Γεώργιος Βιζυηνός - Διατί ἡ μηλιὰ δὲν ἔγινε μηλέα

Προέλευση κειμένου: http://www.sarantakos.com/keimenamazi.html
Ἐλήφθη ἐκ τῆς ἐκδόσεως «Τὰ διηγήματα» ΕΣΤΙΑ


Ἀγαθῇ τύχῃ, ἀνεκινήθη ἐσχάτως τὸ περὶ νεοελληνικῆς γλώσσης ζήτημα, τὸ οὐσιωδέστερον, κατ᾿ ἐμέ, τῶν ὅσα ἔπρεπε νὰ ἐπασχολοῦν τὸ ἡμέτερον ἔθνος, οὐσιωδέστερον ἴσως καὶ αὐτοῦ ἀκόμη τοῦ ἀνατολικοῦ ζητήματος. Πλήν, ἀναγνῶσται καὶ ἀναγνώστριαι, ὅσοι ὑπολείπεσθε ἀκόμη τῆς Μεγάλης ἡμῶν Ἰδέας θιασῶται, μὴ ἐκπλαγεῖτε διὰ τὴν ἄμεσον ταύτην συσχέτισιν τοῦ ζωτικοτέρου τῶν ζητημάτων μὲ τὴν γραμματικὴν τῶν σχολαστικῶν τῆς Ἑλλάδος. Τὸ γνωρίζω: Οἱ καλόγηροι φρονοῦν ὅτι θὰ ὑπάγομεν ὅλοι εἰς τὸν διάβολον, ὅσοι δὲν ἀποκληροῦμεν τοὺς υἱοὺς καὶ τὰς θυγατέρας ἡμῶν, διὰ ν᾿ ἀφιερώσομεν τὰ κτήματά μας εἰς τὰ μοναστήρια, πρὸς ψυχικὴν σωτηρίαν. Οἱ συγγραφεῖς πρεσβεύουν, ὡς ἄρθρον πίστεως ἰδίας, ὅτι πρόοδος ἐθνικὴ δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ γίνει, ἐνόσῳ ἕκαστος τῶν Ἑλλήνων δὲν σπεύδει νὰ ἐγγραφεῖ συνδρομητὴς εἰς τὰ βιβλία των, προπληρώνων, ἐννοεῖται, τὴν συνδρομήν του. Καὶ ἐγὼ λοιπὸν ἠμπορῶ νὰ φανῶ ὑποθέτων ὅτι ἡ Ἑλλὰς δὲν θὰ λύσῃ τὸ ἀνατολικὸν ζήτημα ὑπὲρ ἑαυτῆς, εἰμὴ διὰ τῶν ἀπολύτων γενικῶν καὶ τῶν ἀπαρεμφάτων. Καὶ ἔρχομαι ἑπομένως ἐνταῦθα νὰ παραστήσω τὸ σύνθημα τοῦ μέλλοντος μεγαλείου της πατρίδος ὡς συνιστάμενον εἰς οὐδὲν ἄλλο, εἰ μὴ εἰς λέξεις, λέξεις, λέξεις! «Ὄχι! Ὁ λόγος, διὰ τὸν ὁποῖον συνδέω τὸ γλωσσικὸν τῆς Ἑλλάδος ζήτημα μὲ τὸ ἄλλο, τὸ ἀποβλέπον τοῦτ᾿ αὐτὸ τὴν ὕπαρξίν της, εἶναι… Ἀλλὰ καλύτερα νὰ τὸν μαντεύσητε μόνοι σας ἐν τῷ μεταξὺ ἀναγινώσκοντες. Τὸ ἀνάγνωσμα ὅμως, ὅπερ σᾶς προσφέρω, δὲν εἶναι παρὰ μία ἱστορία. Μία ἱστορία τόσον ἁπλὴ καὶ συνήθης, ὥστε ἀπορῶ πὼς δὲν τὴν ἔχει καμμία ἐκ τῶν μεγάλων ἐπιφυλλίδων, κανένα ἀπὸ τὰ ὀγκώδη βιβλία, ὅσα ἐγράφησαν ἐσχάτως περὶ τοῦ ὁποία πρέπει νὰ εἶναι ἡ γλῶσσα τῶν σημερινῶν Ἑλλήνων! Ἰδοὺ ἡ ἱστορία.

Ὅταν ἤμουν μαθητὴς τοῦ ἀλληλοδιδακτικοῦ σχολείου τῆς πατρίδος μου, εἶχον ἰδιαιτέραν ἀδυναμίαν εἰς τὴν μηλιά. Δὲν ἐννοῶ τὴν Μηλιὰ τὴν θυγατέρα τοῦ γείτονός μου, ἀλλὰ τὴν γλυκομηλιά, τὸ δένδρον, τὸ ὁποῖον ἐστόλιζε τὸν κῆπο μας. Ἦτο πολὺ περίεργον δένδρον αὐτὴ ἡ μηλιά: Ἔκαμνεν ἄνθη καὶ καρπούς, ὅπως πᾶσα ἐξαδέλφη της, κατὰ τὸ θέρος καὶ πάλιν ἄνθη καὶ καρποὺς κατὰ τὸ φθινόπωρον. Ἐπειδὴ δὲ ἦτο ἡ πρώτη μηλιά, τὴν ὁποίαν ἐγνώρισα εἰς τὴν ζωήν μου, καὶ ἡ μόνη, ἥτις μὲ ἤρεσκε πλέον τῶν ἄλλων, ἔμαθον νὰ ὀνομάζω καὶ ὅλα τὰ δένδρα μηλιές, ὅσα εἶχον τὰ αὐτὰ χαρακτηριστικὰ καὶ ἔκαμνον μῆλα ὅπως τὰ τῆς ἰδικῆς μας, ἂν καὶ δὲν ἐκαρποφόρουν ἐκεῖναι, ὅπως αὐτή, δύο φορὰς τὸ ἔτος. Ἐν τούτοις, μὲ ὅλην τὴν μεταξὺ ἐμοῦ καὶ τῆς μηλιᾶς παλαιὰν φιλίαν καὶ συμπάθειαν, δὲν ἠμπορῶ νὰ εἴπω ὅτι ἐγνώριζε καλὰ-καλὰ ὁ εἷς τὸν ἄλλον. Δὲν ἠξεύρω ἂν καὶ ἡ μηλιὰ προσεπάθησε ποτὲ νὰ ἐννοήσῃ τί πρᾶγμα ἤμην ἐγώ, ὅστις ἔπαιζον τόσον συχνὰ ὑπὸ τὴν σκιάν της ἢ ἐκαθήμην ἱππαστὶ ἐπὶ τῶν κλάδων της. Ἐνθυμοῦμαι ὅμως πολὺ καλὰ ὅτι ἐγώ, πρὸ πάντων κατὰ τὸν καιρὸν τῆς ἀνθήσεώς της, ἐσυνήθιζον νὰ ἵσταμαι ἔν τινι ἀπ᾿ αὐτῆς ἀποστάσει, μὲ τὰς χεῖρας ἐστηριγμένας ἐπὶ τῶν λαγόνων, τοὺς ὀφθαλμοὺς ἀτενεῖς πρὸς τὸν θαυμάσιον, τὸν ἐρυρθρόλευκον αὐτῆς στολισμόν, ἀπορῶν κατ᾿ ἐμαυτὸν ἐπὶ πολλὴν ὥραν τί πρᾶγμα νὰ εἶναι ἄραγε αὐτὸ τὸ δένδρον! Τί πρᾶγμα νὰ εἶναι. Ἀλλ᾿ ὅσῳ καὶ ἂν ἠπόρουν, ὅσο καὶ ἂν ἠρώτων τοὺς περὶ ἐμέ, ἡ ἀπόκρισις ἦτο πάντοτε ἡ αὐτή, ὅτι δηλαδὴ τὸ δένδρον ἐκεῖνο ἦτο μηλιά. Καλά! Ἀλλὰ ἡ μηλιὰ τί πρᾶγμα εἶναι;...

Ὅταν ἔφερον εἰς τὸ χωρίον μας νέον διδάσκαλον ἤλπισα ἐνδομύχως ὅτι θὰ ἐμάνθανον πλέον τί πρᾶγμα εἶναι ἡ μηλιά, διότι πρὶν φτάσῃ ὁ φραγκοφορεμένος ἐκεῖνος κύριος εἰς τὸ χωρίον μας διεδόθη μεταξὺ τῶν παιδίων ὅτι ἦτο πολὺ καλύτερος ἀπὸ τὸν παλαιὸν καὶ τὰ ἤξευρε ὅλα περιγραμμάτου. Ἡ φήμη δὲν διεψεύσθη. Διότι, μόλις ἐλθὼν ὁ καχεκτικὸς ἐκεῖνος νεανίσκος, ἀνέγνωσε τὰ ὀνόματά μας ἐκ τοῦ καταλόγου καὶ ἀμέσως εὖρεν ὅτι ἦσαν ὅλα ἐσφαλμένα καὶ ὅτι ὁ πρώην ἡμῶν διδάσκαλος ἦτο χαϊβάνι. Καὶ ἐπῆρε λοιπὸν τὸ κονδύλι καὶ ἤρχισε νὰ μᾶς διορθώνῃ τὰ ὀνόματά μας.

- Πῶς σὲ λέγουν ἐσένα;

- Θεόδωρο Μπεράτογλου.

- Ὄχι, βρὲ χαϊβάνι! Θουκυδίδη σὲ λέγουν. Θουκυδίδη Μπεράτογλου. Ἐσένα, πῶς σὲ λέν;

- Δημήτρη Ντεμιρτζόγλου.

- Ὄχι, βρὲ χαϊβάνι! Δημοσθένη Ντεμιρτζόγλου.

Καὶ οὕτω καθ᾿ ἑξῆς ἐν μιᾷ ἡμέρᾳ μετέβαλεν, ὁ ἀθεόφοβος, ὅλα τὰ βαπτιστικά μας ὀνόματα, ἀρσενικὰ καὶ θηλυκά, τοιουτοτρόπως ὥστε, ἂν συνέβαινε νὰ ἔλθῃ κατ᾿ ἐκείνη τὴν ἐποχὴν εἰς τὸ χωρίον μας ξένος τις ἐκ τῶν ἀγαθῶν φιλελλήνων, θὰ ἐπίστευεν ἀναμφιβόλως ὅτι ἀνεκάλυψεν αἴφνης τὴν ἀρχαίαν Ἑλλάδα ὁλοζώντανον, μὲ ὅλους αὐτῆς τοὺς θεούς, τὰς θεάς, τοὺς ἡμιθέους καὶ τοὺς ἥρωας, τοὺς ποιητὰς καὶ τοὺς σοφούς της φοιτώντας εἰς τὸ ἀλληλοδιδακτικὸν σχολεῖον, γυμνοὺς μὲν τοὺς πόδας καὶ ἀσκεπεῖς τὴν κεφαλήν, ὅπως ἄλλοτε, ἀλλὰ βρακοφοροῦντας καὶ γελεκοφοροῦντας καὶ ἀντεροφοροῦντας!

Ὅπως δήποτε, ὅταν ὁ ἀσυνείδητος ἐκεῖνος ἄνθρωπος, ἔπεισε τὸν κόσμον ὅτι ἐγὼ δὲν εἶμαι τοῦ Γεωργῆ τοῦ χωρίου μου, ἀλλὰ ὁ Γοργίας, τὸ πρᾶγμα δὲν μοῦ ἤγγισε τόσον δὰ τὴν καρδία μου· τὸ ἐπῆρα δι᾿ ἀστεῖον. Ἄλλωστε ἐγὼ δὲν ὠνόμαζον ποτὲ τὸν ἑαυτόν μου καὶ ἡ μεταβολὴ ἀπέβλεπε τοὺς ὅσοι ἔμελλον νὰ μὲ καλῶσι μὲ τὸ νέον μου ὄνομα.

Ἀλλὰ τὰ περιγραμμάτου τοῦ διδασκάλου μας δὲν περιωρίσθησαν εἰς τὰ ὀνόματά μας μόνον. Δὶς ἢ τρὶς τῆς ἑβδομάδος ἠγγάρευε τινὰς ἐξ ἡμῶν διὰ νὰ ξεβοτανίζομεν τὸν κῆπο τῆς μητροπόλεως. Ἐγὼ δὲν ἔβλεπον τὴν ὥραν νὰ ἔλθῃ ἡ σειρά μου. Ἐν τῷ κήπῳ ὑπῆρχεν ἓν δένδρον ἀνθισμένον ὡς τὸ ἰδικόν μας. Χωρὶς ἄλλο θὰ ἐμάνθανον τί πρᾶγμα εἶναι αὐτὸ τὸ δένδρον. Ὅταν, τέλος, ἀγγαρευθεὶς καὶ ἐγώ, εὑρέθην μετὰ τοῦ διδασκάλου ἐνώπιον τῆς μηλιᾶς:

- Τί πρᾶγμα ἔν᾿ αὐτὸ τὸ δένδρον, δάσκαλε, τὸν ἠρώτησα, δείξας πρὸς αὐτὸν διὰ τοῦ δακτύλου.

- Μηλέα, ἀπεκρίθη ἐκεῖνος.

- Ὄχι! ἀπήντησα ἐγώ, δὲν τὸ ξέρεις! Αὐτό ῾ν᾿ μηλιά!

Ἦτο ἡ κακὴ ὥρα ποὺ τὸ εἶπα, διότι ἀπὸ τότε ἤρχισαν τὰ βάσανά μου μὲ αὐτὸν τὸν διδάσκαλον. Θεοὺς καὶ ἀνθρώπους μαρτύρομαι, ὅτι ἐγὼ ἠρώτησα οὐχὶ περὶ τοῦ ὀνόματος -τὸ ὄνομα τὸ ἤξευρον- ἀλλὰ περὶ τοῦ πράγματος: τί πρᾶγμα εἶναι τὸ δένδρον ἤθελον νὰ μάθω, τίποτε ἄλλο. Ὁ διδάσκαλός μου ὅμως, δὲν ἠξεύρω τί παθών, ἀπεφάσισεν ἀπ᾿ ἐκείνης τῆς στιγμῆς νὰ μὲ μάθῃ καὶ καλὰ ὅτι ἡ μηλιὰ δὲν εἶναι μηλιά, ἀλλὰ μηλέα!

- Πές πὼς τὸ λένε μηλέα! ἐκραύγαζεν ἔξαλλος ὁ ἰσχνὸς καὶ χλωμὸς νεανίσκος, κρατῶν με ἀπὸ τὸ ὠτίον καὶ δεικνύων τὸ δένδρον.

- Μπά, π᾿ ἀνάθεμά τον! ἐσκεπτόμην ἐγὼ ἠγανακτισμένος, πὼς ἠμπορεῖ αὐτὸ ποτὲ νὰ γίνῃ ἡ μηλιὰ μηλέγα! Αὐτὸ εἶναι τὸ ἴδιο δένδρο ποὺ ἔχουμεν εἰς τὸν κῆπον μας, κάμνει τὰ αὐτὰ ἄνθη, τὰ αὐτὰ φύλλα, τοὺς αὐτοὺς καρπούς, δὲν ἠμπορεῖ παρὰ νὰ εἶναι καὶ αὐτὸ μηλιά, ὅπως ἡ ἐδική μας. Τὸ ξεύρω ἀπὸ μίας ἀρχῆς, μὲ τὸ ἔμαθεν ἡ μητέρα μου. Τὸ λέγει ὅλος ὁ κόσμος! Ἐγὼ ποῖον νὰ πιστεύσω περισσότερον, τὴν μητέρα μου καὶ τοὺς χωριανούς μου ἢ αὐτὸν τὸν ξένον, ποὺ ἦλθε νὰ μᾶς ἀλλάξῃ τὰ ὀνόματά μας!

- Ὄχι δάσκαλε, δὲν τὸ ξέρεις! ἀπεκρινόμην ὁσάκις μὲ ἠρώτα· αὐτό ῾ν᾿ μηλιά!

- Μπά; Ἔτσι θὲς ἐσύ, χαϊβάνι; Τώρα νὰ σὲ δείξω ἐγὼ πῶς τὸ λέν.

Καὶ -αὐτοῦ σὲ τρώγει, αὐτοῦ σὲ πονεῖ- μοῦ ἔδωκεν ὁ ἀθεόφοβος τεσσαράκοντα παρὰ μίαν, ὀξύτατα κραυγάζων ἐν τῷ μεταξὺ νὰ εἰπῶ ὅτι ἡ μηλιὰ δὲν εἶναι μηλιά, ἀλλὰ μηλέα!

Τώρα πρέπει νὰ ἠξεύρετε ὅτι εἰς τὸ χωρίον μου ἐπικρατεῖ μία φυσικὴ κατὰ τῆς χασμωδίας ἀντιπάθεια, συνεπεία δὲ ταύτης αἱ πλεῖσται τῶν λέξεών μας ὑπόκεινται εἰς ἐκθλίψεις πολλὰς καὶ συνιζήσεις, ἐνῷ ἄλλαι τινες λαμβάνουν τὸ γ μεταξὺ τῶν φωνηέντων, ὡς τὰ θεγός, νέγος, ὡραίγα, ἀντὶ θεός, νέος, ὡραία κτλ. Εἶχον λοιπὸν ἐγὼ ὁ δυστυχὴς ὄχι μόνο νὰ θυσιάσω τὴν μηλιὰ εἰς τὴ μηλέαν, ἀλλὰ καὶ νὰ ὑπερνικήσω τὴν ἀντιπάθειαν ταύτην, νὰ προφέρω δηλαδὴ μηλέα ἀντὶ μηλέγα. Κατόρθωμα, πρὸς τὸ ὁποῖον δὲν μὲ ἐβοήθουν τότε τὰ φωνητικά μου ὄργανα. Φαντάζεσθε λοιπὸν τί ὑπέφερα ἀπὸ τὸν μονομανῆ ἐκεῖνον διδάσκαλον, ἕως ὅτου κατορθώσω καὶ τὸ ἓν καὶ τὸ ἄλλον, καὶ νὰ εἰπῶ ἐπὶ τέλους ὅτι ἡ μηλιὰ εἶναι μηλέα!

Ἐν τούτοις, ὅταν μετ᾿ ὀλίγον, μεταβὰς εἰς τὸν οἶκον μας, εἶδον τὸ ὡραῖον μας δένδρον ἀνθοβολοῦν καὶ μυροβόλον ἐν τῷ κήπῳ, κολακευτικῶς περιβομβούμενον ὑπὸ τῶν ἐπ᾿ αὐτοῦ πετομένων μελισσῶν, ἠσθάνθην τόσην ἐντροπήν, τόσην ἐντροπήν! Ἐνόμιζον ὅτι ἕκαστος τῶν πρασίνων ὀφθαλμῶν του μὲ ἔβλεπε θυμωμένος· ἕκαστον τῶν ἀνθέων τοτ ἤνοιγε τὰ χείλη νὰ μὲ εἴπῃ ὅτι τὰ ἐπρόδωσα… Καὶ μοὶ ἐφάνη ὅτι ὁ γενικὸς ἐκεῖνος βόμβος ἦτο πικρὸς της ἀνοησίας μου ἔλεγχος! Καὶ πῶς νὰ μὴ μὲ εἰποῦν ἀνόητον καὶ πῶς νὰ μὴ μ᾿ ἐλέγξουν, ἀφοῦ τὸ δένδρον, τὸ ὁποῖο ἔβλεπα ἐνώπιόν μου, ἦτο ὅλως διόλου τὸ αὐτὸ μὲ τὸ δένδρον τῆς μητροπόλεως καὶ ὅμως ἐγὼ τὸ ἀρνήθηκα καὶ εἶπα ὅτι δὲν εἶναι μηλιά, ἀλλὰ μηλέα!

Ἐνθυμοῦμαι ὅτι ὅλην ἐκείνην τὴν νύκτα ἔβλεπον εἰς τὸν ὕπνον μου τὰ ἄνθη τῆς μηλιᾶς ὡς ἄπειρον πληθὺν μικροσκοπικῶν ὡραίων λευκοφόρων κορασίων, τὰ ὁποῖα μὲ περιεβόμβουν παραπονούμενα, ἐπιπλήττοντα, ἐλέγχοντά με διὰ τὴν ἀνοησίαν μου.

Ὅταν τὴν ἐπιοῦσαν εἰσῆλθον εἰς τὸ σχολεῖον, ἔρριψα ἐπὶ τὸ διδασκάλου περιφρονητικόν, προκλητικὸν βλέμμα.

- Πῶς τὸ λέγουν τὸ δένδρο ποὺ σὲ εἶπα, βρὲ χαϊβάνι; μὲ ἠρώτησεν ἐκεῖνος χαιρεκάκως.

- Μηλιά, δάσκαλε, ἀπήντησα ἐγὼ μετὰ πείσματος καὶ προέβην εἰς τὴν θέσιν μου.

Ἀλλὰ δὲν ἐπρόφθασα νὰ καθήσω καὶ μὲ συνέλαβεν ὁ σκληρὸς ἀπὸ τοῦ ὠτίου καὶ ἤρχισεν πάλιν νὰ μὲ βασανίζει. Δὲν εἶναι πολὺ τιμητικὸν διὰ τὸ γένος τῶν δασκάλων νὰ σᾶς διηγηθῶ ποσάκις ἐτιμωρήθην διὰ νὰ εἰπῶ καὶ καλὰ ὅτι ἡ μηλιὰ εἶναι μηλέα· διότι ἐννοεῖται ὅτι ἔπρεπεν ἐπὶ τέλους νὰ ἐνδώσω καὶ νὰ τὸ εἰπῶ, ἄλλως ἐκινδύνευεν ἡ ζωή μου. Ἐν τούτοις -τὸ λέγω πρὸς ἱκανοποίησιν τῆς ἰδικῆς μας τῆς μηλιᾶς- αὐτὴν δὲν τὴν ἐπρόδωσα. Καὶ ἰδοὺ πῶς:

Ἀφοῦ εἶδον ὅτι δὲν ἠδυνάμην ν᾿ ἀνθέξω πλέον εἰς τὴν σκληρότητα τοῦ ἀπανθρωπαρίου ἐκείνου, ἔκαμα τὸν ἑξῆς λογαριασμὸν μὲ τὴν συνείδησίν μου καὶ εἶπον: αὐτὴ ἡ μηλιά, ποὺ εἶναι μέσα εἰς τὸ κῆπον τῆς μητροπόλεως, ἠμπορεῖ νὰ εἶναι μηλέα· καὶ εἶναι μηλέα ὄχι δι᾿ ἄλλον λόγον, παρὰ διότι ὁ διδάσκαλος δέρνει! Ἡ μηλιὰ ὅμως, ὅπου εἶναι μέσα εἰς τὸν κῆπο μας, εἶναι μηλιά, διότι εἶναι μηλιά! Τοιουτοτρόπως συνεβιβάσθημεν μὲ τὸν διδάσκαλον.

Ἀλλὰ ἔλα τώρα ὁποὺ ἤρχισε μία τρομερὰ διαμάχη μεταξύ της μηλιᾶς καὶ τῆς μηλέας ἐντός της κεφαλῆς μου! Τὸ πρᾶγμα ἠμπορεῖ νὰ φαίνεται παράξενον, νὰ φαίνεται ἀστεῖον, ἀλλ᾿ ἐγὼ δὲν χωρατεύω.

Ἡ μηλιὰ -δηλαδή, καθὼς λέγουν οἱ ψυχολόγοι, ἡ παράστασις τῆς λέξεως μηλιὰ- ἐμβῆκεν εἰς τὴν ψυχήν μου συγχρόνως μὲ τὴν παράστασιν τοῦ δένδρου καὶ εἰς ἕναν καιρόν, κατὰ τὸν ὁποῖον ὅλαι αἱ αἰσθήσεις μου εἶχον ἀναπεπταμένας τὰς θύρας καὶ ἐδέχοντο εὐχαρίστως κάθε τί, τὸ ὁποῖον ἤρχετο συστημένον ἢ ἀπὸ τὴν μητέρα μου ἢ ἀπὸ τοὺς οἰκείους μου νὰ κατοικήσῃ ἐντός της κεφαλῆς μου. Ἐπειδὴ δὲ τότε ἦτο πολὺς τόπος διαθέσιμος, ἑκάστη παράστασις, ἡ ὁποία εἰσήρχετο, ἔστηνε τὸν θρόνον της καὶ ἐκάθιζεν ὅσον καὶ ὅπως τῆς ἤρεσκε καλύτερα καὶ ἦτο ὡσὰν οἰκοκυρὰ μέσα εἰς τὸ σπίτι της. Ἔτσι τὸ ἔκαμον τόσαι ἄλλαι, ἔτσι τὸ ἔκαμε καὶ ἡ μηλιά. Ἀλλὰ αὐτὴ ἡ τελευταία, ἐκεῖ ὅπου ἐκάθητο τόσα χρόνια εἰς τὴν ἡσυχία της καὶ εἶχε πλέον τὸ σπιτικόν της καὶ τοὺς φίλους της -παραστάσεις, μὲ τὰς ὁποίας συνέζησε τόσον καιρὸν εἰς τὴν ψυχήν μου καὶ συνέδεσε τόσας σχέσεις πρὸς αὐτὰς καὶ συγγενείας- βλέπει μίαν ἡμέρα τὴν κυρὰ τὴν μηλέα, ποὺ ἐμβαίνει μέσα στὸ κεφάλι μου ἔξαφνα - ἔξαφνα, τόσον μονάχη καὶ ὅμως τόσο ξιππασμένη, νὰ τῆς λέγῃ τῆς μηλιᾶς «σήκω σὺ νὰ κάτσω ἐγώ!». Μπά! εἶπεν ἡ μηλιά, καὶ πῶς γίνετ᾿ αὐτό! Ἐγὼ εἶμαι ἐδῶ τόσα χρόνια, τὸν τόπο ποὺ κρατῶ τὸν ηὗρα ἀδέσποτο καὶ ἔκαμα κατοχὴν δικαιώματι προτεραιότητος. Καὶ ποιὰ εἶσαι σύ, ποῦ ἔρχεσαι νὰ μοῦ τὸν πάρεις; Καὶ φώναξε τὰς σχετικάς της καὶ φίλας της καὶ τὰς ἠρώτησε: Ποιὰ εἶναι, παρακαλῶ, τοῦ λόγου της; Τὴν γνωρίζετε; Ὄχι, ὄχι! ἀπάντησαν ὅλαι ὁμοφώνως καὶ συνεμάχησαν μὲ τὴν μηλιὰν καὶ ἤρχισαν νὰ ἐκδιώκουν τὴν μηλέαν κακὴν κακῶς ἔξω! Ἔξω, ξένη. Δὲν ταιριάζεις μαζί μας! Δὲν σὲ γνωρίζομεν! Δὲν σὲ θέλομεν! Τότε ἡ παράστασις τῆς μηλέας ἐλάμβανεν εἰς ἐπικουρίαν της τὴν παράστασιν τοῦ διδασκάλου, τὰς παραστάσεις τῶν τιμωριῶν καὶ εἰσέρχεται ἐκ νέου εἰς τὴν συνείδησίν μου, ὡς ἄνθρωπος, ὅστις θέλει νὰ παρέμβῃ εἰς τὴν ἰδιοκτησίαν τῶν ἄλλων διὰ τῆς ἀδίκου ὑποστηρίξεως ἀστυνομικῶν ὀργάνων. Ἀλλὰ καταλαμβάνετε ὅτι ὁ διδάσκαλος τιμωρεῖ, ὄχι ὅμως καὶ ἡ παράστασίς του· ὅτι οἱ ῥαβδισμοὶ προξενοῦν πόνον, ὄχι ὅμως καὶ ἡ ἀνάμνησις τῶν ῥαβδισμῶν. Καὶ λοιπὸν ἐξανέστη ἀφόβως πλέον κατὰ τῆς τοιαύτης παρεμβάσεως ὁλόκληρος ἡ ψυχή μου καί:

- Ἔξω! Ἔξω! ἔστειλα τοὺς εἰσβολεῖς κατὰ διαβόλου.

Μόνο ὁσάκις μὲ ἠρώτα ὁ ἀληθινὸς διδάσκαλος πῶς τὸ λέγουν τὸ δένδρον ἀπεκρινόμην ὅτι τὸ λέγουν μηλέαν, ἀφοῦ δὰ δὲν ἐπρόκειτο περὶ τοῦ δένδρου τοῦ κήπου μας. Ἀλλὰ καὶ τοῦτο ἔπαυσε μετ᾿ ὀλίγον· διότι καὶ ὁ ἀληθινὸς διδάσκαλος ἐδιώχθη κακὴν κακῶς ὄχι μόνον ἀπὸ τοῦ περιεχομένου τῆς ψυχῆς μου, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τοῦ χωρίου μας. Ὅτι μετ᾿ αὐτοῦ ἔφυγαν καὶ πάντες ἐκεῖνοι οἱ ὀνομαστικοὶ θεοὶ καὶ ἥρωες, δι᾿ ὧν ἐπλημμύρισε τὸ χωρίον μας, εἶναι περιττὸν νὰ σᾶς τὸ εἴπω. Ἐκεῖνο, τὸ ὁποῖον μᾶς ἐνδιέφερεν ἐνταῦθα, εἶναι ὅτι ἡ μηλιὰ δὲν ἔγινε μηλέα καὶ ὅτι ἐγώ, μὲ ὅλους ἐκείνους τοὺς δαρμοὺς καὶ τὰ μαλώματα, ἔμεινα χωρὶς νὰ μάθω ἐν τῷ σχολείῳ τί πρᾶγμα εἶναι ἡ μηλιά!

Ὅσοι τῶν ἀναγνωστῶν τῆς Ἑβδομάδος ἀνήκουσιν εἰς τοὺς ἀναγινώσκοντας πᾶν οἱονδήποτε ἄρθρον ἀπ᾿ ἀρχῆς μέχρι τέλους δύνανται νὰ διακόψουν ἐνταῦθα τὴν ἀνάγνωσιν, διότι ἡ ἱστορία μου ἐτελείωσεν. Ὅσοι ὅμως ἔχουσι τὴν κακὴν συνήθειαν ν᾿ ἀναγινώσκωσι μόνον τοὺς ἐπιλόγους, ἂς μάθωσι τουλάχιστον ἐντεῦθεν ὅτι ἡ μανία τῶν θελόντων νὰ διδάσκωσιν οὐχὶ τὴν φύσιν τῶν πραγμάτων, εἰσάγοντες τὰ τελευταῖα ὑπὸ τὰ γνωστὰ αὐτῶν ὀνόματα, ἀλλὰ ἀγνώστους λέξεις, δι᾿ ὧν ἀπαιτοῦσι νὰ ὀνομάζονται ἄγνωστα πράγματα, καθιστᾷ τὴν ἑλληνικὴν μόρφωσιν σισύφειον μόχθον καὶ καταδικάζει τὸ ἔθνος εἰς τὸν διὰ πνευματικῆς ἀσιτίας χείριστον θάνατον! Διὰ τοῦτο τὸ περὶ ἑλληνικῆς γλώσσης εἶναι, κατ᾿ ἐμέ, ὡς εἶπον, οὐσιωδέστερον παρὰ τὸ ἀνατολικὸν ζήτημα.