Φώτης Κόντογλου, ὁ μυστικὸς κῆπος τῆς πονεμένης Ῥωμιοσύνης

Σχολιασμὸς στὰ λεγόμενα καὶ γραπτὰ τοῦ Φώτη Κόντογλου


Α´

«Σὲ βεβαιώνω πὼς αἰσθάνομαι στεναχώρια καὶ θλίψη ὅποτε δημοσιευθεῖ τίποτα γιὰ μένα. Ἀνέκαθεν ἀπέφευγα τὰ δοξάρια. Πολὺ φτηνὸ πράγμα. Ἀφοῦ εἶπα πολλὲς φορὲς νὰ μὴ γράψω πιὰ νὰ μὲ ξεχάσουν. Τί ὄμορφο πράγμα νὰ ζεῖς ξεχασμένος!»[1]. Ναί· ξεχασμένος ἀλλὰ καὶ χαρούμενος, γιατὶ ὅπως λὲς «ἡ χαρὰ ἡ ἀληθινὴ εἶναι μία θέρμη τῆς διάνοιας καὶ ἐλπίδα τῆς καρδιᾶς ποὺ τὶς ἀξιώνονται ὅσοι θέλουνε νὰ μὴν τοὺς ξέρουνε οἱ ἄνθρωποι, γιὰ νὰ τοὺς ξέρει ὁ Θεός»[2].

Θὰ σὲ ὑπακούσουμε εὐγνωμόνως. Θὰ μᾶς ἐπιτρέψεις ὅμως νὰ καταθέσουμε ἐρανίσματα ἀπὸ τὸ ἔργο σου καὶ τὴν κριτικὴ αὐτῶν, ποὺ σὲ γνώρισαν. Γιὰ τὴ δόξα τοῦ Χριστοῦ καὶ μόνον, ποὺ ἦταν τὸ κέντρο τῆς ζωῆς σου καὶ σὲ ἀνέδειξε σὲ μία νευραλγικὴ γιὰ τὴν οἰκουμένη ἐποχή, ὅταν ἄρχιζε ἡ κρίση τοῦ Νέου Ἑλληνισμοῦ, καὶ σὲ ἔθεσε «εἰς κεφαλὴν γωνίας» τῆς ἱστορίας τοῦ νεοελληνικοῦ πολιτισμοῦ.

ΜΥΣΤΗΡΙΟ: «Τὸ κάθε τι εἶνε τυλιγμένο μέσα σὲ μυστήριο. Αὐτὸ τὸ μυστήριο θέλουνε νὰ βγάλουνε οἱ σημερινοὶ ἄνθρωποι. Μὰ ξεγυμνώνουνε τὸν ἑαυτό τους ἀπὸ κάθε βαθὺ αἴσθημα. Ἀφοῦ καὶ οἱ Χριστιανοὶ τῆς σήμερον θέλουνε νὰ κάνουνε τὸν Χριστιανισμὸ χωρὶς μυστήρια, δηλαδὴ χωρὶς Χριστό. Ἂν δὲν νοιώθεις μυστήριο σὲ ὅ,τι βλέπεις, σὲ ὅ,τι ἀκοῦς, σὲ ὅ,τι πιάνεις, εἶσαι στ᾿ ἀλήθεια πεθαμένος ἄνθρωπος. Θυμᾶμαι τὸν καιρὸ ποὺ ζοῦσα πιὸ φυσικὴ ζωή, πὼς ὅλα μὲ κάνανε νὰ βουτῶ βαθειὰ μέσα μου καὶ νὰ βρίσκω κάποια ἀλλόκοτα πετράδια, καὶ κάποια μαργαριτάρια μιᾶς ξωτικῆς θάλασσας».

ΠΕΙΡΑΣΜΟΙ: «Ὅπως τὰ βλέφαρα ἀγγίζουνε τόνα τ᾿ ἄλλο, ἔτσι κι οἱ πειρασμοὶ εἶνε κοντὰ στοὺς ἀνθρώπους. Καὶ τὰ οἰκονόμησε ὁ Θεὸς μὲ σοφία, γιὰ τὴ δική σου ὠφέλεια, γιὰ νὰ χτυπᾶς μὲ ὑπομονὴ τὴν πόρτα Του, καὶ ἀπὸ τὸν φόβο τῶν λυπηρῶν νὰ Τὸν θυμᾶται ὁ λογισμός σου, καὶ νὰ Τὸν σιμώσεις μὲ τὴν προσευχή, καὶ ν᾿ ἁγιαστεῖ ἡ καρδιά σου μὲ τὸ νὰ Τὸν συλλογίζεσαι. Καὶ σὰν τὸν ἐπικαλεστεῖς θὰ σ᾿ ἀκούσει, καὶ θὰ μάθεις πῶς ὁ Θεὸς εἶνε Κεῖνος ποὺ θὰ σὲ γλυτώσει. Καὶ θὰ νοιώσεις Κεῖνον ποὺ σ᾿ ἔπλασε καὶ ποὺ νοιάζεται γιὰ σένα καὶ ποὺ σὲ φυλάγει καὶ πώπλασε διπλὸ τὸν κόσμο γιὰ σένα, τὸν ἕνα σὰν δάσκαλο καὶ πρόσκαιρο παιδευτή, τὸν ἄλλο σὰν πατρογονικὸ σπίτι σου καὶ αἰώνια κληρονομιά σου. Δὲν σ᾿ ἔκανε ὁ Θεὸς ἀπαλλαγμένο ἀπ᾿ τὰ λυπηρά, μήπως θαρρευόμενος στὴν Θεότητα, κληρονομήσεις ὅ,τι κληρονόμησε κεῖνος, ποὺ πρῶτα λεγότανε Ἑωσφόρος, κι ὕστερα γίνηκε Σατανᾶς καὶ πάλι δὲν σ᾿ ἔκανε ἀλύγιστον καὶ ἀσάλευτον, γιὰ νὰ μὴ γίνεις σὰν τ᾿ ἄψυχα τὰ κτίσματα καὶ σοῦ δοθοῦνε τὰ ἀγαθὰ δίχως κέρδος καὶ δίχως μισθό, ὅπως στὰ ἄλογα εἶνε τὰ φυσικὰ χαρίσματα τὰ χτηνώδικα. Γιατὶ εἶνε εὔκολο σ᾿ ὅλους νὰ καταλάβουνε πόση ὠφέλεια καὶ πόση φχαρίστηση καὶ ταπείνωση κερδίζει ὁ ἄνθρωπος περνώντας τοῦτα τὰ μπόδια»[3].

ΠΡΟΣΕΥΧΗ! Ἦταν ὁ ἄνθρωπος τῆς ἀδιάλειπτης προσευχῆς, ὄχι μόνο γιατὶ προσευχόταν ἢ ἔψελνε συνεχῶς τὴν ὥρα, ποὺ ζωγράφιζε, ἀλλὰ γιατὶ ποτὲ δὲν τὸν ἄφησε ἡ μνήμη τοῦ Θεοῦ, καὶ εἴτε μιλοῦσε, εἴτε ζωγράφιζε, εἴτε ἔγραφε, τὸ ἔκανε γιὰ τὴ δόξα τοῦ Θεοῦ καὶ γιὰ νὰ δοῦν φῶς τὰ ἀδέλφια του, ποὺ πασπάτευαν ἀπελπιστικὰ στὸ σκοτάδι. «Εἶναι μεγάλο πράγμα νὰ μπορεῖς νὰ μιλᾶς στὸν Θεὸ τὴν ὥρα ποὺ δουλεύεις! Ἂς εἶσαι εὐλογημένος, Κύριε». Ἡ εὐγνωμοσύνη τοῦ ξεχείλιζε σ᾿ ὅλα τὰ γραψίματά του, γιὰ ὅλα ὅσα τοῦ ἔδωσε ὁ Θεός, εὐχάριστα καὶ δυσάρεστα. Τὸν γέμιζε ἡ ἐπικοινωνία του μὲ τὸν Θεό. «Μὴ σκέπτεσαι τόσο πολύ», ἔγραψε στὸν Α.Κ.. «Προσεύχου καὶ συγκέντρωσε τὸν ἑαυτό σου... Πόσο ἁπλὰ εἶναι τὰ πράγματα γιὰ ὅποιον ἔχει πίστη καὶ μπερδεμένα γιὰ ὅποιον δὲν ἔχει... Ἐν τῇ "διανοήσει" οὐκ ἔστι μετάνοια... Οἱ τέτοιοι θὰ ἀπομείνουν γιὰ πάντα ἔξω ἀπὸ τὴν αὐλὴ τῶν ἁπλῶν προβάτων. Αὐτοὶ ἔχουν ἀνάγκη ἀπὸ "προβλήματα" κι ὄχι ἀπὸ σωτηρία. Πίστις τίποτα»[4].

ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ: «Ἡ μάννα μας ἡ πνευματικὴ εἶνε ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας, ποὺ ποτίστηκε μὲ πολὺ καὶ ἁγιασμένο αἷμα. Κανένας λαὸς δὲν ἔχυσε καὶ δὲν χύνει ὡς τὰ σήμερα τὸ αἷμα του γιὰ τὴν πίστη, ὅσο ὁ δικός μας. Ἡ ὀρθόδοξη πίστη εἶνε ὁ θησαυρὸς ὁ κρυμμένος καὶ ὁ πολύτιμος μαργαρίτης, ποὺ λέγει ὁ Χριστός»[5]. Σφοδρὴ ἦταν ἡ ἐναντίωση τοῦ Κόντογλου στὴν Οἰκουμενικὴ Κίνηση γιὰ τὴν ἕνωση τῶν ἐκκλησιῶν. Μὲ μαχητικὴ ἀπὸ τοῦ Ὁ.Τ. ἀρθρογραφία, μὲ ἀνοιχτὴ ἐπιστολὴ πρὸς τὸν τότε Οἰκ. Πατριάρχη Ἀθηναγόρα καὶ μὲ ἄλλα (πρβλ. ἰδίως Φ.Κ. Τί εἶναι Ὀρθοδοξία καὶ τί εἶναι ὁ Παπισμός, Ἀθῆναι 1964), μὲ ὅλα αὐτὰ ὁ Κόντογλου ὑπερμάχησε τοῦ πατρώου φρονήματος[6], καὶ σὲ εὐθεία διαδρομὴ τοῦ Μακρυγιάννη καὶ τοῦ Παπαδιαμάντη. Μὲ ἀνυποχώρητο ζῆλο ἀγωνίστηκε νὰ κρατήσει σὲ ἀπόσταση τὴ σκέψη καὶ τὴν τέχνη τῆς Δύσης καὶ τοῦ μέλανος δρυμοῦ, «ποὺ δὲν ἦταν συμφυὴς πρὸς τὴν Ὀρθόδοξο ψυχή, ἤτοι τοῦ μεταφυσικοῦ, τοῦ εὐφρόσυνου, τοῦ λαμπροῦ πνευματικοῦ βάθους, τῆς μεγάλης ἐλπίδος ἐκ τῆς πρὸς τὰ Ἄνω Προοπτικῆς».

Ἡ Ὀρθοδοξία ἦταν στάση ζωῆς. Ὁ Κόντογλου πίστευε. Σὲ μιὰ ἐποχὴ ραγδαίας μεταβολῆς τῶν πάντων, ἀγώνας καὶ ἀγωνία τοῦ Κόντογλου εἶναι νὰ διαφυλάξει τὶς ἐξ ἀποκαλύψεως ἀλήθειες ποὺ μᾶς κληροδοτήθηκαν ἀναλλοίωτές με τὴν Ὀρθοδοξία. «Ὀρθοδοξία καὶ Εὐαγγέλιο εἶναι ἕνα. Ὅποιος ἀγαπᾶ τοὺς νεωτερισμοὺς καὶ θέλει νὰ ἀλλάξει ὅ,τι μας παραδόθηκε ἀπὸ τοὺς Πατέρες, αὐτὸς δὲν εἶναι Χριστιανός, γιατὶ δὲν ἔχει ταπείνωση, ἀφοῦ ἡ μητέρα τῶν νεωτερισμῶν εἶναι ἡ ὑπερηφάνεια, ποὺ κάνει τὸν ἄνθρωπο νὰ πορεύεται κατὰ τὸ θέλημα τὸ δικό του... Διαβάζετε τὸ Εὐαγγέλιο μὲ ταπεινὴ καρδιὰ καὶ μὴν τὸ ἀφήσετε ἀπὸ τὰ χέρια σας. Θὰ γίνετε ἀθῷα πρόβατα τοῦ Χριστοῦ καὶ θὰ ξεκουρασθῆτε στὸ ἁγιασμένο μαντρί του. Καὶ ὅποιος σκύψει καὶ μπεῖ σ᾿ αὐτὴ τὴ μάντρα ἀπὸ τὴν πόρτα τῆς ταπείνωσης, δὲν θέλει νὰ βγεῖ πιά»[7].

Ἔγραψε κάποιος στὴν «Ἀγγλοελληνικὴ Ἐπιθεώρηση»: «Αὐτὸ ποὺ θαυμάζω στὸν Κόντογλου καὶ τὸν ἐπαινῶ, εἶναι αὐτὸ ποὺ πίστευε· δὲν κατάφερε κανεὶς νὰ τοῦ ἀλλοιώσει αὐτὴν τὴν ἰδέα. Ἦταν μία ἰδέα ἡ ὁποία γεννήθηκε καὶ πέθανε ἁγνή».

Γιὰ τὸν ἑαυτό του γράφει ὁ ἴδιος χαρακτηριστικά: «Χρυσὰ χέρια καὶ πολλὰ χαρίσματα μοῦ ἔδωσε ὁ Κύριος. Δὲν τὰ μεταχειρίστηκα γιὰ νὰ ἀποχτήσω ὑλικὰ ἀγαθά, μήτε χρήματα, μήτε δόξα, μήτε κανενὸς εἴδους καλοπέραση. Τὰ μεταχειρίστηκα πρὸς δόξαν τοῦ Κυρίου καὶ τῆς Ὀρθοδοξίας του. Ὄχι μόνο τὸν ἑαυτό μου παράβλεψα, μὰ καὶ τοὺς δικούς μου, τὴ γυναίκα μου, τὰ παιδιά μου καὶ τὰ ἐγγόνια μου τὰ ἀδίκησα κατὰ τὸ πνεῦμα τοῦ κόσμου. Κανένας ἄνθρωπος δὲν στάθηκε τόσο ἀνίκανος νὰ βοηθήσει τοὺς συγγενεῖς του, ὅσο ἐγώ. Ἤμουνα προσηλωμένος στὸ ἔργο, ποὺ ἔβαλα γιὰ σκοπό μου, καὶ στὸν σκληρὸ ἀγώνα γιὰ τὴν Ὀρθόδοξη πίστη μας. Γιὰ τοῦτο τυραννιστήκαμε καὶ τυραννιόμαστε στὴ ζωή μας. Φτωχὸς ἐγώ, φτωχὰ καὶ τὰ παιδιά μας. Βιοπάλη σκληρή, μὰ μὲ τὴν ἐλπίδα τοῦ Θεοῦ ὅλα γαληνεύουν, ὅλα τὰ θλιβερὰ τὰ περνοῦμε μὲ εὐχαριστία».


Β´

ΒΥΖΑΝΤΙΟ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ. «Ὅση διαφορὰ ἔχει ὁ Χριστιανισμὸς ἀπὸ τὴν εἰδωλολατρία, ἄλλη τόση διαφορὰ χωρίζει τὸ Βυζάντιο ἀπὸ τὴν ἀρχαία Ἑλλάδα. Ἡ ἀρχαιότητα εἶναι ἡ βασιλεία τοῦ λογικοῦ, ἐνῶ τὸ Βυζάντιο εἶναι ἡ βασιλεία τῆς πίστεως, τῆς πνευματικῆς μέθης καὶ τῆς ἀθανασίας. Ὁ Πραξιτέλης καὶ ὁ Ἀπελλῆς δὲν θὰ ἔνοιωθαν μία βυζαντινὴ εἰκόνα, γιατὶ δὲν εἶναι φτιαγμένη ἀπάνω στὸν ὑλικὸν κανόνα. Πολλοὶ ἀρχαῖοι μιλήσανε γιὰ τὴν ματαιότητα τοῦ κόσμου, ἀλλὰ κανένας δὲν τὴν πίστεψε ἀληθινά, ὥστε νὰ τὴν ἀφήσει, ἐκτὸς ἀπὸ τὸν Διογένη, ποὺ καὶ αὐτὸς καμώθηκε ψεύτικα πὼς τὴν σιχάθηκε, μόνο καὶ μόνο γιὰ νὰ θρέψει τὴ ματαιοδοξία του. Ἐνῶ στὸ Βυζάντιο ὁ βασιλιὰς κατέβαινε ἀπὸ τὸ θρόνο καὶ πήγαινε στὴν ἔρημο ντυμένος παλιόρασα ἀπὸ γιδότριχα καὶ χαιρότανε γιατὶ ἠλευθερώθη ἀπὸ τῆς δουλείας τῆς φθορᾶς. Ἡ ἁγιότης, ἡ ὁσιότης, ἡ μακαριότης γινήκανε πραγματικότητες τῆς ζωῆς, δὲν ἤτανε ὅπως πρὶν κάποια ἠθικὰ σύμβολα. Στὸ Βυζάντιο ὁ ἄνθρωπος ἔγινε πιὸ ἐσωτερικός, κατέβητε στὸν βυθὸ τοῦ ἑαυτοῦ του, (ἔγνω ἑαυτόν), ὄχι ὅπως ἤθελε ἡ ἀρχαία φιλοσοφία μὲ τὸ ἐρευνητικὸ ψάξιμο τῶν ἐγκάτων του, ἀλλὰ μὲ τὸν θεῖο ἔρωτα, ποὺ τοῦ ἔλεγε (Ὑμεῖς ναὸς τοῦ πνεύματος ἐστέ). Μὲ τὴν ταπείνωση ἔγινε πιὸ εὐαίσθητος στὸν ψυχικὸ πόνο καὶ στὴ συντριβὴ τῆς καρδίας, καὶ βρῆκε τὴ λύτρωση τῆς συγγνώμης καὶ τῆς μετανοίας».

ΑΓΙΟΓΡΑΦΙΑ. « Ο Φ. Κ. εἶναι Κυρίως βυζαντινὸς ἁγιογράφος καὶ ἔτσι πέρασε στὴν Ἱστορία. Καὶ ἡ συμβολή του στὴν πνευματικὴ προαγωγὴ τῶν Ὀρθοδόξων, διὰ τῆς Εἰκόνας, εἶναι ἀνυπολόγιστη ἀκόμα. Καὶ μπορῶ νὰ ἰσχυρισθῶ ὅτι ὄχι μονάχα ἐπέδρασε διαμορφωτικὰ στὴν εἰκονιστικὴ συνείδηση τῶν Ὀρθοδόξων καὶ συνετέλεσε στὴ δογματικὴ καὶ θεολογικὴ θεώρηση τῆς Εἰκόνας, ἀλλὰ ἡ ἀκτινοβολία τῆς ἁγιογραφίας του πέρασε τόσο στὸν ρωμαιοκαθολικό, ὅσο καὶ στὸν προτεσταντικὰ κόσμο καὶ ἐπηρέασε ἀρκετοὺς δυτικοὺς νὰ ἀσπασθοῦν τὴν Ὀρθοδοξία. Ἀπὸ τὴν ἄποψη αὐτή, ὁ Φ. Κ. θὰ μποροῦσε νὰ ὀνομασθῇ μεγάλος, νὰ πάρη μία διακεκριμένη θέση μεταξὺ ἐκείνων ποὺ ἄνοιξαν δρόμους ζωῆς, χαρᾶς, λυτρώσεως, Ὀρθοδοξίας.

Ο Φ. Κ. ἀποκάλυψε καὶ ξεσκέπασε τὴν βυζαντινὴ ἁγιογραφία καλυμμένη ἀπὸ τῆς λησμονιᾶς τὴ σκόνη καὶ τὴ ζωντάνεψε ἀπὸ τὴ νεκρότητα τῶν συνειδήσεων τῶν τελευταίων αἰώνων. Ἄπειρη εὐγνωμοσύνη στὸν Φ. Κ. ὀφείλει καὶ αὐτὸ τὸ Ἅγιον Ὄρος, ποὺ εἶχε χάσει ἀπὸ τὴν αἴσθησή του τὴν εἰκονογραφικὴ παράδοσή του καὶ εἶχε ἀλωθεῖ ἀπὸ τὶς χαλκομανίες τοῦ δυτικοῦ ἀνθρωπισμοῦ, τὶς Γενοβέφες - ὅπως ἔλεγε - ποὺ εἶχαν κυριαρχήσει στοὺς ἁγιορεῖτες ἁγιογράφους μέσω τῶν ῥωσικῶν παραγγελιῶν.

Χάρις λοιπὸν στὸν θαυμάσιο Φ. Κ. δὲν ὑπάρχει σήμερα οὔτε ἕνας ἁγιορείτης ἁγιογράφος, ποὺ νὰ μὴν ἀκολουθεῖ βυζαντινὴ παράδοση, ὕστερα ἀπὸ τὶς διδασκαλίες του μὲ τὴν μετάφραση τοῦ δοκιμίου τοῦ Λεωνίδα Οὐσπένσκυ καὶ ἀργότερα μὲ τὸ μνημειῶδες ἔργο του «Ἔκφραση τῆς Βυζαντινῆς Ἁγιογραφίας (μὲ 1100 σελίδες, 500 σχέδια καὶ 250 ὁλοσέλιδες πολύχρωμες καὶ μονόχρωμες εἰκόνες σὲ μία ὑπέροχη ἔκδοση τοῦ ἐκδοτικοῦ οἴκου «Ἀστήρ»), μὲ τὸ ὁποῖο διδάσκει τὴν πάντιμη Τέχνη καὶ τὴν Τεχνικὴ τῆς ἁγιογραφίας».

ΠΟΝΕΜΕΝΗ ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ. «Ἡ Ρωμιοσύνη βγῆκε ἀπὸ τὸ Βυζάντιο, ἢ γιὰ νὰ ποῦμε καλύτερα, τὸ Βυζάντιο στὰ τελευταῖα του χρόνια στάθηκε ἡ ἴδια ἡ Ῥωμιοσύνη. Ἀκόμα καὶ τὸν καιρὸ τοῦ Φωκᾶ φανερώνονται καθαρὰ τὰ χαρακτηριστικά της, καὶ στὰ χρόνια τῶν Παλαιολόγων, ποὺ ψυχομαχᾶ τὸ βασίλειο, ἀντρειώνεται ἡ βασανισμένη Ῥωμιοσύνη, ἡ καινούργια Ἑλλάδα. Μεγάλωσε μέσα στὴν ἀγωνία ἡ Χριστιανικὴ Ἑλλάδα, γιατὶ ὁ πόνος εἶναι ἡ καινούργια σφραγίδα τοῦ Χριστοῦ. Ἡ Ῥωμιοσύνη εἶναι ἡ πονεμένη Ἑλλάδα. Ἡ ἀρχαία Ἑλλάδα μπορεῖ νά ῾τανε δοξασμένη κι ἀντρειωμένη, ἀλλὰ ἡ καινούργια, ἡ χριστιανική, εἶναι πιὸ βαθειά, ἐπειδὴς ὁ πόνος εἶναι ἕνα πράγμα πιὸ βαθὺ κι ἀπὸ τὴ δόξα κι ἀπὸ τὴ χαρὰ κι ἀπὸ κάθε τι. Οἱ λαοὶ ποὺ ζοῦνε μὲ πόνο καὶ μὲ πίστη τυπώνουνε πιὸ βαθειὰ τὸν χαραχτήρα τους στὸν σκληρὸ βράχο τῆς ζωῆς, καὶ σφραγίζουνται μὲ μιὰ σφραγίδα ποὺ δὲν σβήνει ἀπὸ τὶς συμφορὲς κι ἀπὸ τὶς ἀβάσταχτες καταδρομές, ἀλλὰ γίνεται πιὸ ἄσβηστη. Μὲ μία τέτοια σφραγίδα εἶναι σφραγισμένη ἡ Ῥωμιοσύνη. Τὰ ἔθνη ποὺ ἐξαγοράζουνε κάθε ὥρα τὴ ζωή τους μὲ αἷμα καὶ μ᾿ ἀγωνία, πλουτίζουνται μὲ πνευματικὲς χάρες, ποὺ δὲν τὶς γνωρίζουνε οἱ καλοπερασμένοι λαοί. Αὐτοὶ ἀπομένουνε φτωχοὶ ἀπὸ πνευματικοὺς θησαυροὺς καὶ ἀπὸ ἀνθρωπιά, γιατὶ ἡ καλοπέραση κάνει χοντροειδὴ τὸν μέσα ἄνθρωπο».

Ο ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ. «Πνευματικὸν ἄνθρωπο, λέγει ὁ κόσμος τὸν ἄνθρωπο ποὺ ξέρει γράμματα. Μὰ ἀληθινὰ πνευματικὸς ἄνθρωπος εἶναι αὐτὸς ποὺ ἔχει κάποια ἰδιαίτερη ψυχικὴ εὐαισθησία καὶ καθαρότητα, ποὺ δὲν τὴν ἔχουνε οἱ ἄλλοι, καὶ ποὺ τὸν κάνει νὰ ὑποφέρει κρυφὰ γιὰ ὅλους καὶ γιὰ ὅλα, σὰν νά ῾ναι ἐκεῖνος ὁ φταίχτης γιὰ τὶς ἀδυναμίες τους καὶ τὰ στραβὰ ποὺ γίνονται στὸν κόσμο. Καὶ αὐτὸ δὲν τὸ κάνει σὰν ἕνα χρέος, ἀλλὰ σὰν νά ῾ναι ἀνάγκη του, γιατὶ ἀλλοιῶς δὲν μπορεῖ νὰ ζήσει».

Η ΕΚΔΗΜΙΑ ΤΟΥ. Ἔγραφε καὶ ζωγράφιζε ὡς τὴν τελευταία στιγμή, ὅπου κατάλαβε πὼς πρέπει νὰ ἑτοιμάζεται. Κάλεσε τότε τὸν ἅγιο γέροντα π. Φιλόθεο Ζερβάκο, καὶ τοῦ ἐξομολογήθηκε - ὅπως μᾶς τὸ διασώζει ὁ ἴδιος ὁ π. Φιλόθεος: «Προαισθάνομαι ὅτι θὰ φύγω σύντομα καὶ δι᾿ αὐτὸ σᾶς ἐκάλεσα, νὰ ἐξομολογηθῶ, νὰ μοῦ κάνετε Εὐχέλαιον, νὰ κοινωνήσω τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων, νὰ λάβω ὅλα τὰ ἀναγκαῖα ἐφόδια διὰ τὸ μακρυνὸν ταξίδιον. Ἐλπίζω ὄχι εἰς τὰς ἀρετάς μου, διότι οὐδὲν ἀγαθὸν ἐποίησα, ἀλλὰ εἰς τὸ ἄπειρον ἔλεος τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν πολλὴν εὐσπλαγχνίαν του νὰ μὲ σώση…». «Ὁπλισμένος μὲ ὅλα τὰ ἐφόδια γιὰ τὸ μεγάλο ταξίδι ἀνοίγει πανιὰ γιὰ τὴν αἰωνιότητα ὁ Φ. Κ. ὁ Κυδωνιεύς, λογοτέχνης καὶ ἁγιογράφος, στὶς 13 Ἰουλίου τὸ 1965. Τὶς ἴδιες στιγμὲς κατὰ τὴν ἀγρυπνίαν τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων (παλαιὸ ἡμερολόγιον) στὴν Ἱ. Μονὴ Μεταμορφώσεως τοῦ Brooklyn τῆς Νέας Ὑόρκης, ὅπως διασώζει ὁ ἡγούμενος, καὶ κατὰ τὴν Λιτήν, μιὰ μεγάλη εἰκόνα τῆς Παναγίας μας ἀκτινοβόλησε. Ἡ εἰκόνα αὐτὴ τῆς Ὁδηγήτριας ἦταν οἰκογενειακὴ εἰκόνα τοῦ κυρ-Φώτη καὶ εἶχε ἐπιγραφὴ (Δέησις Φωτίου καὶ Μαρίας)».

…Ὅποιος ἀπὸ τὸ ἄρωμα τῶν λουλουδιῶν του ἀναζήτησε καὶ βρῆκε τὸν μυστικὸ κῆπο, τὸν Φώτη Κόντογλου, θὰ γευθεῖ τὴ χαρὰ τῆς γαλήνης, τῆς ἁπλότητας καὶ τῆς ταπείνωσης. Οἱ πόνοι του θὰ ἀνακουφισθοῦν. Σὰν ἀγράμματος θὰ διαβάσει τὶς βυζαντινὲς ἁγιογραφίες του. Θὰ γνωρίσει τοὺς ἄσαρκους ἀσκητάδες τῆς Συρίας καὶ Μεσοποταμίας καὶ θὰ μάθει ἀπ᾿ αὐτὲς τὶς ἁγνὲς ψυχὲς τὴν ἀληθινὴ θεολογία, τὴ στάση τοῦ νοῦ καὶ τῆς καρδιᾶς ἀπέναντι στὸν Κύριο. Καὶ θὰ πλημμυρίσει ἀπὸ εὐγνωμοσύνη πρὸς τὸν Θεὸν «τούτων καὶ πάντων ἕνεκεν».