Συλλογή: Μυστικὰ Ἄνθη, Ἐκδόσεις: Παπαδημητρίου
Τὸ Βυζάντιο ἤτανε ἕνα βασίλειο ποὺ φαινότανε πὼς εἶχε ἀρχοντιὰ καὶ πὼς ὁ λαός του δὲν δυστυχοῦσε. Μὰ σὲ κάθε μεγάλο καὶ δυνατὸ κράτος, δίπλα στὰ πλούτη καὶ στὴν καλοπέραση, ὑπάρχει κι ἡ φτώχεια, ὅπως ἤτανε στὴν ἀρχαία Ρώμη, στὴν Περσία, στὴν Αἴγυπτο, κι ὑστερώτερα στὴν τσαρικὴ Ρωσία, στὴν Ἀγγλία καὶ στὴν Τουρκία. Ἔτσι καὶ στὸ Βυζάντιο, προπάντων στὰ χρόνια ποὺ ἀρχίσανε νὰ φανερώνουνται τὰ γεράματά του.
Ἕνας τύπος φτωχὸς καὶ πεινασμένος, ποὺ ἔζησε στὸ Βυζάντιο, ἤτανε ἕνας καλόγερος ποὺ τὸν λέγανε Πρόδρομο, κι ἀπὸ τὴ φτώχεια κι ἀπὸ τὴ μιζέρια ποὺ εἶχε κι ἀπὸ τὴ ζητιανιά του, τὸν βγάλανε Φτωχοπρόδρομο. Τὸ μικρὸ τ᾿ ὄνομά του ἤτανε Θεόδωρος, τὸ Πρόδρομος ἤτανε οἰκογενειακό του. Αὐτὸς μπορεῖ νὰ παρομοιαστεῖ μὲ τὸν σημερινὸν Καραγκιόζη, ποὺ εἶναι ὁλοένα πεινασμένος, κι ὁ νοῦς του εἶναι στὸ φαγί.
Ὁ Φτωχοπρόδρομος γεννήθηκε κατὰ τὰ 1150 ἀπάνω - κάτω, βασιλεύοντας ὁ Μανουὴλ ὁ Κομνηνός. Σ᾿ αὐτὸν τὸν βασιλιᾶ ἀφιέρωσε δυὸ μεγάλα ποιήματα, καὶ σ᾿ αὐτὰ κλαίγεται γιὰ τὴ φτώχειά του, γιὰ τὴν πείνα του, γιὰ τὴ γύμνια του, γιὰ τὴν κακομεταχείρισή του στὰ μοναστήρια, κατηγορᾶ τοὺς ἡγούμενους καὶ τοὺς καλοπερασμένους καλόγερους, καὶ καταριέται τὴν κλίση του στὰ γράμματα ποὺ τὸν ἔκανε νὰ χάσει τὸν καιρό του γιὰ νὰ τὰ μάθει, καὶ δὲν κύτταξε νὰ μάθει καμμιὰ ἄλλη δουλειὰ ποὺ νὰ βγάζει χρήματα, ὥστε νὰ μὴν ψοφᾶ ἀπὸ πείνα. Ὡστόσο, ἀπὸ τὰ γραφόμενά του φαίνεται πὼς ἤτανε γουρσούζης, τεμπέλης, ἀπρόκοφτος, στριμμένος καὶ κακόγλωσσος. Τὰ λόγια του τὸν δείχνουνε σιχαμερὸν καὶ βρωμόγλωσσον.
Στὸν καιρό του περνοῦσε γιὰ πολὺ γραμματισμένος, γιατὶ εἶχε παραγεμισμένο τὸ ἄδειο κεφάλι του μὲ κάθε λογῆς διαβάσματα, ἀχώνευτα, ἀνακατεμένα, ὅπως κάνανε oι λογιώτατοι ἐκείνου τοῦ καιροῦ. Εἶχε γράψει πολλὰ συγγράμματα, πεζὰ καὶ ποιήματα, θεολογικά, φιλοσοφικά, ἱστορικά, ἀκόμα κι ἀστρονομικά. Μὰ τί τὸ ὄφελος, ἀφοῦ δὲν εἶχε μηδὲ κουκούτσι κρίση; Τὰ ποιήματά του, ποὺ εἴπαμε, εἶναι ἄτεχνα, ἀνόητα, παιδιακίσια, χωρὶς καμμιὰ σοβαρότητα, καὶ δὲν ἔχουνε μήτε λίγη ἀπὸ τὴ χάρη ποὺ ἔχουνε κάποια ἄλλα σατιρικὰ βυζαντινὰ ποιήματα, ὅπως εἶναι ἐκεῖνο ποὺ ἔχει γιὰ τίτλο: «Γαϊδάρου, λύκου κι ἀλωποῦς, διήγησις χαρίεις».
Τὸ μονάχο καλὸ ποὺ ἔχουνε γιὰ μᾶς αὐτὰ τὰ ποιήματα τοῦ Φτωχοπρόδρομου, εἶναι τὸ ὅτι ἔχουνε θησαυρὸ ἀπὸ λέξεις τοῦ βυζαντινοῦ καιροῦ, πρὸ πάντων ἀπὸ φαγητά, ποὺ δείχνουνε πὼς τὰ ἴδια λόγια κρατήσανε ἴσαμε σήμερα σὲ πολλὰ μέρη τῆς Ἀνατολῆς καὶ τῆς Ἑλλάδας.
Τὸ πρῶτο ποίημα ἀρχίζει μὲ κάποια ἐγχώρια γιὰ τὸν βασιλέα, ποὺ εἶναι τόσο δουλικὰ καὶ σιχαμερά, ποὺ νὰ ἀηδιάζει ὁ ἀναγνώστης. Γιὰ τὴν αὐλοκολακεία φτιάνει κάποιες ἀσουλούπωτες λέξεις, σὰν τό: «Κομνηνόβλαστε, τετραυγουστόμορφε» κι ἄλλα τέτοια.
Ἀφοῦ γεμίσει δυὸ φύλλα, μὲ τὶς σιχαμερὲς κολακεῖες του, ἀρχίζει τὴν ἱστορία τῆς ζωῆς του: «Ἀπὸ μικρόθεν μ᾿ ἔλεγεν ὁ γέρων ὁ πατήρ μου, - τέκνον μου, μάθε γράμματα, ἂν θέλεις νὰ φελέσῃς. - Βλέπεις τὸν δεῖνα, τέκνον μου; Πεζὸς ἐπεριπάτει, - καὶ τώρα βλέπεις γέγονεν χρυσοφτερνιστηρᾶτος. - Ὁ κόρφος του βουρβούριζεν ψείρας ἀμυγδαλάτας, - καὶ τώρα ἀπὸ ὑπέρπυρα γέμει τὰ μανολᾶτα (φλουριά)». Καθὼς φαίνεται, ὁ Φτωχοπρόδρομος τὶς ἤξερε ἀπὸ τὸν ἑαυτό του τὶς ἀμυγδαλάτες ψεῖρες ποὺ βουρβουλιάζανε στὸν κόρφο του.
Τὸ λοιπόν, «ἔμαθε τὰ γραμματικά, πλὴν μετὰ κόπου πόσου!». Ἀλλὰ λέγει παρακάτω: «Ἀφοῦ δὲ τάχα γέγονα γραμματικὸς τεχνίτης, - ἐπιθυμῶ καὶ τὸ ψωμὶν καὶ κύταλον καὶ ψύχαν. - Καὶ διὰ τὴν πείναν τὴν πολλὴν καὶ τὴν στενοχωρίαν, - ὑβρίζω τὴν γραμματικήν, καὶ κλαίγω καὶ φωνάζω: - Ἀνάθεμαν τὰ γράμματα! Χριστέ, καὶ ποὺ τὰ θέλει! - Ἀνάθεμαν καὶ τὸν καιρόν, κι ἐκείνην τὴν ἡμέραν, - ὅπου μὲ παρεδώκασιν εἰς τὸ σκολιὸν ἐμέναν!». Καλύτερα, λέγει, νὰ μάθαινα μία τέχνη, νὰ γινόμουνα ράφτης. Γιατὶ ἂν μάθαινα «τὴν κλαποτήν», δηλαδὴ τὴ ραφτική: «Νὰ ἄνοιγα τὸ ἀρμάριν μου, νὰ τό ῾βρισκα γεμᾶτον - ψωμίν, κρασίν, πληθυντικὸν καὶ θυνομαγερίαν, - καὶ παλαμηδοκόμματα, καὶ τζίρους καὶ σκουμπρία, - παροῦ ὅτι τώρ᾿ ἀνοίγω το, βλέπω τοὺς πάτους ὅλους, - καὶ βλέπω χαρτοσάκκουλα γεμάτα τὰ χαρτία». Ὕστερα λέγει πὼς ἔχει ἕναν γείτονα μπαλωματή, «πετζοτῶν τάχα ψευδοτζαγγάρην, - πλὴν ἔνε καλοψουνιστής, ἔνε καὶ χαροκόπος (γλεντζές, χαρούμενος)». Κάθε πρωὶ λέγει στὸ τσιράκι του νὰ πάγει ν᾿ ἀγοράσει «χορδόκοιλα» (μεζέδες, κάτι σὰν κοκορέτσι), «-Φέρε καὶ βλάχικον τυρόν, ἄλλην σταμεναρέαν. - Καὶ δός του νὰ προγεύωμαι καὶ τότε νὰ πετζώνω». Πίνει καὶ κρασὶ βραστὸ μὲ πιπέρι, γιατὶ κάνει κρύο στὴν Πόλη. Καὶ σὰν ἔρθει τὸ μεσημέρι, «ρίπτει τὸ καλαπόδιν του, ρίπτει καὶ τὰ σανίδιν, - καὶ λέγει τὴν γυναίκα του: Κυρὰ καὶ θὲς τραπέζιν». Καὶ βάζουνε στὸ τραπέζι «μισὸν ἐκζεστόν, δεύτερον τὸ σφουγγᾶτον (ὀμελέτα),- καὶ τρίτον τὸ ἀκριόπαστον (παστὸ κρέας) ὀφθὸν ἀπὸ μερίου, καὶ τέταρτον μονόκυθρον (= μονόχυτρον, δηλαδὴ διάφορα φαγητὰ σὲ μία χύτρα), - πλὴν βλέπε νὰ μὴ βράζει (νὰ μὴν εἶναι ζεματιστό). - Ἀφοῦ δὲ παραθέσουσιν, καὶ νίψεται καὶ κάτζει. -Ἀνάθεμά με, Βασιλεῦ, καὶ τρισανάθεμά με! -Ὅταν στραφῶ καὶ ἴδω τὸν λοιπὸν τὸ πὼς καθίζει, - τὸ πῶς ἀνασκουμπώνεται νὰ πιάσει τὸ κουτάλιν, - καὶ δὲν τρέχουν τὰ σάλια μου, ὡς τρέχει τὸ ποτάμι. - Κι ἐγὼ ὑπάγω κι ἔρχομαι πόδας μετρῶν τῶν στίχων. -Εὐθὺς ζητῶ τὸν ἴαμβον, γυρεύω τὸν σπονδεῖον, - γυρεύω τὸν πυρρίχιον καὶ τὰ λοιπὰ τὰ μέτρα, - ἀλλὰ τὰ μέτρα ποὺ φελοῦν στὴν ἄμετρόν μου πείναν;».
Ὁ καημένος ὁ λιμασμένος Φτωχοπρόδρομος, ἀπὸ τὴν πείνα του τοὺς βλέπει ὅλους σὰν λούκουλους παραχορτασμένους καὶ τὰ παραλέγει, ὅπως κάνει μὲ τὰ συμπόσια τοῦ φτωχοῦ τοῦ μπαλωματῆ.
Παρακάτω λέγει πὼς μετάνοιωσε γιατὶ δὲν ἔγινε χαμάλης, νὰ τρώγει καὶ νὰ πίνει καλά. Ὕστερα στεναχωριέται γιατὶ δὲν ἔγινε περιβολάρης: «Κηπουρικὴν πολύκαρπον ν᾿ ἀργαζόμουν τὴν τέχνην, - συκίτζια καὶ ροδάκινα, ροδίτζια, μυγδαλίτζια, - δαμασκηναπιδόμηλα, δαμάσκηνα κροκάτα, - τὰ λέγουν ἀνατολικά, τὰ λέγουν λαγωνάτα, - καὶ τἄλλα τὰ τῶν κηπουρῶν σκόρδα καὶ κρομμυδίτζια, - ματζάνες (μελιτζάνες), λαχανόγουλα, κραμπιὰ καὶ σευκλογούλια».
Κι ἀφοῦ πεῖ κι ἄλλα πολλὰ παρόμοια, φωνάζει: «Πείνα μου, πάλιν πείνα μου, καὶ δεύτερον σὲ γράφω». Στὸ τέλος λέγει πὼς πέρασε ἀπὸ ἕνα χασάπικο ποὺ εἶχε παχειὰ κρέατα, κι ἡ τζίκνα τὸν ζάλισε καὶ μπῆκε μέσα. «Ἐκεἷβρα κρέας καὶ ψήνασιν σουγλιταρέαν μεγάλην. - Τοῦ μακελλάρη τὴν γυνὴν ἠρξάμην κολακεύειν. - Κυρά, κυρὰ μαστόρισσα, κυρὰ χορδοκοιλίστρα. -καὶ μουτλογατανόσκουφε γυνὴ τοῦ μακελλάρη, - δός με ὀλίγον ἔντερον, δός με δαμὶν μαστάριν. - ... ἐκ τὴν λαπάραν σου, ἐξαύτην τὴν βαστάζεις». Κι ἐκείνη ἡ παλιογυναίκα προσποιήθηκε πὼς τὸν λυπήθηκε καὶ τὸν κάθησε στὸ τραπέζι, ὡς ποὺ σὲ μία στιγμὴ ποὺ καθότανε ἀνύποπτος, τὸν περίχυσε, τὸν δυστυχῆ, μ᾿ ἕναν πατσᾶ, καὶ τὸν ἔκανε ἐλεεινόν, βρώμισε καὶ τὴν κάπα του ποὺ τὴν εἶχε μοναχοκόρη.
Κι ἀρχίζει τὸ μοιρολόγι τῆς κάπας του: «Κάπα μου, πάλιν κάπα μου, παλιοχαρβαλωμένη, - κάπα μου, ὅταν σ᾿ ἔθηκεν ἡ βλάχα νὰ σὲ φάνει, - πολλὰ δάκρυα σὲ γέμισεν καὶ στεναγμοὺς μεγάλους. - Ἐσὲν ἔχω γιὰ πάπλωμαν, κάπα κι ἀπανωφόριν,- ἐσέναν καὶ πουκάμισον, ἐσέν᾿ ἐπιβαλτάριν».
Ὕστερα ἀπὸ τo πάθημά του πηγαίνει στὸ σπίτι του, «τὸ σπίτιν τὸ παλαιόσπιτον τὸ καινουργιοχαλασμένον. - Νυστάζω, πέφτω τάχα τε, τυλίγομαι τὴν κάπαν. - Κοιμοῦμ᾿ ὡς τὸ μεσάνυκτον, καὶ ἄκου τί παθαίνω. - Ἐμπλέκονταί μ᾿ οἱ ψεῖρες μου ἄνωθεν ἕως κάτω, - καὶ βάνω τὸ χερίτζιν μου, συντρίβω καὶ τζακίζω, - εὐγάνω τ᾿ ὁλοκόκκινον, νάπες βαφέαν ὁμοιάζω».
Μ᾿ αὐτὲς τὶς σιχαμερὲς ἱστορίες τελειώνει τὸ πρῶτο ποίημα τοῦ Φτωχοπρόδρομου. Στὸ δεύτερο κακολογᾶ τοὺς γούμενους τῶν μοναστηριῶν καὶ τοὺς ἄλλους καλόγερους ποὺ καλοπερνούσανε, γιὰ τοῦτο ἔχει τὴν ἐπιγραφή: «Κατὰ ἡγουμένων».
Ἀρχίζει πάλι μὲ τὴν κλάψα: «Καὶ γὰρ ἀγράμματος εἰμὶ καὶ νέος ρακενδύτης, - καὶ μοναχὸς τῶν εὐτελῶν τῶν ἀποκαθισμένων, - καὶ τὴν ἰσχὺν ἐπίσης τε μύρμηκος κεκτημένος». Κι ἀρχίζει νὰ λέγει τὴ δική του τὴ φτώχεια ἀπὸ τὅνα μέρος καὶ τὴν καλοπέραση τῶν ἡγουμένων ἀπὸ τ᾿ ἄλλο: «Αὐτὸς ἔχει κἂν τέσσαρα λαμπρὰ κρεβατοστρώσια, - καὶ σὺ κοιμᾶσαι στὸ ψαθὶν καὶ γέμεις καὶ τὰς ψείρας. - Αὐτὸς ψουνίζει πάντοτε λαβράκια, φιλομήλας (φαγκριά), καὶ σὺ ποτὲ οὐκ ἠγόρασας κἂν τορνεσίου χαβιάριν». «Καὶ σἦλθες ἀνυπόδετος καὶ δίχα ὑποκαμίσου, - καὶ τὸ βρακίν σου φαίνετον ἀπὸ πενήντα τρύπας».
Ὕστερα ἀραδιάζει τὰ φαγητὰ ποὺ μπαίνουνε στὰ γουμενοτράπεζα: «Καὶ τὶς ὑποίσει καθορῶν τὰ πλήθη τῶν ἰχθύων, - τῶν ἡγουμένων ἔμπροσθεν προκείμενα συνήθως; - Πρῶτον διαβαίνει τὸ ἔκζεστον ψησόπουλον τουρδᾶτον (φουσκωτὸ ψητό), - καὶ δεύτερον ἀκρόβραστον μαζεῖ (στῆθος) ἀρβαλιασμένον (ψιλοκομμένον), - καὶ τρίτον ὀξυνόγλυκος κροκάτη μαγειρία, - ἔχουσα στάχος σύγουρδον καριόφυλλον τριψίδιν (μὲ μυρουδικὰ καὶ μὲ τριμμένο μοσχοκάρφι), - ἀμανιτάριν ὄξος τε, καὶ μέλιν ἐκ τῶν τ᾿ ἀκάπνην (μέλι ἄκαπνο) - καὶ μέσα κεῖται κόκκινος μεγάλη φιλομήλα (φαγκρί), - καὶ κέφαλος τρισπίθαμος αὐγάτος ἐκ τὸ ρύζιν (ἀπὸ τὸ μπουγάζι), - καὶ συναγρίδα πεπανὴ (παχειά), ὦ θεέ μου, μαγειρία!», κι ἄλλα πολλὰ ἀραδιάζει ὁ λαίμαργος Φτωχοπρόδρομος, ποὺ δὲ μποροῦνε νὰ τὰ φᾶνε μήτε δέκα ἄνθρωποι.
Καὶ πάλι παρακάτω λέγει τὸν ἀναβαλλόμενο γιὰ τοὺς ἡγουμένους: «Ἐκεῖνοι τὰ νομίσματα συνάγουσιν ἀπλήστως, - ἡμᾶς δὲ κατηχίζουσι περὶ φιλαργυρίας. - Ἐκεῖνοι τὰ λαβράκια καὶ τοὺς τρανοὺς κεφάλους, - ἡμεῖς δὲ τὸ βρωμόκαπνον ἐκεῖνο τὸ ἁγιοζούμιν (ἕνα νερόπλυμα μὲ βρασμένα κρομμύδια). - Ἐκεῖνοι τὰ γοφάρια, τὶς ἴσχας, τὰ ψησία, - ἡμεῖς δὲ πάλιν τρώγομεν ἐκεῖνο, πῶς τὸ λέγουν;...». Καὶ σὰν παραπονεθεῖ, τοῦ λένε πὼς εἶναι ἀπὸ φτωχὸ σόγι, «καλογερίτζιν ταπεινὸν ὑπάρχεις ἐκ τὸ Μήλιν, - ψωριάρικον, κιτρινιάρικον, γυμνόν, ἀπολεσμένον, - γαδούριν παλαιόπληγον, ὀρνίθιν κορυντζάριν (κορυζάρικο)».
Στὸ τέλος πιάνει πάλι τὰ ἐγκώμια καὶ τὶς κολακεῖες στὸ βασιλιᾶ, ποὺ τὸν λέγει: «τὸν Μανουὴλ τὸν Κομνηνόν, τὸν τῆς πορφύρας γόνον, - τὸν πύργον τῆς Ἀνατολῆς, τῆς Δύσεως τὸ δόρυ».
Τὰ ποιήματα τοῦ Φτωχοπρόδρομου εἶναι κακότεχνα καὶ κακορίζικα, ἀλλὰ μέσα σ᾿ αὐτὰ βρίσκει κανένας θησαυρὸ ἀπὸ λόγια, ποὺ πολλὰ ἀπ᾿ αὐτὰ βρίσκουνται στὸ στόμα τοῦ λαοῦ ὡς τὰ σήμερα. Βάζω παρακάτω λίγα ἀπ᾿ αὐτά: παπάς, κάτα (ἔτσι λένε σήμερα τὴ γάτα σὲ κάποια μέρη), μελιτζάνες, λαβράκια, παλαμίδες, παλαμιδοκόμματα, σκουμβριά, σκουμπροπαλαμιδοκόμματα, γοφάρια, συναγρίδες, σαβρίδια, μουροῦνες, χτένια, σουλῆνες (καὶ τὰ δυὸ εἶναι θαλασσινὰ μαλακόστρακα, ποὺ τὰ πιὸ φημισμένα ἤτανε τῆς Μυτιλήνης, καὶ τώρα εἶναι τοῦ Ἀϊβαλιοῦ), παγούρια (τὰ σημερινὰ παβούρια, μεγάλα νόστιμα καβούρια), ξύδι, βλησκούνι (ἡ λεγόμενη μέντα), φάβα, ἀρκουδίζω (περπατῶ μὲ τὰ τέσσερα, ὅπως κάνουνε τὰ παιδιά· ἔτσι λέγανε στὴ Μ. Ἀσία, ἐνῷ ἐδῶ λένε μπουσουλῶ), ξυνάγαλον, ἀθότυρον (ὅπως τὸ λένε στὴν Κρήτη), κι ἄλλα. Βρῆκα καὶ τὴ λέξη σακολέβα, ποὺ λέγανε μ᾿ αὐτὴ τὸ παλιόρασο, ἐνῷ σακολέβες λέγανε ὡς προχτὲς κάτι καΐκια ἀνατολίτικα, ἴσως γιατὶ ἤτανε φτωχοκάϊκα.