(ἀπὸ τὸ Ἀσάλευτο Θεμέλιο, Ἀκρίτας 1996)
Θέλω νὰ μιλήσω γιὰ τὸν ἅγιο Βασίλειο, ἀλλὰ νὰ μὴν πῶ τὰ συνηθισμένα ποὺ λένε ὅσοι γράφουνε γι᾿ αὐτὸν τὸν ἀληθινὰ Μέγαν ἅγιο. Προπάντων κάποιοι θεολόγοι φραγκοδιαβασμένοι, ποὺ δὲν τοὺς ἐνδιαφέρει σχεδὸν καθόλου ἡ ἁγιότητά του κ᾿ ἡ κατὰ Θεὸν σοφία του, ἀλλὰ ἡ «θύραθεν» σοφία του, ἡ γνώση ποὺ εἶχε στὰ ἑλληνικὰ γράμματα, στὴ ρητορικὴ καὶ στάλλα ἐφήμερα καὶ ἐξωτερικὰ στολίδια αὐτῆς τῆς βαθειᾶς ψυχῆς, λησμονώντας τί γράφει ὁ ἀπόστολος Παῦλος γιὰ τὴν κοσμικὴ σοφία, ποὺ τὴ λέγει «μωρίαν παρὰ τῷ Θεῷ».
Γιὰ τοὺς τέτοιους, ἡ φιλοσοφία εἶναι σεβαστή, μάλιστα περισσότερο ἀπὸ τὴ θρησκεία κι᾿ ἂς θέλουνε νὰ τὸ κρύψουνε, ἡ ἐπιστήμη πιὸ πειστικὴ ἀπὸ τὴν πίστη, ἡ ἀρχαιότης πιὸ σπουδαῖο οἰκόσημο ἀπὸ τὸν Χριστιανισμό. Γι᾿ αὐτό, ὅλα τὰ μετρᾶνε μ᾿ αὐτὰ τὰ μέτρα. Ἡ ἀξία τῶν ἁγίων Πατέρων δὲν ἔγκειται στὴν ἁγιότητά τους, ἀλλὰ στὸ κατὰ πόσον εἶναι δεινοὶ ρήτορες, δεινοὶ συζητηταί, δυνατοὶ στὸ μυαλό, μ᾿ ἕνα σύντομον λόγο, κατὰ πόσον ἔχουνε ὅσα ἐκτιμοῦσε καὶ ἐκτιμᾶ ἡ ἁμαρτωλὴ ἀνθρωπότητα κι᾿ ὅσα εἶναι ἢ περιττὰ γιὰ τὸ χριστιανό, ἢ βλαβερά, κατὰ τὸ Εὐαγγέλιο. Μὰ δὲν πάει νὰ λέγη τὸ Εὐαγγέλιο! Αὐτοὶ οἱ διδάσκαλοι τοῦ λαοῦ δὲν ρωτᾶνε τίποτα, αὐτοὶ τραβᾶνε τὸ χαβά τους. Τὸν Παῦλο, ποὺ εἶχε πῆ χίλιες φορὲς καὶ κατὰ χίλιους τρόπους πὼς ἡ γλωσσικὴ ἐπιτηδειότητα δηλ. ἡ ρητορεία, εἶναι ψεύτικη καὶ δὲν τὴ θέλει ὁ Χριστός, αὐτοί, σώνει καὶ καλά, μὲ τὸ ζόρι, τὸν ἀνακηρύξανε «μέγαν ρήτορα», αὐτὸν ποὺ εἶπε λ.χ. «οὐ γὰρ ἀπέστειλέ με ὁ Χριστὸς βαπτίζειν, ἀλλ᾿ εὐαγγελίζεσθαι, οὐκ ἐν σοφίᾳ λόγου, ἵνα μὴ κενωθῆ ὁ σταυρὸς τοῦ Χριστοῦ», καὶ ποὺ γράφει στοὺς Κολοσσαεῖς: «Βλέπετε (προσέξετε) μὴ τὶς ὑμᾶς ἔσται ὁ συλαγωγῶν διὰ τῆς φιλοσοφίας καὶ κενῆς ἀπάτης, κατὰ τὴν παράδοσιν τῶν ἀνθρώπων, κατὰ τὰ στοιχεῖα τοῦ κόσμου, καὶ οὐ κατὰ Χριστόν». Αὐτοὶ ὅμως ποὺ ἐξηγοῦνε στὸ λαὸ τὴν Ἁγία Γραφή, εἶναι κουφοὶ καὶ τυφλοί, ἢ κάνουνε πὼς δὲν ἀκοῦνε καὶ δὲν βλέπουνε, κι᾿ αὐτὸν ποὺ εἶπε πὼς ἡ φιλοσοφία εἶναι «κενὴ ἀπάτη», τὸν ἀνακηρύξανε μέγαν φιλόσοφον, στοχαστήν, τετραπέρατον ἐγκέφαλον «κατὰ τὴν παράδοσιν τῶν ἀνθρώπων, κατὰ τὰ στοιχεῖα τοῦ κόσμου, καὶ οὐ κατὰ Χριστόν». Θέλουνε νὰ τὸν κάνουνε «ἐφάμιλλον τῶν ἀρχαίων φιλοσόφων οἵτινες ἐδόξασαν τὴν ἀνθρωπότητα», ὥστε νὰ ἔχῃ κι᾿ ὁ Χριστιανισμὸς κάποιους μεγάλους νόας κι᾿ ὄχι μοναχά τους πτωχοὺς τῷ πνεύματι, τὰ φτωχαδάκια, τοὺς ἀγράμματους Ἀποστόλους, τοὺς ἁπλοϊκοὺς ἀσκητάδες, τοὺς εὐκολόπιστους μάρτυρες καὶ ἁγίους. Τοὺς τέτοιους ψευτοχριστιανοὺς τοὺς τρώγει ἡ περηφάνια, ἡ κοσμικὴ ματαιοδοξία, ἐπειδὴ εἶναι αὐτοὶ ποὺ λέγει ὁ ἴδιος ὁ Παῦλος «εἰκῆ φυσιούμενοι ὑπὸ τοῦ νοὸς τῆς σαρκὸς αὐτῶν», καὶ «ἐν σαρκὶ ὄντες» καὶ τὰ σαρκικὰ τιμῶντες, θέλουν «Θεῷ ἀρέσει». Τὸν Παῦλο ποὺ εἶπε τὸν φοβερὸ τοῦτον λόγο «πᾶν ὃ οὐκ ἐκ πίστεως, ἁμαρτία ἐστίν» δηλ. «ὅ,τι δὲν προέρχεται ἀπὸ τὴν πίστη, εἶναι ἁμαρτία», μὲ τὴ μικρόλογη διάνοιά τους, τὸν κατεβάσανε στὰ μέτρα τους, κάνοντας τὸν λογοκόπο ρήτορα, φιλόσοφο, κοινωνιολόγο, πολιτικό, διοργανωτή, ψυχολόγο, παιδαγωγό, καιροσκόπο, ἐπειδὴ αὐτὰ καταλαβαίνουνε, κι᾿ αὐτὰ εἶναι οἱ πιὸ μεγάλοι τίτλοι ποὺ μποροῦνε νὰ φαντασθοῦνε. Μὲ πιὸ γερὰ λόγια καὶ πιὸ καθαρά, ζωηρὰ καὶ τρανταχτά, δὲν μποροῦσε νὰ τοὺς πῆ αὐτὰ τὰ πράγματα κανένα στόμα, παρεκτὸς ἀπὸ τὸν Παῦλο, καὶ ὅμως δὲν πήρανε χαμπάρι οἱ καινούργιοι γραμματεῖς. Ἂς εἶναι τὰ λόγια του σὰν σφυριὰ ποὺ κοπανᾶνε τὰ ξερὰ καύκαλά τους, ἐκεῖνοι: τὸ γουδὶ τὸ γουδοχέρι. Ἄκουσε πὼς μιλᾶ ὁ Παῦλος γιὰ τὴν ἀρχαία σοφία: «Ἐπειδὴ (γάρ) ἐν τῇ σοφίᾳ τοῦ Θεοῦ οὐκ ἔγνω ὁ κόσμος διὰ τῆς σοφίας (φιλοσοφίας) τὸν Θεόν, εὐδόκησεν ὁ Θεὸς διὰ τῆς μωρίας τοῦ κηρύγματος σῶσαι τοὺς πιστεύοντας. Ἐπειδὴ καὶ Ἰουδαῖοι σημεῖον αἰτοῦσι, καὶ Ἕλληνες σοφίαν ζητοῦσιν, ἡμεῖς δὲ κηρύσσομεν Χριστὸν ἐσταυρωμένον, Ἰουδαίοις μὲν σκάνδαλον, Ἕλλησι δὲ μωρίαν...». Λοιπόν, ἰδοὺ τί λέγει ὁ Παῦλος καὶ τί διδάσκουνε οἱ ἐξηγητὲς τοῦ Εὐαγγελίου καὶ τοῦ ἴδιου τοῦ Παύλου, δηλαδὴ τὴ μεμωραμένη σοφία, ποὺ θεωρεῖ τὴ διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ μωρία.
Δείχνω μεγάλη ἐπιμονὴ σ᾿ αὐτὸ τὸ ζήτημα, γιατὶ αὐτοὶ ποὺ θέλουνε νὰ νοθέψουνε τὸ κατακάθαρο νερὸ τοῦ Εὐαγγελίου, «τὸ ὕδωρ τὸ ζῶν τὸ ἀλλόμενον εἰς ζωὴν αἰώνιον», μὲ τὰ βαλτόνερα τῆς γνώσης καὶ τῆς ἀρχαίας φιλοσοφίας ποὺ πίνανε κεῖνον τὸν καιρὸ οἱ ταλαίπωροι ἄνθρωποι, «οἱ μὴ ἔχοντες ἐλπίδα», χωρὶς νὰ ξεδιψάσουνε, αὐτοὶ λοιπὸν οἱ τυφλοὶ ὁδηγοὶ στραβώνουνε τὸν κόσμο, καὶ γίνουνται αἰτία μὲ τὶς θεωρίες τους νὰ πέφτουνε οἱ νέοι στὴν ἀπιστία, γιατί ψυχὲς ποὺ θρέφονται μὲ τὴν «κενὴ ἀπάτη», ποὺ θὰ καταντήσουνε παρὰ στὴν ἀπιστία, ὁμολογημένη ἢ ἀνομολόγητη;
Ὅλα αὐτὰ προέρχονται ἀπὸ τὸν παραμορφωμένο Χριστιανισμὸ ποὺ μαθαίνουν ὅσοι δασκαλεύονται στὰ πανεπιστήμια τῆς Δύσης, ποὺ εἶναι ἡ πατρίδα τοῦ ὀρθολογισμοῦ καὶ τοῦ οὐμανισμοῦ, κ᾿ ὕστερα τὸν φέρνουνε αὐτὸ τὸν ὀρθολογιστικὸ Χριστιανισμὸ σ᾿ ἐμᾶς. Γιατὶ ἔχουμε τὴν κατάρα νὰ μαθαίνουνε ὅλα τὰ δικά μας ἀπὸ τοὺς ξένους, ἀκόμα καὶ τὴν ἀρχαία γλώσσα.
Γυρίζω πάλι στὸν Παῦλο, γιὰ νὰ πάρω ἀπ᾿ αὐτὸν κι᾿ ἄλλα θεόπνευστα λόγια ποὺ βγάζουνε ψεῦτες αὐτοὺς τοὺς φραγκοσπουδασμένους οὐμανίστες ψευτοχριστιανούς. Καὶ παίρνω ὅλο λόγια τοῦ Παύλου, γιατὶ σ᾿ αὐτὸν τὸν ἅγιο φανερώνουνε τὴν περισσότερη ἐκτίμησή τους, ἐπειδή, μὲ τὰ μέτρα ποὺ τὸν κρίνουνε, βρίσκουνε σ᾿ αὐτὸν περισσότερη ἐγκόσμια γνώση, κοινωνικὴ δραστηριότητα, ρητορικὴ δεινότητα, μεθοδικότητα, ψυχολογικὴ cξύτητα, κι᾿ ἕνα σωρὸ ἄλλα τέτοια ποὺ τὰ ἐκτιμοῦνε πολύ, χωρὶς νὰ μποροῦνε νὰ δοῦνε οἱ θεότυφλοι πὼς ὁ Παῦλος εἶναι ὁ μεγαλύτερος καὶ σφοδρότερος ἐχθρὸς καὶ κατακριτὴς τῆς στραβῆς ἀντίληψης ποὺ ἔχουνε γιὰ τὴ χριστιανικὴ θρησκεία.
Γράφει λοιπὸν ὁ θεόγλωσσος Παῦλος καὶ ρωτᾶ: «Ποῦ σοφός; Ποῦ γραμματεύς; Ποῦ συζητητὴς τοῦ αἰῶνος τούτου; (δηλ. τῆς κοσμικῆς σοφίας). Οὐχὶ ἐμώρανεν ὁ Θεὸς τὴν σοφίαν τοῦ κόσμου τούτου;» Σὰν νὰ λέγη: «Ποιὸς ἀπὸ τοὺς σοφούς του κόσμου τούτου, ἀπὸ τοὺς φιλοσόφους καὶ τοὺς δεινοὺς συζητητᾶς, μὲ τὴ διαλεκτική τους, θὰ μπορέση νὰ συζητήση, ἢ κἂν νὰ καταλάβη αὐτὰ ποὺ λέμε ἐμεῖς οἱ μωροί, ἐμεῖς ποὺ δὲν γνωρίζουμε τὰ μαστορικὰ γυρίσματα τῆς διαλεκτικῆς, ἐμεῖς οἱ ἀπαίδευτοι ἀνατολίτες, κι᾿ ὄχι κατὰ βάθος ἐμεῖς, ἀλλὰ αὐτὰ ποὺ λέγει τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον μὲ τὸ στόμα μας;»
Καὶ παρακάτω γράφει: «Σοφίαν δὲ λαλοῦμεν ἐν τοῖς τελείοις, σοφίαν δὲ οὐ τοῦ αἰῶνος τούτου, οὐδὲ τῶν ἀρχόντων τοῦ αἰῶνος τούτου, τῶν καταργουμένων». Ποιοὶ εἶναι οἱ ἄρχοντες τοῦ αἰῶνος τούτου, οἱ καταργούμενοι, παρὰ οἱ φιλόσοφοι κ᾿ οἱ ρήτορες κ᾿ οἱ ἄλλοι λογῆς-λογῆς μαστόροι τῆς κοσμικῆς λογοτεχνίας, ποὺ τὰ σκοτεινὰ φῶτα τους, λένε οἱ τυφλοὶ διδάσκαλοι τοῦ λαοῦ πὼς χρειάζονται στὸ χριστιανό, σὰν νὰ μὴν τοὺς φθάνη τὸ φῶς τοῦ Εὐαγγελίου, ποὺ λέγει «ἂν τὸ φῶς ποὺ ἔχουνε μέσα τους (οἱ τέτοιοι) εἶναι σκοτάδι, τὸ σκοτάδι τοὺς πόσο πρέπει νὰ εἶναι;»
Λοιπόν, κατὰ τὸ πνεῦμα «τοῦ αἰῶνος τούτου τοῦ καταργουμένου» ἑορτάζουνε καὶ δοξάζουνε καὶ τὸν ἅγιον Βασίλειον, ὄχι σὰν ἅγιον καὶ ἀγωνιστῆ τῆς ἀληθινῆς θρησκείας, ἀλλὰ σὰν συγγραφέα «καλλιεπῶν συγγραμμάτων», «σοφὸν ἠθικολόγον καὶ παιδαγωγόν, λάτρην τῆς ἑλληνικῆς σοφίας».
Ἀλλὰ πόσο σύμφωνος εἶναι ὁ ἅγιος μὲ κείνους ποὺ τὸν δοξάζουνε γιὰ τὴν ἑλληνομάθειά του καὶ γιὰ τὴν ἐκτίμηση ποὺ εἶχε στὴν ἀρχαία σοφία, τὸ φανερώνουνε τὰ παρακάτω λόγια ἀπὸ μία ἐπιστολὴ ποὺ ἔγραψε στὸν Εὐστάθιο ἐπίσκοπο Σεβαστείας:
«Ἐγώ, γράφει, ἀφοῦ ξόδεψα πολὺν καιρὸν στὰ μάταια πράγματα, κι᾿ ἀφοῦ ὅλη σχεδὸν τὴ νεότητά μου τὴ χάλασα μὲ τὸ νὰ κοπιάζω γιὰ πράγματα ἀνώφελα (ἀδιαφόρετα), καταγινόμενος νὰ μελετῶ τὰ μαθήματα τῆς «παρὰ τοῦ Θεοῦ μωρανθείσης σοφίας», ἐπειδὴ κάποτε ξύπνησα σὰν νὰ κοιμόμουνα σὲ βαθὺν ὕπνο, καὶ ἄνοιξα τὰ μάτια μου στὸ θαυμαστὸ φῶς τῆς ἀληθείας τοῦ Εὐαγγελίου κ᾿ εἶδα καλὰ πὼς ἤτανε ἄχρηστη «ἡ σοφία τῶν ἀρχόντων τοῦ αἰῶνος τούτου τῶν καταργουμένων», ἀφοῦ ἔκλαψα πολὺ γιὰ τὴν ἐλεεινὴ ζωή μου, παρακαλοῦσα τὸ Θεὸ νὰ μὲ χειροκρατήσῃ γιὰ νὰ φωτισθῶ στὰ δόγματα τῆς εὐσέβειας. Καὶ πρὶν ἀπ᾿ ὅλα προσπάθησα νὰ ἀποκτήσω κάποια ἠθικὴ διόρθωση, ἐπειδὴ εἶχε πάθει μεγάλη διαστροφὴ ἡ ψυχή μου ἀπὸ τὴ συναναστροφή μου μὲ τοὺς κακοὺς ἀνθρώπους. Διάβασα λοιπὸν τὸ Εὐαγγέλιο, καὶ σὰν εἶδα πὼς ἐκεῖ μέσα εἶναι γραμμένο πὼς συντείνει πολὺ στὴ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου τὸ νὰ πουλήση τὰ ὑπάρχοντά του καὶ νὰ τὰ μοιράση στοὺς φτωχοὺς ἀδελφούς του καὶ νὰ ζῆ χωρὶς νὰ φροντίζη καθόλου γιὰ τούτη τὴ ζωή, καὶ νὰ μὴν προσηλώνεται ἡ ψυχὴ στὰ ἐπίγεια ἀπὸ καμμιὰ συμπάθεια, παρακαλοῦσα νὰ εὕρω κάποιον ἀπὸ τοὺς ἀδελφοὺς ποὺ νὰ διάλεξε αὐτὸν τὸ δρόμο στὴ ζωή του, ὥστε, μαζὶ μ᾿ αὐτόν, νὰ ταξιδέψω καὶ νὰ περάσω τούτη τὴν περαστικὴ φουρτούνα τῆς ζωῆς».
Ἀλλὰ ποιὸς δίνει σημασία σ᾿ αὐτὰ ποὺ λέγει ὁ Μέγας Βασίλειος; Ἡμεῖς κάναμε ἕνα δικό μας Χριστιανισμό, ἕνα βολικό, ἕναν ἀνθρωπινὸ καὶ λογικὸ Χριστιανισμό, ὅπως λέγει ὁ μεγάλος Ἱεροεξεταστὴς τοῦ Ντοστογιέφσκη, γιατὶ ὁ Χριστιανισμὸς ποὺ δίδαξε ὁ Χριστὸς εἶναι ἀνεφάρμοστος, ἀπάνθρωπος. Ἐμεῖς, ἀντὶ ν᾿ ἀνέβουμε πρὸς τὸν Χριστό, ποὺ λέγει «ἐγὼ σὰν ὑψωθῶ, θὰ σᾶς τραβήξω ὅλους πρὸς ἐμένα», τὸν κατεβάσαμε ἐκεῖ ποὺ βρισκόμαστε ἐμεῖς, καὶ κάναμε ἕνα Χριστιανισμὸ σύμφωνο μὲ τὶς ἀδυναμίες μας, μὲ τὰ πάθη μας, μὲ τὶς κοσμικὲς φιλοδοξίες μας, καὶ δώσαμε καὶ στοὺς ἁγίους τὰ προσόντα ποὺ ἐκτιμοῦμε καὶ ποὺ θαυμάζει ἡ ὑλοφροσύνη μας, τοὺς κάναμε φιλοσόφους, ρήτορας, πολιτικούς, ψυχολόγους, κοινωνιολόγους, παιδαγωγούς, ἐπιστήμονες κ.λπ. Ὁ μεγάλος Ἱεροεξεταστής, σὰν πήγανε μπροστά του τὸν Χριστὸ (ποὺ πρόσταξε νὰ τὸν πιάσουνε, ἐπειδὴ ξανακατέβηκε στὴ γῆ καὶ τὸν ἀκολουθοῦσε ὁ κόσμος), τοῦ εἶπε: «Τὸν καιρὸ ποὺ ἦρθες στὸν κόσμο ἔφερες στοὺς ἀνθρώπους μία θρησκεία σκληρή, ἀνεφάρμοστη, ἀπάνθρωπη. Ἐμεῖς τὴν κάναμε βολική, ἀνθρωπινή. Τί ξαναἦρθες νὰ κάνης πάλι στὸν κόσμο; Νὰ μᾶς τὴ χαλάσης, μόλις τὴ βάλαμε στὸ δρόμο; Γι᾿ αὐτό, θὰ διατάξω νὰ σὲ κάψουνε ἐν ὀνόματί σου, σὰν αἱρετικόν».
Ὁ βολικός, ὁ ἀνθρωπινὸς Χριστιανισμός, αὐτὸ τὸ ἀνθρώπινο κατασκεύασμα, εἶναι ἡ συχαμερὴ παραμόρφωση ποὺ ἔπαθε τὸ Εὐαγγέλιο ἀπὸ τὴν πονηρὴ ὑλοφροσύνη τῆς σαρκός.