Ὁ Γιῶργος Σεφέρης ἐμφανίστηκε στὰ γράμματα μὲ τὴ συλλογὴ «Στροφή» (τυπογραφεῖο «Ἑστία») τὸν Μάη τοῦ 1931 μὲ 200 ἀντίτυπα ἀριθμημένα.
Βαθειὰ λυρικός, στοχαστικὸς καὶ αἰσθαντικὸς μὲ ὅλα τὰ ζητήματα ποὺ τὸν ἀπασχόλησαν στὴ ζωή του, κατάφερε σαφῶς μὲ τὸ μεγάλο του ταλέντο στὴ γραφὴ ἀλλὰ καὶ μὲ τὶς βαθειὲς γνώσεις του τῆς ἱστορίας τῆς Ἑλλάδας νὰ συνδέσει τὰ πάντα μὲ ἕνα λόγο - ποὺ μνημειώδης καθὼς ἔρρεε στὸ χαρτὶ - τὸν ἔκανε νὰ κερδίσει τὴ διεθνῆ ἀναγνώριση καὶ νὰ καταστεῖ εἷς ἐκ τῶν κορυφαίων ποιητῶν τῆς ἐποχῆς του.
Λυποῦμαι γιατί ἄφησα νὰ περάσει ἕνα πλατὺ ποτάμι
μέσα ἀπὸ τὰ δάχτυλά μου
χωρὶς νὰ πιῶ οὔτε μία στάλα.
Τώρα βυθίζομαι στὴν πέτρα.
Ἕνα μικρὸ πεῦκο στὸ κόκκινο χῶμα,
δὲν ἔχω ἄλλη συντροφιά.
Ὅτι ἀγάπησα χάθηκε μαζὶ μὲ τὰ σπίτια
ποὺ ἦταν καινούργια τὸ περασμένο καλοκαίρι
καὶ γκρέμισαν μὲ τὸν ἀγέρα τοῦ φθινοπώρου.
Συλλογὴ « Μυθιστόρημα»
Ὁ Γιῶργος Σεφέρης (φιλολογικὸ ὄνομα τοῦ Γεωργίου Σεφεριάδη) γεννήθηκε τὸ 1900 στὴ Σμύρνη, στὴ μικρασιατική, ἑλληνικὴ πέρα ὡς πέρα μεγαλούπολη. Οἱ Σεφεριάδηδες ἔφυγαν τὸ 1914 γιὰ τὴν Ἀθήνα, ὅπου ὁ ποιητὴς τελείωσε τὸ γυμνάσιο καὶ ἐξακολούθησε τὶς νομικές του σπουδὲς στὸ Παρίσι (1918-24). Τὰ γόνιμα χρόνια λοιπόν, ἀπὸ τὰ 18 ὡς τὰ 25 του, τὰ ζεῖ σὲ ἄμεση ἐπαφὴ μὲ τὰ πνευματικὰ καὶ ποιητικὰ ρεύματα ποὺ ἀλλάζουν τὴν ὑφὴ τῆς λογοτεχνίας στὰ χρόνια ἀμέσως μετὰ τὸν Α´ Παγκόσμιο πόλεμο. Ἐκεῖ τὸν φτάνει καὶ ὁ ἀντίχτυπος τῆς Μικρασιατικῆς καταστροφῆς (καὶ τῆς καταστροφῆς τῆς Σμύρνης, τῆς γενέθλιας πόλης του), καὶ ἡ μνήμη αὐτὴ θὰ μείνει ἔμμονα ριζωμένη μέσα του. Ἀκολουθάει τὸ διπλωματικὸ στάδιο καὶ ἐργάζεται σὰν Ἀκόλουθος τῆς Ἑλληνικῆς Κυβέρνησης, Πρόξενος, Πρέσβης, Σύμβουλος πρεσβειῶν, Διευθυντὴς Τύπου, κ.λπ. Τὸ 1963 τιμήθηκε μὲ τὸ βραβεῖο NOBEL Λογοτεχνίας. Ἀνακηρύσσεται ἐπίτιμος διδάκτωρ Πανεπιστημίων τοῦ ἐξωτερικοῦ. Τὸ 1969 κυκλοφορεῖ στὴν Ἑλλάδα καὶ στὸ Ἐξωτερικὸ ἡ «διακήρυξή» του ἐναντίον τῆς δικτατορίας.
Ὁ Σεφέρης δὲν εἶναι εὔκολος ποιητὴς ἀλλὰ δὲν εἶναι σκοτεινός. Ἡ γλώσσα ποὺ μιλᾶ εἶναι δύσκολη, στὴ γλώσσα ὅμως αὐτὴ ἡ φωνή του εἶναι καθαρὴ καὶ ἀπερίφραστη. Ἔχεις τὴν ἐντύπωση πὼς πέτυχε τὴν καίρια ἔκφραση, ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ εἰπωθεῖ ἀλλιῶς. Αὐτὸ εἶναι τὸ πιὸ ἀξιοαγάπητο στὴν ποίησή του, ἡ ἁπλότητα ποὺ φτάνει στὴ θερμότητα μιᾶς ἐξομολόγησης. Ἡ ποίηση τοῦ Σεφέρη δὲν εἶναι βέβαια χαρούμενη. Εἶναι ἀπαισιόδοξη καὶ μελαγχολική. Ἔχει τὴ θλίψη τοῦ ἀνθρώπου ποὺ συλλογίζεται πολὺ πάνω στὰ ἀνθρώπινα, κι ἀκόμα τοῦ Ἕλληνα μὲ τὸ κατακάθι τῆς πίκρας ἀπὸ τὴ σκλαβιὰ καὶ τὶς ἐθνικὲς περιπέτειες. Ὡστόσο ἡ διάθεση αὐτὴ δὲν ὁδηγεῖ στὴν ἄρνηση ἢ στὴν καταστροφή. Ἀπὸ τὴν ἄλλη πλευρὰ τοῦ σκοταδιοῦ εἶναι τὸ φῶς, μαῦρο καὶ ἀγγελικό, «ἀπὸ τὸ μέρος τοῦ ἥλιου» στὸ κάστρο τῆς Ἀσίνης θὰ ἀνεβεῖ στὸ τέλος «ἀσπιδοφόρος ὁ ἥλιος πολεμώντας». Κάτω ἀπὸ τὴν ἄρνηση ὑπάρχει μία πίστη ποὺ προστατεύει ἀπὸ τὴν ἀπελπισία, καὶ μία στιβαρὴ αἴσθηση τῶν πραγμάτων ποὺ προφυλάσσει ἀπὸ τὴ διάλυση καὶ τὸ μηδενισμό.
Πέθανε τὸ Σεπτέμβριο τοῦ 1971.