«Ὁ Νουμᾶς», σελ. 584-586
Εἶμαι καλὰ ἐδῶ ἀπάνου στὴν καρέκλα μου. Εἶμαι λιγάκι στενόχωρα καὶ γι᾿ αὐτὸ εἶμαι καλύτερα· ἔτσι δείχνει λιγώτερο ἡ φτώχια μου.
Ἀπ᾿ τὸ φεγγίτη δὲ φαίνεται τίποτα γιὰ νὰ καταλάβῃ κανένας πὼς βρίσκεται τόσο ψηλά, μ᾿ ἄλλα λόγια στὸ ἕχτο πάτωμα. Μάλιστα. Βρίσκουμαι ἀπὸ πάνου ἀπ᾿ ἕνα σωρὸ λογιῶν λογιῶν ἀνθρώπους. Ἐγὼ ὁ ἴδιος τὄχω ξεχάσει κάθε ἄλλη ὥρα, ὄξω ἀπὸ τούτη ποὺ τὸ λέω. Μοναχά, πότε πότε τὴ νύχτα, μέσα ἀπ᾿ τὸ κρεββάτι μου, συλλογίζουμαι πὼς κοιμᾶμαι τόσο ἀψηλὰ μέσα στὸν ἀγέρα, ἀπάνου ἀπ᾿ τὸ μεγάλο δρόμο...
Ἄραγες πόσοι εἶναι κεῖνοι οἱ ἄνθρωποι, ποὺ περνοῦν ἀπ᾿ τὸ κεφάλι τοὺς τέτοιες παράξενες ἀνοησίες!... Τότες βέβαια ὁ νοῦς μου δὲν εἶναι σὲ μιὰ καλὴ κατάσταση. Ὅπως κι ἂν εἶναι, ἐγὼ δὲν ἄκουσα κανέναν νὰ μοῦ μιλήση γιὰ τέτοια πράματα. Ἐμένα ὅμως, ὁ Θεὸς ξαίρει γιατὶ μέσα ἀπ᾿ τὸ κρεββάτι μου τὸ μυαλό μου κατεβαίνει καὶ ψάχνει, ὅπως τὸ σκαντάλι μέσα στὸ νερό. Μοῦ φαίνεται πὼς περνῶ σιμὰ ἀπ᾿ τὶς πέτρες τοῦ τοίχου, ὅπως εἶναι στοιβαγμένες ἡ μιὰ ἀπάνω στὴν ἄλλη, ἴσαμε κάτου στὰ θεμέλια. Τὶς φχαριστῶ μὲ σφιγμένη καρδιὰ γιατὶ σηκώνουν τόσο βάρος καὶ μὲ κρατᾶν ἐδῶ ἀπάνου. Ὁλάκερη ἡ μικρή μου φυλακὴ φχαριστᾶ, λές, αὐτὲς τὶς καλὲς πέτρες, τὰ ξύλα καὶ τὰ σίδερα, τὰ θεμέλια ποὺ ζαλίζουνται ὅλη τὴ μέρα ἀπ᾿ τὴ βουὴ τοῦ κόσμου ποὺ περνᾶ μέσα στὸ δρόμο. Συλλογίζουμαι μὲ δάκρυα εὐγνωμοσύνης τὸ μαγαζάκι κάτου, πλάϊ στὴν πόρτα, ποὺ κάθεται μέσα ἕνα γεροντάκι μὲ μακρυὰ γένεια, τριγυρισμένο ἀπὸ παλιὰ πράματα ποὺ τὰ μαύρισε ὁ καιρὸς σὲ μακρινὲς χῶρες, κ᾿ ἔφταξαν ὡς ἐδῶ μ᾿ ἕναν τρόπο μυστηριώδη.
Ὁ Θεὸς μὲ νοιάζεται, ὅπως ἐγὼ νοιάζουμαι ἕνα μικρὸ πουλί, ἕνα ἀσκημοπούλι, ποὺ ἔχω ἀγοράσει μαζὶ μὲ τὸ κλουβί του. Μέσα στὴ φωλιά μου ὁ πλούσιος Θεὸς οἰκονόμησε καὶ γιὰ τοῦτο τὸ ἀδύνατο πλάσμα του... Εἶναι τόσο ἀχαμνό! Τὰ πόδια του εἶναι λές, δυὸ μαῦρες κλωστές, κι ἀπάνου στὴ μαδημένη κοιλιά του μπορεῖς νὰ δεῖς τὸ τὶκ τὰκ ποὺ κάνει ἡ μικρὴ καρδιά του, ὅπως πασκίζει νὰ τὸ ζεστάνῃ. Ἡ σγάρα του εἶναι κ᾿ ἐκείνη μαδημένη, καὶ μέσα ἀπὸ τὸ ψιλὸ πετσί της ξεχωρίζουνε τὰ σπυριὰ ἔτσι καθαρά, ποὺ φοβᾶμαι μὴν τὴ σκίσουν...
Γυρίζω καὶ βλέπω γύρω μου καὶ τρίβω τὰ χέρια μου. Στὸ στόμα μου κρέμεται μιὰ πίπα καὶ μπροστά μου ἔχω μιὰ μικρὴ γλάστρα... Οἱ ἄνθρωποι μοῦ πειράζουν τὰ νεῦρα... Τί ἔγινε λοιπόν;... Τίποτα, λέω γώ... Συλλογίζουμαι: Πόσες χειραψίες ἔχουνε σβήσει μόλις τραβήχτηκε τὸ ξένο χέρι ἀπ᾿ τὸ δικό μου!...
Ἀπ᾿ τὸ φεγγίτη φαίνουνται δυὸ ἄστρα. Τὸ καρφί, ποὺ κρατᾶ τὸ κλουβὶ στὸν τοῖχο, παίρνει στὰ μάτια μου μιὰ μεγάλη ἔννοια· εἶνε ὁ αἰώνιος Θεὸς ποὺ νοιάζεται γιὰ τὴ σαπουνόφουσκα ποὖναι κεῖ μέσα. Ὁ Τρὶπ-Τσὶκ κοιμᾶται μὲ τὸ κεφάλι χωμένο μέσα στὰ φτερά του. Ἡ πόρτα του εἶναι σφαλιχτὴ καὶ τὸ κουπάκι του εἶναι γεμάτο ὡς τὰ χείλια ἀπὸ καθαρὸ νερό.
Στὸν ἀγέρα πετοῦν ἕνα σωρὸ πράματα! Ἀκούγεται ἡ βαθειὰ βουὴ τοῦ ἀτελείωτου κόσμου... Στῆσε τὸ αὐτί σου!... Τί μυστικὴ γλώσσα ἔχει ἡ ψυχή!... Περπατῶ μὲ τὶς μύτες τῶν ποδιῶν μου, - τὸ δάχτυλό μου εἶναι ἀπάνου στὸ στόμα μου... Εἰδῶν εἰδῶν μυρουδιὲς κλώθουνται σὲ χρωματιστὰ ρέματα, ποῦναι ὅμοια μὲ τόξα τ᾿ οὐρανοῦ... Ἀπάνου στὸ πάτωμα στοιβάζουνται - φροὺ φροὺ - μαλακὰ πούπουλα, ποὺ στρίφτουν στὸν ἀγέρα καὶ πέφτουν ἀμέτρητα, σκεδιάζοντας χίλια χάδια ἀγάπης - χίλια χάδια ἀγάπης...
Οἱ ἄδειες καμάρες τοὐρανοῦ γιομίζουν ἀπὸ μιὰ κρυφὴ μουσική... Μέσα στὸ ἄπατο χάος κυλᾶνε ἀργὰ καὶ βουβὰ ἑκατομμύρια χαμένοι αἰῶνες... Ἡ πούλια ἀφουγκράζεται μὲ σιωπὴ τὴ σκέψη τοῦ Θεοῦ... Ἀπάνου στὶς στερεμένες θάλασσες τοῦ Βέγα ἀρχίζει νὰ φυσᾶ ἕνα ἐρημικὸ ἀγέρι.
Φτωχή μου φωλιά! Ἐδῶ μέσα οἱ ἄγγελοι χορεύουν μὲ τὶς αἰώνια παιδικὲς φτέρνες τους κάθε βράδυ... Ὠσαννά! Ὠσαννά!... Ἡ γῆς ἁγιάστηκε!
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
(Ὅπως καὶ νἆναι, ἐγὼ ἔχω τὴν ἰδέα πὼς δὲν πάει διόλου νὰ μπαίνουν στὸ χαρτὶ πράματα ὅπως αὐτὰ τὰ σαστισμένα λόγια τοῦ Γκροῦμε. Τὰ βρῆκα γραμμένα ἀνάμεσα στὰ λουλούδια τῆς ταπετσαρίας του καὶ τὰ ξεσήκωσα. Αὐτὸς εἴτανε ἕνας μονότονος ἄνθρωπος, ποὺ ποτὲς δὲ βγῆκε ἀπ᾿ τὴν τρύπα του νὰ δῇ τὴ δόξα τοῦ Θεοῦ. Χειμώνα - καλοκαίρι φόραγε ἕνα βαρὺ ροῦχο, νὰ πεθάνῃς στὰ γέλοια. Τὰ λόγια του ὅμως εἴτανε πάντα σαστισμένα, ἀλλὰ πάλι μίλαγε πολὺ λίγο, κ᾿ ἔκλινε περισσότερο νὰ τὸν λυπηθῇς παρὰ νὰ τὸν βαρεθῇς. Τότες ποὺ τὸν ἤξαιρα εἴτανε κιόλας γέρος, κι ὅπως ὑποφέρνε ἀπ᾿ τὸ στομάχι του κι ἀπ᾿ τὴ μιζέρια, τώρα πρέπει νἄχῃ πεθάνει).
Φ. ΚΟΝΤΟΓΛΟΥΣ