Ἀθανάσιος Ἰ. Καλαμάτας - Στὸν κυρ-Φώτη ὁ λόγος

9.9.2005


Ἂν καὶ συμπληρώνονται φέτος σαράντα χρόνια ἀπὸ τὴν κοίμηση τοῦ μακαριστοῦ Κυδωνιέως Φώτη Κόντογλου, ὑπάρχουν πολλοὶ μελετητὲς ποὺ συνεχίζουν νὰ ἀξιολογοῦν καὶ νὰ ἑρμηνεύουν τὸ ἔργο του, εἴτε αὐτὸ ἀφορᾶ στὴ λογοτεχνική, εἴτε στὴν καλλιτεχνική του παραγωγή, χώρια ἀπὸ τὴ συνεχιζόμενη πολλὲς φορὲς ἀνούσια καὶ ἄκριτη πολεμικὴ εἰς βάρος του. Καὶ ἡ θεώρηση αὐτὴ φαίνεται νὰ μὴν ἔχει τελειωμό. Πενήντα σχεδὸν χρόνια δημιουργικῆς πορείας τοῦ Ἀϊβαλιώτη συγγραφέα καὶ καλλιτέχνη, ποὺ ἄφησαν πολύμορφα λογοτεχνήματα καὶ καλλιτεχνήματα, ἐξακολουθοῦν ἄλλοτε νὰ θαμπώνουν τοὺς μελετητές του κι ἄλλοτε νὰ κάμουν πολλοὺς νὰ ἐπαναλαμβάνουν τὰ ἴδια πράγματα.

Δὲν προτίθεμαι ἐδῶ νὰ ἀπαριθμήσω τὸ τί ἔχει γραφεῖ ὑπὲρ καὶ τί κατὰ τοῦ Κόντογλου. Οὔτε βέβαια νὰ κάμω ὁποιαδήποτε συνθηματολογία, ἀκόμη καὶ ὡραιολογία, γύρω ἀπὸ τὸ βίο καὶ τὸ ἔργο του. Αὐτὰ σὲ ὅσους ξέρουν γράμματα καὶ ἔχουν καλὴ σπουδὴ στὴ λογοτεχνία καὶ τὴν τέχνη - καὶ ὄχι μόνο, θέλω νὰ πιστεύω καὶ στὴ θεολογία, μιᾶς κι ὁ Κόντογλου κατέδειξε ὅσο κανεὶς ἄλλος ὅτι ἡ ἑλληνορθόδοξη παράδοση δὲν εἶναι οἱ προχειρολογίες ἀρκετῶν διανοουμένων, ἀλλὰ καὶ ῥασοφόρων περὶ ὀρθοδοξίας καὶ ὀρθοπραξίας, ἀλλὰ κάτι τὸ ἁπτὸ καὶ συγκεκριμένο, ὅπως τὸ ψωμὶ καὶ τὸ κρασὶ ποὺ γίνεται Σῶμα καὶ Αἷμα Χριστοῦ - εἶναι νομίζω γνωστά.

Σὲ μερικὰ σημεῖα ἐπιθυμῶ μόνο νὰ σταθῶ. Αὐτὰ σχετίζονται ἄμεσα μὲ τὴν παρουσία τοῦ Κόντογλου στοὺς περίεργους καιροὺς ποὺ ζοῦμε. Ποιά, δηλαδή, εἶναι ἡ μαρτυρία τοῦ σήμερα. Πρῶτα ἀπ᾿ ὅλα, ὡστόσο, θὰ ἤθελα νὰ καταγράψω μερικὰ ἐρωτήματα, ποὺ συχνὰ-πυκνὰ ἔρχονται στὸ προσκήνιο. Ἐξακολουθεῖ νὰ εἶναι πονεμένη ἡ ῥωμιοσύνη; Ἐπιβιώνει στὸ ὑποσυνείδητό μας; Ἢ μήπως τὴν καταντήσαμε κι αὐτή, ὅπως τόσα ἄλλα ποὺ παραπέμπουν στὶς πηγὲς καὶ τὶς ρίζες μας φολκλόρ; Γιατὶ σ᾿ ὅ,τι ἀφορᾶ στὴν ἑλληνορθόδοξη ταυτότητα καὶ αὐτοσυνειδησία, μᾶς κατατρέχει πάντοτε τὸ σύνδρομο τῆς ἀπολογητικῆς, αὐτὸ δηλαδὴ ποὺ μᾶς κάμει συνεχῶς νὰ διατρανώνουμε τὴν πιστότητά μας σ᾿ αὐτή; Εἶναι τόσο δύσκολο νὰ κατανοήσουμε, ὄχι τὸ ποιοὶ καὶ τί εἴμαστε, ὅσο νὰ πραγματώσουμε μέσα μας αὐτὸ ποὺ ὄντως εἴμαστε; Τὴν πινδαρικὴ δηλαδὴ προτροπὴ τοῦ «μάθε καὶ γίνε αὐτὸ ποὺ εἶσαι», μὲ ἔμφαση στὸ γίγνεσθαι παρὰ στὸ μανθάνειν;

Ἡ πολύχρονη τριβή μου μὲ τὸ ἔργο τοῦ Κόντογλου θέλω νὰ πιστεύω ὅτι μοῦ ἔχει δώσει κάποιες ἀπαντήσεις στὰ παραπάνω ἐρωτήματα. Ἀπαντήσεις ποὺ μὲ κάμουν νὰ μὴν ἐθελοτυφλῶ ἀπέναντι σὲ μιὰ κατάσταση ποὺ θέλει τὴν ἑλληνορθόδοξη παράδοση κλεισμένη στὸ λούκι της. Ὅποτε διαβάζω Κόντογλου, ἀντιστέκομαι σ᾿ ὅλους ἐκείνους πού, ἐνῶ διατρανώνουν τὴν «ὀρθοδοξία τους», στὴν πραγματικότητα δὲν ξεφεύγουν ἀπὸ τὸ πουθενά, ἀλλὰ συνεχίζουν τὴ μάταιη πορεία πώρωσης τοῦ ἴδιου του ἑαυτοῦ τους. Κι ὅποτε, βέβαια, διαβάζω Κόντογλου, προσπαθῶ νὰ ἀπεμπλακῶ ἀπὸ τὸν τρόπο ἀνάγνωσης νὰ θηρεύσω ἀπ᾿ αὐτὸ κάποιες ἠθικίζουζες ἢ ἀκόμη καὶ θεολογίζουσες ἰδέες, ὅπως ἄλλωστε κάμουν οὐκ ὀλίγοι μελετητές του. Ἡ θήρα τέτοιων ἰδεολογημάτων, ἁπλῶς γιὰ νὰ ἐπισημάνει ἢ νὰ ἐπιβεβαιώσει κανεὶς τὴν καλή του σχέση μὲ τὸν Ἀϊβαλιώτη πρωτομάστορα τῆς καθ᾿ ἡμᾶς Ἀνατολῆς, οὐδεμία σχέση ἔχει μ᾿ αὐτὸ ποὺ ἤθελε ὁ ἴδιος ὁ Κόντογλου: πέρα ἀπὸ κάθε ὅριο αἰσθητικῆς συγκίνησης, ἐπιζητοῦσε ἀπὸ τοὺς ἀναγνῶστες τοῦ συνοδοιπορία στὸ βίωμα τῆς μακρόσυρτης ἑλληνορθόδοξης παράδοσης. Τούτη τὴν ἔβλεπε ἀνθεκτικὴ στὸ χρόνο καὶ δυναμικά, εἴτε μὲ τὰ γραπτά του, εἴτε μὲ τὰ καλλιτεχνήματά του, τὴ μπόλιασε στὸν κορμὸ τοῦ πολιτισμοῦ ὅπου ἔζησε καὶ ἔπλασε τὰ ἔργα του. Μὲ πάθος ἀφουγκράστηκε ὅ,τι θεωροῦσε ζωντανό. Πολεμοῦσε νὰ ζωντανέψει σὲ σύμβολα καὶ δρώμενα ὁλάκερο τὸν καημὸ τῆς ῥωμιοσύνης. Εἶχε μία ὁλικὴ σύλληψη περὶ τοῦ Γένους. Δὲν τὸ ἔβλεπε στὸ πλαίσιο τοῦ ἑλλαδικοῦ κρατιδίου.

Στὰ τόσα πολλὰ ποὺ ἔχουν γραφεῖ γιὰ τὸν Κόντογλου, ποὺ ὀρθὰ ἔχει χαρακτηριστεῖ ὡς ζωντανὴ ἔκφραση τῆς ῥωμιοσύνης, ποὺ λάτρεψε τὰ γράμματα καὶ ξεχωριστὰ τὴν παράδοση τῆς ἑλληνορθοδοξίας, ὀφείλω νὰ πῶ ὅτι μὲ ἀναπαύουν γραπτὰ ποὺ ἐπιτέλους ἔχουν νὰ ποῦν σημαντικὰ πράγματα. Ὁ Ὀδυσσέας Ἐλύτης φρονῶ ὅτι δίνει τὸν τόνο: «τὴν ἀγάπη μου γι᾿ ὅ,τι ἀποτελεῖ μία καταφρόνεση τῆς στεγνῆς λογικῆς, μιὰ περιπέτεια τοποθετημένη πέρα ἀπὸ τὰ σύνορα τοῦ φρόνιμου καὶ τοῦ γνώριμου, τὸ κέντρισμα γι᾿ αὐτὸ τὸ παιχνίδι τοῦ ῾θαυμαστοῦ᾿ ποὺ λέω νὰ μὴν τὸ σταματήσω ποτέ μου, δὲν μπορῶ νὰ ξεχάσω, μοῦ τό ῾δωσε πρώτη φορὰ ὁ Pedro Cazas τοῦ Κόντογλου, τότε ποὺ μαθητὴς ἀκόμα βυθιζόμουνα μὲ μία παράξενη καὶ ἀλλόκοτη γοητεία στὶς σελίδες του. Σήμερα, ὕστερα ἀπὸ τόσα χρόνια, δὲν παύω νὰ κηρύχνω τὴ μεγάλη σημασία ποὺ ἔχει ὁλόκληρο πιὰ τὸ ἔργο τοῦ Κόντογλου γιὰ τὴ γενιά μας, ἔργο ἀπὸ τὰ λίγα ἐκεῖνα ποὺ ἀφήνουν τὴν ἀπολησμονημένη φωνὴ τῆς Ἀνατολῆς νὰ ξανακουστεῖ καὶ πάλι μ᾿ ὅλα τὰ δικαιώματα καὶ νὰ μᾶς θυμίσει ποιὰ μπορεῖ νάναι ἡ σωστὴ θέση ἑνὸς τόπου ποὺ εἶναι προορισμένος ἀπὸ τὴν ἴδια του τὴν παράδοση νὰ στέκει κυρίαρχα ἀνάμεσα στὰ δυὸ μεγάλα ρεύματα ποὺ τὸ διαπερνᾶνε, νὰ τὰ ζυγιάζει, νὰ τὰ κρίνει, νὰ κρατάει ὅ,τι καλύτερο ἔχουνε, νὰ τὰ συγχωνεύει καὶ τελικὰ νὰ τὰ ξαναδίνει - προσθέτοντας τὸ μεράκι τῆς ψυχῆς του - σὲ μίαν ἀμίμητη καὶ μοναδικὴ σύνθεση». Ἐδῶ εἶναι προφανὴς ἡ σημασία ποὺ δίνει ὁ Ἐλύτης στὸν Κόντογλου καὶ στὸ περιεχόμενο τῶν δυὸ πόλων τῆς παράδοσής μας, τῆς ἑλληνικότητας καὶ τῆς ὀρθοδοξίας, στὴ διαχρονικότητά τους.

Σύμφωνα μὲ ἕναν ἀπὸ τοὺς καλύτερους μελετητές του, ποὺ μάλιστα δέχθηκε καὶ πολλὲς ἐπιρροὲς ἀπὸ αὐτόν, ἐννοῶ τὸν Π. Β. Πάσχο, ὁ Κόντογλου «γράφοντας ζωγραφίζει καὶ ζωγραφίζει γράφοντας», πάνω σὲ μιὰ παράδοση, ποὺ ὑπαρκτικὰ τὴ βίωνε στὸ τρίσημο σχῆμα της, Ἀρχαιότητα-Βυζάντιο-Νέος Ἑλληνισμός. Πρόκειται γιὰ μία συνειδητὴ καὶ ὄχι πατριδοκαπηλικὴ ἑλληνικότητα καὶ ὀρθόδοξη αὐτοσυνειδησία ποὺ «συναιρεῖ στὴ μήτρα της ὁλάκερη τὴν ἑλληνικὴ ἱστορία καὶ ζωή», ὅπως γράφει κάπου ὁ Κ. Τσιρόπουλος. Ὅταν ὁ Κόντογλου ἔγραφε γιὰ τὸν Ἑλληνισμό, τὴν Ὀρθοδοξία, τὸ Βυζάντιο, τὴν παράδοση, δὲ μασοῦσε τὰ λόγια του. Χωρὶς φανατισμὸ καὶ δίχως ἴχνος προκατάληψης, ἀλλὰ μὲ γνώση, συνέπεια καὶ πάθος, πάθος ποὺ ἔβγαινε μέσα ἀπὸ τὰ σωθικὰ τοῦ Ἀνατολίτη, μαχόταν, γιὰ νὰ προβάλει τὸν πλοῦτο τοῦ Γένους μας, τὸν πλοῦτο ποὺ κρύβουμε ὅλοι μέσα μας, τὸν πλοῦτο μιᾶς «ἀνανεούμενης ἑλληνικότητας», ποὺ ὡς τρόπο ζωῆς ὁ ἴδιος ὁ Κόντογλου, στὸ ἔργο του, ἀπὸ τὸν Πέδρο Καζᾶς, τὴ Βασάντα, Τὰ δαιμόνια της Φρυγίας, Ἐξ Ἀνατολῶν πνεύματα ὀργισμένα, Ἡ ξεχασμένη Ἀνατολή, Ὁ Γιαβᾶς ὁ Θαλασσινός, ἴσαμε τὰ ἀμέτρητα, ἀξεπέραστα θαλασσογραφήματά του, ἀνίχνευσε στὸ λαϊκὸ ἦθος, στὴ λαϊκὴ μουσική, στὴν ἐκκλησιαστικὴ πίστη, στὸν τρόπο ποὺ ὁ λαός μας ἔχτιζε καὶ εἰκονογραφοῦσε τὶς ἐκκλησίες του, μακριὰ ἀπὸ ἰδεολογικὰ καὶ φυλετικὰ κριτήρια. Γι᾿ αὐτό, καθ᾿ ὅλη τὴ διάρκεια τοῦ βίου τοῦ παρέμεινε ἀκλόνητος, πιστὸς στὰ λόγια τῶν παππούδων του, πιστὸς στὸ μεγαλεῖο τῆς καθ᾿ ἡμᾶς Ἀνατολῆς. Οἱ ὁποιεσδήποτε «ἀκρότητές» του πάνω σὲ ζητήματα πίστης, ἂν καὶ ἀδικοῦσαν πολλούς, δὲν προδίδουν κάποια ἀνακολουθία. Ὁ ἴδιος, ἐξάλλου, φρονοῦσε ὅτι ἡ ὀρθοδοξία τίποτε ἄλλο δὲν εἶναι ἀπὸ μία «ἀκρότητα».

Ὑπὸ τὸ παραπάνω πρίσμα, ὁ ἐπαρκὴς καὶ προσεκτικὸς ἀναγνώστης τοῦ ἔργου τοῦ Κόντογλου, ἀπὸ τὸ πρωτόλειο Πέδρο Καζὰ ὡς τὰ τελευταῖα δοκιμιακοῦ χαρακτήρα κείμενά του, ἀλλὰ καὶ τὰ ζωγραφικὰ ἔργα του, διαπιστώνει ὅτι σ᾿ ὅλη τὴ δημιουργικὴ παραγωγή του, ἂν καὶ ἐπαναλαμβάνει πολλὰ κοινὰ σημεῖα, αὐτὰ ἄλλοτε ἐξαίρονται περισσότερο καὶ ἄλλοτε λιγότερο. Ὁ ἐντοπισμός τους εἶναι εὔκολος, μὰ χρειάζεται προσεκτικὴ μελέτη ὄχι μόνο αὐτῶν, ἀλλὰ καὶ τῶν πηγῶν ἀπ᾿ ὅπου ἀντλεῖ ὁ συγγραφέας καὶ καλλιτέχνης Κόντογλου. Αὐτὸ εἶναι ἰδιαίτερα σημαντικὸ τόλμημα, γιατὶ ὁ Κόντογλου δὲν εἶχε μόνο τὸ χάρισμα νὰ φτιάχνει σύμβολα, μύθους καὶ εἰκόνες, τὰ ὁποῖα σάρκωνε σὲ ὑπαρκτὰ πρόσωπα, ἀλλὰ ἀπὸ γεννησιμιοῦ του κατάφερε νὰ ἀφομοιώσει πάμπολλα στοιχεῖα τῶν μνημείων τῆς ἑλληνορθόδοξης παράδοσης. Πέρα ἀπὸ τὶς σχέσεις του μὲ τὸν ἔξω κόσμο, ὁ βυζαντινὸς Κόντογλου μέσα του ἦταν ἕνας ἀναχωρητής. Θρεμμένος καὶ μυημένος στὸ κλίμα τῆς ὀρθῆς ἀνάγνωσης τῆς «ὀρθόδοξης ἑλληνικότητας», κατὰ τὸν Π. Β. Πάσχο ἔδωσε στὸ ἔργο του μιὰ μεταφυσικὴ χροιὰ καὶ ὄχι μιὰ ἠθική. Καὶ ὅταν λέγω μεταφυσική, δὲν ἐννοῶ κάτι τὸ δύσκαμπτο ποὺ μᾶς πάει σὲ ἕνα ἀπρόσιτο ὑπερπέραν, ἐννοῶ μία δημιουργικὴ καὶ συνθετικὴ κίνηση ποὺ διευρύνει τὰ ὅρια τῆς ἑλληνικότητας καὶ τῆς ὀρθοδοξίας καὶ τὰ κάμει οἰκουμενικά.