Φώτης Κόντογλου - Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος
«Παίγνιον ἀνόμου γυναικός»

(ἀπὸ τὸ Ἀσάλευτο Θεμέλιο, Ἀκρίτας 1996)


Σήμερα ποὺ γράφω, 29 Αὐγούστου, εἶναι ἡ μνήμη τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου. Χθὲς τὸ βράδυ ψάλαμε τὸν Ἑσπερινὸ κατανυκτικὰ σ᾿ ἕνα παρεκκλήσι, κ᾿ ἤτανε μοναχὰ λίγες γυναῖκες καὶ δύο-τρεῖς ἄνδρες. Σήμερα τὸ πρωὶ ψάλαμε τὴ λειτουργία του πάλι μὲ λίγους προσκυνητές. Τὰ μαγαζιὰ ἤτανε ἀνοιχτά, ὅλοι δουλεύανε σὰν νὰ μὴν ἤτανε ἡ γιορτὴ τοῦ πιὸ μεγάλου ἁγίου της θρησκείας μας. Ἀληθινὰ λέγει τὸ τροπάρι τοῦ «Μνήμη δικαίου μετ᾿ ἐγκωμίων, σοὶ δὲ ἀρκέσει ἡ μαρτυρία τοῦ Κυρίου, Πρόδρομε». Μὲ ἐγκώμια καὶ μὲ εὐλάβεια γιορτάζανε ἄλλη φορὰ οἱ ὀρθόδοξοι χριστιανοὶ τὸν Πρόδρομο, ἀλλὰ τώρα τοῦ φτάνει ἡ μαρτυρία τοῦ Κυρίου. Αὐτὴ ἡ μαρτυρία θ᾿ ἀπομείνῃ στὸν αἰώνα, εἴτε τὸν γιορτάζουνε εἴτε δὲν τὸν γιορτάζουνε οἱ ἄνθρωποι, εἴτε τὸν θυμοῦνται εἴτε τὸν ξεχάσουνε. Κ᾿ ἡ μαρτυρία εἶναι τούτη: πὼς ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος εἶναι «ὁ ἐν γεννητοῖς γυναικῶν μείζων» δηλ. «ὁ πιὸ μεγάλος ἀπ᾿ ὅσους γεννηθήκανε ἀπὸ γυναίκα» κατὰ τὰ λόγια τοῦ ἴδιου τοῦ Χριστοῦ. Γι᾿ αὐτὸ κ᾿ ἡ Ἐκκλησία μας ὥρισε νὰ μπαίνῃ τὸ εἰκόνισμά του πλάγι στὴν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ στὸ εἰκονοστάσιο τῆς κάθε ὀρθόδοξης ἐκκλησιᾶς.

Ὁ ἱερὸς Λουκᾶς ἀρχίζει τὸ Εὐαγγέλιό του μὲ τὴν ἱστορία τοῦ Προδρόμου καὶ λέγει «Ἐγένετο ἐν ταῖς ἡμέραις Ἡρώδου τοῦ βασιλέως τῆς Ἰουδαίας ἱερεύς τις ὀνόματι Ζαχαρίας ἐξ ἐφημερίας Ἀβιά»: «Στὶς μέρες τοῦ Ἡρώδη τοῦ βασιλιᾶ τῆς Ἰουδαίας ἤτανε ἕνας ἱερέας Ζαχαρίας ἀπὸ τὴν ἐφημερία τοῦ Ἀβιά, κ᾿ ἡ γυναίκα του ἤτανε ἀπὸ τὶς θυγατέρες τοῦ Ἀαρὼν καὶ τὴ λέγανε Ἐλισσάβετ· κ᾿ ἤτανε δίκαιοι κ᾿ οἱ δύο ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, γιατὶ πορευόντανε μὲ ὅλες τὶς ἐντολὲς καὶ μὲ τὰ δικαιώματα τοῦ Κυρίου, ἀψεγάδιαστοι. Καὶ δὲν εἴχανε παιδί, γιατὶ ἡ Ἐλισσάβετ ἤτανε στείρα, κ᾿ ἤτανε κ᾿ οἱ δύο περασμένοι στὴν ἡλικία. Καὶ κεῖ ποὺ λειτουργοῦσε τὴ μέρα ποὺ ἤτανε ἡ σειρά του νὰ λειτουργήσῃ ὁ Ζαχαρίας, καὶ μπῆκε στὸ ἱερὸ νὰ θυμιάσῃ, κι᾿ ὁ κόσμος προσευχότανε ἔξω κατὰ τὴν ὥρα ποὺ θυμίαζε. Καὶ φανερώθηκε στὸν Ζαχαρία ἕνας ἄγγελος Κυρίου καὶ στεκότανε δεξιὰ ἀπὸ τὸ θυσιαστήριο. Καὶ ταράχθηκε ὁ Ζαχαρίας σὰν τὸν εἶδε, κ᾿ ἔπεσε φόβος ἀπάνω του.

Καὶ τοῦ εἶπε ὁ ἄγγελος: Μὴ φοβᾶσαι, Ζαχαρία· γιατὶ ἀκούσθηκε ἡ δέησή σου, κ᾿ ἡ γυναίκα σου θὰ γεννήσῃ γυιὸ καὶ θὰ βγάλῃς τ᾿ ὄνομά του Ἰωάννη· καὶ θἆναι γιὰ σένα χαρὰ κι᾿ ἀγαλλίαση, καὶ πολλοὶ θὰ χαροῦνε γιὰ τὴ γέννησή του· γιατὶ θἆναι μέγας ἐνώπιον τοῦ Κυρίου, καὶ νὰ μὴν πιῇ κρασὶ κι᾿ ἄλλα πιοτά, καὶ θὰ εἶναι γεμάτος ἀπὸ ἅγιο Πνεῦμα ἀπὸ τὴν κοιλιὰ τῆς μητέρας του, καὶ θὰ γυρίσῃ πολλοὺς ἀπὸ τοὺς γυιοὺς τοῦ Ἰσραὴλ στὴν πίστη τοῦ Θεοῦ τους. Κι᾿ αὐτὸς θὰ ἔλθῃ μπροστὰ ἀπ᾿ αὐτὸν μὲ τὸ πνεῦμα καὶ μὲ τὴ δύναμη τοῦ Ἠλία, γιὰ νὰ γυρίσῃ τὶς καρδιὲς τῶν πατέρων στὰ παιδιά τους κι᾿ ἀνθρώπους ἀνυπάκουους στὴ φρονιμάδα, καὶ γιὰ νὰ ἑτοιμάσῃ γιὰ τὸν Κύριο λαὸ διαλεγμένον. Κ᾿ εἶπε ὁ Ζαχαρίας στὸν ἄγγελο: Ἀπὸ τί θὰ καταλάβω πῶς θὰ γίνουνε αὐτὰ ποῦ λές; γιατὶ ἐγὼ εἶμαι γέρος κ᾿ ἡ γυναίκα μου περασμένη. Καὶ τοῦ ἀποκρίθηκε ὁ ἄγγελος καὶ τοῦ εἶπε: Ἐγὼ εἶμαι ὁ Γαβριὴλ ποὺ παραστέκουμαι μπροστὰ στὸ Θεό, καὶ στάλθηκα νὰ σοῦ μιλήσω καὶ νὰ σοῦ φέρω τὴν καλὴ εἴδηση. Καὶ νά, θὰ πιασθῇ ἡ λαλιά σου καὶ δὲν θὰ μπορεῖς νὰ μιλήσῃς, ὡς τὴ μέρα ποὺ θὰ γίνουν ὅλα αὐτά, ἐπειδὴ δὲν πίστεψες στὰ λόγιά μου ποὺ θὰ γίνουνε στὸν καιρό τους. Κι᾿ ὁ λαὸς περίμενε νἄβγῃ ἀπὸ τὸ ἱερό. Καὶ σὰν ἐβγῆκε, δὲν μποροῦσε νὰ μιλήσῃ, καὶ καταλάβανε πὼς εἶδε κάποια ὀπτασία μέσα στὸ ἱερό. Κ᾿ ἐκεῖνος τοὺς ἔγνεφε κ᾿ ἤτανε κουφός».

Κι᾿ ἀληθινὰ γενήκανε ὅλα ὅπως τὰ εἶχε πεῖ ὁ ἄγγελος στὸν Ζαχαρία, κ᾿ ἐνοίωσε πὼς ἀπόμεινε βαρεμένη ἡ Ἐλισσάβετ, κ᾿ ἔκρυβε τὸν ἑαυτό της πέντε μῆνες. Καὶ σὰν ἦρθε ὁ καιρὸς νὰ γεννήσῃ, γέννησε ἀρσενικό. Καὶ σὰν τ᾿ ἀκούσανε οἱ γειτόνοι κ᾿ οἱ συγγενεῖς της, πήγανε καὶ τὴ συγχαρήκανε. Κ᾿ ὕστερα ἀπὸ ὀχτὼ μέρες, πήγανε οἱ συγγενεῖς γιὰ νὰ κάνουνε τὴν περιτομὴ τοῦ παιδιοῦ καὶ τὸ φωνάξανε μὲ τὄνομα τοῦ πατέρα του Ζαχαρία. Κ᾿ ἡ μητέρα τοῦ εἶπε: Ὄχι, θὰ τὸ βγάλουμε Ἰωάννη. Κ᾿ οἱ ἄλλοι τῆς εἴπανε πὼς κανένας στὸ σόγι σας δὲν ἔχει αὐτὸ τὄνομα. Ρωτούσανε καὶ τὸν πατέρα του μὲ νοήματα τί θέλει νὰ τὸ βγάλουνε τὸ παιδί. Καὶ κεῖνος ζήτησε πινακίδι κ᾿ ἔγραψε: Ἰωάννης εἶναι τὄνομά του. Κι᾿ ὅλοι θαυμάσανε. Τότες ἄνοιξε μονομιᾶς τὸ στόμα του κ᾿ ἡ γλώσσα του σάλεψε καὶ μιλοῦσε καὶ φχαριστοῦσε τὸ Θεό. Κι᾿ ὅσοι βρεθήκανε στὸ σπίτι φοβηθήκανε καὶ διαλαληθήκανε ὅσα γινήκανε σ᾿ ὅλα τὰ βουνὰ τῆς Ἰουδαίας. Κι᾿ ὁ Ζαχαρίας φωτίσθηκε ἀπὸ τὸ ἅγιον Πνεῦμα καὶ προφήτεψε κ᾿εἶπε: «Βλογημένος νἆναι ὁ Κύριος ὁ Θεὸς τοῦ Ἰσραήλ, γιατὶ θυμήθηκε κ᾿ ἔστειλε λύτρωση στὸ λαό του, καὶ σήκωσε ἀπάνω κ᾿ ἔσωσε τὸ σπίτι τοῦ Δαυῒδ τοῦ παιδιοῦ του, καὶ δὲν ξέχασε τὸν ὅρκο ποὺ ἔδωσε στὸν Ἀβραὰμ τὸν πατέρα μας. Κ᾿ ἐσύ, παιδί μου, θὰ γίνῃς προφήτης τοῦ Ὑψίστου, καὶ θὰ περπατήξῃς μπροστὰ ἀπὸ τὸν Κύριο γιὰ νὰ ἑτοιμάσῃς τὸ δρόμο του καὶ νὰ δώσῃς στὸ λαό του γνώση καὶ σωτηρία, ἐπειδὴ τὸν σπλαχνίσθηκε ὁ Θεός μας καὶ συγχώρησε τὶς ἁμαρτίες του, κ᾿ ἦρθε ἀπάνω μας ἀνατολὴ ἀπὸ ψηλά, γιὰ νὰ φωτίσῃ ἐκείνους ποὺ κάθουνται στὸ σκοτάδι καὶ στὸν ἴσκιο τοῦ θανάτου, καὶ νὰ ὁδηγήσῃ τὰ πόδια μας σὲ δρόμο εἰρήνης». Καὶ τὸ παιδὶ μεγάλωνε καὶ δυνάμωνε τὸ πνεῦμα του, καὶ ζοῦσε στὶς ἐρημιές, ὡς τὴ μέρα ποὺ φανερώθηκε καὶ κήρυχνε στοὺς Ἰσραηλίτες (Λουκ. α´ 5-80).

Στὰ δεκαπέντε χρόνια ἀπὸ τὴ μέρα ποὺ βασίλεψε στὴ Ρώμη ὁ Τιβέριος, τὸν καιρὸ ποὺ ἤτανε ἡγεμόνας τῆς Ἰουδαίας ὁ Πόντιος Πιλάτος κ᾿ ἤτανε τετράρχης τῆς Γαλιλαίας ὁ Ἡρώδης, γίνηκε λόγος τοῦ Θεοῦ στὸν Ἰωάννη τὸ γυιό του Ζαχαρία, ποὺ ζοῦσε στὴν ἔρημο, καὶ πῆγε στὰ περίχωρα τοῦ Ἰορδάνη κηρύχνοντας νὰ μετανοοῦνε καὶ νὰ βαφτίζουνται γιὰ νὰ συγχωρηθοῦνε οἱ ἁμαρτίες τους. Κ᾿ ἔλεγε σὲ κείνους ποὺ πηγαίνανε νὰ βαφτισθοῦνε: «Γεννήματα τῆς ὀχιᾶς, ποιὸς σᾶς ἔδειξε νὰ φύγετε ἀπὸ τὴν ὀργὴ ποῦ ἔρχεται καταπάνω σας; Κάνετε λοιπὸν καρποὺς ἄξιους τῆς μετάνοιας, καὶ μὴν πιάνετε καὶ λέτε: ἐμεῖς ἔχουμε πατέρα τὸν Ἀβραάμ. Γιατὶ σᾶς λέγω πὼς ὁ Θεὸς μπορεῖ ἀπὸ τοῦτα τὰ λιθάρια νὰ ἀναστήσῃ παιδιὰ τοῦ Ἀβραάμ. Καὶ τὸ τσεκούρι εἶναι κιόλας κοντὰ στὴ ρίζα τῶν δέντρων· κάθε δέντρο ποὺ δὲν κάνει καρπὸ καλὸ κόβεται καὶ ρίχνεται στὴ φωτιά».

Μία μέρα καθότανε ὁ Ἰωάννης μὲ τοὺς μαθητάδες του Ἀνδρέα κ᾿ Ἰωάννη, κ᾿ εἴδανε τὸν Χριστὸ ἀπὸ μακριά. Τότε γύρισε ὁ Πρόδρομος καὶ τοὺς λέγει: «Νὰ τὸ ἀρνὶ τοῦ Θεοῦ ποὺ σηκώνει ἀπάνω του τὶς ἁμαρτίες τοῦ κόσμου». Κ᾿ οἱ δύο μαθητές του ἀκολουθήσανε τὸν Χριστό.

Μετὰ καιρὸ ἔστειλε ὁ Πρόδρομος δύο μαθητές του νὰ ρωτήσουνε τὸν Χριστό: «Ἐσὺ εἶσαι αὐτὸς ποὺ θἄρθῃ, ἢ ἄλλον περιμένουμε;» Καὶ τὄκανε αὐτὸ γιὰ νὰ φανῇ πὼς ὁ Χριστὸς ἤτανε ὁ Μεσσίας. Τὴν ὥρα ποὺ πήγανε, ὁ Χριστὸς εἶχε γιατρέψει πολλοὺς ἀρρώστους. Καὶ σὰν τὸν ρωτήσανε ἂν εἶναι αὐτὸς ὁ Μεσσίας ἢ περιμένουνε ἄλλον, τοὺς ἀποκρίθηκε: «Πηγαίνετε καὶ πέστε στὸν Ἰωάννη ὅσα εἴδατε κι᾿ ὅσα ἀκούσατε· τυφλοὶ βλέπουνε, κουτσοὶ περπατοῦνε, λεπροὶ καθαρίζονται, κουφοὶ ἀκοῦνε, νεκροὶ ἀναστήνουνται, φτωχοὶ παίρνουνε ἐλπίδα. Κ᾿ εἶναι καλότυχος ὅποιος δὲν θὰ σκανδαλισθῇ γιὰ μένα καὶ θὰ μὲ πιστέψῃ».

Σὰν φύγανε οἱ μαθητὲς τοῦ Ἰωάννη, ὁ Χριστὸς γύρισε κ᾿ εἶπε στοὺς Ἰουδαίους γιὰ τὸν Ἰωάννη: «Τί βγήκατε νὰ δῆτε στὴν ἔρημο; Κανένα καλάμι ποὺ νὰ τὸ σαλεύῃ ὁ ἄνεμος; Τί βγήκατε νὰ δῆτε; Κανέναν ἄνθρωπο ντυμένον μὲ μαλακὰ ροῦχα; Νά, ὅσοι εἶναι ντυμένοι μ᾿ ἀκριβὰ καὶ μαλακὰ ροῦχα κάθουνται στὰ παλάτια. Τί βγήκατε λοιπὸν νὰ δῆτε; Κανέναν προφήτη; Ναί, σᾶς λέγω, καὶ περισσότερο ἀπὸ προφήτη. Γι᾿ αὐτὸν εἶναι γραμμένο: «Νά, ἐγὼ στέλνω τὸν ἄγγελό μου πρὶν ἀπὸ τὸ πρόσωπό σου ποὺ θὰ ἑτοιμάσῃ τὸ δρόμο σου μπροστά σου». Λοιπὸν σᾶς λέγω, κανένας προφήτης ἀπ᾿ ὅσους γεννήσανε γυναῖκες δὲν εἶναι μεγαλύτερος ἀπὸ τὸν Ἰωάννη τὸν βαπτιστὴ» (Λουκ. γ´ 1-9 καὶ ζ´ 18-28).

Ἕναν τέτοιον ἅγιο δὲν ἔχουμε καιρὸ νὰ γιορτάσουμε. Ἔχουμε ὅμως καιρὸ νὰ γιορτάζουμε καὶ νὰ κάνουμε φαγοπότια ὅπως ἔκανε ὁ Ἡρώδης, σὲ καιρὸ ποὺ πεινᾶνε χιλιάδες ἀδέλφια μας. Ἀπάνω σ᾿ ἕνα τέτοιο φαγοπότι μαρτύρησε ὁ Πρόδρομος, κι᾿ αὐτὴ τὴν ἱστορία τὴν ξέρουνε ὅλοι. Αὐτὸς ὁ τύραννος, γιὰ νὰ γίνῃ τετράρχης τῆς Ἰουδαίας, σκότωσε πολλοὺς ἐχθρούς του. Στὸν καιρό του ὁ κόσμος εἶχε γεμίσει ἀπὸ σκοτωμὸ καὶ σκληροκάρδια. Οἱ λεγεῶνες τῆς Ρώμης σφαζόντανε μεταξύ τους. Ὁ Καίσαρας, ὁ Πομπήιος, ὁ Ἀντώνιος, ὁ Ὀκτάβιος, ὁ Βροῦτος, ὁ Κάσσιος πολεμούσανε ὁ ἕνας καταπάνω στὸν ἄλλον γιὰ τὸ ποιὸς θὰ ἐξουσιάζῃ τὴν οἰκουμένη. Οἱ πιὸ μικροὶ σατράπες, σὰν τὸν Ἡρώδη, τρωγόντανε κι᾿ αὐτοὶ μεταξύ τους καὶ κολλούσανε σ᾿ ἕνα δυνατὸν ὁ καθένας. Ὁ Ἡρώδης ἤτανε φίλος μὲ τὸν Ἀντώνιο ποὺ πῆρε στὴν ἐξουσία του τὴν Ἀσία ὕστερα ἀπὸ τὴ μάχη ποὺ ἔγινε στοὺς Φιλίππους. Σὰν σκότωσε ὅλους τοὺς ἐχθρούς του, ἀπόμεινε ἕνας μοναχὸς ποὺ τὸν λέγανε Ὑρκανὸ κ᾿ ἤτανε ἀρχιερέας, μὰ ἔκρυβε πονηρὰ τὴν ἔχθρητά του ὡς νὰ μπορέσῃ νὰ τὸν ξαποστείλῃ κι᾿ αὐτὸν στὸν ἄλλον κόσμο. Στὴν πονηριὰ ἤτανε τέτοιος, ποὺ ὁ Χριστὸς τὸν ἔλεγε πονηρὴ ἀλεποῦ. Μὰ ἡ πεθερὰ τοῦ Ἡρώδη Ἀλεξάνδρα, ποὺ ἤτανε κόρη τοῦ Ὑρκανοῦ, κατάλαβε τὸν κακὸ σκοπό του, κ᾿ ἔγραψε στὴ βασίλισσα τῆς Αἰγύπτου τὴν Κλεοπάτρα καὶ τὴν παρακαλοῦσε νὰ μιλήσῃ στὸν Ἀντώνιο τὸν ἐραστή της γιὰ τὸ γυιό της τὸν Ἀριστόβουλο. Κεῖνες τὶς μέρες πῆγε στὴν Ἱερουσαλὴμ ἕνας φίλος του Ἀντωνίου λεγόμενος Δήλιος. Καὶ σὰν εἶδε τὸν Ἀριστόβουλο καὶ τὴν ἀδελφή του Μαριάμη, ἀπόμεινε σαστισμένος ἀπ᾿ τὴν ἐμορφιά τους, κ᾿ εἶπε στὴν Ἀλεξάνδρα νὰ στείλῃ στὸ μασκαρᾶ τὸν Ἀντώνιο τὶς ζωγραφιές τους. Σὰν τὶς εἶδε ὁ Ἀντώνιος, πολὺ εὐχαριστήθηκε κ᾿ ἔγραψε νὰ τοῦ στείλουνε τὸν Ἀριστόβουλο. Μὰ ὁ Ἡρώδης, ποὺ εἶχε μυρισθεῖ τὰ σχέδια τῆς Ἀλεξάνδρας, ἔγραψε στὸν Ἀντώνιο πὼς ἂν ἔφευγε ἀπὸ τὴν Ἱερουσαλὴμ ὁ Ἀριστόβουλος, θὰ γινόντανε ταραχὲς κι᾿ ἀκαταστασίες. Τὴν Ἀλεξάνδρα τὴν πρόσταξε νὰ κάθεται στὴν Ἱερουσαλήμ, γιὰ νὰ βλέπῃ τί κάνει, γι᾿ αὐτὸ καὶ κείνη ἔγραψε καὶ παραπονιότανε στὴν Κλεοπάτρα, ποὺ τῆς μήνυσε νὰ πάρῃ τὸν Ἀριστόβουλο καὶ νὰ πάγῃ στὴν Αἴγυπτο. Γιὰ νὰ ξεφύγῃ λοιπὸν ἀπὸ τὰ νύχια τοῦ Ἡρώδη, εἶπε καὶ φτιάξανε δύο σεντούκια καὶ στὅνα μπῆκε αὐτὴ καὶ στ᾿ ἄλλο ὁ Ἀριστόβουλος. Ἀλλὰ τοὺς πρόδωσε στὸν τύραννο ἕνας ὑπηρέτης του, καὶ τοὺς πιάσανε καὶ τοὺς πήγανε στὴν Ἱερουσαλήμ. Ὁ Ἡρώδης ἔκανε πὼς τοὺς συγχώρησε, μὰ σὲ λίγον καιρὸ βρῆκε εὐκαιρία νὰ ἐκδικηθῇ. Μία βραδιὰ ἡ Ἀλεξάνδρα τὸν προσκάλεσε σ᾿ ἕνα συμπόσιο ποὺ ἔκανε στὴν Ἱεριχώ, κι᾿ αὐτὸς προσκάλεσε τοὺς φίλους του νὰ κολυμπήσουνε στὶς θαυμαστὲς γοῦρνες ποὺ εἶχε κανωμένες γιὰ νὰ διασκεδάζῃ, κι᾿ αὐτοὶ ἐκεῖ ποὺ κολυμπούσανε καὶ παίζανε μεταξύ τους, πνίξανε τὸ δυστυχισμένο τὸν Ἀριστόβουλο. Ὁ Ἡρώδης ἔκανε πὼς πικράθηκε πολὺ κ᾿ ἔθαψε τὸν Ἀριστόβουλο μὲ μεγάλη πομπή, μὰ ὁ κόσμος ἤξερε πὼς αὐτὸς τὸν σκότωσε.

Ὅλη ἡ ζωή του στάθηκε γεμάτη ἀπὸ φονικὰ καὶ ραδιουργίες. Στὸ τέλος ἀρρώστησε καὶ σκουληκίασε τὸ κορμί του, καὶ πέθανε ὕστερα ἀπὸ μεγάλη ἀγωνία στὸ 2 μ.Χ. Ἀνάμεσα στὰ τερατουργήματα ποὺ ἔκανε ἤτανε κ᾿ ἡ σφαγὴ τῶν 14.000 νηπίων κατὰ τὴ Γέννηση τοῦ Χριστοῦ, κι᾿ ὁ ἀποκεφαλισμὸς τοῦ Προδρόμου [ὁ Φ.Κ. συγχέει τὰ πρόσωπα, ἀφοῦ στὴν πραγματικότητα πρόκειται γιὰ τὸν ἐγγονὸ τοῦ Ἡρώδη Α´, γυιὸ τοῦ Ἀρχελάου, Ἡρώδη Ἀντίπα, Τετράρχη τῆς Γαλιλαίας], σ᾿ ἕνα συμπόσιο ποὺ ἔκανε, κ᾿ ἡ γυναίκα τοῦ ἀδελφοῦ του Φιλίππου, Ἡρῳδιάδα, ἔβαλε τὴν κόρη της Σαλώμη καὶ χόρεψε μπροστά του γυμνή. Καὶ τόσο ἐνθουσιάσθηκε ὁ τύραννος ἀπὸ τὸ χορό, ποὺ ἔταξε στὴ Σαλώμη νὰ τῆς δώσῃ τὸ μισὸ βασίλειό του. Μὰ ἐκείνη, δασκαλεμένη ἀπὸ τὴ μάνα της, ποὺ ἐχθρευότανε τὸν Ἰωάννη ἐπειδὴ τὴ μάλωνε γιατὶ ζοῦσε μὲ τὸν ἀδελφό του ἀνδρός της, τοῦ ζήτησε τὸ κεφάλι τοῦ Προδρόμου. Ὁ Ἡρώδης στεναχωρήθηκε, γιατὶ κατὰ βάθος κι᾿ αὐτὸ τὸ θηρίο σεβότανε τὸν Ἰωάννη γιὰ ἅγιο, καὶ μαζὶ μ᾿ αὐτὸ φοβότανε καὶ τὸν κόσμο ποὺ τιμοῦσε τὸν Ἰωάννη σὰν προφήτη. Ἐπειδὴ ὅμως εἶχε πάρει ὅρκο, ἔστειλε ἕνα στρατιώτη καὶ τὸν ἀποκεφάλισε μέσα στὴ φυλακή, κ᾿ ἡ Σαλώμη ἔφερε τὸ κεφάλι καὶ τὄβαλε ἀπάνω στὸ τραπέζι, σ᾿ ἕνα ματωμένο δίσκο. Καὶ τότε, ἐκείνη ἡ φρενιασμένη τίγρη εὐχαριστήθηκε καὶ τρύπησε τὴ γλώσσα του μὲ μία βελόνα γιὰ νὰ τὴν ἐκδικηθῇ, ἐπειδὴ ὁλοένα ἔλεγε: «Μετανοεῖτε!». Καί, ὢ τοῦ θαύματος, μόλις τρύπησε τὴ γλώσσα του ἡ πόρνη, μίλησε κ᾿ εἶπε πάλι: «Μετανοεῖτε!»

Αὐτὰ γινήκανε μέσα σ᾿ ἕνα ἀσβολερὸ φρούριο ποὺ τὸ λέγανε Μαχαιροῦντα, στὰ βουνὰ τῆς Περαίας. Τὸ ἁγιασμένο λείψανο πρόσταξε ὁ Ἡρώδης νὰ τὸ θάψουνε μαζὶ μὲ τὸ κεφάλι, μὰ ἡ Ἡρῳδιάδα ζήτησε νὰ θάψουνε τὴν κεφαλὴ χωριστά, ἀπὸ τὸ φόβο της μὴν κολλήσῃ μὲ τὸ κορμὶ καὶ ζωντανέψῃ καὶ σηκωθῇ ἀπάνω. Οἱ μαθητὲς τοῦ Ἰωάννου πήγανε νύχτα καὶ κλέψανε τὸ σῶμα του καὶ τὸ θάψανε σ᾿ ἄλλο μέρος. Αὐτὸ τὸ μακάριο τέλος ἔλαβε γιὰ τὴν ἀλήθεια ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος, τὸ χελιδόνι ποὺ ἔφερε τὴν ἄνοιξη στὸν ἁμαρτωλὸ τὸν κόσμο ὁποὺ τὸν ἔδερνε χειμώνας βαρύς.

Ἀπὸ τοὺς μαθητάδες του, δύο πήγανε μὲ τὸν Χριστό, κι᾿ ἄλλοι ἀπομείνανε χωρισμένοι ἀπὸ τὸν Χριστὸ καὶ κάνανε μίαν αἵρεση ποὺ λεγότανε Προδρομίτες, κι᾿ ἀπὸ τὸν Ἰορδάνη ἔφταξε ὡς τὸ Χουσιστὰν τῆς Περσίας, καὶ βρίσκονται ἀκόμα. Οἱ ἴδιοι λένε τοὺς ἑαυτούς τους Ναζωραίους, κ᾿ οἱ μωχαμετάνοι τοὺς λένε Σαβί. Πιστεύουνε πὼς ὁ Ἰωάννης εἶναι ὁ πιὸ μεγάλος προφήτης καὶ πὼς ὁ Θεὸς θὰ στείλει ἕνα θεάνθρωπο ποὺ τὸν λένε Μαντάι Ἰαχία, ποὺ θὰ πεῖ Λόγος τῆς ζωῆς, γιὰ τοῦτο τοὺς λένε καὶ Μανταίους. Γι᾿ αὐτὸν τὸν θεάνθρωπο διδάσκουνε πὼς βαφτίσθηκε ἀπὸ τὸν Πρόδρομο καὶ πὼς ἔζησε λίγον καιρὸ στὸν κόσμο καὶ πὼς ἔκανε θαύματα καὶ πὼς σταυρώθηκε, ὡστόσο δὲν παραδέχουνται πὼς αὐτὸς εἶναι ὁ Χριστός. Ἔχουνε κάποια ἱερὰ βιβλία μὲ τ᾿ ὄνομα Λόγοι τῆς ζωῆς, τοὺς Ψαλμούς, ἕνα ἄλλο βιβλίο ποὺ τὸ λένε Ζεβοὺρ ποὺ λένε πὼς εἶναι πολὺ ἀρχαῖο γραμμένο ἀπὸ τὸν Ἀδὰμ σὲ γλώσσα χαλδαϊκή, κι᾿ ἀκόμα ἕνα ποὺ τὸ λένε Διβάν. Συμπαθοῦνε τοὺς χριστιανούς, μὰ ἐχθρεύουνται τοὺς μωχαμετάνους.