Φώτης Κόντογλου - Ὁ Θεὸς Κόνανος

(ἀπὸ τὸ Πέδρο Καζᾶς, Βασάντα κι ἄλλες ἱστορίες, «Ἀστήρ» Αλ. & Ε. Παπαδημητρίου, 1967)


Αὐτὸ τὸ κακὸ δαιμόνιο καθότανε σ᾿ ἕνα μοναστήρι λεγόμενο Καταβύθιση, μέσα στὴν ἔρημο Δραμούγκα. Ἐκεῖ πέρα ἤτανε κ᾿ ἡ Ζυγαριὰ τῆς Σωτηρίας, μὲ τὴν ὁποία ζυγιάζανε τοὺς προσκυνητὲς κατὰ πόσο ἤτανε ἄξιοι νὰ σωθοῦνε.

Τρέχανε λοιπὸν ἀπὸ κάθε χώρα χιλιάδες προσκυνητὲς νὰ πᾶνε στὸ μοναστήρι. Περπατούσανε βιαστικά, πεινασμένοι, διψασμένοι, σκελεθρωμένοι, μὲ ποδάρια πληγωμένα. Αὐτὸ τὸ κοπάδι, ποὺ στὴν ἀρχὴ ἤτανε τόσο μεγάλο, μὲ τὸν καιρὸ λιγόστευε ἀντὶς νὰ πληθαίνει, ἐπειδὴς αὐτοὶ οἱ χατζῆδες δὲν τρώγανε ὁλότελα, μὴν τύχει καὶ παχύνουνε, καὶ πεθαίνανε ἀπὸ τὴν πείνα κι ἀπὸ τὴν κακοπάθηση τοῦ κορμιοῦ.

Πῶς παίρνει ὁ ἄνεμος τὸν καπνό, ἔτσι τρέχανε αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι μέσα στοὺς κάμπους καὶ στὰ βουνά. Σκύλοι μαλλιαροὶ κι ἀγριεμένοι γαβγίζανε ἀπὸ πίσω τους.

Περάσανε μία χώρα ποὺ τὴ λένε Φαρμακωμένη, γιατὶ δὲν ἔχει τίποτ᾿ ἄλλο ἀπὸ πέτρες κατάξερες.

Τὸ κρύο τοὺς ἔκαιγε σὰ φωτιά. Σ᾿ αὐτὰ τὰ μέρη, δυὸ ὧρες ἅμα βγεῖ ὁ ἥλιος, ἀρχίζει νὰ φυσᾶ ἕνας ἀγέρας ταντανιασμένος, σὰ νὰ βγαίνει μέσ᾿ ἀπὸ παγωμένες σπηλιές. Φυσᾶ ἴσαμε τὸ βράδι, λίγο πρὶν βασιλέψει ὁ ἥλιος. Τὰ βουνὰ καὶ τὰ βράχια φαίνουνται σὰν κρούσταλλα, ὁ οὐρανὸς σὰ γυαλί, καὶ θαρρεῖ κανένας πὼς εἶναι κοντά, ἀλλὰ μπορεῖ νὰ περπατᾶ ἕναν μήνα γιὰ νὰ τὰ σιμώσει.

Κατὰ τὸ δρόμο ποὺ τραβούσανε, ἅμα τοὺς χτυποῦσε ὁ ἄνεμος ἀπὸ μπροστά, βασανιζόντανε μὲ τὸ κεφάλι κάτω, ἅμα τοὺς χτυποῦσε ἀπὸ τὰ πλάγια, πηγαίνανε μὲ τό ῾να πλευρό, ἅμα τοὺς ἔδερνε ἀπὸ πίσω, τοὺς σβάρνιζε σὰ νά ῾τανε ἀγκάθια ἐλαφρότατα.

Φτάξανε σ᾿ ἕνα μέρος πότρεχε ἕνα ποτάμι ἀφρισμένο. Δὲν ἤτανε παγωμένο, γιατὶ εἶχε ὅλο καταρράχτες σὰ σκαλοπάτια, καὶ τὸ νερὸ ἔπεφτε ἀπὸ τὸν ἕναν στὸν ἄλλο καὶ δὲν πρόφτανε νὰ παγώσει. Ὁ τόπος εἶχε καὶ λίγα ἀγριόδεντρα. Εἴδανε ἕνα μύλο ποὺ βρόνταγε ἡ ρόδα του, μὰ ἤτανε ἔρημος καὶ γύριζε μοναχός του.

Ἀφοῦ περάσανε τὸ ποτάμι, καθήσανε καὶ συλλογιζόντανε ποιὸ δρόμο νὰ τραβήξουνε. Τότες ἀκούσανε μία φωνὴ ψιλὴ καὶ παράξενη, πὄβγαινε ἀπὸ τὴ ρόδα τοῦ μύλου, λέγοντάς τους νὰ περάσουνε μέσ᾿ ἀπὸ μία τρύπα τοῦ βουνοῦ.

Ἀφοῦ περπατήξανε κάμποσο, βρήκανε αὐτὴ τὴν τρύπα καί, μπαίνοντας μέσα, πέσανε νὰ κοιμηθοῦνε. Ἀλλὰ δὲν μπορέσανε νὰ κοιμηθοῦνε, γιατὶ κολλήσανε ἀπάνω τοὺς πλῆθος βδέλλες, ἀπὸ τὶς ὁποῖες ἤτανε γεμάτη κείνη ἡ τρύπα.

Πρὶν ξημερώσει λοιπὸν φύγανε ἀπὸ κεῖ. Ἡ τρύπα τοὺς ἔβγαλε σ᾿ ἕνα μέρος γεμάτο κοφτερὲς στουρναρόπετρες καὶ κάμποσοι πεθάνανε, ἀδυνατισμένοι ὁλότελα ἀπὸ τὸ αἷμα ποὺ τοὺς ἤπιανε οἱ βδέλλες.

Σὲ λίγες μέρες καταντήσανε ὁλότελα σκέλεθρα, κατὰ τὸ λόγο ποὺ λέγει ὁ θεὸς Κόνανος: «Ἂν θέλεις νὰ μὴν καταποντιστεῖς, πρέπει νὰ ξεραθοῦνε τὰ κρέατα τοῦ κορμιοῦ σου· τὰ κόκκαλά σου νὰ μικρύνουνε καὶ νὰ γίνουνε σὰν ἀλαφρόπετρα.»

Ὁλοένα βουνὰ ἀνεβαίνανε, βουνὰ ἄσπλαχνα, καταβόθρες μαῦρες κ᾿ ἔρημες. Μηδὲ ἀγριοπούλι δὲν εἴδανε.

Φτάξανε σ᾿ ἕνα μέρος ἡμερώτερο λεγόμενο Νάτικον, ποὺ θὰ πεῖ Καλὸς Τόπος. Εἴδανε ἀπὸ μακριὰ κάποιους ἀνθρώπους νὰ περπατᾶνε. Σὰν ἀνεβήκανε στὸ βουνό, εἴδανε ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριὰ κάμποσες καλύβες κ᾿ ἕναν πύργο, μ᾿ ἕνα τέρας καθισμένο στὴν κορφή του.

Ἀπὸ κεῖνα τὰ σπίτια ἔβγαινε μία ψαλμωδία λυπητερή, μὰ δὲ φάνηκε κανένας ἄνθρωπος.

Πέσανε ὕστερα σὲ μιὰ λίμνη μισοπαγωμένη, καὶ γύρω της βοσκούσανε πολλὰ βουβάλια. Πέντ᾿ - ἕξι τσομπάνηδες πήγανε κοντά τους καὶ τοὺς δώσανε παγωμένο κρέας, μὰ δὲν τὸ φάγανε.

Τὴ νύχτα κονέψανε μαζί τους. Τὸ πρωὶ οἱ μισοὶ δὲ σηκωθήκανε, γιατὶ πεθάνανε τὴ νύχτα.

Ἀπὸ κεῖ περπατήξανε οἱ ἄλλοι ὅλη τὴν ἡμέρα καὶ κατὰ τὸ βράδι φτάξανε σὲ μιὰ μεγάλη πολιτεία. Κοιμηθήκανε σ᾿ ἕνα χωριὸ καὶ τὸ πρωὶ πήγανε νὰ πάρουνε ἕναν λοξὸ δρόμο, μὰ τοὺς μποδίσανε κάτι παπάδες, ποὺ ἐρχόντανε ἀπό ῾να μοναστήρι, καὶ τοὺς πήγανε στὴν πολιτεία γιὰ νὰ πάρουνε χῶμα ἀπὸ τὸ μνημόρι κάποιου ἀσκητῆ, ὁ ὁποῖος ἤτανε θαμμένος στὸ κάστρο, νὰ τὸ πίνουνε μὲ τὸ νερό, νὰ μὴν πεθάνουνε στὸ δρόμο.

Ἀφοῦ πήρανε τὸ χῶμα, ἐπειδὴς νύχτωσε, τοὺς πήγανε σ᾿ ἕνα χάνι νὰ κοιμηθοῦνε. Αὐτὸ τὸ χάνι εἶχε μία κάμαρα ποὺ χωροῦσε ὡς δυὸ χιλιάδες κόσμο. Τὸ πάτωμα ἤτανε σκεπασμένο ἀπὸ φτερὰ ἀνακατεμένα μὲ ξεροχόρταρα. Πρὶν νυχτώσει καλὰ - καλά, γέμισε ἀπό ῾να πλῆθος ἀμέτρητο, ἄντρες, γυναῖκες καὶ παιδιά. Οἱ πιὸ πολλοὶ ἤτανε ζητιάνοι.

Ἤτανε ξαπλωμένοι, ἄλλοι μαζεμένοι, ἄλλοι μοναχοί, καὶ περιμένανε νὰ τοὺς σκεπάσουνε, γιατὶ κανένας δὲν εἶχε δικό του σκέπασμα. Σὰ βολευτήκανε ὅλοι, ἀκούστηκε ἕνα τούμπανο καὶ σὲ λίγο κατεβάσανε ἕνα πάπλωμα, πὄπιανε ἀπὸ τὴ μίαν ἄκρη ὡς τὴν ἄλλη, καὶ σκέπασε ὅλους ἐκεινοὺς τοὺς ἀνθρώπους. Τοὺς εἰδοποιούσανε μὲ τὸ τούμπανο, γιὰ νά ῾χει ὁ καθένας τὸ νοῦ του, νὰ περάσει τὸ κεφάλι τοῦ μέσα σε μία ἀπὸ τὶς πολλὲς τρύπες πού ῾χε αὐτὸ τὸ πάπλωμα. Τὴν ἡμέρα ἤτανε μαζεμένο στὸ ταβάνι καὶ τὸ κατεβάζανε μ᾿ ἕνα σωρὸ μακαράδες.

Τὸ λοιπόν, ἐκεῖ μέσα κοιμηθήκανε οἱ χατζῆδες. Πρωὶ - πρωὶ ἔπαιξε πάλι τὸ ταμποῦρλο, γιὰ νὰ ξυπνήσουνε· κ᾿ ὕστερ᾿ ἀνέβηκε σιγὰ - σιγὰ κεῖνο τὸ πάπλωμα στὸν ἀγέρα, καὶ τοῦτο μὴν τυχὸν κοιμᾶται κανένας, καὶ τὸν σηκώσει κείνη ἡ παράξενη μηχανὴ καὶ τὸν πνίξει.

Κινήσανε δίχως νὰ χασομερήσουνε καὶ μπήκανε ὕστερ᾿ ἀπὸ λίγο σ᾿ ἕνα ντερβένι γεμάτο ὄρνια. Ἅμα βγήκανε στ᾿ ἀνοιχτά, τοὺς πιάσανε κάτι ληστές, μὰ δὲν τοὺς πειράξανε, γιατὶ δὲν εἴχανε τίποτ᾿ ἀπάνω τους καὶ γιατὶ ἤτανε ἁγιασμένοι ἄνθρωποι.

Αὐτοὶ οἱ ληστὲς καθόντανε μέσα σ᾿ ἕνα κάστρο ρεπιασμένο, κ᾿ ἐκεῖ μέσα περάσανε τὴ νύχτα.

Πρὶν νὰ χαράξει, σηκωθήκανε καὶ κάνανε τὴν προσευχή τους, θυμιάσανε καὶ κομματιάσανε τὰ κορμιὰ ἐκεινῶν πού ῾χανε πεθάνει τὴ νύχτα, καὶ τὰ κομμάτια τὰ βάλανε ἀπάνω στὰ μπεντένια νὰ τὰ φάνε τ᾿ ἀγριοπούλια. Πέντ᾿ - ἕξι ἀπὸ τοὺς ληστὲς πήγανε μαζί τους, γιὰ νὰ σώσουνε τὴν ψυχή τους.

Ὁδοιπορήσανε ὅλη κείνη τὴ μέρα καὶ δὲ σταθήκανε πουθενὰ τὴ νύχτα, γιατὶ τὸ μέρος ἤτανε κάμπος. Τὸ φεγγάρι καὶ τ᾿ ἄστρα ἤτανε κόκκινα καὶ φοβερά.

Τὴν αὐγὴ ἄρχισε νὰ φυσᾶ ἕνας ἀγέρας μπουρινιασμένος καὶ παγωμένος. Τὸ κοπάδι σάστισε κ᾿ ἔτρεχε σβαρνίζοντας ἀπάνου σ᾿ ἕναν γλιστερὸ γκρεμνό. Πολλοὶ χαθήκανε. Μὰ κ᾿ οἱ ἄλλοι δὲ θὰ γλυτώνανε, ἂν δὲν τρυπώνανε σὲ κάτι σπηλιὲς ποὺ τοὺς δείξανε οἱ ληστές.

Ὁ ἀγέρας φυσοῦσε τρεῖς ἡμέρες, κι ὁλοένα δυνάμωνε. Τὴν τετάρτη ἔπαψε μονομιᾶς, κ᾿ ἤβγανε ὄξω, φάγανε κάτι βότανα κ᾿ ὕστερα μισέψανε.

Σὲ δυὸ μέρες εἴδανε ἀπὸ μακριὰ ἕνα μεγάλο μοναστήρι, τριγυρισμένο μ᾿ ἕναν ἀψηλὸ μαντρότοιχο, κολλημένο στὴν πλαγιὰ τοῦ βουνοῦ. Τὸ λέγανε Μουλᾶν, κ᾿ εἶχε πέντ᾿ - ἕξι χιλιάδες καλόγερους. Ἀπάνου στὰ μπεντένια στεκόντανε ὡς χίλια εἴδωλα σιχαμερά. Ἀπ᾿ ὄξω εἶχε ἕναν ἄλλον μαντρότοιχο χαμηλόν, κ᾿ ἐκεῖ μέσα ἤτανε χτισμένα ἴσαμε διακόσια σπίτια γεμάτα κόκκαλα.

Περάσανε κοντὰ ἀπὸ τὸν τοῖχο κ᾿ εἴδανε κοπάδια ἀπὸ ἀγιοῦπες, ποὺ μαλώνανε γιὰ τὰ κουφάρια, τὰ ὁποῖα εἴχανε ρίξει οἱ καλόγεροι κομματιασμένα, καὶ σφυρίζανε. Ὅσα ὄρνια ἤτανε χορτάτα, καθόντανε κουρνιασμένα καὶ δὲν μπορούσανε νὰ πετάξουνε, παρὰ σφυρίζανε. Βρῶμα ἀνυπόφερτη γέμιζε τὸν ἀγέρα.

Στὴν πόρτα στεκότανε στυλωμένο ἕνα εἴδωλο πολὺ μεγάλο, μ᾿ ἕνα σκέδιο φοβερό, πότρωγε ἕναν ἄνθρωπο, καὶ στὰ πόδια τοῦ ἤτανε στοιβαγμένα πολλὰ νεκροκέφαλα.

Οἱ καλόγεροι ἤτανε κλεισμένοι στὶς ἐκκλησίες κι ἀκουγότανε ἡ ψαλμωδία. Εἴδανε μονάχα ἕναν γέρο, ποὺ καθότανε μέσα σ᾿ ἕνα κουβούκλι κοντὰ στὴν καστρόπορτα, κι ὅπως φαίνεται ἤτανε στραβός, γιατὶ δὲ γύρισε τὸ κεφάλι του ὁλότελα.

Τραβήξανε παραπέρα, κ᾿ ηὕρανε κάτι τσομπάνηδες μὲ τὰ τσαντίρια. Τοὺς δώσανε καὶ φάγανε καὶ τοὺς βάλανε νὰ κοιμηθοῦνε μέσα σὲ κάτι τρύπες, κοντὰ σ᾿ ἕνα ποτάμι.

Σηκωθήκανε τὰ γλυκοχαράγματα καὶ πιάσανε κι ἀνεβαίνανε κάποιο βουνὸ λεγόμενο Τιτάκα, καὶ φτάξανε σ᾿ ἕνα διάσελο δίχως νὰ λείψει κανένας, μ᾿ ὅλο ποὺ ἤτανε πεθαμένοι ἀπὸ τὴν κούραση. Τὸ κρύο τοὺς εἶχε θανατώσει. Στήσανε τὰ τσαντίρια τους καὶ τρυπώσανε ἀπὸ κάτω, μὰ ὅλη τη νύχτα τὰ δαιμόνια κροταλούσανε καὶ μουγκρίζανε, σιμώνανε στὰ τσαντίρια τους καὶ πάλι ἀνεβαίνανε στὰ βουνά. Γιατὶ αὐτὸ τὸ μέρος ἤτανε στοιχειωμένο.

Τὴν ἄλλη μέρα ηὕρανε στὸ δρόμο τους ἕνα κοπάδι ζαρκάδια κ᾿ οἱ ληστὲς σκοτώσανε δυὸ - τρία, γιατὶ εἴχανε μαζί τους τὰ ταρκάσια τους μὲ τὶς σαγίτες.

Σιγὰ - σιγὰ ἀνεβήκανε σ᾿ ἕνα σκληρότατο βουνό, κ᾿ ὕστερα κατεβήκανε σ᾿ ἕνα λαγκάδι μὲ λιγοστὰ ἀγριόδεντρα. Ἀπάνου σὲ κεῖνον τὸν ἀνήφορο ἀπομείνανε κάμποσοι πεθαμένοι ἢ λιγοθυμισμένοι ἀπὸ τὴν κακοπάθηση κι ἀπὸ τὸ κρύο.

Οἱ ληστὲς λέγανε πὼς σὲ κεῖνα τὰ μέρη βρίσκουνται ἀγριανθρώποι μαλλιαροί, ποὺ τρῶνε τοὺς ἥμερους. Δὲν εἴδανε ὅμως κανέναν.

Ὕστερα περάσανε ἀνάμεσα σὲ κάτι μικρὰ βουνὰ ἔρημα καὶ κατάξερα καί, σὰν τὰ περάσανε, πέσανε σὲ βαλτόνερα παγωμένα μὲ λιγοστὰ ξερόκλαρα τριγυρισμένα.

Σ᾿ αὐτὸ τὸ μέρος ἀνταμωθήκανε μ᾿ ἕνα κερβάνι καὶ πιάσανε καὶ τοὺς ρωτούσανε ποὺ πᾶνε. Σὰ μάθανε πὼς πηγαίνανε στὸ θεὸ Κόνανο, τοὺς μιλήσανε μὲ εὐλάβεια καὶ τοὺς δώσανε λίγο κριθαρόψωμο.

Τὴ νύχτα τὴν περάσανε στὸν κάμπο. Τὰ βουνὰ κατεβάζανε ἕναν ἀγέρα θανατερὸν καὶ δὲν μπορέσανε νὰ κοιμηθοῦνε. Σηκωθήκανε νύχτα καὶ περπατούσανε.

Ἔρημοι τόποι! Δυὸ μέρες δὲν εἴδανε ζωντανὸ πλάσμα. Κατὰ τὸ βράδι, στρίβοντας πίσ᾿ ἀπό ῾να χαμοβούνι, εἴδανε ἕνα μικρὸ χωριό.

Οἱ χωριάτες τρέξανε νὰ τοὺς δοῦνε, μὰ ἤτανε φοβισμένοι, γιατὶ τοὺς περάσανε γιὰ τελώνια, ἐπειδὴς εἴχανε χαλάσει οἱ περισσότερες καλύβες τους ἀπὸ τὴ φουρτούνα πού ῾χε γίνει πρὸ δυὸ - τρεῖς μέρες. Ἤτανε θεόφτωχοι καὶ λιγδιασμένοι σὰν ψωριάρικοι σκύλοι. Οἱ κοιλιὲς τοὺς ἤτανε πρισμένες καὶ τὰ μάτια τοὺς τσιμπλιασμένα.

Σὲ κάμποσες ὧρες φτάξανε σ᾿ ἕναν τόπο μὲ γκρεμισμένες καλύβες, καὶ μαζέψανε τὶς πλίθρες καὶ κάνανε ἕνα μάντρωμα καὶ κοιμηθήκανε.

Τὴν ἄλλη μέρα, κατὰ τὸ μεσημέρι, βρεθήκανε σ᾿ ἕναν κάμπο χαρούμενον, μὲ πολλὰ χωριὰ στολισμένον. Τὰ σπίτια ἤτανε καλοχτισμένα καὶ τὰ περισσότερα εἴχανε δυὸ πατώματα.

Βγήκανε οἱ χωριάτες καὶ τοὺς πήρανε καὶ τοὺς πήγανε σ᾿ ἑνὰν γέρο καλόγερα, ποὺ ἤτανε πρὶν γούμενος σ᾿ ἕνα μικρὸ φτοχωμονάστηρο κοντά σε κεῖνο τὸ χωριό. Ἀφοῦ μιλήσανε μὲ τὸ γέρο, τοὺς δώσανε καὶ φάγανε καὶ τοὺς βάλανε σὲ τρία μεγάλα σπίτια νὰ κοιμηθοῦνε. Φύγανε νύχτα, δίχως νὰ ξυπνήσουνε οἱ χωριάτες.

Κείνη τὴ μέρα ἀπαντήσανε ἕνα μοναστήρι πολὺ παλαιότατο. Οἱ ἐκκλησιὲς καὶ τὰ κελλιὰ ἤτανε βαμμένα ἄσπρα, μαῦρα καὶ κίτρινα. Τοὺς χουγιάξανε κάτι καλόγεροι ἀπάνω ἀπὸ τὸν καστρότοιχο, μὰ δὲ θελήσανε νὰ χασομερήσουνε. Ἀφήσανε στὰ δεξιὰ τὸ μοναστήρι καὶ πήρανε ἕναν δρόμο, ποὺ χώθηκε σὲ λίγο μέσα σε κάτι ντερβένια σκοτεινότατα.

Ἀπὸ κεῖ μέσα βγήκανε τὴν ἄλλη μέρα κατὰ τὸ βράδι καὶ πέσανε σ᾿ ἕνα ἀνοιχτὸ βουνοκάμπι. Συναπαντήσανε κάτι ἄγριους τσομπαναρέους, ποὺ βοσκούσανε τὰ βόδια τους καὶ ποὺ δὲ γνωρίζανε περαπάνω ἀπὸ εἴκοσι λόγια. Τοὺς δώσανε νὰ φᾶνε βούτυρο. Μὰ οἱ πιὸ πολλοὶ χατζῆδες δὲ φάγανε, γιὰ νὰ μὴν παχύνουνε.

Οἱ τσομπάνηδες τοὺς πήγανε στὴν καλύβα τοῦ πιὸ γέρου, καὶ κεῖνος τοὺς παρακάλεσε νὰ κάνουνε μία δέηση γιὰ νὰ τοὺς φυλάγει ὁ θεός. Ἀνάψανε λοιπὸν τὰ λυχνάρια μὲ βούτυρο, θυμιάσανε καὶ πιάσανε καὶ ψέλνανε. Πολλοὶ ξημερωθήκανε μὲ τὴν ψαλμωδία. Τὰ τσαντίρια τοὺς ἤτανε ὁλόμαυρα. Εἴχανε ἀνακατεμένα πρόβατα μὲ βόδια κ᾿ ἤτανε ντυμένοι μὲ τομάρια.

Τὴν ἄλλη μέρα σηκώθηκε ἕνας ἄνεμος μπουρινιασμένος, κι ὁ οὐρανὸς μαύρισε σὰ χάλκωμα. Κατὰ τὴ νύχτα ἔπεσε πολὺ χιόνι, μὲ βροντὲς καὶ μ᾿ ἀστροπελέκια, ἕνα πράμα ἀσυνήθιστο. Πολλοὶ βρεθήκανε κοκκαλιασμένοι.

Πρὶν νὰ φύγουνε, κομματιάσανε τοὺς πεθαμένους καὶ σκορπίσανε τὰ κομμάτια τους.

Πιὸ πέρα συναπαντήσανε καμμιὰ τραιανταριὰ στρατιῶτες καβάλα στ᾿ ἄλογα, ἀρματωμένους μὲ σπαθιὰ καὶ μὲ δοξάρια. Τὴν ὥρα ποὺ περάσανε ἀπὸ κοντά τους, ξεκαβαλικέψανε καὶ τοὺς προσκυνήσανε· κ᾿ ὕστερα μισέψανε φωνάζοντας: «Γκιαλ νόμπο!»

Δὲν περπατήξανε πολὺ καὶ βρεθήκανε μπροστὰ σ᾿ ἕνα κάστρο μεγάλο καὶ πολὺ ἀγριεμένο, παλαιότατο χτίριο, Τάτα Τζὸγκ ὀνομαζόμενο. Τοὺς πήρανε κάποιοι στρατιῶτες καὶ τοὺς βάλανε νὰ κοιμηθοῦνε. Καὶ καλὰ καὶ βρεθήκανε, γιατὶ ὁ καιρὸς γίνηκε ἀβάσταχτος, μὲ χιόνι πολὺ καὶ μὲ ἀγέρα λυσσασμένον. Τὸ κάστρο ἀπὸ μέσα ἤτανε κατασκότεινο καὶ καπνισμένο ἀπὸ τὶς φωτιές, λιγδιασμένο καὶ βρώμικο στὸ ἔπακρο. Οἱ στρατιῶτες κάνανε τὴν ἀνάγκη τοὺς ἐκεῖ ποὺ κοιμόντανε κ᾿ ἐκεῖ ποὺ τρώγανε.

Ξημερώνοντας, πήρανε τὸ δρόμο ποὺ πήγαινε κατὰ τὸ βοριά, καταπάνω στὸν παγωμένο ἄνεμο. Ξεκουραστήκανε ἀπάνω σὲ μιὰ ράχη, πίσ᾿ ἀπὸ κάποιο ρημοκκλήσι στολισμένο μὲ μπαϊράκια, ἀπὸ κεῖνα πού ῾ναι γεμάτη ἡ χώρα τοῦ Θιβέτ.

Ὡς νὰ βραδιάσει, ξεψυχήσανε καμμιὰ δεκαριά, ἐκτὸς ἀπὸ πέντ᾿ - ἕξι π᾿ ἀπομείνανε στὸ κάστρο. Ἤτανε ὅλοι τους πολὺ ἀδυνατισμένοι, λογαριάζανε πὼς δὲ θὰ πρόφτανε κανένας τους νὰ πάγει στὸ μοναστήρι.

Κεῖ ποὺ περνούσανε κάτι ξεροβούνια ἔρημα, εἴδανε ἕνα μικρὸ χτίσμα ὁλομόναχο, εἶδος φοῦρνο, μὲ μιὰ μικρὴ τρύπα μονάχα. Ἐκεῖ μέσα ἤτανε χτισμένος ζωντανὸς κάποιος ἀσκητὴς γιὰ ν᾿ ἁγιάσει. Περάσανε δίχως νὰ πᾶνε κοντά, γιὰ νὰ μὴν τὸν ταράξουνε.

Ὁδοιπορήσανε κάμποσες μέρες ἀνάμεσα σὲ βράχια ἄψυχα, καὶ φτάξανε σ᾿ ἕνα μέρος πόσβηνε ὁ δρόμος. Σταθήκανε καὶ συλλογιζόντανε ἀπὸ ποὺ νὰ τραβήξουνε καί, στὸ τέλος, πήρανε ἕναν δρόμο. Μά, ἀφοῦ περπατήξανε κάμποσο καὶ ξεθεωθήκανε ἀπὸ τὴν κούραση, πέσανε σ᾿ ἕνα μέρος ποὺ βουλιάξανε τὰ ποδάρια τοὺς μέσα σ᾿ ἕναν μαῦρον ἄμμο. Γυρίσανε λοιπὸν πίσω, γιατὶ δὲν μπορούσανε νὰ πᾶνε ὁλότελα μπροστά· καί, περιπλανώμενοι δώθε - κείθε, βρεθήκανε πάλι στὸ πρῶτο μέρος, ποὺ κειτόντανε κάποια κουφάρια ἀπὸ τοὺς συντρόφους τους. Τέλος νυχτωθήκανε σ᾿ αὐτὸν τὸν τόπο. Πρὶν ξημερώσει, εἴδανε μακριὰ μιὰ φωτιὰ καὶ τραβήξανε καταπάνω της, μὰ τὴ χάσανε σὰ βγῆκε ὁ ἥλιος. Ὡστόσο τραβήξανε κατὰ κεῖ ποὺ φάνηκε, δὲν εἴδανε ὅμως ἄνθρωπο.

Μετὰ μία βδομάδα βρεθήκανε σὲ κάποιον τόπο ἴσον κι ἀνοιχτόν, πόμοιαζε σὰ θάλασσα κίτρινη, κ᾿ εἴδανε ἕνα μέρος μαντρωμένο πολὺ μεγάλο, κ᾿ ἐκεῖ μέσα ἤτανε χτισμένα μὲ πλίθρες πολλὰ μεγάλα χτίρια γεμάτα κόκκαλα, κι ἀπάνου στὶς σκεπὲς στεκόντανε σὰν ἀγάλματα πλῆθος σκέλεθρα σὲ διάφορα σχήματα. Στὸ μέρος ποὺ ἤτανε λεύτερο μέσα στὴ μάντρα, ἤτανε κανωμένες κάτι στοῖβες ἀπὸ ἄλλα κόκκαλα, τόσο μεγάλες, ποὺ φτάνανε πιὸ ψηλὰ ἀπὸ τὶς σκεπὲς τῶν σπιτιῶν. Κατά των μέρος τῆς μάντρας ἤτανε ἕνα χωματόβουνο, κι ἀπάνου στεκότανε ἕνα σιχαμερὸ εἴδωλο, ἄσκημο καὶ φοβερὸ περισσότερο ἀπὸ κάθε τί ποὺ μπορεῖ νὰ πλάσει μὲ τὴ φαντασία τοῦ ὁ πιὸ κακὸς ἄνθρωπος.

Τὰ κόκκαλα ἤτανε παμπάλαια, καταφαγωμένα ἀπὸ τὸν καιρὸ κι ἀπὸ τὸν ἀγέρα. Ἡ πόρτα ἤτανε μικρὴ κι ἀμπαρωμένη. Ψυχὴ δὲ φαινότανε πουθενά, κι ἀποροῦσε κανένας ποὺ βρεθήκανε τὰ τόσα κόκκαλα, ἐνῶ δὲ φαινότανε ἄνθρωπος ζωντανός, ἴσαμε δεκαπέντε μέρες διάστημα σὲ κεῖνο τὸ μέρος.

Ἀλλὰ αὐτοὶ πήρανε θάρρος, γιατὶ ξέρανε πὼς ἐκείνη ἡ παράξενη μάντρα ἔδειχνε πὼς βρισκόντανε στὰ σύνορα ποὺ πιάνει ἡ χώρα τοῦ θεοῦ Κόνανου ἡ λεγόμενη Καταβύθιση.

Καί, στ᾿ ἀλήθεια, παραπέρα ηὕρανε κάτι βράχους ξεκολλημένους καὶ πεσμένους τὸν ἕναν ἀπάνου στὸν ἄλλον. Πολλοὶ ἤτανε κρεμασμένοι στὸν ἀγέρα. Τὸ μέρος φαινότανε σὰν ἀκρογιαλιά. Ἄσπρα λιθάρια ἤτανε στοιβιασμένα, σὰ νὰ τά ῾χε σωριάσει ἄγρια θαλασσοταραχή. Ἡ γῆς ἔμοιαζε σὰν πετσί, σκεπασμένη μ᾿ ἁλάτι καὶ μ᾿ ἀνάρια ἀγκάθια. Ἄνεμοι ὀργισμένοι φυσούσανε καὶ τ᾿ ἀγκάθια τρίζανε. Δὲν μπορεῖ νὰ βρεθεῖ μέρος πιὸ θλιβερὸ ἀπὸ τοῦτο.

Πιάσανε καὶ κλαίγανε καὶ φωνάζανε: «Κόνανο, μίχουμ! Κόνανο, μίχουμ!» - ποὺ θὰ πεῖ: «Ἐλέησέ μας, Κόνανε!»

Ἔρημος! Ἔρημος! Κατὰ τὰ τέσσερα μέρη τοῦ κόσμου φαινότανε μία θάλασσα κίτρινη.

Οἱ χατζῆδες εἴχανε γίνει βρουκολάκοι δίχως κρέας. Ἡ ψυχή τους εἶχε πάει μέσα στὰ κόκκαλα. Μονάχα καμμιὰ εἰκοσιπενταριὰ ἀπομείνανε.

Στὶς τρεῖς μέρες ἀπὸ τὴ μέρα ποὺ εἴχανε φτάξει στὸ κοιμητήριο μὲ τὰ κόκκαλα, εἴδανε ἀπὸ μακριὰ τὸ μοναστήρι τοῦ Κόνανου.

Αὐτὸ τὸ μοναστήρι εἶναι ἀπὸ κεῖνα τὰ πράματα πού ῾ναι ὄξ᾿ ἀπὸ τὸν κόσμο κι ἀλλιώτικο ἀπ᾿ ὅλα τὰ φυσικὰ θεάματα.

Οὔτε ζωντανό, οὔτε πεθαμένο πλάσμα ἢ χτίσμα φαινότανε ἀπάνω στὴ γυμνὴ περιφέρεια, ἐξὸν ἀπὸ κάποιον βράχο καταξεσκισμένον, πόμοιαζε περισσότερο μὲ ξύλο παρὰ μὲ πέτρα, ἴδιος μ᾿ ἕνα πολὺ μεγάλο κούτσουρο ροζιασμένο, δίχως κλωνιά. Ἀπάνου σ᾿ αὐτὸν τὸν βράχο ἤτανε χτισμένο τὸ μοναστήρι, μ᾿ ἕναν τοῖχο ὁλοτρόγυρα ἀψηλὸν ἴσαμε δέκα ὀργυιές. Μέσα σ᾿ αὐτὸν τὸν καστρότοιχο ἤτανε χτισμένα πολλὰ χτίρια, μὲ πλῆθος χαγιάτια κρεμάμενα τό ῾να ἀπάν᾿ ἀπὸ τ᾿ ἄλλο. Στὶς σκεπὲς φαινόντανε φριχτὰ τελώνια, ποὺ στριφογυρίζανε χτυπημένα ἀπὸ τὸν ἀγέρα, καὶ πλῆθος ἀμέτρητο ἀνεμόμυλοι, κίτρινοι καὶ βυσσινοί, ποὺ τριζοκοπούσανε σὰ νὰ κλαίγανε. Στὶς τέσσερες γωνίες τοῦ καστρότοιχου, ποὺ ἤτανε σὰν τάμπιες, ἤτανε στημένα κοντάρια, κι ἀπάνω τοὺς ἀνεμίζανε κάτι μεγάλες βοϊδοουρές.

Ἡ καστρόπορτα ἤτανε ἀμπαρωμένη, σὰ νὰ μὴν ἄνοιξε ἀπὸ τότες πὄγινε ὁ κόσμος. Τὸ μονάχο πράμα ποὺ ἔδινε κάποια παρηγοριὰ ἤτανε ἕνα μικρὸ χτίριο σὰν προσκυνητάρι, μ᾿ ἕναν μικρὸν ἀνεμόμυλο στὴ σκεπή του, χτισμένο ὄξ᾿ ἀπὸ τὸ μοναστήρι.

Ἡ ἀνεμοζάλη μούγκριζε ἀπάνω στοὺς τοίχους καὶ στὶς σκεπές, σὰ νὰ βελάζανε βόδια κι ἄλλα φοβερὰ τέρατα. Τὰ οὐράνια ἤτανε θολωμένα.

Οἱ προσκυνητάδες πέσανε μπρούμυτα καὶ προσκυνήσανε κ᾿ ἤτανε σὰν ἀπονεκρωμένοι.

Λὲς καὶ τοὺς εἶδε κάποιο κρυμμένο μάτι, κ᾿ ἡ πόρτα ἄνοιξε σὰ νὰ τὴν ἄνοιξε ὁ ἄνεμος. Μπήκανε μέσα καὶ βρεθήκανε ἀπάνου σ᾿ ἕνα στενὸ πέρασμα καλντεριμωμένο. Ὓστερ᾿ ἀνεσκαλώσανε ἀπάνου σὲ μίαν ἀνεμόσκαλα κανωμένη μὲ καλάμια, καὶ χωθήκανε σὲ μία μικρὴ πόρτα. Ἀπὸ κεῖ ἀνεβήκανε κάμποσα σκαλοπάτια σκαμμένα στὸ βράχο, καὶ περάσανε μία θολωτὴ γαλαρία, πού ῾χε δεξιὰ κι ἀριστερὰ πλῆθος μικρὰ κελλιά, μνημόρια παράδοξα, μὲ γράμματα σκαλισμένα, παρεκκλήσια καὶ κάτι ἄλλα χτίρια ἀλλόκοτα. Μετὰ πολλά, καταντήσανε σ᾿ ἕνα κελλὶ κρύο κατὰ πολὺ καὶ σκοτεινότατο.

Τὴ νύχτα παρουσιαστήκανε μπροστὰ τοὺς πολλὰ δαιμόνια, ἄλλα μὲ κεφάλια βοδινά, ἄλλα σὰν πουλιὰ δίχως φτερά, ἄλλα πάλι σὰν ἀνθρωπότραγοι, καὶ μουγκανιόντανε καὶ σφυρίζανε καὶ τόση βουὴ κάνανε, ποὺ δὲν ἀκουγότανε ὁ ἀγέρας. Οἱ φωνές τους δὲ μοιάζανε μὲ κανενὸς ἀπ᾿ ὅσα πλάσματα βρίσκουνται στὸν κόσμο τὸ δικό μας.

Τὴν ὥρα π᾿ ἄρχιζε νὰ γλυκοχαράζει, ἀκούσανε μίαν ἄλλη χασμωδία καὶ μία μουσικὴ βροντερὴ ὄξω ἀπὸ τὸ κελλί, κ᾿ εὐτὺς μπήκανε μέσα κάτι φοβεροὶ ἀνθρώποι, κάνοντάς τους νόημα νὰ βγοῦνε ὄξω σὲ μίαν αὐλή, ὁλόγυρα στὴν ὁποία ἤτανε εἶδος χαγιάτια ἀπὸ σκαλισμένα ξύλα, κ᾿ ἐκεῖ τοὺς βάλανε νὰ σταθοῦνε.

Στὴ μέση χοροπηδούσανε καμμιὰ πενηνταριὰ δαίμονες μὲ κινήματα ἀλλόκοτα. Ἡ ξαγριωμένη ὄψη τοὺς πάγωνε τὸν ἄνθρωπο, τόσο ἤτανε παρὰ φύση σκληρὴ κ᾿ αἱμοβόρα. Ἄλλοι ἤτανε μεγαλόκορμοι κ᾿ εἴχανε μικρὰ πράσινα κεφάλια σὰν τοῦ πουλιοῦ, ἄλλοι ἤτανε μικρόκορμοι σὰν ἀποβράσματα κ᾿ εἴχανε κάτι κεφαλὲς μεγάλες με κέρατα μακριά, κι ἀπὸ τ᾿ ἀνοιχτὰ στόματά τους βγαίνανε τὰ μεγάλα δόντια τους. Ἀλλουνοῦ τὸ κεφάλι παρομοίαζε μὲ βουβαλιοῦ, ἀλλουνοῦ μ᾿ ἐλαφιοῦ, ἀλλὰ ἐλαφιοῦ αἱμοβόρου, πού ῾χε δόντια τρομερὰ καὶ μυτερά, ἀλλουνοῦ μὲ βαθράκου, κι ἄλλοι εἴχανε ὄψη γελαζούμενη, μὰ γεμάτη κακία, ὅλοι με μάτια δίχως ἔλεος, τελώνια βγαλμένα ἀπὸ τὰ τάρταρα.

Ἤτανε δυὸ - τρεῖς μὲ πρόσωπο φαρδὺ καὶ πλατὺ σὰν τσουκάλι παράξενο, μὲ δυὸ αὐτιὰ μεγάλα καὶ κρεμάμενα, μὲ καύκαλο γυαλιστερὸ δίχως μαλλιά. Ἤτανε κι ἄλλοι μὲ πρόσωπα μαλλιαρὰ καὶ μὲ τέσσερα κέρατα καὶ μὲ κάτι σιχαμερὰ ἐξογκώματα. Ἄλλοι πάλι μοιάζανε μὲ γριὲς καταχθόνιες, μ᾿ ἕνα σαγόνι μυτερὸ καὶ μεγάλο, δίχως τρίχα στὸ κεφάλι τους.

Μερικοὶ βαστούσανε στὰ χέρια τους ἀπό ῾να νεκροκέφαλο, ἄλλοι μιὰ καρδιὰ ματωμένη, ἄλλοι ἕνα ξερὸ ραχοκόκκαλο. Οἱ περισσότεροί τους κρατούσανε κουδούνια στὰ χέρια τους καὶ τὰ κουνούσανε σὰν τρελλοί. Ἡ λύσσα τοὺς ἤτανε μεγάλη· οὐρλιάζανε κι ἀλαλάζανε καὶ τρίζανε τὰ δόντια τους.

Χορεύανε πηγαίνοντας ἀπάνου στὸ βρόντο ποὺ κάνανε τὰ τούμπανα, κι ὁλοένα μανιάζανε περισσότερο. Μπροστὰ στοὺς χατζῆδες βρέθηκε ἕνα τριπόδι σὰν ζωντανό, γιατὶ καὶ κεῖνο φώναζε, κι ἀπάνω τοῦ καιγότανε κάποιο φαρμακερὸ λιβάνι, ποὺ τοὺς ζάλισε καὶ θόλωσε τὸ μυαλό τους.

Τὰ δαιμόνια μία σμίγανε, μιὰ ἀνοίγανε, πότε χυμίζανε μουγκρίζοντας κατὰ τὸ μέρος τους, σὰ νὰ θέλανε νὰ τοὺς ξεσκίσουνε, πότε γυρίζανε τὶς πλάτες τους καὶ φεύγανε κατὰ τ᾿ ἀντικρυνὸ μέρος, δείχνοντάς τους τὰ πισινά τους, ποὺ ἤτανε πιὸ φριχτὰ ἀπὸ τὴν ὄψη τους.

Σὲ μιὰ στιγμὴ σωπάσανε ὁλότελα, καὶ τότες παρουσιαστήκανε κάτι σκέλεθρα ζωντανά. Τὰ κόκκαλά τους ἤτανε κίτρινα, ἐξὸν ἀπὸ τὴν κοιλιά, ποὺ ἤτανε κόκκινη, κι ὄχι ἀπὸ τὰ παΐδια, ποὺ ἤτανε σὰν ἀπὸ γυαλί. Τὰ κόκκαλά τους ἀχούσανε σὰ νά ῾τανε κούφια νεροκάλαμα. Παίζανε κάποια ὄργανα παράξενα. Καμπόσοι ἀπὸ δαύτους βαστούσανε σπαθιὰ καὶ δοξάρια.

Ἀνακατωθήκανε μὲ τὰ δαιμόνια σὰ νὰ μαλώνανε μὲ δαῦτα καὶ σὰ νὰ κουβεντιάζανε σὲ μία γλώσσα ἄγνωστη, βγάζοντας κάτι φωνὲς πνιγμένες: «Μποχούμ! Μποχούμ!» Ὁλόγυρα ἀκουγόντανε σάλπιγγες καὶ ἄλλες στριξιές. Στὸ τέλος ξαφανιστήκανε σὰ νὰ τοὺς κατάπιε ἡ γῆς.

Τότες παρουσιαστήκανε δυὸ - τρεῖς σπανοὶ καλόγεροι καὶ πήρανε τοὺς χατζῆδες καὶ τοὺς πήγανε μέσα σὲ μιὰ μεγαλότατη ἐκκλησία, στολισμένη μὲ εἴδωλα κάθε λογῆς, θηλυκὰ καὶ ἀρσενικά. Στὰ δοκάρια τῆς σκεπῆς κρεμόντανε διάφορα τελώνια παρόμοια μὲ κορκόδειλους, σὰν ψάρια, σὰν πουλιά, σὰν κλωνιὰ ἀπὸ δέντρα, ἀλλὰ ζωντανὰ καὶ γεμάτα κακία, καθὼς καὶ πανιὰ ζωγραφισμένα. Ἡ σκεπὴ ἤτανε γεμάτη μάτια ὀργισμένα. Ἀκουγότανε μία ψαλμωδία πόλεγε: «Ὁ θεὸς Κόνανος εἶναι πιὸ κακὸς κι ἀπὸ τὸ Μάνιπα, πιὸ σκληρὸς κι ἀπὸ τὸ Χολσόρνα!»

Ἀπὸ τὸ μέρος ποὺ βασιλεύει ὁ ἥλιος, ἡ ἐκκλησιὰ εἶχε μία πόρτα μεγάλη, κ᾿ ἔγραφε ἀπάνου: «Ντραμαγκούμ» - ποὺ θὰ πεῖ: «Καταποντισμός».

Πρὶν νὰ τοὺς βγάλουνε ἀπὸ κείνη τὴν πόρτα, τοὺς ξεγυμνώσανε κ᾿ ἤτανε χειρότεροι ἀπὸ σκελετά, μονάχα κάτι ζαρωμένα πετσιὰ εἴχανε ἀπομείνει ἀπάνω τους.

Σὰν ἄνοιξε ἡ πόρτα, εἴδανε ἀπὸ κάτω ἕναν γκρεμνὸ ἴσαμε ἑκατὸ μπόγια καὶ περισσότερο. Ὁ βράχος ἔκανε μία μεγάλη κουφάλα σὲ κεῖνο τὸ μέρος, καὶ μέσα στὴν κουφάλα ἤτανε χτισμένο κεῖνο τὸ μέρος τῆς ἐκκλησιᾶς.

Ἀπάνω ἀπὸ τὴν πόρτα κρεμότανε μιὰ πέτρα θεόρατη, σὰ νὰ στεκότανε στὸν ἀγέρα, κι ἀπὸ κάτω τῆς καθότανε φωλιασμένος ὁ θεὸς Κόνανος, γελαστὸς καὶ παγκάκιστος, ὁ μισὸς παγωμένος κι ὁ μισὸς πυρωμένος, μὲ κέρατα, μὲ δόντια, μὲ νύχια ματωμένα, μὲ τὰ πλεμόνια του ἀπ᾿ ὄξω ἀπὸ τὸ στῆθος. Ἡ καρδιά του ἤτανε σὰν κάποιο ἐργαλεῖο παράξενο, ἀπάνου στὸν ἀφαλό του, καὶ χτυποῦσε δυνατὰ καὶ ξερά.

Ἀπὸ τὸ φρύδι κείνης τῆς κουφάλας, πόμοιαζε σὰν καμάρα, κρεμότανε ἕνα πρᾶγμα σὰν ζυγαριά, κανωμένη μὲ ξύλα παμπάλαια, ὅμοια μὲ κεῖνα τὰ μαγκάνια ποὺ βγάζουνε νερό. Ἡ μισὴ βρισκότανε ἀπάν᾿ ἀπὸ τὸ χάος, κ᾿ ἡ ἄλλη μισὴ ἀκουμποῦσε στὸ βράχο, σ᾿ ἕνα μέρος σκαμμένο, πού ῾χε πέντ᾿ - ἕξι σκαλούνια κ᾿ ἕνα μικρὸ πλάτωμα, ὅσο ποὺ χωροῦσε ἕνα μεγάλο ξύλο, ποὺ ἤτανε τὸ βαρίδι τῆς ζυγαριᾶς. Ἀπὸ τ᾿ ἄλλο μέρος κρεμότανε ἀπάν᾿ ἀπὸ τὸν γκρεμνὸ σὰν ἕνα πανέρι. Δυὸ τζουτζέδες θυμιάζανε μὲ κάτι καύκαλα ἀνθρωπινά.

Τότε ἕνας καλόγερας γύρισε τὴ ζυγαριά, ὥστε τὸ πανέρι πῆγε κατὰ τὰ σκαλοπάτια, καὶ βάλανε μέσα ἕναν ἀπὸ τοὺς χατζῆδες πισταγκωδεμένον. Μονομιᾶς ἔστριψε ἡ ζυγαριά, τὸ πανέρι ἀνεβοκατέβηκε γιὰ μία στιγμή, κ᾿ ὕστερα ἔγυρε κατὰ τὸν γκρεμνὸ κι ἀναποδογύρισε, κι ὁ ἄνθρωπος σφεντονίστηκε στὸ χάος καὶ ξαφανίστηκε.

Οἱ ἄλλοι περιμένανε τὴ σειρά τους κ᾿ ἡ καρδιά τους ἤτανε κατατρομαγμένη, γιατὶ αὐτὴ εἶναι ἡ λεγόμενη Ζυγαριὰ τῆς Σωτηρίας, κι ὅποιος φτάξει στὸ μοναστήρι δίχως νά ῾χει ξεραθεῖ ὁλότελα τὸ κορμί του καὶ βρεθεῖ πιὸ βαρὺ ἀπὸ τὸ βαρίδι, αὐτὸς εἶναι ἁμαρτωλὸς καὶ γκρεμνίζεται σὲ κεῖνον τὸν Καιάδα, ποὺ τὸν λένε στὴ γλώσσα τους Τσούγκρα. Ἀπὸ κεῖ πέρα σηκώνανε τὰ κόκκαλα καὶ τὰ πηγαίνανε στὸ μεγάλο κοιμητήριο.

Ἀπ᾿ αὐτουνοὺς τοὺς βασανισμένους προσκυνητάδες, μονάχα ὁ ἕνας δὲν ἔπεσε στὸν γκρεμνό, γιατὶ βρέθηκε πιὸ ἀλαφρὺς ἀπὸ τὸ βαρίδι· καὶ τοῦτο παρὰ τρίχα, τόσο, πού, ἂν τύχαινε νά ῾χει μαλλιὰ καὶ γένια, δὲ θὰ γλίτωνε.

Γίνηκε καλόγερας κι ἀπόμεινε στὸ μοναστήρι. Λένε πὼς στὰ γεράματά του γίνηκε γούμενος, καὶ πὼς στὰ χρόνια του βούλιαξε τὸ μοναστήρι μαζὶ μὲ τὸ κοιμητήριο.

Σὲ πολλὰ ἀρχαῖα χαρτιά, χειρογραφημένα σὲ θιβετιανὴ γλώσσα, βρίσκεται γραμμένο μὲ τὸ ἑλληνικὸ ὄνομα Καταβύθιση.

Τούτη τὴν ἱστορία τὴν ἔγραψε ἕνας Ἕλληνας γεννημένος στὴν Ἀσία.