Ἀπὸ τὸ βιβλίο του «ΕΚΦΡΑΣΙΣ
τῆς ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΙΑΣ» τόμος 2ος,
τοῦ ἐκδοτικοῦ οἴκου «ΑΣΤΗΡ» ΑΛ.& Ε. ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ. Β´ ἔκδοσις Ἀθῆναι, 1960.
Ἡ πάντιμος τέχνη τῆς Εἰκονογραφίας τῆς Ἀνατολικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, εἶναι μία ἱερὰ τέχνη καὶ λειτουργική, ὅπως εἶναι ὅλαι αἱ ἐκκλησιαστικαὶ τέχναι, ὅπου ἔχουν σκοπὸν πνευματικόν. Αἱ ἅγιαι αὐταὶ τέχναι δὲν θέλουν νὰ στολίσουν μόνον τὸν ναὸν μὲ ζωγραφικὴν διὰ νὰ εἶναι εὐχάριστος καὶ τερπνὸς εἰς τοὺς ἐκκλησιαζομένους, ἢ νὰ τέρψουν τὴν ἀκοήν των μὲ τὴν μουσικήν, ἀλλὰ νὰ τοὺς ἀνεβάσουν εἰς τὸν μυστικὸν κόσμον τῆς πίστεως μὲ τὴν πνευματικὴν κλίμακα, ὅπου ἔχει διαβαθμίδας ἤγουν σκαλούνια, τὰς ἱερὰς τέχνας, τὴν ὑμνολογίαν, τὴν ψαλμωδίαν, τὴν οἰκοδομήν, τὴν ἁγιογραφίαν καὶ τὰς λοιπὰς τέχνας, ὁποῦ συνεργούν, ὅλες μαζί, εἰς τὸ νὰ μορφωθῆ μέσα εἰς τὰς ψυχὰς τῶν πιστῶν ὁ μυστικὸς Πράδεισος, ὁ εὐωδιάζων μὲ πνευματικὴν εὐωδίαν. Δία τοῦτο, τὰ ἔργα τῶν ἐκκλησιαστικῶν τεχνῶν τῆς Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας εἶναι ὑπομνήματα εἰς τὸν θεῖον λόγον.
Ἡ τέχνη τῶν Εἰκόνων εἰς τὴν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν λέγεται Ἁγιογραφία, ὡς ζωγραφοῦσα ἅγια πρόσωπα καὶ ἁγίας ὑποθέσεις. Ὁ δὲ ἁγιογράφος δὲν εἶναι ἁπλῶς ἕνας τεχνίτης ὁποῦ κάμνει μίαν ἀναπαραστατικὴν ζωγραφίαν ἐπάνω εἰς κάποια θέματα θρησκευτικά, ἀλλὰ ἔχει πνευματικὸν ἀξίωμα καὶ πνευματικὴν διακονίαν, τὴν ὁποίαν ἐπιτελεῖ εἰς τὴν ἐκκλησίαν, ὡς ὁ ἱερεὺς καὶ ὁ ἱεροκῆρυξ.
Ἡ λειτουργικὴ Εἰκὼν ἔχει θεολογικὴν ἔνοιαν. Δὲν εἶναι, ὡς εἴπαμεν, μία ζωγραφιὰ ὅπου γίνεται διὰ νὰ τέρπῃ τοὺς ὀφθαλμούς μας, ἢ ἀκόμα διὰ νὰ μᾶς ἐνθυμίζῃ ἁπλῶς τὰ ἅγια πρόσωπα, ὅπως γίνεται μὲ τὰς εἰκόνας ὅπου ἔχομεν διὰ νὰ φέρνωμεν εἰς τὴν μνήμην μας τοὺς ἀγαπημένους συγγενεῖς καὶ φίλους μας, ἀλλὰ εἶναι κατὰ τέτοιον τρόπον ζωγραφισμένη, ὥστε νὰ μᾶς ὑψώνῃ ἀπὸ τὸν φθαρτὸν κόσμον τοῦτον, καὶ νὰ μᾶς κάμνῃ νὰ ὀσφρανθῶμεν ἐκεῖνον τὸν καινὸν ἀέρα τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Διὰ τοῦτο δὲν ἔχει καμμίαν ὁμοιότητα μὲ τὰς ζωγραφίας ὁποῦ παριστάνουν μὲ ὑλικὸν τρόπον κάποια πρόσωπα, ἀκόμα καὶ Ἁγίους, ὅπως γίνεται εἰς τὴν θρησκευτικὴν τέχνην τῆς Δύσεως. Εἰς τὴν λειτουργικὴν εἰκόνα τὰ ἅγια πρόσωπα εἰκονίζονται ἐν ἀφθαρσίᾳ.
Δι᾿ αὐτὴν τὴν αἰτίαν, ἡ λειτουργικὴ τέχνη δὲν ἀλλάζει κάθε τόσον μαζὶ μὲ τὰ ἄλλα ἀνθρώπινα πράγματα, ἀλλὰ εἶναι ἀμετακίνητος ὅπως ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, τὴν ὁποίαν ἐκφράζει. Ἡ ἱερὰ παράδοσις εἶναι ὁ πύρινος στύλος ὁποῦ τὴν ὁδηγεῖ μέσα εἰς τὴν ἔρημὸν τοῦ ἀσταθοῦς κόσμου. Τοῦτο ξενίζει τοὺς ἀνθρώπους τοῦ αἰῶνος τούτου, οἱ ὁποῖοι δὲν εἶναι εἰς θέσιν νὰ εἰσδύσουν εἰς τὸν βυθὸν τῆς πνευματικῆς θαλάσσης, ἀλλὰ κολυμβοῦν εἰς τὴν ἐπιφάνειαν τῶν αἰσθήσεων, παρασυρόμενοι ἀπὸ τὰ ρεύματα καὶ τὰς δίνας τῶν ὑδάτων.
Ἡ λειτουργικὴ τέχνη τρέφει τὸν πιστὸν μὲ πνευματικὰ ὁράματα καὶ ἀκούσματα, διυλίζουσα τὰ εἰσερχόμενα διὰ τῶν πυλὼν τῶν αἰσθήσεων, φαιδρύνουσα τὴν ψυχὴν αὐτοῦ μὲ τὸν οὐράνιον οἶνον, καὶ δωρούμενη εἰς αὐτὸν τὴν εἰρήνην τῆς διανοίας.
Ἡ παροῦσα βίβλος εἶναι τεχνικὴ καὶ παραστατική, καὶ ἠμπορεῖ ὁ ἀναγνώστης νὰ νομίση ὅτι εἶναι ἄσχετος πρὸς τὴν θεολογίαν. Πλὴν ἂς γνωρίζη, ὅτι εἰς τὴν Ἀνατολικὴν Ἐκκλησίαν τὰ πάντα εἶναι πνευματικά. Οὕτω καὶ εἰς τὴν τέχνην τῆς ἁγιογραφίας γίνονται πνευματικὰ ἀκόμα καὶ τὰ βάναυσα ἐργαλεῖα, καὶ τὰ χρώματα, καὶ οἱ τοῖχοι, καὶ αἱ σανίδες, καὶ ὅλα τὰ ὑλικὰ πράγματα καθαγιάζονται διὰ τῆς χάριτος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, γινόμενα ὄργανα μιᾶς ἁγίας τέχνης.
Ἡ τεχνικὴ γνῶσις ταύτης τῆς τέχνης δὲν εἶναι μόνον μία μηχανικὴ ἐργασία, ἀλλὰ μετέχει ἀπὸ τὴν πνευματικότητα καὶ ἁγιότητα ἐκεῖνων τῶν πραγμάτων ὅπου θέλει νὰ παραστήση. Διὰ τοῦτο, καὶ τὸ τεχνικὸν λεκτικὸν τῆς ἁγιογραφίας, αἱ ὀνομασίαι τῶν ἐργαλείων καὶ ἡ ἔκφρασις ὁποῦ ἔχει τὸ κάθε πράγμα εἰς αὐτήν, ἔχει θρησκευτικὸν χαρακτήρα. Καὶ αὐτὰ τὰ ὑλικὰ ὁποῦ μεταχειρίζεται ὁ Ἁγιογράφος, εἶναι εὐλογημένα, ταπεινά, εὔοσμα, λεπτά. Οὕτω, διὰ νὰ κάμη κάρβουνα μὲ τὰ ὁποῖα σχεδιάζη, μεταχειρίζεται ξύλον ἄσηπτον ξηρᾶς λεπτοκαρυᾶς ἢ μυρσίνης. Διὰ νὰ κάμῃ σανίδα ἐπάνω εἰς τὴν ὁποίαν θὰ ζωγραφίση τὴν εἰκόνα, μεταχειρίζεται τὴν κυπάρισσον, τὴν καρυδέαν, τὴν καστανέαν, τὴν πεύκην ἢ ἄλλο δένδρον εὐωδιάζον. Τὰ χρώματα εἶναι τὰ περισσότερα χώματα τῆς γῆς ὁποῦ μοσχοβολοῦν ὅταν βραχοῦν ἀπὸ τὸ νερόν, ἰδίως εἰς τὴν ζωγραφικὴν τοῦ τοίχου, καὶ εὐωδιάζουν ὅπως τὰ βουνὰ κατὰ τὰ πρωτοβρόχια ἢ ὡσὰν ἕνα καινούργιον κανάτι μὲ δροσερὸν νερόν. Εἰς τὸ αὐγὸν βάζει ὁ τεχνίτης καὶ ὀλίγον ὄξος, διὰ νὰ τὸ διατηρήσῃ. Τὰ βερνίκια μοσχοβολοῦν ὡσὰν θυμίαμα, καὶ ὁ ἀσπαζόμενος τὴν εἰκόνα αἰσθάνεται ὀσμὴν εὐωδίας πνευματικῆς. Τὰ ὑλικὰ τῆς εἰκόνος εἶναι τὰ χρώματα ὁποῦ τὰ περισσότερα εἶναι χώματα, τὸ αὐγὸν μὲ τὸ ὄξος, ὁ κηρός, τὸ ρετσίνι τῶν πεύκων, ἡ εὔοσμος σαντράκα, τὸ μαστίχι, τὸ μέλι, τὸ κομμίδι τῆς μυγδαλιᾶς. Μὲ ἕνα σύντομον λόγον ἡ ἁγιασμένη τούτη τέχνη δὲν μεταχειρίζεται χονδροειδῆ καὶ πηκτὰ ὑλικά, ὅπως ἡ κοσμικὴ ζωγραφικὴ ὁποῦ μεταχειρίζεται λινέλαια κάκοσμα καὶ χρώματα πηκτὰ καὶ βοῦρτσες χονδρότριχες.
Ὅσον διὰ τὸ λεκτικὸν τῆς ἁγιογραφικῆς τέχνης, εἶναι ὡσὰν νὰ ἀναγινώσκη κανεὶς κάποιον συναξάρι ἢ ἄλλο βιβλίον τῆς θρησκείας, ὅταν διαβάζη κανὲν τεχνικὸν βιβλίον ὅπου νὰ διαλαμβάνη δι᾿ αὐτὴν τὴν τέχνην. Οὕτω, ἀναγινώσκει λόγια ὅπως εἶναι τὰ ἀκόλουθα: Φιαλόεσσα ἐκκλησία, σεμνοχρωμία, στύλβωμα, περὶ λινῶν, περὶ λινωχρῶν, περὶ πυρρωδισμοῦ, περὶ προπλασμοῦ, περὶ σαρκωμάτων, περὶ λαμμάτων, περὶ κινναβάρεως, ἑρμηνεία τῶν μέτρων, ἱστορία, ἱστορίζω τοῖχον, περὶ χρυσώματος, περὶ λινοκοπίας, πῶς νὰ ποιήσῃς βαφὴν νὰ στιλβώνεται, βάλε εἰς χυβάδαν ψυμμίθι μὲ διάκρισιν, κατασταλακτή, ὄξος ἁγνόν, χρῶμα θαυμασιώτατον, ἁγιοκέρι, προπλαστάρι, λαμματίζω, λαγαρίζω ἀσβέστην, ἄφησε νὰ ψυχιάση ὁ ἀσβέστης, βάλε τὴν ὄψιν, περὶ ὀμματοφρυδίων, περὶ γλυκασμοῦ, περὶ γανώματος, καθάρισον μὲ λαγοπόδι, χρυσοκονδυλιὰ καὶ χρυσοκονδυλίζω, βάλε εἰς τὴν χωνίαν, ἄρτυσε βαφήν, τὰ ὀμματόκλαδα, κατενώπιον. κ.ἄ.
Ὀμιλώντας διὰ τεχνικὰ πράγματα, οἱ ἁγιογράφοι μεταχειρίζονται πολλάκις λόγια θρησκευτικὰ καὶ θεολογικά, ὡς εἶναι διὰ παράδειγμα τὰ ἀκόλουθα: «γράψον τὰ ψυμμιθίας ὄχι μὲ μόνον ἄσπρον, ἀλλὰ μὲ ὀλίγην ὤχραν, διὰ νὰ εἶναι ταπειναὶ καὶ κατανυκτικαί»,ἢ «οἱ βαφὲς ἔχουν οὕτω πολλὴν γλυκύτητα καὶ εὐσέβειαν», κ.ἄ.
Τὸ κάλλος εἰς τὴν λειτουργικὴν ζωγραφικὴν εἶναι κάλλος πνευματικόν, καὶ οὐχὶ σαρκικόν. Ἡ τέχνη αὕτη εἶναι νηστευτικὴ καὶ λιτή, ἐκφράζουσα τῇ πτωχείᾳ τὰ πλούσια, καὶ ὅπως εἶναι τὸ Εὐαγγέλιον καὶ ἡ Παλαιὰ Διαθήκη συνοπτικὰ καὶ συντομολόγα, οὕτω καὶ ἡ Ὀρθόδοξος ἁγιογραφία εἶναι ἁπλὴ χωρὶς περιττὰ στολίδια καὶ ματαίας ἐπιδείξεις.
Οἱ παλαιοὶ ἐκεῖνοι ἁγιογράφοι ἐνήστευαν, δουλεύοντας, καὶ ὁπόταν ἄρχιζαν μίαν εἰκόνα, ἄλλαζαν τὰ ἐσώρουχά των, διὰ νὰ εἶναι καθαροὶ ἔσωθεν καὶ ἔξωθεν, καὶ ἐργαζόμενοι ἔψαλλαν, διὰ νὰ γίνεται τὸ ἔργον των μὲ κατάνυξιν καὶ διὰ νὰ μὴν μετεωρίζεται ὁ νοῦς των εἰς τὰ ἐγκόσμια.
Δι᾿ αὐτό, αἱ κατ᾿ ἐξοχὴν λειτουργικαὶ καὶ κατανυκτικώτεραι Εἰκόνες φαίνονται δύσμορφοι εἰς ὅσους ἔχουν τὸ πνεῦμα τοῦ κόσμου τούτου, τὰ δὲ πρόσωπα δὲν ἔχουν κατ᾿ αὐτοὺς «εἶδος, οὐδὲ κάλλος», καθ᾿ ὅσον «τὸ φρόνημα τῆς σαρκὸς ἔχθρα εἰς Θεόν» (Ρωμ. η´ 7). «Ἡ σὰρξ ἐπιθυμεῖ κατὰ τοῦ πνεύματος, τὸ δὲ Πνεῦμα κατὰ τῆς σαρκός» (Γαλ. ε´ 17). Εἰς τὰς ἱερὰς εἰκόνας «ἡ σὰρξ ἐσταύρωται σὺν τοῖς παθήμασι καὶ ταῖς ἐπιθυμίαις». Τὸ πνευματικὸν κάλλος των εἶναι «ἡ καλὴ ἀλλοίωσις» ὅπου ἔλεγεν ὁ Ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος ὅτι ἔβλεπεν εἰς τὰ νηστευτικὰ πρόσωπα τῶν πνευματικῶν τέκνων του, κατὰ τὴν νηστείαν τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς.
Ἡ Μυστικὴ Πύλη, ἡ κατ᾿ Ἀνατολάς, εἶναι καὶ ἔσται κεκλεισμένη δι᾿ ὅσους καταγίνονται μὲ τὴν σαρκικὴν γνῶσιν, ἡ ὁποία «φυσιοῖ», ἤγουν κάμνει ὑπερήφανον τὸν ἄνθρωπον, κατὰ τὸν ἀπόστολον Παῦλον. Ἐνῶ, «ὀφθαλμοὶ Κυρίου ἐπὶ τοὺς ταπεινόφρονας, τοῦ εὐφράναι αὐτούς».
Ὅσην εὐλάβειαν καὶ ταπείνωσιν καὶ πίστιν εἶχαν οἱ ἁγιογράφοι ὁποῦ ἐποίησαν τὰς σεβασμίας καὶ ἁγίας εἰκόνας, ἄλλην τόσην εὐλάβειαν καὶ ταπείνωσιν καὶ πίστιν πρέπει νὰ ἔχωμεν καὶ ἡμεῖς ὁποῦ τὰς προσκυνοῦμεν, διὰ νὰ ἀξιωθῶμεν τὴν μυστικὴν χάριν ὁποῦ διαχύνεται ἀπὸ αὐτάς, κατὰ τοὺς λόγους τούτους τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θαυματουργοῦ, ὅπου λέγει:«Τῆς αὐτῆς δυνάμεως δεῖται προφητεύουσί τε καὶ ἀκροωμένοις προφητῶν, καὶ οὐκ ἂν ἀκούσει προφήτου, οὕτω μὴ αὐτῷ προφητεῦσαν Πνεῦμα τὴν σύνεσιν τῶν αὐτοῦ λόγων ἐδωρήσατο».