἤμουν, σύρθηκα κι ἔπεσα κοντὰ στὸ βράχο τυλιγμένος στὸ μανδύα
μου.
Ὅταν συνῆλθα, βρέθηκα σ᾿ ἕνα φορητὸ νοσοκομεῖο. Ἔμαθα πὼς ἤμουν αἰχμάλωτος
τῶν Ρούσων κι ἐγὼ κι ὅλοι ὅσοι εἴμαστε στὴν Πλέβνα, σαράντα χιλιάδες
στρατιῶτες, μαζὶ μὲ τὸν Ὀσμᾶν-πασὰ καὶ τόσους ἄλλους πασάδες!
ΑΦΗΓΗΤΗΣ
Ὁ Σελὴμ προσπάθησε νὰ μὲ παραστήσει ποιὰ ἔκπληξη ἔνιωσε ὅταν εἶδε
τὴν φιλάνθρωπη εὐσπλαχνία, μὲ τὴν ὁποία ὁ Ρῶσος γιατρὸς καὶ οἱ βοηθοί
του, ἀδελφές του ἐλέους, γιάτρεψαν τὶς πληγὲς τοῦ μέσα σὲ λίγες μέρες,
ντύνοντας καὶ τρέφοντας τὸν καλύτερα ἀπ᾿ ὅτι τρέφοντας μέσα στὴν Πλέβνα
οἱ πασάδες. Τυφλωμένος ἀπ᾿ τὸ φανατισμὸ ἐναντίον τῶν Ρώσων, τοὺς φανταζόταν
σκληρούς, αἱμοβόρους, ἕτοιμους νὰ κατασπαράξουν τὶς σάρκες τοῦ ὠμές,
σὰν ἄγρια θηρία. Κι ὅμως ἦταν Ροῦσοι αὐτοὶ ποὺ ἔβλεπε μπροστά του! Κι
ἔβρισκε αὐτοὺς τώρα εὐγενικοὺς καὶ περιποιητικούς, νὰ προσπαθοῦν μὲ
κάθε τρόπο νὰ παρηγορήσουν τοὺς αἰχμαλώτους γιὰ τὴν τύχη τους, νὰ τοὺς
ἐνθαρρύνουν γιὰ τὸ μέλλον καὶ νὰ τοὺς διαβεβαιώνουν ὅτι ἂν καὶ εἶναι
αἰχμάλωτοι ἔχουν τὸ θαυμασμὸ τῶν Ρώσων καὶ ὁλόκληρού του κόσμου γιὰ
τὴν ἀνδρεία μὲ τὴν ὁποία πολέμησαν καὶ τὴ γενναιότητα. Ὁ Σελὴμ ἰδιαίτερα
γιὰ τὶς πολλὲς πληγὲς ποὺ δέχθηκε κατὰ καιρούς, ποὺ τὰ ἴχνη τοὺς στὸ
σῶμα τοῦ μελέτησε ὁ γιατρός, τοὺς φάνηκε ἰδιαίτερης σημασίας ἄνθρωπος.
Τοῦ ἔδωσαν νὰ καταλάβει, ὅτι ἐὰν ὁ Τσάρος εἶχε μόνο τέτοιους στρατιῶτες
ὅπως τὸν Σελήμ, θὰ ἦταν Σουλτάνος ὅλου τοῦ κόσμου. Αὐτὸ κολάκεψε πολὺ
τὴ φιλαυτία τοῦ στρατιώτη, ποὺ σπάνια ἄκουγε ἕνα ἀφερήμ(19) γιὰ τὰ κατορθώματα
ποὺ σὲ ἄλλα ἔθνη βραβεύονται παραδειγματικά. Μετὰ ἀπὸ λίγο καιρὸ ὁ Σελὴμ
στάλθηκε μαζὶ μὲ τοὺς ὑπόλοιπους αἰχμαλώτους στὴ Ρωσία.
Ἀπὸ πολιτικὴ ὀπισθοβουλία οἱ Ρῶσοι πρόσφεραν στοὺς Τούρκους αἰχμαλώτους
ἐκείνου τοῦ πολέμου ἀπίστευτες σχεδὸν περιποιήσεις. Δάκρυα ἀνέβαιναν
στὰ μάτια τοῦ Σελήμ, ὅταν διηγιόταν τὴν καλὴ καὶ συμπαθητικὴ ὑποδοχὴ
ποὺ εἶχαν ἀπ᾿ ὅπου κι ἂν πέρασαν. Οἱ Ρῶσοι χωρικοὶ χαιρετοῦσαν τοὺς
αἰχμαλώτους ἐχθροὺς φωνάζοντάς τους «Μπράτουσκα», δηλαδὴ ἀδελφούς!
Ὅπου κι ἂν σταματοῦσε ὁ σιδηρόδρομος, πρόσφεραν σ᾿ αὐτοὺς τσάι καὶ
ἄλλα θερμαντικὰ ποτά, κι ὅπου κι ἂν βγαίναν ἀπ᾿ τ᾿ ἁμάξια οἱ ντόπιοι
τους ἀγκάλιαζαν καὶ τοὺς φιλοῦσαν. Ὅλα αὐτὰ ἔφεραν στὴν καλὴ καὶ εὐαίσθητη
κατὰ βάθος καρδιὰ τοῦ Σελήμ, ἀληθινὴ ἐπανάσταση αἰσθημάτων. Αὐτοὶ εἶναι
ποῦ θέλουν νὰ ἐξολοθρεύσουν τοὺς Τούρκους ἀπὸ τὸ πρόσωπο τῆς γῆς; Αὐτοὶ
εἶναι λοιπὸν οἱ ἄσπονδοι ἐχθροί του Ἔθνους του; Πόσο λαθεμένη ἰδέα εἶχε
γιὰ τοὺς Ρώσους!..
Ὁ Σελὴμ καὶ οἱ αἰχμάλωτοί του ἀφέθηκαν ἐλεύθεροι καὶ ἀνενόχλητοι
νὰ κάνουν ὅλα τὰ θρησκευτικὰ τοὺς καθήκοντα σὲ οἰκήματα ποὺ κατασκευάσθηκαν
ἐπὶ τούτου γι᾿ αὐτό. Κάτι τέτοιο ὁ ἐχθρός του Ἰσλάμ, βέβαια δὲ θὰ τὸ
ἐπέτρεπε. Δὲν εἶναι λοιπὸν παράξενο ἂν ὁ Σελὴμ ἄλλαξε τώρα γνώμη, γιὰ
δυνατότητα συμβιώσεως Μωαμεθανῶν καὶ Ρώσων καὶ χαρακτήριζε ἀνόητους
ὅσους ἀγωνιζόταν ἐναντίον τῆς εἰσβολῆς τῶν Ρώσων στὴν Τουρκία, τὴν Εὐρωπαϊκή.
«Ἡ Ντουνιὰ τοῦ Θεοῦ εἶναι μεγάλη» ἔλεγε. «Ἂς ζήσουμε σὰν ἀδελφάκια
μὲ τοὺς Ῥούσους; Μπράτουσκα! Μπράτουσκα!»
Μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο λοιπὸν ἡ πολιτικὴ σύνεση τῶν Ρώσων ἤξερε νὰ γεφυρώνει
τὸ ἀτέλειωτο χάσμα, ποὺ τοῦ χώριζε αἰώνια ἀπὸ τοὺς Τούρκους. Ὅτι δὲν
κατορθώθηκε μὲ τὴ λεοντῆ πετυχαινόταν λαθραία μὲ τὴν ἀλωπεκῆ. Περίπου
ἑκατὸ χιλιάδες Τοῦρκοι στρατιῶτες ποὺ ἁρπάχθηκαν σ᾿ αἰχμαλωσία, κολακεύτηκαν
νὰ πιστεύουν, πὼς δὲν ἔγιναν αἰχμάλωτοι, ἀλλὰ ἁπλῶς ξένοι τῶν Ρώσων.
Ἑπομένως τοὺς χρωστοῦν στὸ μέλλον τὴν ἴδια διαγωγὴ καὶ πολιτική, ποὺ
ἡ θρησκεία τοῦ Μωάμεθ ὑπαγορεύει στοὺς πιστούς, σὲ ὅλους ὅσους γεύτηκαν
σὰν ξένοι κάτω ἀπὸ τὴ στέγη τοὺς «ψωμὶ καὶ ἁλάτι».
Γιὰ τὸ Σελήμ, στὴν ἄλλη ἄκρη τῆς γέφυρας ποὺ δένει ἐκεῖνο τὸ χάσμα
στάθηκε προληπτικὸς φανός, ἡ θερμὴ φλόγα τοῦ ἔρωτα, κάνοντας νεῦμα σ᾿
αὐτὸν ἀπὸ μακριὰ νὰ ἐπιταχύνει τὴν ἐπάνοδό του στὶς Ρωσικὲς ἀγκάλες.
ΣΕΛΗΜ
(Νοσταλγικά) Νὰ βλέπει κανεὶς τὴν ἐμορφιὰ
εἶναι χαίρι. Γνώρισα ἕνα γέρο ἀξιωματικὸ ἀπὸ ἐκείνους ποὺ ἦρθαν τὸ εἰκοσιένα
στὴν Ἀδριανούπολη. Θυμόταν λίγα τουρκικὰ καὶ μὲ προσκάλεσε στὸ σπίτι
του νὰ πιοῦμε τσάι. Εἶχε μία θυγατέρα χήρα, ποὺ τὸν κοίταζε, ἦταν καλὴ
σὰν ἄγγελος! Θεὸς νὰ τὴ χαρίσει στὸν πατέρα της!
Ἡ ἔμορφη Παυλόφσκα ἄκουε μόνον ὅσα τῆς ἐξηγοῦσε ὁ πατέρας της καὶ
κουνοῦσε τὸ κεφάλι καὶ τὸ δάχτυλο πὼς δὲν εἶναι καλοὶ οἱ Ροῦσοι γιατί
μεθοῦν καὶ παίζουν κουμάρι. Ὁ Σελὴμ ποὺ δὲ πίνει, ποὺ δὲν παίζει κουμάρι
- χαρασσό! Χαρασσό!(20) Καὶ τὸ ἔλεγε μὲ μία γλυκιὰ φωνή, μὲ κάτι βλέμματα,
τί νὰ σὲ πῶ! Ἦταν ὡραῖα ἡ Μελέικα, ἡ γυναίκα μου, ὡραία καὶ καλή, μὰ
τί νὰ σὲ πῶ; Στὰ σπίτια τὰ δικά μας οἱ γυναῖκες οἱ πιὸ καλὲς εἶναι σὰν
τὰ πρόβατα. Ἔζησα τόσα χρόνια μὲ τὴ Μελέικά μου καὶ εἴχαμε τρία παιδιά.
Πιστεύεις; Ποτὲ δὲν κοίταξε στὰ μάτια μου ὅπως ἡ Παυλόφσκα. Τὸ βλέμμα
τῆς Παυλόφσκα δὲν ταπεινώθηκε μπροστὰ στὸ δικό μου, σὰν δοῦλος ποὺ σκύβει
τὸ κεφάλι γιὰ νὰ τὸν προστάξει ὁ ἀφέντης του ἣ νὰ τὸ μαλώσει. Ὄχι. Τὸ
ἔνιωθα πὼς ἔμπαινε σὰν γλυκιὰ φωτιὰ μέσα στὴν καρδιά μου καὶ τὴ φώτιζε
καὶ τὴ ζέσταινε καὶ τὴν ξεμάργωνε καὶ τὴ φτέρωνε καὶ τὴν ἔκανε νὰ πετάξει
ἀπὸ χαρὰ καὶ εὐτυχία ὡς τὰ οὐράνια. Νὰ αἰσθάνεται πὼς εἶναι καλύτερα
νὰ πετοῦσε στὴν ἀγκαλιὰ τῆς Παυλόφσκας. Καὶ ἡ φωνή της, τὸ τραγούδι
της! Ἀλήθεια δὲν καταλάβαινα τὴ γλώσσα της, μὰ γι᾿ αὐτὸ ἴσα-ἴσα ἔνοιωθα
πὼς μιλοῦσε μὲς στὰ φυλλοκάρδια μου.
Μὰ ἡ Μελέικά μου, εἶχε τὸ δαχτυλίδι ποὺ τῆς ἔδωσε ἡ μητέρα μου. Δὲ
γινόταν νὰ τὴν ἀφήσω. Καὶ μάτωνε ἡ καρδιά μου. Ὅταν ἦρθε ὁ καιρὸς καὶ
τέλειωσε ὁ πόλεμος κι ἄρχισαν νὰ μᾶς γυρίζουν πίσω, τότε τὸ κατάλαβα
πὼς δὲν μποροῦσα νὰ πηγαίνω ἀπ᾿ ἐκεῖ χωρὶς ν᾿ ἀφήσω ἕνα κομμάτι τῆς
ψυχῆς μου στὴ Ρουσία!
Κι ὕστερα ἀπὸ τόση εὐτυχία στὴν αἰχμαλωσία μου, ὕστερα ἀπὸ τόση περιποίηση
ποὺ βρῆκα στὰ χέρια τῶν ἐχθρῶν μου, ἄκουσε τώρα πώς μας ὑποδέχθηκαν
οἱ δικοί μας! Ἡ Βασιλεία ποὺ τὴ δουλέψαμε μὲ τὴν ψυχὴ στὰ δόντια, ἄκουσε
πὼς περιποιήθηκε τοὺς πολεμιστές της!
ΑΦΗΓΗΤΗΣ
Ὡς τὰ κοντινὰ λιμάνια οἱ αἰχμάλωτοι μεταφέρονταν μὲ πολλὲς περιποιήσεις
καὶ μὲ τὸ σιδηρόδρομο. Ὁ κόσμος ἀπ᾿ ὅπου κι ἂν περνοῦσαν, τοὺς ἀποχαιρετοῦσε
καλώντας τοὺς πάντοτε μὲ τὸ γλυκὸ ὄνομα τοῦ ἀδελφοῦ καὶ ἐπωφελοῦνταν
τὴν τελευταία στιγμὴ γιὰ νὰ δείξουν τὴν ἀγάπη τοὺς σ᾿ αὐτοὺς ποὺ ἔφευγαν.
Κι ὅταν ἔφθασαν στὴν πρωτεύουσα τοῦ Κράτους τους, τότε λοιπόν, τότε
καταράστηκαν τὴ στιγμὴ ποὺ προσκλήθηκαν νὰ γυρίσουν στὴ γλυκιά τους
πατρίδα!
Ἡ Ἐπιστροφὴ τῶν αἰχμαλώτων γινόταν μέσα στὸ χειμώνα. Ἡ Κωνσταντινούπολη
ἦταν τότε ἀκόμη γεμάτη ἀπὸ τοὺς πρόσφυγες τῆς Βουλγαρίας ποὺ εἶχαν πλημμυρίσει
κάθε δημόσιο κτίριο καὶ πολλὰ ἰδιωτικὰ κονάκια. Κι αὐτὰ τὰ ὀθωμανικὰ
τζαμιὰ ἔγιναν κτήματα γυναικόπαιδων μέχρι τοὺς πυλῶνες τους. Ἀκόμη καὶ
μέσα στοὺς δρόμους ἔβλεπε κανεὶς κατασκηνωμένα τὰ ἄγρια ἐκεῖνα πλάσματα,
πιὸ ἄγρια ἀπ᾿ τὴν ἀπελπισία.
Τὰ ἀτμόπλοια τοὺς κατέβαζαν κατὰ σμήνη στὴ Γέφυρα τοῦ Γαλατὰ ἢ στὶς
ὄχθες τοῦ Βοσπόρου σὲ κακὴ κατάσταση ἀπ᾿ τὸ φοβερὸ ταξίδι, πεινασμένους
καὶ παγωμένους. Οἱ ἀξιωματικοὶ ποὺ τοὺς συνόδευαν μόλις ἀποβιβάζονταν,
ἔφευγαν γιὰ τὸ Σερασκεράτο (21) καὶ οἱ μαχητὲς τῆς Πλέβνας, περισσότεροι
τῶν σαράντα χιλιάδων, μαζὶ μὲ τόσους ἄλλους συναιχμαλώτους, ὕστερα ἀπὸ
τόση καλοζωία στὴ χώρα τοῦ ἐχθροῦ τους, βρέθηκαν ξαφνικὰ ἐκτεθειμένοι
στὸ θάνατο ἀπὸ τὴν πείνα καὶ τὸ κρύο, ἀπέναντι στοὺς μεγαλοπρεπεῖς βωμοὺς
καὶ τὶς ἑστίες, γιὰ τὰ ὁποῖα τόσες φορὲς κινδύνευσαν.
Ὅταν θυμόταν ὁ Σελήμ, πὼς ὕστερα ἀπὸ τόσους ἀγῶνες καὶ τόσα κατορθώματα
οἱ στρατιῶτες τοῦ Σουλτάνου καταδέχθηκαν νὰ παίρνουν ἐλεημοσύνη ὡς κι
ἀπὸ τοὺς Ἑβραίους, ἐνῷ οἱ ντελικάτοι ἀφέντηδες μὲ τὶς μεταξωτὲς ὀμπρέλες,
μὲ τὰ γάντια τους, περνοῦσαν κι ἔκαναν πὼς δὲν τοὺς ἔβλεπαν, ραγιζόταν
ἡ καρδιά του! Ὁ Θεὸς σήκωσε τὸ μερχαμέτ(22) τοῦ πάνω ἀπὸ τὸ Ἰσλάμ, ἔλεγε.
Μετὰ ἀπὸ λίγο ἡ ὑπομονὴ τῶν δυστυχισμένων ἐκείνων πλασμάτων ἐξαντλήθηκε,
ἡ αὐλὴ τοῦ Σερακεράτου πολιορκήθηκε καὶ χιλιάδες φωνὲς ζήτησαν τὸν ἀπὸ
τόσων ἐτῶν καθυστερούμενο μισθὸ στοὺς στρατιῶτες, μισθὸ αἵματος καὶ
ταλαιπωρίας, γιὰ νὰ μπορέσει νὰ ξαναγυρίσει ὁ καθένας στὸ σπίτι του.
Ἀλλὰ κατὰ τὴ γνώμη τοῦ Σελήμ, δὲν περίσσευε τίποτα ἀπὸ τὶς σπατάλες
τῶν μεγιστάνων, γιὰ νὰ πληρωθοῦν οἱ στρατιῶτες. Καὶ ἐπειδὴ αὐτοὶ ἀπελπισμένοι
νὰ σηκώνουν ταραχὲς στοὺς δρόμους, ἀναγκάσθηκαν τέλος νὰ τοὺς κλείσουν
μέσα στὶς αὐλὲς τῶν μεγάλων τζαμιῶν καὶ νὰ τοὺς δίνουν ἕνα ἐλεεινὸ ξεροκόμματο,
ξεγελώντας τους, πὼς γρήγορα θὰ πάρουν τὰ χρεωστούμενα. Ὁ τυφοειδὴς
πυρετὸς δεκάτιζε κι ὅλας ἀπὸ καιρὸ τὰ πλήθη τῶν προσφύγων καὶ οἱ δύστυχοι
στρατιῶτες, στριμωγμένοι στὶς ἴδιες αὐλὲς μὲ τοὺς ἀρρώστους, ἄρχισαν
νὰ πεθαίνουν κατὰ ἑκατοντάδες. Ἡ ἀστυνομία ποὺ φοβόταν τὴ δίκαιη ἀγανάκτηση
τῶν ἀνθρώπων αὐτῶν, τοὺς ἀφαίρεσε κάθε εἴδους ὅπλου ποὺ εἶχαν. Κι ἔτσι
λοιπόν, ἐνῷ ὁ Σελὴμ κατάκοιτος κάτω ἀπὸ ἕνα εἶδος σκηνῆς, μέσα στὴν
κρύα λάσπη, μὲ δυνατὸ πυρετὸ καὶ μὴ ἔχοντας κανένα νὰ τὸ βοηθήσει, ἀκούει
κάποιο νεαρὸ τῆς ἀστυνομίας νὰ ἀπαιτεῖ νὰ τοῦ παραδώσει τὸ ρωσικὸ σπαθάκι
ποὺ ἔτυχε νὰ κρατάει στὰ χέρια του. Τὸ σπαθάκι αὐτὸ μὲ χίλιες προφυλάξεις
κατάφερε ὁ Σελὴμ νὰ τὸ φέρει μέχρι τὴν Κωνσταντινούπολη. Ἦταν πολύτιμο
ἐνθύμιο τῆς ἀγαπητῆς του Παυλόφσκας.
«Φαντάζεσαι» μοῦ εἶπε, «τί ἐντύπωση μὲ ἔκανε ἡ αὐθάδεια τοῦ νεαροῦ».
Δὲν τοῦ ἔφτανε ὁ φοβερὸς παροξυσμός, ἡ φοβερὴ κατάσταση ποὺ βρισκόταν,
ἦρθε κι αὐτὸς νὰ τοῦ ματώσει τὴν καρδιά. Δὲν τοῦ παρέδωσε τὸ ὅπλο κι
ὅταν δοκίμασε νὰ τὸ πάρει μὲ τὴ βία, πετάχτηκε πάνω, τὸν ἕσφιξε ἀπὸ
τὸ καρύδι καὶ τὸν κύλησε μέσα στὴ λάσπη. «Σκύλε, τοῦ εἶπε ἀπὸ τοῦ Σελὴμ
τοῦ Γιούζμπαση(23) τὰ χέρια μήτε Μόσκοβος δὲν ἀξιώθηκε νὰ πάρει ἕνα
ὅπλο!»
Συνέπεια τῆς παράλογης αὐτῆς πράξης τοῦ δύστυχου Σελὴμ ἦταν ὅτι ἐκεῖνο
τὸ βράδυ τὸν συνέλαβαν βίαια, τὸν ἔδειραν ἀλύπητα καὶ τοῦ πῆραν ὄχι
μόνο τὸ σπαθάκι, ἀλλὰ καὶ τὰ σιρίτια τοῦ ἀξιώματός του ἀπὸ τὸ στρατιωτικὸ
μανδύα. «Τί τὰ σηκώνεις αὐτὰ μέσα στοὺς δρόμους καὶ ζητιανεύεις» τοῦ
εἶπαν αὐστηρά: «Γιὰ νὰ ντροπιάζεις τὸ ντοβλέτι; Στρατιώτης πιὰ δὲν εἶσαι.
Πολὺ λιγότερο ἀξιωματικός. Χάσου ἀπὸ δῶ πέρα!»
ΣΕΛΗΜ
Τώρα σὲ ρωτῶ, ποιὸς φταίει σ᾿ αὐτὸν τὸν κόσμο ὁ φονιὰς ἢ ὁ σκοτωμένος;
Γιατί μὲ ἦρθε μία φρικτὴ ἰδέα στὸ κεφάλι, ὅταν μ᾿ ἔλυσαν τὰ χέρια καὶ
δὲν θὰ ἦταν καθόλου δύσκολο νὰ τοὺς ματοκυλίσω ὅλους πάνω στὶς βελουδένιες
τὶς καρέκλες τους. Μὰ ἔζησα ὡς τότε δίκαια καὶ τίμια καὶ δὲν ἤθελα νὰ
λερωθεῖ τὸ ὄνομά μου. Ἔχεις γυναίκα καὶ παιδιὰ στὸν τόπο σου Σελήμ,
εἶπα στὸν ἑαυτό μου, ἂν δέ σου μένει τίποτε, σῶσε τοὺς κὰν τὴν καλή
τους ὑπόληψη. Καὶ μ᾿ ἔδωκε ὁ Θεὸς ὑπομονὴ κι ἔσυρα τὸ ἄρρωστο κουφάρι
μου ἀκόμη δυὸ τρεῖς μῆνες μέσα στοὺς δρόμους τῆς Πόλης, ὥσπου ἕλιωσαν
τὰ χιόνια κι ἄνοιξαν οἱ δρόμοι καὶ μπόρεσα νὰ σουρμαλισθῶ νὰ φτάσω ἀγάλι
- ἀγάλι στὸ σπίτι μου. (Ὁ Σελὴμ σταματάει γιὰ
λίγο. Χαμογελάει μὲ πονεμένο, γεμάτο πίκρα χαμόγελο.)
Στὸ σπίτι μου!.. Ἔτσι θαρροῦσα ὁ ταλαίπωρος πῶς ἔρχομαι τουλάχιστον
στὸ σπίτι μου! Ἔρχομαι στὰ παιδιά μου, στὴ γυναίκα μου, νὰ κοιταχτῶ,
νὰ γειάνω, ν᾿ ἀρχίσω πάλι τὴν ἐργατικὴ ζωή, ἀφοῦ δὲν ἦταν γραφτὸ νὰ
πεθάνω ὓστερ᾿ ἀπὸ τόσα βάσανα... Τὸ σπίτι μου! Ποῦ εἶναι τὸ σπιτάκι
μου, ποῦ εἶναι ἡ γυναίκα μου, τὰ παιδιά μου; Ὅταν ἐμεῖς προστατεύαμε
τὸ θρόνο τοῦ Σουλτάνου καὶ τὴν ὕπαρξη τῆς Βασιλείας, κείθε ἀπ᾿ τὰ Βαλκάνια,
οἱ ἀφέντηδες ποὺ ἔμειναν νὰ κυβερνοῦν τὸν τόπο, νὰ τὸν ὑπερασπίζονται,
ἑνώθηκαν μὲ τοὺς Τσερκέζους καὶ μὲ τοὺς Μουχατζήρηδες ποὺ ἔφευγαν ἀπὸ
τὴ Βουλγαρία καὶ πάτησαν χριστιανικὰ χωριὰ καὶ σπίτια καὶ χάλασαν τόση
ζωὴ κι ἅρπαξαν τόση περιουσία. Κάτι παλικαριὰ θαρροῦσαν πὼς κάνανε!
Ὅταν ὅμως ἔπεσε ἡ Πλέβνα καὶ χύθηκε ὁ Μόσκοβος δῶθε ἀπ᾿ τὰ Βαλκάνια,
τότε τὸ ἔνοιωσαν πὼς ἔρχεται ἡ κατάρα νὰ τοὺς φάει. Τὸ ἔνοιωσαν πὼς
θὰ τοὺς βγοῦν ξύδια ἀπὸ τὴ μύτη τους, τὰ κακουργήματα ποὺ εἶχαν κάνει
κι ἀφήκανε τὰ σπίτια τοὺς στ᾿ ἀνοιχτὰ καὶ γκρεμίστηκαν στὴν Πόλη γιὰ
νὰ γλυτώσουν τὴ ζωή τους. Ὁ πατέρας μου δὲ ζοῦσε τότε πιά, τὸν ἔφαγε
τὸ ρακί, ποὺ ἔπινε. Θεὸς σχωρέσ᾿ τὸν! Ἡ γυναίκα τοῦ εἶχε πουλήσει ἀπὸ
τὰ πρὶν ὅλα τὰ κτήματά μας, ἅμα ἔμεινε νοικοκυρὰ μονάχη, πῆρε τὸν παρὰ
καὶ πῆγε καὶ παντρεύτηκε στὴν Πόλη. Τὸ μερτικὸ ποὺ ἔπεφτε σὲ μένανε,
ἑξῆντα χιλιάδες γρόσια, τὰ ἒβαλ᾿ ὁ Μουφτὴς στὸ διάφορο νὰ μείνουν στὰ
παιδιά μου ἂν τύχει καὶ δὲν ἔρθω. Μὰ κοντὰ στὸ ξερὸ τὸ ξύλο καίγεται
καὶ τὸ χλωρὸ κι ἡ καημένη ἡ γυναίκα μου, βλέπεις τὴν ἄφηκα ἀβοήθητη
γιὰ νὰ βοηθήσω τὸ ντοβλέτι, σὰν ἔμαθε πὼς ἔρχεται ὁ Μόσκοβος, σμίχτηκε
κι ἐκείνη μὲ τὶς ἄλλες οἰκογένειες κι ἔφυγε στὴν Πόλη.
Τὸ τί συνέβηκε κατόπι τὸ συμπεραίνεις εὔκολα. Οἱ χριστιανοί, ὅσοι
ἦταν μέσα στὰ βουνὰ φευγάτοι, ὅταν ἔμαθαν πὼς ἔφυγαν οἱ Τοῦρκοι, γύρισαν
πίσω κι ἔδωκαν στὰ σπίτια μας φωτιὰ γιὰ τὴν ἐκδίκηση. Οἱ Τοῦρκοι ποὺ
φεύγανε μέσα στὸ χειμώνα, ἔμειναν οἱ μισοὶ πρὶν φτάσουν στὴν Πόλη κι
ὅταν πῆγαν ἐκεῖ πέρα, πολλοί-πολλοὶ δὲ περίσσεψαν γιὰ νὰ γυρίσουν πίσω.
Ἡ πείνα, τὸ κρύο καὶ ἡ λοιμική, μ᾿ ὀρφάνεψαν ἐκεῖ ἀπὸ τὰ παιδιὰ κι ἀπ᾿
τὴ γυναίκα μου!
(Σκουπίζει τὰ δάκρυά του. Συνεχίζει φωνάζοντας
δυνατά.)
Μπροστὰ στὸ θρόνο τοῦ Σουλτάνου, ποὺ τὸν προστάτεψα τόσες φορὲς μὲ
τὴ ζωή μου, ξεψύχησαν τρία παιδιὰ καὶ μία γυναίκα πρὶν ἔρθει τὸ ἐτζέλι(24)
τους κι αὐτὰ ἦταν δικά μου... Ἦταν τὸ μόνο ποὺ μοῦ ἔμενε σ᾿ αὐτὸν τὸν
κόσμο!
(Ὁ Σελήμ, δυστυχισμένος, γέρνει τὸ κεφάλι πάνω
στὸ στῆθος. Τὸ πρόσωπό του σκοτεινιάζει ἀπὸ τὸν πόνο. Ὕστερα ἀπὸ λίγο
μὲ μιὰ σύσπαση τῶν φρυδιῶν τινάζεται ἀπὸ τὴ θέση του).
Ἂς ἔρθει τώρα, ὅποιος πλάστηκε ἀπ᾿ τὸ Θεὸ μὲ καρδιὰ στὰ στήθια, ἂς
ἔρθει νὰ τὸν κατηγορήσει τὸ Σελὴμ γιὰ τὰ φρονήματά του! Σήκωσ᾿ ὁ Θεὸς
τὸ μερχαμέτι τοῦ ἀπ᾿ αὐτὸν τὸν τόπο, γιὰ τὶς κακίες τῶν ἀφεντάδων καὶ
τῶν ἀγάδων. Κι ἔκαμε τὴ χώρα μας κισμέτι τῆς Ρωσίας γιὰ τὴν καλοσύνη
καὶ τὴ φρονιμάδα της. Δὲν τὸ παρατηρεῖς τάχα καὶ ῾σὺ ὁ ἴδιος; Ποῦ εἶναι
ἡ Σιλίστρια; Ποῦ ἡ Ἐρζεγοβίνη; Ποῦ ἡ Σερβία; Ποῦ ἡ Βουλγαρία; Παντοῦ
νικήσαμε καὶ παντοῦ χάσαμε; Γι᾿ αὐτὸ δὲ θέλω πιὰ νὰ ξέρω τίποτε. Λίγα
χρόνια ποὺ μᾶς χάρισε ἀκόμη ὁ Θεός, εἶναι κισμέτι μου καὶ εἶναι δίκιο
νὰ τὰ ζήσω πιὰ ὅπως μου ἀρέσει. Πῶς μου ἀρέσει νὰ τὰ ζήσω! Αὐτὸ ἀπὸ
κανένα δὲν τὸ ἔκρυψα, νὰ σὺ τὸ βλέπεις. Μόνο τὰ αἴτια δὲ θέλουν νὰ τὰ
γνωρίσουν καὶ γι᾿ αὐτὸ μὲ παίρνουν γιὰ ἀνόητο κι ἴσως-ἴσως θὰ μὲ πάρουν
γιὰ κακὸ καὶ γιὰ λιποτάκτη, ὅταν ἀκούσουν ὅτι ὁ Σελὴμ ὁ ἑκατόνταρχος
πῆγε μὲ τὸ Μόσκωβ.
ΣΥΝΟΜΙΛΗΤΗΣ
Αὐτὸ δὲ θὰ τολμήσει νὰ τὸ πεῖ, σὲ βεβαιώνω. Τώρα ποὺ ἔμαθα ἐγὼ τὴν
ἱστορία σου κανεὶς δὲ θὰ τὸ πεῖ. Εἶσαι γενναῖος ἄνθρωπος Σελήμ-Ἀγά!
Καὶ εἶσαι πολὺ ἀδικημένος!
ΣΕΛΗΜ
(Σφίγγει τὰ χέρια τοῦ συνομιλητῆ τοῦ δυνατά).
Ὁ Θεὸς νὰ σὲ πολυχρονὰ χαρούμενο κι εὐτυχισμένο. Ἐλάφρυνε ἡ καρδιά
μου σήμερα. Ὁ Θεὸς νὰ σὲ τ᾿ ἀνταποδώσει. Δὲ γνώρισα ποτὲ τόσο μεγάλη
ἡδονὴ μέσα στὴ δυστυχία!.. Μόνο αὐτὸ θὰ σὲ παρακαλέσω, ποὺ σὲ τὸ παρακαλῶ.
Ἅμα διαβάσεις στὶς γαζέτες,(25) πὼς ἔρχονται οἱ Ροῦσοι πάλι, νὰ μὲ μηνύσεις
ὅσο ἔχει γρήγορα. Φτερὰ θὰ κάμω, σὲ βεβαιῶ, γιὰ νὰ ἑνωθῶ μαζί τους.
ΣΥΝΟΜΙΛΗΤΗΣ
Θὰ πάω αὐτὲς τὶς μέρες στὴν Πρωτεύουσα κι ἐλπίζω νὰ γυρίσω μετὰ ἕνα,
τὸ πολὺ δυὸ μῆνες. Τότε θὰ ἔρθω νὰ σὲ ῾δῶ ἐπίτηδες καὶ νὰ σὲ εἰπῶ τί
πρέπει νὰ περιμένουμε αὐτὸν τὸ χειμώνα. Τὸ βέβαιο εἶναι ὅτι τὰ πράγματα
κρυφοβράζουν στὴ Βουλγαρία. Ἡ Ρωσία δὲ θέλει τὸν ἡγεμόνα της καὶ πολὺ
πιθανὸ νὰ βρεῖ πάλι ἀφορμὴ νὰ περάσει ξανὰ τὸ Δούναβη!
ΣΕΛΗΜ
(Δυνατὰ ὑψώνοντας τὰ μάτια πρὸς τὸν οὐρανό.)
Ἀμήν! Νὰ δώσει ὁ Θεός! (Ὁ συνομιλητὴς ἀποχαιρετᾶ
ἐγκάρδια τὸ Μοσκὼβ-Σελὴμ καὶ φεύγει ἀπὸ τὴν Καϊνάρτζα σκεφτικός. Τὰ
φῶτα σβήνουν πάνω ἀπὸ τοὺς δυὸ συνομιλητές. Ὁ προβολέας φωτίζει μόνο
τὸν Ἀφηγητή, ποὺ σηκώνεται ἀργὰ ἀπὸ τὸ κάθισμα τοῦ γραφείου του καὶ
βηματίζει πάνω κάτω στὴ σκηνὴ σκεφτικός. Ὁ Σελὴμ φεύγει διακριτικὰ πίσω
ἀπ᾿ τὴν καλύβα. Ὁ Ἀφηγητὴς μονολογεῖ.)
ΑΦΗΓΗΤΗΣ
Περίεργο ψυχολογικὸ τραῦμα, σ᾿ αὐτὸν τὸν ἄνθρωπο ποὺ οἱ ταλαιπωρίες
του, ξεπερνοῦν κάθε γνωστὴ ἀφήγηση γιὰ τὴν ἀντοχὴ τῶν Τούρκων στρατιωτῶν.
Φύσει γενναῖος καὶ φιλόσοφος, ἀλλὰ σκληρὰ παραγνωρισμένος ἀπὸ τὸν πατέρα
του, ρίχθηκε στὸν πόλεμο, μόλις ἀνδρώθηκε, ξεχνώντας ὄχι μόνο τὴ θηλυπρεπῆ
του ἀγωγὴ στὸ χαρέμι, ἀλλὰ καὶ τὴν ἄτυχη ἐκείνη μητέρα ποὺ τόσο τρυφερὰ
τὸν ἀγάπησε, ὥστε δὲν μπόρεσε νὰ ζήσει μετὰ τὸν ξαφνικὸ ἀποχωρισμό του.
Παράξενη καὶ ἡ πλάνη τῶν γονέων ὡς πρὸς τὶς ἀντιλήψεις καὶ τὰ αἰσθήματα
τῶν παιδιῶν τους. Προσηλωμένοι μόνο στὴν ἐξωτερικὴ ὁμοιότητα ἔκριναν
καὶ οἱ δυὸ προληπτικά. Ὁ πατέρας μάλιστα ἔγινε αἰτία γιὰ τὴν καταστροφὴ
τοῦ σπιτιοῦ του. Γιὰ νὰ ποῦμε τὴν ἀλήθεια ὁ Σελὴμ συγκέντρωνε στὸν ἑαυτό
του ὅτι καλὸ καὶ ἀγαθὸ ὑπῆρχε μοιρασμένο στὴν ἰδιοσυγκρασία τῶν γονέων
του. Τὸ ἄφοβο καὶ ἀνδρικό του χαρακτήρα του, ἡ φιλοτιμία καὶ ἡ ὑπερηφάνειά
του, τί ἄλλο ἦταν παρὰ οἱ ἀρετὲς τοῦ πατέρα του; Ἄλλα ἐνῷ αὐτὲς τὶς
ἀρετὲς τὶς ἔφθειρε στὴ ψυχὴ τοῦ γέροντα ἡ σκαιότης τοῦ πνεύματος, τὸ
ἀπάνθρωπα σκληρό, τὸ ἀσύνετα αὐστηρό του ἦθος, ὁ Σελὴμ μὲ τὴ φυσικὴ
σύνεση, τὴν ὑπομονή, τὴν ἀγαθότητα τῆς καρδιᾶς, ἔγινε προσωπικότητα
ποὺ ἐπιβάλλει τὸ σεβασμὸ καὶ τὴν ἐκτίμηση.
Κωμικὴ ἰδιοτροπία τῆς φύσης μου φαινόταν ὅτι ὁ πολεμικὸς ὁ μεγαλόψυχος
Σελήμ, κληρονόμησε ἀπὸ τὴν ἤπια καὶ εἰρηνικὴ μητέρα τοῦ ὄχι μόνο τὴν
κάπως ἐξαίρετη ἀδυναμία τῆς καρδιᾶς, ἀλλὰ καὶ κάποια ἔκτακτη ζωηρότητα
φαντασίας ποὺ ἐξυπηρετοῦσε τὴν ἀδυναμία ἐκείνη. Ὁ Σελὴμ δημιούργησε
μέσα του ρωσικὸ βίο σὲ ἑλληνικὴ χώρα. Ἡ ζωηρή του φαντασία πιεσμένη
ἀπὸ τὴ Ρωσικὴ ἀδυναμία, συμπλήρωνε τὶς ἐλλείψεις ἐκείνου τοῦ βίου, μὲ
τέτοιο τρόπο ὥστε νὰ χάνεται ἀπὸ τὰ μάτια τοῦ τὸ κωμικὸ καὶ γελοῖο γιὰ
μᾶς τοὺς ἄλλους, ἀκριβῶς ὅπως ἡ ἀγαθὴ ἐκείνη χανούμισσα ἔπλαθε μὲ τὴ
φαντασία τῆς κορίτσι, ντύνοντας καὶ βάφοντας τὸν ἀνδρικότατο Σελὴμ σὰν
θυγατέρα.
Ἔτσι σ᾿ ὅλη τὴ διαδρομὴ ἔψαχνα νὰ βρῶ στὸ χαρακτήρα τὸ Σελὴμ ἕνα
πρὸς ἕνα τὰ ψυχολογικὰ τοῦ στοιχεῖα ποὺ προϋπῆρχαν ἤδη χωριστὰ στὶς
ἀντίθετες φύσεις τῶν γονιῶν του. Ὅτι ὁ ἐθνικὸς ἐγωισμός, ὁ φανατισμὸς
τῆς θρησκείας ὄχι μόνο ἐξαφανίστηκε ἀνεπιστρεπτὶ ἀπ᾿ τὴ συνείδηση τοῦ
γεννημένου ἀπὸ τέτοιους γονεῖς, ἀλλὰ καὶ ὅτι σὲ ἀντιλήψεις ἐκ διαμέτρου
ἀντίθετες εἶχε μεταπέσει, μοῦ φαινόταν αὐτονόητο. Ὕστερα ἀπὸ τόσες θυσίες
ποὺ πρόσφερε στὸν ἀρχηγὸ τοῦ Ἔθνους καὶ τῆς Θρησκείας κι ὕστερα ἀπὸ
τὰ φρικτὰ ψυχικὰ τραύματα ποου πῆρε ἀπὸ τοὺς δικούς του, ἀντὶ ἐκείνων
τῶν ὑπεράνθρωπων θυσιῶν, κάθε ἠθικὴ ὑποχρέωση πρὸς αὐτοὺς τοὺς φίλους
του, μοῦ φαινόταν γιὰ πάντα ἐξοφλημένη. Μιὰ μετὰ τὴν ἄλλη ξέπεσαν, τὸ
Μαυροβούνιο, ἡ Σερβία, ἡ Ρουμανία, ἡ Βουλγαρία, ἡ Βοσνία καὶ ἡ Ἐρζεγοβίνη.
Πανταχοῦ σχεδὸν οἱ ἀγαθοὶ Τοῦρκοι πολέμησαν καὶ νίκησαν καὶ ὑπόταξαν
καὶ κατάκτησαν ξανὰ τὶς χῶρες αὐτὲς καὶ ὅμως πάντοτε εἶδαν τοὺς ἑαυτοὺς
τοὺς διωγμένους ἀπ᾿ τὶς ἴδιες τους τὶς κατακτήσεις ἀπὸ τὴν ἐπέμβαση
τῆς Εὐρώπης καὶ μάλιστα τῆς Ρωσίας.
Τί τὸ παράξενο λοιπόν, ἂν ἄνθρωπος ὅπως ὁ Μοσκώβ-Σελήμ, αἰσθάνεται
νὰ ἔφτασε πιὰ ἡ μοιραία ἐκείνη ὥρα, ποῦ ὁ Χαλίφης χρωστᾶ νὰ μεταφέρει
τὸ θρόνο του στὴ Δαμασκὸ ἢ στὴ Βαγδάτη;
Ὅταν τὸν περασμένο Σεπτέμβριο γύρισα ἀπ᾿ τὴν πρωτεύουσα στὴν ὑποδιοίκηση
Β εἶχε γίνει πιὰ ἀπὸ τοὺς Βούλγαρους τὸ πραξικόπημα τῆς ἐκθρόνισης τοῦ
Βάττεμπερκ. Ὁρισμένοι μόλις ἔφτασαν στὸ κατάλυμά μου μαζεύτηκαν γιὰ
ν᾿ ἀκούσουν σχετικὲς εἰδήσεις ἀπὸ εὐρωπαϊκὲς ἐφημερίδες, ποὺ ὑπέθεταν
πὼς θὰ εἶχα διαβάσει, ἀφοῦ στὸν ἐγχώριο τύπο δὲν ἐπιτρεπόταν ἡ δημοσίευση
τέτοιων. Ἀνάμεσα σ᾿ αὐτοὺς ποὺ ἦρθαν ἦταν καὶ ὁ δημαρχιακὸς γιατρός,
ἀδύνατος νέος, διδάκτορας τοῦ Ἐθνικοῦ πανεπιστημίου, ἀχόρταγος κυνηγὸς
τοῦ καινούργιου καὶ θερμὸς πολιτειολόγος. Ὅταν τοῦ μίλησα γιὰ τὴν ἱστορία
τοῦ Σελήμ, πρὶν νὰ φύγω γιὰ τὴν πρωτεύουσα, φώναξε μὲ τὴν αὐθόρμητη
ζωηρότητά του.
«Εἶναι ὅλοι τους χωρὶς ἠθικό, φίλε μου, ὅλοι τους. Ὁ συγχρωτισμὸς
μὲ τοὺς ξένους, τοὺς ἀφαίρεσε πιὰ τὸ φανατισμό. Στὸ πρῶτο, αὐριανὸ χτύπημα
θὰ κάνουν ὅλοι ὅπως καὶ ὁ Σελήμ. Κανεὶς δὲ θὰ πειθαρχήσει στὸ Σουλτάνο,
ὅλοι θὰ αὐτομολήσουν στοὺς ἀντίθετους.»
Τὸν ξαναεῖδα τώρα, ὕστερα ἀπὸ τὰ γεγονότα τῆς Βουλγαρίας. Τοῦ πρότεινα
νὰ τοῦ προσφέρω ἕνα καφέ, πλάι στ᾿ ἀθάνατα νερὰ τῆς ντόπιας Κασταλίας.
Νὰ ἐπισκευθοῦμε τὸ Μοσκώβ-Σελήμ, τὸν παράξενο Τοῦρκο ποὺ ζεῖ μόνος του
ἐκεῖ καὶ περιμένει μὲ μανία τὴν ἐπιστροφὴ τῶν Ρώσων... Οἱ Τοῦρκοι τὸν
περιπαίζουν... Εἰκοσιπέντε χρόνια στοὺς πολέμους λένε, τὸ μυαλὸ τοῦ
σάλεψε...
Ὁ γιατρὸς τότε, μοῦ εἶπε μὲ οἶκτο πὼς τὸ Σελὴμ τὸν πῆραν κάποιοι
ἀνόητοι στὸ λαιμό τους. Τὸ βεβαίωσαν πὼς ἦρθαν οἱ Ρῶσοι μόλις ἀκούστηκε
τὸ Πραξικόπημα τῶν Βουλγάρων. Πῶς τὸ βρῆκε ἡμίπληκτο ἀπ᾿ τὴ χαρὰ τοῦ
ὅταν ἡ Δημαρχία τὸν ἔστειλε γιὰ νὰ τὸ δεῖ.
Τὴν ἄλλη μέρα μὲ σφιγμένη καρδιὰ ἐπισκευθήκαμε τὸ δύστυχο Σελήμ.
(Τὰ φῶτα χαμηλώνουν γιὰ λίγο καὶ δυναμώνουν γιὰ
νὰ ξαναφωτίσουν τὴν καλύβα τοῦ Μοσκώβ-Σελήμ. Ὁ Σελὴμ εἶναι ξαπλωμένος
μπροστὰ στὴν καλύβα πάνω σὲ μιὰ παλιὰ ψάθα. Ἀγνώριστος, χλωμός, μὲ ἄγριο
καὶ σκυθρωπὸ πρόσωπο παραμορφωμένο ἀπ᾿ τὴν ἡμιπληγία. Τὸ χέρι καὶ τὸ
δεξὶ πόδι μένουν ἀκίνητα.
Ἀκούγεται φλογέρα ἀπὸ μακριὰ καὶ κελαηδίσματα
πουλιῶν...
Πλησιάζουν κοντὰ τοῦ ὁ γιατρὸς καὶ ὁ συνομιλητὴς
τοῦ Σελήμ. Ὁ Σελὴμ στὸ ἀντίκρυσμα τοῦ συνομιλητῆ του προσπαθεῖ νὰ χαμογελάσει.
Ὁ συνομιλητὴς βουρκώνει ἐνῷ ὁ Σελὴμ ἀρχίζει νὰ κλαίει μόλις τὸ παρατηρεῖ.)
ΣΥΝΟΜΙΛΗΤΗΣ
(Σκύβοντας ἐπάνω του) Τί ἔχεις φίλε
μου; Περαστικὰ νὰ τὰ κάμει ὁ Θεός!
ΣΕΛΗΜ
(Μὲ ἀδύνατη φωνή, ἀναστενάζοντας.) Δόξα
τῷ θεῷ. Μὲ βλέπεις τί ἔχω!
ΣΥΝΟΜΙΛΗΤΗΣ
Δὲν εἶναι τίποτα. Ὁ δόκτορας ἀφέντης μὲ βεβαιώνει πὼς τὸ κακὸ πέρασε
πιὰ καὶ θὰ γίνεις καλὰ σὲ λίγο. Πῶς σὲ βρῆκε τέτοια συμφορά; Πῶς ἔβλαψες
τὸν ἑαυτό σου; Τόση χαρὰ ἔτσι στὰ χαμένα γίνεται; Ὁ γιατρὸς μὲ λέγει
πὼς τὸ ἔπαθες ἀπ᾿ τὴ χαρά σου!
ΣΕΛΗΜ
(Κλαψουρίζοντας) Μὴν τὸ λὲς αὐτό. Μακάρι
νὰ ἦταν χαρά!.. Ἐμένα μ᾿ ἔγραψε ὁ θεὸς νὰ πεθάνω ἀπ᾿ τὴ λύπη μου! Ἀλήθεια
κι ἐγὼ νόμιζα πὼς θὰ χαρῶ... Μὰ δὲ γίνεται.
(Ὁ Σελὴμ συνεχίζει μὲ ἀδύνατη φωνὴ καὶ μελαγχολικὸ
βλέμμα κοιτώντας τὸ συνομιλητή του.) Ὁ πατέρας μου καὶ ἡ μητέρα
μου ἦταν Ἰσλάμ... Ἐγὼ καὶ ὅλοι οἱ Ὀσμανλῆδες κτῆμα τοῦ Σουλτάνου...
Τὸ αἷμα καμμιὰ φορὰ νερὸ γίνεται; Πῶς ν᾿ ἀρνηθῶ τὸ αἷμα μου; Νὰ προδώσω
τὸν ἀφέντη μου; Νὰ πάγω μὲ τοὺς Ρούσους;.. Αὐτὴ ἡ φοβερὴ ἰδέα μὲ βασάνιζε
μία νύχτα, ὅλη νύχτα... Ὅλη τὴ νύχτα πάλευε ὁ νοῦς μου μὲ τὴν καρδιά
μου... Ἀπάνω στὰ ξημερώματα... ἀπὸ τὴ λύπη μου, ἀπὸ τὴ συλλογή μου,
μ᾿ ἀποφάνηκε... (Ὁ συνομιλητὴς καὶ γιατρὸς κοιτάζονται
ἔκπληκτοι γιὰ λίγο στὰ μάτια.)
ΣΥΝΟΜΙΛΗΤΗΣ
Τί ἀνάγκη λοιπὸν εὐλογημένε νὰ συλλογιέσαι τόσο! Δὲ κοίταζες τὴν
δουλειά σου;
ΣΕΛΗΜ
Οἱ Ροῦσσοι ἦρθαν πάλι στὴ Βουλγαρία! Δὲν τὸ ἔμαθες ἀκόμη;
ΣΥΝΟΜΙΛΗΤΗΣ
(Ὑψώνοντας τὴ φωνή του) Τοὺς ψεῦτες,
τοὺς κακούργους! Λίγο ἔλειψε νὰ καταστρέψουν τὴ ζωὴ ἑνὸς ἀνθρώπου. Δὲν
σὲ ὑποσχέθηκα ἐγὼ νὰ σὲ φέρω τὶς μόνες ἀληθινὲς εἰδήσεις; Μάθε λοιπὸν
ἀπὸ μένα φίλε μου, ὅτι οὔτε ἦρθε οὔτε θὰ ξανάρθει ὁ Ρῶσος στὴ χώρα τοῦ
Σουλτάνου.
ΣΕΛΗΜ
(Ἔξαλλος καὶ μὲ πόνο). Ἂν ἀγαπᾶς τὸ
θεό σου! Ἀλήθεια δὲν ᾔρθανε; Ἔλα νὰ σὲ φιλήσω!
(Τὰ μάτια τοῦ ἀστράφτουν ἀπαίσια). Ἂν ἀγαπᾶς τὸ θεό σου! Δὲν
θὰ ἔρθουν πιά;
(Ὁ γιατρὸς μπαίνει ξαφνικὰ ἀνάμεσά τους, σπρώχνει
ἀπότομα τὸ συγγραφέα-συνομιλητὴ ἀπὸ τὸν ἄρρωστο καὶ ἀπευθύνεται σ᾿ αὐτὸν
σοβαρά)
ΓΙΑΤΡΟΣ
Φίλε μου ἔχεις ἀνάγκη ἀπὸ ἡσυχία. Ἄφησε τοὺς Ρώσους νὰ κουρεύονται
καὶ κοίταξε τὴν ὑγεία σου!
(Ὁ Σελὴμ ψελλίζει μερικὲς ἀσυνάρτητες λέξεις.
Μόλις ποὺ ξεχωρίζεις ἕνα ἐπιφώνημα.)
ΣΕΛΗΜ
Ἀλλάχ! Ἀλλάχ!
(Ὁ γιατρὸς σκύβει τὸν ἀγγίζει καὶ σηκώνεται μὲ χλωμὸ πρόσωπο καὶ
τρομαγμένα μάτια.)
ΓΙΑΤΡΟΣ
Πάει! τὸ σκότωσε ἡ χαρά του! Τὰ βάσανά του τέλειωσαν. Ἔμεινε Τοῦρκος!
ΑΥΛΑΙΑ
ΜΟΣΚΩΒ-ΣΕΛΗΜ
ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
Ἡ Ἑλένη Δημητριάδου - Ἐφραιμίδη γεννήθηκε καὶ ζεῖ στὴν Ξάνθη. Ἔχει
δημοσιεύσει τὶς ποιητικὲς συλλογὲς «Ἐγένετο» 1987, «Ἐγὼ καὶ ὁ Φαῖδρος»
1990. Ποιήματά της ἔχουν δημοσιευτεῖ σὲ λογοτεχνικὰ περιοδικὰ καὶ ἀνθολογίες.
Παράλληλα ἀσχολεῖται μὲ τὰ πολιτιστικὰ τοῦ τόπου της.
(Σύντομο Βιογραφικό)
«... Κεῖνα τὰ χρόνια στὴ Θρᾴκη, Ἕλληνες Βούλγαροι Τοῦρκοι ζοῦσαν
μαζί, πλάι-πλάι. Ἀκόμα καὶ οἱ Ρῶσοι. Ὁ Βιζυηνὸς δὲν ἐξετάζει τὴν ἐθνικὴ
καὶ φυλετική τους προέλευση. Οὔτε καὶ νοιάζεται γιὰ τὴ θρησκεία τους.
Ὅλοι τους εἶναι ἄνθρωποι κι ἔχουν τὰ ἴδια δικαιώματα στὴν καρδιά του.
Θαυμάσια, θὰ μποροῦσε τὰ διηγήματα αὐτὰ ν᾿ ἀνήκουν στὴν Τουρκική, τὴ
Βουλγαρικὴ καὶ τὴ Ρωσικὴ λογοτεχνία. Τὸν ἄνθρωπο ξεχώρισε ὁ Βιζυηνὸς
στὸ πρόσωπο τοῦ Μοσκώβ-Σελὴμ κι ὄχι τὸν Τοῦρκο. Τὸ ἴδιο κάνει κι ὁ Τοῦρκος
Μοσκώβ-Σελήμ, ὅταν μένει κατάπληκτος ἀπὸ τὴν ἀνθρωπιὰ τῶν Ρώσων. Χαίρεται
τὴν ἀνθρωπιὰ τοὺς τὴν ὡραία συμπεριφορὰ τοὺς πρὸς τοὺς ἀντίπαλους αἰχμαλώτους
του πολέμου καὶ ἡμερεύει, ἀλαφρώνει, λευτερώνεται ἀπὸ τὸ θρησκευτικὸ
καὶ ἐθνικιστικὸ φανατισμό».
Μ.Μ.Παπαϊωάννου
«...Ὕστερα ἄκουσα ὅτι ὁ καλύτερος Βιζυηνός-διηγηματογράφος βρίσκεται
στὸ διήγημα Μοσκώβ-Σελὴμ μόνο καὶ μόνο γιατί θίγεται ἐδῶ τὸ θέμα τῆς
εἰρηνικῆς συνύπαρξης τῶν λαῶν».
Κυριακὴ Μαμώνη
«Ὁ Μοσκώβ-Σελὴμ μᾶς μεταφέρει σὲ κόσμους ἐντονότερα καὶ πολὺ συνταρακτικότερα
ψυχολογικούς. Τὸ δράμα πλέκεται μέσα στὴ ψυχὴ τοῦ ἥρωα, συνταιριασμένα
μὲ τὰ ἐθνικά μας μίση, δεξιά, πρωτότυπα. Κριτικὸς ἀπὸ τοὺς νεότερους
καὶ προσεχτικότερος ἀνάμεσά μας, ὁ Ἄριστος Καμπάνης ἀποκαλεῖ τὸ διήγημα
τοῦτο «ἀριστούργημα».
Κωστὴς Παλαμᾶς
ΜΟΣΚΩΒ-ΣΕΛΗΜ
ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΑ
(1) πηγὴ ποὺ κοχλάζει σὰν λέβητας
(2) ἀδελφὲ
(3) Ρῶσος
(4) βαμμένα μὲ κηνὰ -κόκκινα
(5) στρογγυλὸ ψηλὸ
(6) γιλέκα
(7) παραδοσιακὸ μαῦρο φαρδὺ πανταλόνι ποὺ στενεύει στὶς ἄκρες
(8) περιτυλίγματα κνημίδων
(9) ἀξιωματικὸς
(10) πεῖσμα
(11) σημαιοφόρος
(12) ἀποχαιρετιστήριο γλέντι
(13) βεβαίωση στὸ στρατὸ
(14) σπιτικὸ
(15) παιδεύεις
(16) στρατιῶτες τοῦ ἱππικοῦ
(17) πολιτεία
(18) σφάγιο γιὰ θυσία
(19) μπράβο
(20) χαρά, εὐλογία
(21) στρατόπεδο
(22) εὐλογία
(23) ἀρχηγός, ἐπικεφαλῆς ἑκατὸ ἀτόμων
(24) μοίρα, ὥρα
(25) ἐφημερίδες
|