Ὁ Φώτιος Κόντογλου καὶ τὸ ἔργο του

τοῦ Ἰωάννου Φ. Ἀθανασοπούλου, Θεολόγου - Φιλολόγου
Δίπτυχα τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, 2006


Ἡ ἀφιέρωση τοῦ παρόντος τόμου τῶν «ΔΙΠΤΥΧΩΝ» τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος στὸν μακαριστὸ Φώτιο Κόντογλου ἀποτελεῖ εὐῶδες μνημόσυνον στὴν μνήμη ἐκείνου, ὁ ὁποῖος μὲ τὸ ὀρθόδοξο ἐκκλησιαστικό του φρόνημα καὶ τὴν βαθιὰ θρησκευτικότητά του, μὲ τὸν «χυμώδη λόγον ἀληθείας» καὶ μὲ τὴν «πολύφωνη γλῶσσα τῶν χρωμάτων καὶ τῶν σχημάτων τῆς ἐσωτέρας ἡσυχίας καὶ σιωπῆς», ἀνεδείχθη ὁ φλογερὸς ἀπόστολος τῆς Ὀρθοδοξίας, ὁ μέγας ἀπολογητὴς τῆς πίστεως, ὁ ὑπέρμαχος προστάτης τῆς Ἑλληνορθοδόξου Παραδόσεως. Εἶναι ὁ ἐλάχιστος φόρος τιμῆς πρὸς ἐκεῖνον ὁ ὁποῖος, μὲ τὸ πολυσχιδὲς καὶ ἀσυνήθους εὐρύτητος ἔργο του, ἔδειξε κατευθύνσεις στὸν ἀδιέξοδο πνευματικὸ λαβύρινθο τῆς ἐποχῆς του καὶ συνέβαλε στὴν ἀφύπνιση τῆς ὑπνώττουσας συνειδήσεως τοῦ σύγχρονου Ἑλληνισμοῦ.

Υἱὸς τοῦ Νικολάου Ἀποστολέλλη καὶ τῆς Δέσποινας Κόντογλου, ἀδελφῆς τοῦ ἡγουμένου τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ἁγίας Παρασκευῆς Κυδωνιῶν, Ἀρχιμανδρίτου Στεφάνου Κόντογλου, τὸ ἐπώνυμο τοῦ ὁποίου ἔλαβε καὶ μὲ τὸ ὁποῖον ἔκτοτε εἶναι γνωστός, ἐγεννήθη τὴν 8ην Νοεμβρίου 1895 στὸ Ἀϊβαλὶ (Κυδωνίες) τῆς Μ. Ἀσίας καὶ ἐκοιμήθη τὴν 13ην Ἰουλίου 1965 στὴν Ἀθήνα, σὲ ἡλικία 70 ἐτῶν. Τοὺς μαθητικούς του χρόνους ἐπέρασε στὴν πατρίδα του, τὸ Ἀϊβαλί, ὅπου καὶ ἐτελείωσε τὸ τότε Σχολαρχεῖον καὶ τὸ Γυμνάσιον. Ἀπὸ μικρὸς ἐγαλουχήθη στὰ νάματα τῆς Ὀρθοδόξου Χριστιανικῆς πίστεως καὶ ἐδέχθη τὸν ζῶντα Λόγον τοῦ Θεοῦ μὲ ἐκπληκτικὴ εὐαισθησία. Ἀκολούθως ἦλθε στὴν Ἀθήνα, γιὰ νὰ σπουδάσει ζωγραφικὴ στὴν Σχολὴ Καλῶν Τεχνῶν, στὴν ὁποία ἔγινε ἀμέσως δεκτὸς στὸ τρίτον ἔτος. Δὲν ἔμεινε ὅμως ἱκανοποιημένος ἀπὸ τὶς σπουδές του, γι᾿ αὐτὸ καὶ δὲν τὶς ὁλοκλήρωσε. Ταξίδεψε σὲ ἀρκετὰ μέρη καὶ ἔζησε στὴν Γαλλία ἕξι ἔτη, ὅπως δὲ γράφει ὁ ἴδιος αὐτοβιογραφούμενος, ἐπιδόθηκε μὲ πάθος στὴν Βυζαντινὴ Τέχνη καὶ μὲ τὴν μελέτη της προσπάθησε νὰ δημιουργήσει ὕφος Ἑλληνικὸ στὴν ζωγραφική, ἐμπνευσμένο ἀπὸ τὴν τέχνη τοῦ μεσαίωνα, τὴν τουρκοκρατία καὶ ἀπὸ τὸ ἀθάνατο λαϊκὸ Ἑλληνικὸ πνεῦμα(1). Ζοῦσε ζωγραφίζοντας, γράφοντας καὶ ὀνειροπολώντας περισσότερο.

Ἐπέστρεψε στὴν γενέτειρά του τὸ 1919 καὶ διορίσθηκε καθηγητὴς τῆς Γαλλικῆς γλώσσας καὶ τῆς Ἱστορίας τῆς Τέχνης στὸ παρθεναγωγεῖο τοῦ Ἀϊβαλίου, στὸ ὁποῖον ἐδίδαξε δύο χρόνια. Κατὰ τὴν Μικρασιατικὴ καταστροφὴ κατέφυγε μὲ τὴν οἰκογένειά του στὴν Λέσβο καὶ ἀπὸ ἐκεῖ στὴν Ἀθήνα, ὅπου ἐγκαταστάθηκε μονίμως.

Στὴν Ἀθήνα συνεπῶς τὸν Κόντογλου τὸν ἔφερε ἡ θύελλα τῆς καταστροφῆς, «τὰ αἰόλια δρολάπια» τῆς προσφυγιᾶς. Καὶ ἀπὸ τὰ ἅγια ἐκεῖνα μέρη, ποὺ εἶναι καθαγιασμένα μὲ τὰ τίμια αἵματα τῶν Μαρτύρων καὶ Ὁμολογητῶν τῆς πίστεως, μὲ τὰ ἱερὰ λείψανα τῶν Ὁσίων καὶ τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ εἶναι τὸ λίκνον τοῦ Χριστιανισμοῦ καὶ τῆς Ὀρθοδοξίας, ὁ Κόντογλου ἔφερε μαζί του «ὅ,τι πιὸ πολύτιμο ἀπὸ τὴν δύουσα καθ᾿ ἡμᾶς Ἀνατολή· Μᾶς ἔφερε τὸ πνεῦμα τῆς Ρωμιοσύνης, ποὺ στὸ ἑλλαδικὸ κρατίδιο εἶχεν ἀποθάνει»(2), ὁλοζώντανο τὸ ὅραμα καὶ τὴν ἀγάπη γιὰ τὴν χαμένη πατρίδα του.

Νοσταλγὸς καὶ μύστης τῆς Ἑλληνορθοδόξου Παραδόσεως, μετὰ τὴν ἐγκατάστασή του στὴν Ἀθήνα ἐπιδίδεται μὲ ἔνθεο ζῆλο στὴν συγγραφὴ βιβλίων καὶ ἀναδεικνύεται μὲ τὴν ὅλη πεζογραφική του δημιουργία, μὲ τὸ ἰδιόμορφο, τὸ πολυσήμαντο καὶ ἐντελῶς προσωπικὸ γλωσσικό του ὕφος, ὁ εὐσεβὴς λογοτέχνης καὶ στοχαστὴς μὲ πλούσια καὶ πρωτότυπη φαντασία, ὁ ἀνεπανάληπτος ἐκφραστὴς τοῦ Ἑλληνισμοῦ τῆς Ἀνατολῆς, ὁ βαθύτατα θρησκευόμενος συγγραφέας, «ὁ γενναῖος Ἕλληνας πατριώτης... ὁ ποιητὴς τῆς Ἑλληνορθοδόξου Παραδόσεως»(3).

Ἔξοχος χειριστὴς τοῦ καλάμου, μὲ βαθὺ καὶ πηγαῖο λογοτεχνικὸ τάλαντο, ἔθρεψε πνευματικῶς χιλιάδες εὐσεβῶν χριστιανῶν μὲ τὶς συγγραφές του. Τὰ προϊόντα τῆς γραφίδος του, διακρινόμενα γιὰ τὴν δύναμη τοῦ λόγου, τὴν περιγραφικὴ ἱκανότητα καὶ τὴν ἀριστοτεχνική τους δομή, κατ᾿ ἐξοχὴν ὅμως γιὰ τὸ ὀρθόδοξο, ἁγιοπατερικὸ καὶ παραδοσιακὸ ὑπόστρωμα τῶν ἐπιχειρημάτων του, ἐκφράζουν ὅλη τὴν ὀδύνη τῆς «Πονεμένης Ρωμιοσύνης», χρωματίζουν τὸ δρᾶμα τῆς φυγῆς τοῦ Ἑλληνισμοῦ ἀπὸ τὶς πανάρχαιες πατρογονικές του ἑστίες, δονοῦνται ἀπὸ βαθιὰ πίστη στὶς ἀξίες τοῦ Ἑλληνισμοῦ καὶ τῆς Ὀρθοδοξίας. Ἔχουν τὴν σφραγίδα τῆς δικῆς του προσωπικότητας ποὺ ἐκδηλώνεται παντοῦ μὲ μιὰ σταθερὴ ἑλληνολατρία καὶ μὲ ἕναν ἔντονο χριστιανικὸ μυστικισμό. Καταγράφει περίτεχνα τὰ ἤθη, τοὺς ἀνθρώπους, τὰ γεγονότα, τὴν φύση τῆς πατρίδας του μὲ ἀπαράμιλλη παραστατικότητα καὶ μὲ λυρικότητα νοσταλγική. Ὅταν διαβάζει κανεὶς τὰ κείμενα τοῦ Κόντογλου, γράφει ὁ Ἰ. Ν. Θεοδωρακόπουλος, «νομίζει ὅτι εἶναι τὸ ἴδιο τὸ πνεῦμα τῆς παραδόσεως ποὺ γράφει καὶ ὄχι ἕνας ἄνθρωπος. Τὸ πνεῦμα τῆς Παραδόσεως μέσα στὸν Κόντογλου ἔγινε προσωπικό. Ἡ μορφὴ τοῦ Κόντογλου, μέσα στὴν νεοελληνικὴ τέχνη, λογοτεχνία καὶ πνευματικὴ ζωή, εἶναι μοναδική» (4).

Ὁ Κόντογλου ὡς συγγραφέας ὑπῆρξε πολυγραφώτατος. Καὶ μόνον ἡ ἁπλῆ ἀναγραφὴ τῶν τίτλων τῶν ἔργων του θὰ καταλάμβανε πολὺν ἀπὸ τὸν περιορισμένο χῶρο τοῦ παρόντος ἀφιερώματος. Ἐκτὸς δὲ ἀπὸ τὰ βιβλία του, προϊόντα ἐπίπονου μόχθου καὶ καταστάλαγμα γνώσεως καὶ ἐμπειρίας, μὲ κορυφαῖο τὸ μνημειῶδες δίτομο ἔργο του, «Βίβλος καλουμένη Ἔκφρασις. Ἤγουν ἱστόρησις τῆς παντίμου Ὀρθοδόξου Ἁγιογραφίας της καὶ λειτουργικῆς καλουμένης. [...] “Ἀστὴρ” 1960», ὁ ἴδιος ἔχει ἐγκατασπείρει καὶ ἄφθονα ἄρθρα σὲ ἐφημερίδες καὶ περιοδικὰ ποικίλου ἐνδιαφέροντος καὶ περιεχομένου. Ὅλα δὲ τὰ γραπτά του ἔχουν ὡς κυριώτερο χαρακτηριστικὸ στοιχεῖο τὴν χριστιανικὴ πίστη ποὺ τὰ διαποτίζει (5).

Παραλλήλως μὲ τὸ λογοτεχνικὸ συγγραφικό του ἔργο ὁ Κόντογλου ἐργάσθηκε, μὲ ἀνάλογο παραγωγικὸ πλοῦτο, ὡς ἁγιογράφος καὶ ζωγράφος τῆς Ἑλληνορθοδόξου Παραδόσεως, ἱστορήσας πολλοὺς ναοὺς τῶν Ἀθηνῶν καὶ τῆς ἐπαρχίας καὶ φιλοτεχνήσας ἀναρίθμητες φορητὲς εἰκόνες. Μὲ ἄπειρες γνώσεις σὲ θέματα παραδοσιακῆς πνευματικότητας, ἀνεδείχθη χαρισματοῦχος καλλιτέχνης, λάτρης καὶ μύστης τῆς βυζαντινῆς ἁγιογραφίας καὶ τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς. Μὲ τὰ ἔργα του ἐπανέφερε τὴν ἐκκλησιαστικὴ ζωγραφικὴ καὶ εἰκονογραφία στὴν γνήσια μεταβυζαντινὴ εἰκονολογικὴ παράδοση τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ὅλες δὲ οἱ νωπογραφίες του καὶ οἱ φορητὲς εἰκόνες, ὅπως καὶ οἱ ζωγραφικές του συνθέσεις, ἀποπνέουν τὸ ἄρωμα τῆς Ὀρθοδοξίας. «Αὐστηρές, ἀσκητικές, ἐξαϋλωμένες οἱ μορφές του, τὰ περιγραφικὰ θέματά του, ὅλα εἶναι προσαρμοσμένα στὸ ὕφος καὶ τὸ ἦθος τῆς Βυζαντινῆς Ἐκκλησιαστικῆς Τέχνης» (6).

Μὲ βασικὴ αἰσθητικὴ ἀφετηρία τὴν Βυζαντινὴ τεχνοτροπία ἀξιοποιεῖ στὰ ἔργα του τὴν μεγάλη πεῖρα τῆς εἰκονογραφικῆς παραδόσεως τῆς Παλαιολόγειας, τῆς Κρητικῆς ζωγραφικῆς Τέχνης καὶ τῶν λαϊκώτερων τάσεων τοῦ 18ου αἰῶνος καὶ δημιουργεῖ εἰκονογραφικοὺς τύπους μὲ ἀπεικονίσεις ἁγίων ἢ σκηνῶν, μὲ πλούσια καὶ δημιουργικὴ φαντασία.

Ὅμως, ὑπὸ τὶς ἐπικρατοῦσες τότε συνθῆκες ὁ Κόντογλου ὡς ἁγιογράφος εἶχε νὰ ἀντιμετωπίσει μιὰ κακῶς νοουμένη «παράδοση» δυτικότροπης θρησκευτικῆς ζωγραφικῆς, ξένης πρὸς τὸ ἑλληνορθόδοξο αἰσθητήριο καὶ ἄσχετης πρὸς τὴν θεολογία τῆς Ὀρθοδοξίας, ἡ ὁποία προφανῶς εἶχε τὴν αἴγλη τοῦ προοδευτισμοῦ καὶ ἐξέφραζε τὸ πνεῦμα τῶν καιρῶν. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἀγωνίσθηκε μὲ σθένος καὶ ὑπῆρξεν ἀσυμβίβαστος ἔναντι ἐκείνων οἱ ὁποῖοι προσπαθοῦσαν μὲ τὶς νεωτεριστικὲς εἰκονογραφικές τους συνθέσεις νὰ νοθεύσουν τὴν Ὀρθόδοξη Ἑλληνικὴ ψυχή. Ἐὰν δὲ σήμερα ὑπάρχει μία στροφὴ πρὸς τὴν Βυζαντινὴ ἁγιογραφία καὶ ἂν οἱ ἐκκλησίες ζητοῦν Βυζαντινὴ ἁγιογράφηση, γράφει ὁ Κωστῆς Μπαστιᾶς, αὐτὸ εἶναι ἔργο «τῶν ἀποστολικῶν ἀγώνων» τοῦ Φώτη Κόντογλου. «Χωρὶς αὐτὸν οἱ Ἐκκλησίες θὰ συνέχιζαν νὰ παρουσιάζουν ἰταλικὲς χαλκομανίες, μὲ τὴν πρωτοβουλία τῶν ἀνίδεων καὶ τῶν χλιαρῶν, ποὺ δὲν ἀγαποῦν ἀληθινὰ τὴν εὐπρέπεια τοῦ Οἴκου τοῦ Θεοῦ» (7).

Πέρα ὅμως ἀπὸ ἁγιογράφος ὁ Κόντογλου ὑπῆρξε ἰσάξιος ζωγράφος καὶ ἠσχολήθη μὲ θέματα κοσμικῆς ζωγραφικῆς, πάντοτε ὅμως στὸ ὕφος καὶ τὴν τεχνοτροπία τῆς Βυζαντινῆς Παραδόσεως. Ἐνδεικτικὰ ζωγραφικά του ἔργα παραμένουν, μεταξὺ τῶν ἄλλων, οἱ τοιχογραφίες τοῦ Δημαρχείου τῶν Ἀθηνῶν, μὲ παραστάσεις ἀπὸ τὴν Μυθολογία καὶ τὴν Ἑλληνικὴ Ἱστορία ἀπὸ τοὺς ἀρχαίους χρόνους μέχρι τῆς Ἐπαναστάσεως τοῦ 1821 κ.ἄ. Ὁ Κόντογλου ἀναδεικνύεται καὶ ἐδῶ «καλλιτέχνης μὲ πλούσια καὶ πρωτότυπη φαντασία, ἀλλὰ καὶ μὲ ξεχωριστὴ ἱκανότητα νὰ προσλαμβάνει θεματικά, εἰκονογραφικὰ καὶ μορφικὰ στοιχεῖα ἀπὸ τὸ παρελθόν, νὰ τὰ ἀφομοιώνει καὶ νὰ ἐκφράζεται πέρα πέρα μ᾿ αὐτὰ σὰν νὰ ἔχουν γεννηθεῖ ἀπὸ τὸν ἴδιον» (8). Σύμβολα δὲ τῆς ἀναγνωρίσεως τοῦ συγγραφικοῦ καὶ ζωγραφικοῦ ἔργου του ἀποτελοῦν οἱ πολλὲς τιμητικὲς διακρίσεις, μεταξὺ τῶν ὁποίων ἡ ἀπονομὴ τοῦ «Ταξιάρχη τοῦ Φοίνικος» ἀπὸ τὸν Βασιλέα Παῦλο (1960) καὶ τὸ «Ἀριστεῖο Γραμμάτων καὶ Τεχνῶν» ἀπὸ τὴν Ἀκαδημία Ἀθηνῶν (1965).

Εἶναι γνωστὸν ὅτι στὴν πίστη καὶ τὴν ζωὴ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τίποτε δὲν εἶναι ἁπλῆ ἀνάμνηση, ἀλλ᾿ ὅ,τι ἀπεκαλύφθη ἅπαξ διαιωνίζεται «ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος» (Ματθ. 28,20). Τοῦτο τὸ ἐγνώριζε ὁ Κόντογλου καὶ τὸ ἐπίστευε ἀπολύτως. Κατεῖχε βαθύτατα τὴν Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας ἀπὸ τῆς ἀρχαιότητος μέχρι τῶν ἡμερῶν του, ἐγνώριζε τὰ δόγματά της, τὴν μυστική της Θεολογία. Ἀπεκάλυψε τὸν πλοῦτο καὶ τὸ μεγαλεῖο της σὲ μιὰ ἐποχὴ ἀντιπαραδοσιακή, πολέμησε τὴν ξενομανία καὶ ἀγωνίσθηκε σὲ ὅλη του τὴ ζωὴ νὰ διασώσει τὴν Παράδοση αὐτὴ ἀλώβητη ἀπὸ τὰ νόθα καὶ ἐπείσακτα στοιχεῖα, ποὺ ἀλλοίωναν τὸν χαρακτῆρα της καὶ μετέβαλλαν τὴν οὐσία καὶ τὸ περιεχόμενό της. Ἡ Ὀρθοδοξία, ἔγραφε, «εἶναι ἡ κιβωτός, ποὺ κλείνει μέσα της τὴν ἀληθινὴ ἀποκάλυψη τῆς χριστιανικῆς ἀλήθειας. Καὶ ἡ παράδοσή της εἶναι τὸ μέσον ποὺ διατηρήθηκε αὐτὴ ἡ ἀλήθεια, ὄχι σὰν ἀφηρημένη ἔννοια, ἀλλὰ σὰν ζωντανὴ πραγματικότητα» (9).

Ἄλλοτε πάλιν ἔλεγε· «Αὐτὴ ἡ παράδοση εἶναι τὸ θησαυροφυλάκιο ποὺ κλείνει μέσα του καὶ φυλάγει στὸν αἰῶνα τὴν ἀθάνατη ψυχή μας», διὸ καὶ ἐνθέρμως συνιστοῦσε· «Αὐτὴ τὴν ἁγιασμένη κιβωτό, αὐτὴ τὴν ἀτίμητη παράδοση φυλάξετέ την μὲ κάθε τρόπο. Γιατὶ χωρὶς αὐτὴν ἡ Ἑλλάδα εἶναι κορμὶ χωρὶς ψυχή, λουλούδι χωρὶς μυρουδιά... Αὐτὴ εἶναι ἡ κιβωτὸς ποὺ μ᾿ αὐτὴ θὰ σωθεῖ τὸ Ἔθνος μας ἀπὸ τὴν ἀνεμοζάλη ποὺ θέλει νὰ μᾶς καταπονίσει» (10).

Πόσον ἐπίκαιρος καὶ πόσον διδακτικὸς εἶναι ὁ λόγος αὐτὸς τοῦ Κόντογλου! Καὶ θὰ εἶναι πάντοτε διδακτικὸς καὶ ἐπίκαιρος, γιατὶ εἶναι ἀληθινός. Μήπως καὶ σήμερα δὲν διατρέχει κινδύνους ἡ Ὀρθοδοξία, δὲν ὑποσκάπτεται ἡ Ἑλληνορθόδοξη παράδοσή μας, δὲν ἀμφισβητοῦνται ἡ αὐθεντία καὶ τὸ κῦρος της; Ὅπως τότε ποὺ τὰ ἔγραφε αὐτὰ ὁ Κόντογλου, ἔτσι καὶ σήμερα «ὁ νεοελληνικὸς γραικυλισμὸς ἁπλώνει μέρα μὲ τὴ μέρα ἀπάνω στοὺς Ἕλληνες καὶ τοὺς μεταμορφώνει... Ἕνα λαό, ποὺ ξεχωρίζει ἀνάμεσα σ᾿ ὅλα τὰ ἔθνη καὶ ποὺ εἶναι γεμᾶτος πνευματικὴ ὑγεία, πᾶνε καὶ τὸν κάνουνε οἱ λογῆς - λογῆς καλαμαράδες» καὶ οἱ σύγχρονοι μοντερνιστές, ἀφοῦ δὲν εἶναι ἱκανοὶ νὰ κατανοήσουν τὴν βιολογικὴ δύναμη ποὺ ἔχει ἡ Παράδοσή μας ἐπάνω στὴν συνέχεια καὶ τὴν διατήρηση τῆς ἐθνικῆς ζωῆς, «χωρὶς πνευματικὸ νεῦρο, χωρὶς πνευματικὴ ἀνδροπρέπεια. Οἱ διάφοροι φωστῆρες... δουλεύουνε γιὰ νὰ “συγχρονίσουν” τὴν Ἑλλάδα, ἐνῶ στ᾿ ἀλήθεια σκάβουνε τὸ λάκκο της» (11).

Ἀλλ᾿ ὅμως τὸ πολύπλευρο καὶ ἐκτενὲς ἔργο τοῦ Κόντογλου δὲν ἐξαντλεῖται, οὔτε κἂν μπορεῖ νὰ συνοψισθεῖ στὸ πλαίσιο ἑνὸς ἀφιερώματος. Ἡ ζωή του ὑπῆρξε ἕνας ἀδιάκοπος ἀγώνας, γιὰ νὰ καταστήσει συνειδητὸ στοὺς Ἕλληνες τὸν πνευματικὸ θησαυρὸ τῆς Ὀρθοδοξίας στὴν ζωγραφική, στὴν ψαλτικὴ τέχνη, στὴν Λογοτεχνία, σὲ μιὰ ἐποχὴ ἀντιπαραδοσιακὴ καὶ «καινόπληκτη». Μύστης τοῦ ἔντεχνου λόγου, τῆς ἁγιογραφίας καὶ τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς, ἔφυγε ἀπὸ τὸν κόσμον αὐτό, ἀλλ᾿ ἡ πνευματική του παρουσία παραμένει ἔντονη καὶ διηνεκής. Οἱ ἀξίες τὶς ὁποῖες ὕμνησε καὶ γιὰ τὶς ὁποῖες ἀγωνίσθηκε ἔχουν αἰώνιο κῦρος καὶ αὐτὲς πρέπει νὰ προσδιορίζουν καὶ τὴν δική μας περαιτέρω πορεία. Γιατὶ ἡ Ὀρθοδοξία καὶ ἡ Παράδοσή της γιὰ μᾶς εἶναι ὁ ἀληθινὸς θησαυρός μας, ἡ πηγὴ τοῦ πολιτισμοῦ μας, ἡ δύναμή μας, ἡ δόξα μας, ἡ ἐν Χριστῷ σωτηρία μας. Ἀλλὰ καὶ ἡ ἐλπίδα γιὰ τοὺς ἄλλους λαοὺς νὰ εὕρουν διεξόδους στὰ πνευματικά τους ἀδιέξοδα. Συνεπῶς, ἂν θέλουμε ὡς Ἕλληνες νὰ ἔχουμε καθοριστικὸ λόγο στὸ εὐρύτερο κοινωνικὸ καὶ εὐρωπαϊκὸ γίγνεσθαι, εἶναι ἀνάγκη, ὅπως ἔχει διακηρύξει ἐπανειλημμένως ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος, «νὰ φορτωθοῦμε καὶ πάλιν τὶς ἱστορικές μας ἀποσκευὲς ποὺ εἶναι ἡ Ἑλληνορθοδοξία καὶ νὰ συμβάλουμε στὴν πνευματικὴ ἑνότητα τῆς Εὐρώπης». Καὶ γιὰ νὰ τὸ ἐπιτύχουμε αὐτό, «χρειαζόμεθα τὴν Ἑλληνική μας ταυτότητα, ὅπως τὴν διεμόρφωσε ἡ Ἑλληνική μας Ὀρθοδοξία» (12), τῆς ὁποίας θεματοφύλαξ καὶ διαπρύσιος κήρυξ ὑπῆρξε ὁ μακαριστὸς Φώτιος Κόντογλου.


Σημειώσεις

1. Βλ. Αὐτοβιογραφικὸ σημείωμα Φώτη Κόντογλου. «Φιλολογικὴ Πρωτοχρονιὰ» τ. 29ος. Ἀθήνα 1972, σ. 314.

2. Κ. Σαρδελῆ, Ἡ Ρωμιοσύνη καὶ ὁ Φώτης Κόντογλου, ἐκδ. «Ἀστὴρ» 1982, σ. 93.

3. Π. Β. Πάσχου, Φώτης Κόντογλου. 25 χρόνια ἀπὸ τὴν κοίμησή του. Ἀθήνα. Ἐκδ. «Τῆνος», σ. 31.

4. Ἰ. Ν. Θεοδωρακόπουλου, Φώτης Κόντογλου. Στὸ «Μνήμη Κόντογλου». Τιμητικὸς Τόμος. Ἐκδ. «Ἀστήρ». Ἀθήνα 1975, σ. 16.

5. Ἐκτενῆ ἐργοβιογραφία του βλ. Ἰ. Μ. Χατζηφώτη, Φώτιος Κόντογλου, Ἡ ζωὴ καὶ τὸ ἔργο του. «Γραμμὴ» (1978) σσ. 20-32. Π. Β. Πάσχου, Κόντογλου, Εἰσαγωγὴ στὴ Λογοτεχνία του, Ἐκδ. «Ἁρμὸς» (1991) σ. 51 κ.ἔ.

6. Νικ. Ἀ. Τσούρα, Μνήμη Φωτίου Κόντογλου. Περιοδ. «Ν. Ἑστία», τ. 128 (1990), σ. 1090.

7. Κ. Μπαστιᾶ, Ὁ Ἁγιορείτης τῆς Ἀθήνας. Περιοδ. «Εἰκόνες» 5-15 Δεκ. 1955, ἀρ. τ. 6, σ. 25.

8. Ν. Ζία, Ὁ Ζωγράφος Φώτης Κόντογλου, στὸ Τετράδια «Εὐθύνης» 23, σ. 114.

9. Φωτίου Κόντογλου, Ἔργα, Ϛ´ Τόμος, Μυστικὰ Ἄνθη, Ἐκδ. «Ἀστήρ», Ἀθήνα 1977, σ. 248.

10. Τοῦ αὐτοῦ, Ἡ Ἑλληνικὴ Παράδοση, Ἡ ψυχὴ τῆς Ἑλλάδος. Περ. «Εὐθύνη», τ. 3, Μάρτιος 1961. Βλ. καὶ Ἑλληνορθόδοξη Παράδοση. Ρίζωμα καὶ προοπτική. Ἐπιλογὴ κειμένων - ἐπιμέλεια ἐκδόσεως Κ. Ἰ. Χολέβας. Ἀθήνα 2003, σ. 3142.

11. Βλ. Κ. Σαρδελῆ, Φώτης Κόντογλου, Ὁ ἄνθρωπος καὶ ὁ Λογοτέχνης. Περιοδ. «Ν. Ἑστία», τ. 128 (1990), σ. 1077.

12. Χριστοδούλου Κ. Παρασκευαΐδη, Μητροπολίτου Δημητριάδος (νῦν Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν)· Ἡ Εὐρώπη τῶν πνευματικῶν ἀξιῶν καὶ ὁ ρόλος τῶν Ἑλλήνων Ὀρθοδόξων, Ἀθῆναι 1995, σ. 14. Πρβλ. τοῦ αὐτοῦ· «Λόγος Εὐθύνης». Ἐκδ. Ἀποστολικῆς Διακονίας, Ἀθήνα 2000, σ. 1026.