Ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸ βιβλίο
τοῦ Φώτη Κόντογλου «Φημισμένοι Ἄντρες καὶ Λησμονημένοι» Ἐκδοτικὸς Οἶκος «Ἀστήρ».
Προέλευση κειμένου & σχολίων:
http://www.arcadians.gr/index.php?option=com_content&task=view&id=416&Itemid=71
Ὁ Παναγιώτης Ποταγὸς (1827-1903) τὰ ἔβαλε μὲ τὴν Παγκόσμια Γεωγραφικὴ Ἑταιρεία ἀλλὰ καὶ μὲ τὴν Ἀγγλικὴ Γεωγραφικὴ Ἑταιρεία γιὰ τὶς ἀνακρίβειες ποὺ ἔγραφαν. Δὲν δίστασε νὰ καταγγείλει τὸν Μᾶρκο Πόλο γιὰ ἀνακρίβειες καὶ ψεύδη ποὺ εἶχε γράψει γιὰ τὰ ταξίδια του. Αὐτὸς ἦταν καὶ ὁ λόγος τῆς μεγάλης του ἀντιπαράθεσης μὲ τὴν Γεωγραφικὴ Ἑταιρεία τῆς Μεγάλης Βρετανίας. Ἡ Γαλλικὴ Γεωγραφικὴ Ἑταιρεία δέχτηκε τὶς θέσεις του καὶ τὸ ὄνομά του τοποθετήθηκε δίπλα σὲ αὐτὰ τῶν Λίβιγκστων καὶ Στάνλεη. Τελείωσε τὸ μεγάλο του ταξίδι πηγαίνοντας στὸ Σινᾶ γιὰ νὰ περιεργαστεῖ τὸ δρομολόγιο τοῦ Μωυσῆ, βαστώντας στὸ χέρι ὄχι πιὰ κανέναν ἀρχαῖο Ἕλληνα, μὰ τὴν Παλαιὰ Διαθήκη. Καταστάλαξε στὰ Ἄδανα καὶ γύρισε στὴν Ἀθήνα στὶς 14 Φεβρουαρίου 1873. Στὴν Ἀθήνα δὲν κατάφερε νὰ γίνει διευθυντὴς στὴν Ἐθνικὴ Βιβλιοθήκη γιὰ νὰ μπορέσει νὰ γράψει μὲ τὴν ἡσυχία του γιὰ τὰ ταξίδια του. Κατέληξε στὴν Κέρκυρα.
Αὐτὸ τὸ βιβλίο δὲν εἶναι γραμμένο γιὰ σοβαροὺς ἀνθρώπους. Δόξα σοι ὁ Θεός, ὑπάρχουνε ἀκόμα ἄνθρωποι, ποὺ τοὺς ἀρέσουνε τὰ ἁπλὰ πράγματα, οἱ ἱστορίες καὶ τὰ παραμύθια. Κ᾿ ἡ δική μου τέχνη εἶναι ἁπλὴ καὶ τὴν κάνω γιὰ τοὺς ἁπλούς. Τί δὲν τραβήξανε τόσοι καὶ τόσοι δυνατοὶ ἄνθρωποι, ἀπ᾿ αὐτὰ τὰ ζωντόβολα, ἀπ᾿ αὐτουνοὺς τοὺς σοβαροὺς ἀνθρώπους, ποὺ κρίνουνε τὴν πολιτεία τους καὶ τοὺς περιφρονᾶνε καὶ τοὺς τυραγνᾶνε καὶ ποὺ στὸ τέλος σπέρνουνε τσουκνίδες καὶ ἀπήγανο ἀπάνω στὸ κιβούρι τους.
Ἕνας τέτοιος περιφρονημένος καὶ λησμονημένος εἶναι κι᾿ ὁ Παναγιώτης Ποταγός, ὁ νέος Μᾶρκος Πόλος. Πῆγε ἀπὸ τὴ Μικρὰ Ἀσία ἴσαμε τὸ Πεκίνο μὲ τ᾿ ἄλογο καὶ μὲ τὰ ποδάρια, κατόρθωμα ποὺ δὲν τὤκανε κανένας πρὶν ἀπ᾿ αὐτόν, ὕστερα ταξίδεψε στὴν Περσία, στὴν Ἰνδία κι ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο τράβηξε μέσα στὴν Ἀφρικὴ ἴσαμε τὴν καρδιά της καὶ μολοταῦτα πέθανε λησμονημένος καὶ πικραμένος, γιατὶ οἱ σοβαροὶ ἄνθρωποι, ποὔπαμε πρωτύτερα, τὸν πήρανε στ᾿ ἀλαφριά, ἐπειδὴς «δὲν ἦτο σοβαρὸς ἐπιστήμων», μὲ βαρόμετρα καὶ μὲ θερμόμετρα καὶ μὲ ματογυάλια. Ἀλλ᾿ ἅφες τοὺς νεκροὺς θάπτειν τοὺς ἑαυτῶν νεκρούς.
Ὁ Παναγιώτης Ποταγὸς γεννήθηκε στὴ Βυτίνα στὶς 7 τοῦ Ὀκτώβρη στὰ 1839. Ὁ παππούς του ἀπὸ μητέρα ἤτανε ἀπὸ τὴ Στεμνίτσα, ὁπλαρχηγὸς στὰ εἰκοσιένα καὶ πολέμησε γενναῖα στὴν Καρύταινα καὶ στὴν πολιορκία τῆς Τριπολιτσᾶς. Ὁ πατέρας τοῦ Παναγιώτη σκοτώθηκε κυνηγώντας τὴ συμμορία τοῦ Κατζιαβοῦ καὶ τοῦ Γυφτογιαννάκη. Ἤτανε φαίνεται ἄνθρωπος σπουδασμένος, γιατὶ εἶχε μάθει γράμματα στὸ σχολειὸ τῆς Βυτίνας, ποὺ ἄκμαζε τότε σὰν τῆς Δημητσάνας. Ὁ Παναγιώτης λέγει πὼς ἐβρῆκε ἀπὸ τὸν πατέρα του Μαθηματικὴ Γεωγραφία, φιλοσοφικὰ βιβλία, ἀρχαίους Ἕλληνες συγγραφεῖς, τὰ Νομικὰ τ᾿ Ἀρμενόπουλου κι ἄλλα.
Σπούδασε γιατρικὴ στὴν Ἀθήνα καὶ στὸ Παρίσι κι ἔκανε τὸ γιατρὸ στὴ Στεμνίτσα, μονάχα ἕνα χρόνο. Τὰ κομματικὰ πάθη, π᾿ ἀνάβανε στὴν πατρίδα του κι ἡ κλίση του γιὰ τὰ ταξίδια, τὸν κάνανε νὰ ξενιτευτεῖ.
Ἔφυγε λοιπὸν ἀπὸ τὴ Βυτίνα στὰ 1867, πέρασε ἀπὸ τὴν Ἀθήνα καὶ σὲ λίγο μπαρκάρησε καὶ πῆγε στὴν Ἀλεξανδρέττα κι ἀπὸ ἐκεῖ ἀποφάσισε νὰ τραβήξει μέσα στὴν Ἀσία. Πέρασε ἀπὸ τὴν Ἀντιόχεια, ἀπὸ τὴ Λαοδίκεια, ἀπὸ τὴν Τρίπολη, ἀπὸ τὸ Χαλέπι, ἀπὸ τὸ Ντιὰρ Μπεκήρ, ἀπὸ τὸ Μουσούλι, ἀπὸ τὸ Μπάγδατ, ἀπὸ τὴν Τεχεράνη κ᾿ ἔφταξε στὸ Μεσσιέτ, πολιτεία ἐπίσημη, γιατὶ ἐκεῖ πέρα βρίσκεται τὸ μνημόρι τοῦ Ἰμὰμ Ριζὰ καὶ σ᾿ αὐτὸν τὸν τόπο κουβαλᾶνε καὶ θάβουνε τοὺς πεθαμένους ἀπὸ τὰ πιὸ μακρυσμένα μέρη τῆς Περσίας γιὰ τὴ σωτηρία τῆς ψυχῆς τους. Ἀπ᾿ ὅπου περνοῦσε ἐξήταζε νὰ μάθει ἂν ἀπόμεινε τίποτα μέσα στὴ θύμηση τῶν ἀνθρώπων ἀπὸ τὸν Μέγ᾿ Ἀλέξανδρο ἢ ἀπὸ τὰ συνήθεια τῶν Ἑλλήνων καὶ νὰ ἰδεῖ τί ἀρχαῖες ὀνομασίες κρυβόντανε κάτω ἀπὸ τὶς καινούργιες.
Στὰ 1935 εἶχα πάγει στὴν Κέρκυρα γιὰ νὰ δουλέψω στὸ μουσεῖο καὶ κεῖ πέρα, δίχως νὰ τόχω στὸ νοῦ μου, ἕνας δάσκαλος ἀπὸ τὶς Νυφές, π᾿ ἀγαποῦσε τὰ γράμματα καὶ διάβαζε τὰ βιβλία μου, μοὖπε πὼς ὁ Ποταγὸς εἶχε ζήσει στὸ χωριό του τὰ τελευταῖα χρόνια καὶ πὼς ἐκεῖ πέρα πέθανε. Ὅπως μοὔπανε, στὰ στερνά του φοροῦσε μίαν ἀράπικη κελεμπία, ἴσως γιατὶ ὑπόφερνε ἀπὸ κατέβασμα, ποὺ τὄπαθε στὴν Ἀφρικὴ κι᾿ ἤθελε νὰ τὸ κρύψει. Ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ ξέπεσε σὲ κεῖνο τ᾿ ὄμορφο χωριό, μακρυὰ ἀπὸ τὸν κόσμο, δὲν ξεμάκρυνε ἀπ᾿ αὐτό, σὰ νὰ ηὖρε τὸ λιμάνι τῆς σωτηρίας του. Ἔκανε τὸ γιατρό, πρὸ πάντων γιὰ τοὺς φτωχούς, ποὺ τοὺς γιάτρευε χάρισμα.
Γύρεψα νἅβρω τίποτα τετράδια γραμμένα ἀπὸ τὸ χέρι του, μὰ ποὔπανε πὼς δὲν ὑπάρχουνε, γιατί, σὰ μάθανε οἱ συγγενεῖς του ἀπὸ Βυτίνα πὼς πέθανε, πήγανε στὶς Νυφὲς γιὰ νὰ τὸν κληρονομήσουν καὶ μὴ βρίσκοντας τὰ πετράδια καὶ τὰ πλούτη, ποὺ νομίζανε πὼς εἶχε κρυμμένα, ξεσκίσανε ἀπὸ τὴ μανία τους ὅτι χαρτιὰ πέσανε στὰ χέρια τους. Τὸ μόνο πρᾶγμα ποὺ ηὗρα ἤτανε μία φωτογραφία του, ποὺ τὸν παριστάνει μὲ τὸ χέρι ἀπάνω στὴν ὑδρόγειο σφαῖρα, χαλασμένη, κίτρινη καὶ σβυσμένη, ποὺ μόλις ξεχώριζε σὰν ἴσκιος ἡ φυσιογνωμία καὶ τὴν ξεσήκωσα μὲ τὸ μολύβι, γιὰ νὰ τὴ γλυτώσω ἀπὸ τὸ δόντι τοῦ καιροῦ κι αὐτὸ τὸ πιστὸ σχέδιο τὸ βάζω σὲ τοῦτο τὸ βιβλίο.
Τὸ κιβούρι τοῦ εἶναι φτωχὸ καὶ ξεχασμένο, λὲς ξεπίτηδες τὸ διάλεξε ἀπάνω στὴν Κέρκυρα, ἀνάμεσα στὴν Εὐρώπη, στὴν Ἀσία καὶ στὴν Ἀφρικὴ ποὺ στριφογύρναγε σ᾿ ὅλη τη ζωή του. Ἐκεῖ ξαπόστασε τὸ γέρικο κορμί του, ποὺ τὸ παίδεψε σὰν ἀσκητής, ὄχι ἀνεβασμένος σὲ καμιὰ κολόνα ἢ σὲ κανένα σπήλαιο κλεισμένος, ἀλλὰ περπατώντας μῆνες καὶ χρόνια γιὰ νἅβρει κεῖνον τὸν ξεχασμένο Λίθινον Πύργο τοῦ Πτολεμαίου, μέσα στὰ ἄσπλαχνα Ἰμαλάγια ἢ τὰ ὄρη τῆς Σελήνης μέσα στὸ καμίνι τῆς Ἀφρικῆς.
Τούτη ἡ ἱστορία τοῦ ἂς εἶναι σὰν ταφόπετρα σκαλισμένη ἀπὸ φτωχὸν ἐρμογλύφο, ποὺ δουλεύει μὲ τὴν πατρογονικὴ τέχνη, γιὰ νὰ παραστήσει ἕναν ἄγγελο πικραμμένον, ποὺ σιγοκλαίει μπροστὰ σ᾿ ἕνα σβυσμένο λυχνάρι, γιατὶ πέθανε ὁ καινούργιος Ὀδυσσέας, ὁ Παναγιώτης Ποταγὸς καὶ πιὸ πολύ, γιατὶ κείτεται στὴν ἐρημιά, ὄχι τοῦ Γόβη ἢ τῆς Περσίας, ἀλλὰ στὴν πιὸ φριχτὴ ἔρημο τῆς Λησμονιᾶς, πεταμένος σὰν Κινέζος λῃστής.
Πέθανε στὰ 1903, γέρος ἑβδομήντα ἕξη χρονῶν.