«Ὁ Νουμᾶς», σελ. 280-281
Ἡ ἀδερφή μου. Ὅπως εἶχα νὰ λάβω μαντάτα της χρόνια ὁλάκερα μέσα στὸ μεγάλο πόλεμο, ὄντας σὲ μακρινὰ μέρη καὶ ἐξ αἰτίας τοῦ ἀποκλεισμοῦ τῆς Ἀνατολῆς, - ἔχοντας κιόλας στὸ νοῦ τὸ πόσο λεπτὰ εἴτανε πλασμένη, κατάντησα πιὰ νὰ τὴ λογαριάζω μὲ τοὺς νεκρούς. Τὸ παρακάτου ποίημα γράφηκε μέσα σὲ τέτοια δυστυχία ποὺ ἔδερνε τὴν καρδιά μου: πὼς ποτὲς πιὰ δὲ θὰ ξανάβλεπα τὸ ἀγαπημένο πρόσωπό της. Τὰ τελευταῖα χνάρια τῆς μορφῆς της σβύνουν μέσα μου καὶ πᾶν. Ὁ αἰώνιος ἀφανισμός...
Ἀνόλπιστα, γυρίζοντας στὸ σπίτι μου, τὴ βρῆκα στὴ ζωή. Ὁ Θεὸς μὲ σπλαχνίστη.
Τὰ μεσάνυχτα κάθουμαι μὲ τὸ κεφάλι ἀκουμπισμένο στὸν ἀγκώνα. Κατέβα νὰ μοῦ κόψῃς τὴ λύπη, - ἔλα νὰ μιλήσουμε.
Κάνε νὰ ταραχθῇ ὁ ἀγέρας ποὺ βαραίνει ἀπὸ συμφορά.
Ἓξ φτερὰ ἔχεις. Δυὸ φτεροῦγες ἀγριοπεριστεριοῦ, ἀσπρότερες ἀπ᾿ τὸ λαιμό Σου, - κι ἄλλες δυὸ πλουμισμένες μὲ κοκκινάδια, - κι ἄλλο ἕνα ζευγάρι ποὺ σαλεύουν πάνου ἀπ᾿ τὸ κεφάλι Σου ὅπως τῆς πεταλούδας.
Ὡραῖα τὰ μαλλιά Σου, χρυσά, - κι οὔτε μία τριχίτσα μετάξινη ταράζει τὴν ἁπλὴ ἀσπράδα τοῦ μετώπου.
Ἔλα! Τὰ χρυσοχρῶμα φτερά Σου ἤθελ᾿ εἶναι γιὰ τὰ θλιμμένα μου μάτια σὰν ἄνθι πλουμιστὸ μέσα σὲ βαθειὰ ἔρημο.
Ἀγκάλιασέ με, τὸν ἀδερφό Σου. - Καὶ δίπλωσέ με μὲς στὰ φτερά Σου, στὰ πούπουλά Σου, ποὺ ἔχεις ἕξ.
Μὲ τὸ δεξὶ σκέπασε τὴν καρδιά μου· καὶ τἄλλα, - ἄστα ὅπως κάνουν στὸν οὐρανό...
Ἀδερφή μου! Τί μπορεῖ νἆναι σκληρώτερο ἀπὸ τοῦτο; Νὰ σβύσῃς μέσα στὴ φαντασία μου, σὰν τὰ λευκὰ συννεφάκια ποὺ τὰ ξένει ὁ μπάτης, σὲ τρόπο ποὺ δὲν ξέρεις ἂν πραγματικὰ ὑπῆρχαν!..
Κ᾿ εἶμαι κούφιος ἐγὼ τώρα. Εἶμαι οὐρανὸς ποὺ ἡ ἐρημιά του δὲν κόβεται ἀπὸ ἄστρο, οὔτε καν ἀπὸ φτεράκι πουλιοῦ ποὺ περνᾶ ψηλά.
Σὲ ζητάω στὰ μάτια ὅλων τῶν κοριτσιῶν, - μὰ εἶναι σκοτάδι ἐκεῖ μέσα.
Ἐσύ, σὲ μιὰ γαλάζια πέτρα καθισμένη, σβύνεις πίσω ἀπὸ μαβιὰ πέλαγα.
Πᾶς! ἔσβυσες! Μιὰ φορὰ Σὲ εἶδαν τὰ μάτια μου.
Φ. ΚΟΝΤΟΓΛΟΥΣ