π. Σιλουανὸς Πεπονάκης - Φώτης Κόντογλου ὁ Κυδωνιεύς


«Ἀφοῦ ἔγραψα πολλὰ κι ἀπόχτησα κάμποση φήμη καὶ γράψιμο, εἶδα στὸ τέλος πὼς μάταιη τέχνη κατέχω. Παρομοιάζω τὸν ἑαυτό μου σὰν τὸν μετανοιωμένο τὸν ληστή, ἢ σὰν πόρνη ποὺ ἄλλαξε δρόμο, ἢ σὰν τὸν ὅσιο Μωϋσῆ τὸν Αἰθίοπα, ποὺ ἐπὶ χρόνια πολλὰ λήστεψε κι ἔσφαξε, καὶ στὰ τελευταῖα βρῆκε ἔλεος. Γιατὶ κι ἐγὼ ἔγραψα ἱστορίες γιὰ ληστάδες καὶ γιὰ κουρσάρους, καὶ γιὰ φονιάδες κάθε λογῆς, καὶ τώρα καταλαβαίνω, πὼς πρέπει νὰ βάλω στὴ λίγη τέχνη μου κάποιον σκοπὸ καλὸ καὶ βλογημένον, νὰ πλέξω μελῳδικὸ ἐγκώμιο γιὰ τοὺς ἄσαρκους ἀσκητάδες, ποὺ εὐωδίαζε τὸ κορμί τους σὰν τὸ κυπαρισσόξυλο καὶ σὰν τὰ ξερὰ χορτάρια τῶν γκρεμῶν». Μ᾿ αὐτὰ τὰ λόγια, στὸ βιβλίο του «Μυστικὸς κῆπος» ὁ πατριάρχης τῆς γενιᾶς τοῦ ῾30, ὁ Φώτης Κόντογλου δηλώνει τὴν στροφή του σὲ ἕναν κόσμο πιὸ πνευματικό, λουσμένο στὸ ἀνέσπερο φῶς τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Μιὰ στροφὴ ποὺ ἦταν ἀναμενόμενη γιὰ κάποιον ποὺ τὰ παιδικά του χρόνια τὰ πέρασε ἀνάμεσα στὰ θυμιάματα καὶ στὰ Κύριε ἐλέησον, στὸ μοναστήρι τοῦ θείου του, τοῦ παπα-Στέφανου.

Τὸ καλογερικό του πεῖσμα, καὶ ἡ ἀπεραντοσύνη τῆς ἀγάπης του γιὰ τὴν Ἑλληνορθόδοξη παράδοση ἦταν δυὸ ἀπὸ τὰ βασικότερα στοιχεῖα ποὺ συνέθεταν τὸν χαρακτήρα του. Ἄνθρωπος ἁπλός, ἀποποιοῦνταν πάντοτε τὰ φτιασίδια καὶ κάθε τι τὸ περιττό. Εἶναι πολὺ χαρακτηριστικὸ ἕνα ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸ βιβλίο τοῦ Π. Β. Πάσχου: «Ἁπλὸς ὅπως καὶ οἱ ἄνθρωποι ποὺ κερδίζουν τὴν ἀγάπη του, καὶ τοὺς περιγράφει μὲ συμπόνοια καὶ δύναμη. Εἶχε πολὺ ψηλὰ τὴν εὐγένεια καὶ τὴν ἀξιοπρέπεια τοῦ ἀνθρώπου. Πονοῦσε καὶ θλιβόταν μὲ τὸν πόνο τοῦ ἄλλου σὰ νὰ ἤτανε δικός του. Βοηθοῦσε μὲ τὸ παραπάνω, ὅποιον ἔβλεπε πὼς ἔχει τὴν ἀνάγκη του. Παλιοὶ γνωστοὶ ἢ ἀκτήμονες καὶ περαστικοὶ μοναχοὶ ξεπεζεύανε στὸ σπίτι του, ὅπως σὲ μοναστήρι ποὺ ἔχει πανηγύρι...

Μέσα σ᾿ αὐτὸ τὸ πανηγύρι ζοῦσε, καὶ ἀπ᾿ αὐτὸ τὸ πανηγύρι κέρναγε ὅποιον συναναστρεφόταν. Ἐνδεικτικὸ τῆς χαριτωμένης ψυχῆς του εἶναι ἡ πίστη του στὸν Θεό. Γράφει κάπου: «Δὲν ἔχω μήτε σύνταξη μήτε πεντάρα. Ἀρκούμαστε στὸν Κύριο. Ἢ πιστεύουμε ἢ δὲν πιστεύουμε». Αὐτὸ ἀκριβῶς τὸ πνεῦμα τῆς βαθιᾶς πεποίθησης στὴν πρόνοια τοῦ Θεοῦ τὸν ἐνέπνεε σὲ ὅλη του τὴν ζωὴ καὶ δὲν ἔχασε τὴν ἐλπίδα του στὰ τόσα πολλὰ ἐμπόδια ποὺ ἀντιμετώπισε στὴν ζωή του μαχόμενος ἔναντι τοῦ σαρωτικοῦ εὐρωπαϊκοῦ ἐπεκτατισμοῦ. Στὸ εἰκαστικό του ὅραμα ποὺ ἀγκαλιάζει σύμπαντα τὸν ἑλληνικὸ ἱστορικὸ χρόνο ἀπὸ τὴν ἀρχαιότητα ὡς τὴν καταστροφὴ τοῦ 1922, ἡ τέχνη τῶν πορτραίτων τοῦ φαγιοὺμ παίζει πρωτεύοντα ρόλο, τὸν συναρπάζει, τὸν ἐμπνέει, τὸν καθοδηγεῖ.

Ψυχὴ ἀνήσυχη ὅπως εἶναι, ξεπηδᾶ ἀπὸ μέσα του ὡς ἀνάγκη ὕπαρξης καὶ ἐπικοινωνίας τόσο ἡ λογοτεχνία ὅσο καὶ ἡ ἁγιογραφία, σὲ μιὰ φυσικὴ μορφὴ ἔκφρασης περασμένη ἀπὸ τὸ φίλτρο τῆς Ρωμηοσύνης. Τὸ γεγονὸς ὅτι ἀγάπησε πολὺ τὸ Ἅγιον Ὄρος μαρτυρεῖ ἀκριβῶς αὐτὸν τὸν ἴδιο τρόπο ὕπαρξης μὲ τοὺς ἀθωνίτες Πατέρες. «Περνῶ εὐτυχισμένες μέρες. Γαλήνη, εἰρήνη, καταμόναχος. Τὰ παραθύρια μέρα - νύχτα ἀνοιχτά. Δροσιὰ καὶ φῶς. Τ᾿ ἀρχονταρίκι εἶναι δικό μου ὁλάκερο. Ἕνας ἁπλόχερος καὶ χαμηλοτάβανος βυζαντινὸς ὀντάς, μὲ δυὸ παμπάλαιες τεσσεράγκωνες κολόνες καὶ μ᾿ ἕνα ταβάνι πλουμισμένο μὲ παλιὲς ζουγραφιὲς ποὺ παρασταίνουνε πουλιά, ἄνθια καὶ φροῦτα... Ἐδῶ μέσα εἰρηνεύω. Πότε ζωγραφίζω, πότε γράφω, πότε συλλογιέμαι. Εἶμαι στὴν ἡσυχία μου. Δόξα σοι ὁ Θεός!... Τὴ νύχτα τ᾿ ἀηδόνια τραγουδᾶνε μὲ πάθος. Κι ὡς ἐδῶ λοιπὸν ἔχει ἔρτει ὁ ἔρωτας!...

Αὐτὸν τὸν ἔρωτα γιὰ τὴν φυσικὴ ζωὴ τοῦ πλάσματος πρὸς τὸν Δημιουργὸ ὁ Κόντογλου τὸν ζοῦσε μὲ κάθε ἔνταση, ἦταν ζωντανὸς καὶ αὐτὸ ἔβγαινε ἀπὸ μέσα του ὁρμητικά, εἴτε γράφοντας εἴτε ζωγραφίζοντας.

Εἶναι εὐνόητο πὼς ἐδῶ δὲν ἐπιχειροῦμε μία ἀναλυτικὴ ἀναφορὰ στὸν μεγάλο αὐτὸν ἄνθρωπο. Γίνεται ἁπλὰ μιὰ προσπάθεια μέσα ἀπὸ τὶς δυνατότητες αὐτῆς τῆς στήλης γιὰ ἕνα ἐρέθισμα, γιὰ μία ἀφύπνιση, γιὰ ἕνα πρότυπο πρὸς μίμηση. Δὲν πιστεύω πὼς ἔχουμε μόνον ὑποχρέωση μιᾶς τέτοιας ἀναφορᾶς στὸν Φώτη Κόντογλου, ὅσο πολὺ περισσότερο ἀνάγκη προσωπικὴ γιὰ τὸ νόημα ζωῆς ποὺ μᾶς προβάλλει μία τέτοια κορυφαία προσωπικότητα.