Φώτης Κόντογλου - Διάφορα Κείμενα


Φώτης Κόντογλου - Πρέπει νὰ ἐκσυγχρονιστοῦμε!

Οἱ σημερινοὶ «ἀνήσυχοι» Ἕλληνες δὲν καταστρέφουν καταργώντας ὅτι βρήκαμε ἀπὸ τοὺς πατεράδες μας, ἀλλὰ τὸ καταστρέφουν «τελειοποιώντας» το, «ἐξελίσσοντας» ὅτι σώθηκε ὡς ἐμᾶς ἀπὸ τοὺς παλαιότερους, τοὺς ἐνδιαφέρει μονάχα νὰ τὸ «συγχρονίσουνε», νὰ τὸ «τελειοποιήσουνε», δηλαδή, μ᾿ ἄλλα λόγια νὰ τὸ χαλάσουνε.

«Τελειοποιεῖται» ἡ λαϊκή μας μουσικὴ μὲ «ἐνορχηστρώσεις» καὶ μὲ διάφορες «ἐναρμονίσεις», μὲ τὶς ὁποῖες ὁ Λύγκος ὁ λεβέντης γίνεται μασκαρὰς τῆς ὄπερας μὲ σελάχι καὶ καπελαδούρα στὸ κεφάλι, μὲ φουστανέλα καὶ μπότες ἀλὰ Ἀρτανιάν, βγάζοντας ἀπὸ τὸ στόμα του κάτι κορῶνες ποὺ ξεταβανώνουνε σπίτι.

 Κοντὰ σ᾿ αὐτὰ «τελειοποιεῖται» καὶ ἡ μουσικὴ στὶς ἐκκλησίες μας μὲ τετραφωνίες, μὲ μπολιάσματα ἀπὸ τὴ Νόρμα τοῦ Μπελίνι κι ἀπὸ διάφορα ἰταλικὰ τραγούδια, σὲ τρόπο ποὺ τὸ τροπάρι τῆς Κασσιανῆς νὰ γίνεται ὄπερα ἀλαμπουρνέζικη καὶ τὸ «Σὲ ὑμνοῦμεν» νὰ γίνεται «ἡ ἀνθισμένη ἀμυγδαλιά».

«Τελειοποιοῦνται» ἀκόμα οἱ εἰκόνες στὶς ἐκκλησιές. Κάποιοι ζωγράφοι παίρνουνε τὶς βυζαντινὲς εἰκόνες, κ᾿ ἐπειδὴ ὅπως λένε, ἔχουνε μὲν δυνατὴ ἔκφραση, ὡραῖες στάσεις, σπουδαία σύνθεση, ἀλλὰ κατὰ τὰ ἄλλα εἶναι ἄτεχνες, δηλαδὴ «ἀφύσικες», τις τελειοποιοῦνε δίνοντας τους ὅτι δὲν ἔχουνε, δηλαδὴ «προοπτική, ἀνατομία, φυσικότητα». Μ᾿ ἄλλα λόγια ὅτι πετάξανε οἱ βυζαντινοὶ ἀπὸ τὴν τέχνη τους σὰν περιττὸ καὶ βλαβερό, γιὰ νὰ μπορέσουνε νὰ δώσουνε στὰ ἔργα τους σοβαρόν, αὐστηρὸν καὶ λειτουργικὸν χαρακτῆρα, αὐτὰ ἴσα-ἴσα τὰ ξαναβάζουνε στὰ ἔργα τῆς εἰκονογραφίας αὐτοὶ οἱ προκομένοι «συγχρονισταὶ» καὶ «τελειοποιεῖται» ποὺ κάνανε καὶ κάνουνε ἐκεῖνες τις ἀναιμικὲς καὶ ἀνούσιες ἁγιογραφίες ποὺ γεμίζουνε τὶς ἐκκλησιές μας.

Ἀλλά, ἐκτὸς ἀπὸ τὴ μουσική, οἱ μοντέρνοι ψάλτες καὶ παπάδες ἔχουνε «τελειοποιήσει» καὶ τὴν ἀπαγγελία τῶν εὐχῶν καὶ τῶν ἀναγνωσμάτων, ποὺ τὰ λένε μὲ ἕνα ὕφος, ποὺ θαρρεῖς πῶς εἶναι «κομφερανσιέ». Μεγάλη πρόοδος τέλος πάντων!

Ἀκόμα «τελειοποιοῦν» τὰ σκεύη τοῦ ναοῦ τὸν φωτισμό (τὸ ἰδεῶδες τους εἶναι νὰ γίνει ἡ ἐκκλησιὰ σὰν αἴθουσα κινηματογράφου).


Φώτης Κόντογλου - Ὁ δρόμος τῆς εὐτυχίας

Ἀπὸ τὴν Συλλογή: Μυστικὰ ἄνθη

Ὁ ἄνθρωπος εἶναι σὲ ὅλα ἀχόρταγος. Θέλει νὰ ἀπολαύσει πολλά, χωρὶς νὰ μπορεῖ νὰ τὰ προφτάσει ὅλα. Καὶ γι᾿ αὐτὸ βασανίζεται. Ὅποιος ὅμως, φτάσει σὲ μία κατάσταση, ποὺ νὰ εὐχαριστιέται μὲ τὰ λίγα, καὶ νὰ μὴ θέλει πολλὰ ἔστω καὶ κι ἂν μπορεῖ νὰ τὰ ἀποκτήσει, ἐκεῖνος λοιπὸν εἶναι εὐτυχισμένος. Οἱ ἄνθρωποι δὲν βρίσκουν πουθενὰ εὐτυχία, γιατὶ ἐπιχειροῦν νὰ ζήσουν χωρὶς τὸν ἑαυτό τους. Ἀλλὰ ὅποιος χάσει τὸν ἑαυτό του, ἔχει χάσει τὴν εὐτυχία. Εὐτυχία δὲν εἶναι τὸ ζάλισμα, ποὺ δίνουν οἱ πολυμέριμνες ἡδονὲς καὶ ἀπολαύσεις, ἀλλὰ ἡ εἰρήνη τῆς ψυχῆς καὶ ἡ σιωπηλὴ ἀγαλλίαση τῆς καρδιᾶς. Γι᾿ αὐτὸ εἶπε ὁ Χριστός: «Οὐκ ἔρχεται ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ μετὰ παρατηρήσεως: οὐδὲ ἐροῦσιν, ἰδοὺ ὧδε, ἢ ἰδοὺ ἐκεῖ. Ἰδοὺ γὰρ ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἐντὸς ἡμῶν ἐστι».

Ξέρω καλά, τί εἶναι ἡ ζωὴ ποὺ ζοῦνε οἱ λεγόμενοι κοσμικοὶ ἄνθρωποι. Οἱ ἄνθρωποι, δηλαδή, ποὺ διασκεδάζουνε, ποὺ ταξιδεύουνε, ποὺ ξεγελιοῦνται μὲ λογῆς-λογῆς θεάματα, μὲ ἀσημαντολογίες, μὲ σκάνδαλα, μὲ τὶς διάφορες ματαιότητες. Ὅλα αὐτά, ἀπὸ μακριὰ φαντάζουνε γιὰ κάποιο πρᾶγμα σπουδαῖο καὶ ζηλευτό! Ἀπὸ κοντά, ὅμως, ἀπορεῖς γιὰ τὴν φτώχεια ποὺ ἔχουνε, καὶ τὸ πόσο κούφιοι εἶναι οἱ ἄνθρωποι ποὺ ξεγελιοῦνται μὲ αὐτὰ τὰ γιατροσόφια τῆς εὐτυχίας. Βλέπεις δυστυχισμένους ἀνθρώπους, ποὺ κάνουνε τὸν εὐτυχισμένο! Κατάδικους, ποὺ κάνουνε τὸν ἐλεύθερο! Ἄδειοι ἀπὸ κάθε οὐσία! Τρισδυστυχισμένοι! Πεθαμένη ἡ ψυχή τους! Καὶ γι᾿ αὐτὸ ἀνύπαρκτη καὶ ἡ «εὐτυχία» τους! Τελείως ἀποξενωμένοι ἀπὸ τὴν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ!

Ἀλλὰ πῶς νὰ γίνει ψωμί, σὰν δὲν ὑπάρχει προζύμι; Καὶ πῶς νὰ μὴν εἶναι ὅλα ἄνοστα, ἀφοῦ δὲν ὑπάρχει ἁλάτι;

Μὴ φοβᾶσαι, ἀδελφέ μου, νὰ μείνεις μοναχὸς μὲ τὸν ἑαυτό σου! Μὴ καταγίνεσαι ὁλοένα μὲ χίλια πράγματα, γιὰ νὰ τὸν ξεχάσεις! Γιατὶ ὅποιος ἔχασε τὸν ἑαυτό του, κάθεται μὲ ἴσκιους καὶ μὲ φαντάσματα μέσα στὴν ἔρημό του θανάτου. Ἀγάπησε τὸν Χριστὸ καὶ τὸ Εὐαγγέλιο, περισσότερο ἀπὸ τὶς πεθαμένες σοφίες τῶν ἀνθρώπων. Περισσότερο ἀπὸ κάθε τιμὴ καὶ δόξα ἐτούτου τοῦ κόσμου. Καὶ μοναχὰ τότε, θὰ χαίρεσαι σὲ κάθε ὥρα τῆς ζωῆς σου. Κανένας δρόμος δὲν βγάζει στὴν εἰρήνη τῆς καρδιᾶς, παρὰ μόνο ὁ Χριστός, ποὺ σὲ καλεῖ πονετικὰ καὶ ποὺ σοῦ λέγει: «Ἐγὼ εἰμὶ ἡ ὁδός».


Φώτης Κόντογλου - Ἡ ἁγιασμένη ἐπανάσταση

Ἕνα ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸ βιβλίο «Πονεμένη Ρωμιοσύνη», Ἐκδόσεις Ἀστήρ

«Ἡ ἑλληνικὴ Ἐπανάσταση εἶναι ἡ πιὸ πνευματικὴ ἐπανάσταση ποὺ ἔγινε στὸν κόσμο. Εἶναι ἁγιασμένη»

Ἡ σκλαβιὰ ποὺ ἔσπρωξε τοὺς Ἕλληνες νὰ ξεσηκωθοῦνε καταπάνω στὸν Τοῦρκο δὲν ἤτανε μονάχα ἡ στέρηση κι ἡ κακοπάθηση τοῦ κορμιοῦ, ἀλλά, ἀπάνω ἀπ᾿ ὅλα, τὸ ὅτι ὁ τύραννος ἤθελε νὰ χαλάσει τὴν πίστη τους, μποδίζοντάς τους ἀπὸ τὰ θρησκευτικὰ χρέη τους, ἀλλαξοπιστίζοντάς τους καὶ σφάζοντας ἢ κρεμάζοντάς τους, ἐπειδὴ δὲν ἀρνιότανε τὴν πίστη τους γιὰ νὰ γίνουνε μωχαμετάνοι. Γιὰ τοῦτο πίστη καὶ πατρίδα εἴχανε γίνει ἕνα καὶ τὸ ἴδιο πρᾶγμα, κ᾿ ἡ λευτεριὰ ποὺ ποθούσανε δὲν ἤτανε μοναχὰ ἡ λευτεριὰ ποὺ ποθοῦνε ὅλοι οἱ ἐπαναστάτες, ἀλλὰ ἡ λευτεριὰ νὰ φυλάξουνε τὴν ἁγιασμένη πίστη τους, ποὺ μ᾿ αὐτὴν ἐλπίζανε νὰ σώσουνε τὴν ψυχή τους. Γιατί, γι᾿ αὐτούς, κοντὰ στὸ κορμί, ποὺ ἔχει τόσες ἀνάγκες καὶ ποὺ μὲ τόσα βάσανα γίνεται ἡ συντήρησή του, ὑπῆρχε κ᾿ ἡ ψυχή, ποὺ εἶπε ὁ Χριστὸς πὼς ἀξίζει περισσότερο ἀπὸ τὸ σῶμα, ὅσο περισσότερο ἀξίζει τὸ ροῦχο ἀπ᾿ αὐτό.

Ἐκεῖνος οἱ ἁπλὲς ψυχές, ποὺ ζούσανε στὰ βουνὰ καὶ στὰ ρημοτόπια, ἤτανε διδαγμένες ἀπὸ τοὺς πατεράδες τους στὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ, καὶ γνωρίζανε, μ᾿ ὅλο ποὺ ἤτανε ἀγράμματες, κάποια ἀπὸ τὰ λόγια του, ὅπως εἶναι τοῦτα: «Τί θὰ ὠφελήσει ἄραγε τὸν ἄνθρωπο, ἂν κερδίσει τὸν κόσμο ὅλο, καὶ ζημιωθεῖ τὴν ψυχή του;» «Ἡ ψυχὴ εἶναι πιὸ πολύτιμη ἀπὸ τὴ θροφή, ὅπως τὸ κορμὶ ἀπὸ τὸ φόρεμα!» -κ.ἄ.

Γιὰ τοῦτο, κατὰ τὰ χρόνια τῆς σκλαβιᾶς, χιλιάδες παλληκάρια σφαχτήκανε καὶ κρεμαστήκανε καὶ παλουκωθήκανε γιὰ τὴ πίστη τους, ἀψηφώντας τὴ νεότητά τους, καὶ μὴ δίνοντας σημασία στὸ κορμί τους καὶ σὲ τούτη τὴν πρόσκαιρη ζωή. Στράτευμα ὁλάκερο εἶναι οἱ ἅγιοι νεομάρτυρες, ποὺ δὲ θανατωθήκανε γιὰ τὰ ὑλικὰ ἀγαθὰ τούτης τῆς ζωῆς, ἀλλὰ γιὰ τὴν πολύτιμη ψυχή τους, ποὺ γνωρίζανε πὼς δὲ θὰ πεθάνει μαζὶ μὲ τὸ κορμί, ἀλλὰ θὰ ζήσει αἰώνια. Ἀκούγανε καὶ πιστεύανε ἀτράνταχτα τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ, ποὺ εἶπε: «Μὴ φοβηθῆτε ἐκεῖνον ποὺ σκοτώνει τὸ σῶμα, καὶ ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ κάνει τίποτα παραπάνω. Ἀλλὰ νὰ φοβηθεῖτε ἐκεῖνον ποὺ μπορεῖ νὰ θανατώσει καὶ τὸ σῶμα καὶ τὴν ψυχή.»

Ἡ ἐλευθερία, ποὺ γι᾿ αὐτὴ θυσιαζόντανε, δὲν ἤτανε κάποια ἀκαθόριστη θεότητα, ἀλλὰ ἤτανε ὁ ἴδιος ὁ Χριστός, ποὺ γι᾿ αὐτὸν εἶπε ὁ ἀπόστολος Παῦλος: «Ὅπου τὸ Πνεῦμα τοῦ Κυρίου, ἐκεῖ εἶναι κ᾿ ἡ ἐλευθερία». Κι ἀλλοῦ λέγει: «Σταθεῖτε στερεὰ στὴν ἐλευθερία ποὺ σᾶς χάρισε ὁ Χριστός, σταθεῖτε καὶ μὴν πέσετε πάλι στὸ ζυγὸ τῆς δουλείας. Γιατὶ γιὰ τὴν ἐλευθερία σας κάλεσε. Ἀλλὰ τὴν ἐλευθερία μὴν τὴν παίρνετε μονάχα σὰν ἀφορμὴ γιὰ τὴ σάρκα σας.»


Φώτης Κόντογλου - Οἱ Νεομάρτυρες, ἡ δόξα τῆς Ἐκκλησίας μας

Ἀπὸ τὸ βιβλίο του «Πονεμένη Ρωμιοσύνη», τῶν ἐκδόσεων «Ἀστήρ»

Τὸ νὰ μιλᾷ κανένας σήμερα καὶ νὰ γράφει γιὰ κάποια πράγματα τῆς θρησκείας, ὁ πολὺς κόσμος τὸ νομίζει γιὰ ἀνοησία. Καὶ ἀκόμα μεγαλύτερη ἀνοησία ἔχει τὴν ἰδέα πῶς εἶναι τὸ νὰ γράφει γιὰ τοὺς ἅγιους μάρτυρες, καὶ μάλιστα γιὰ κείνους ποὺ μαρτυρήσανε κατὰ τὰ νεότερα χρόνια ποὺ βασιλεύανε οἱ Τοῦρκοι ἀπάνω στὴ χριστιανοσύνη, ἐπειδὴς ὁ λίγος καιρὸς ποὺ μᾶς χωρίζει ἀπ᾿ αὐτοὺς κάνει ὦστε νὰ τοὺς νοιώθουμε πολὺ κοντά μας, ἀνθρώπους σὰν κ᾿ ἐμᾶς, ἐνῷ τοὺς ἀρχαίους μάρτυρες τοὺς βλέπουμε μέσα ἀπὸ τοὺς αἰῶνες ποὺ περάσανε ἀπὸ τότε ποὺ μαρτυρήσανε καὶ στὴ φαντασία μας παρουσιάζονται εὐκολότερά με τὸν φωτοστέφανο τοῦ ἁγίου.

Κανένας λαὸς δὲν ἔχυσε τόσο αἷμα γιὰ τὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ, ὅσο ἔχυσε ὁ δικός μας, ἀπὸ καταβολὴ τοῦ χριστιανισμοῦ ἴσαμε σήμερα. Κι αὐτὸς ὁ ματωμένος ποταμὸς εἶναι μια πορφύρα ποὺ φόρεσε ἡ ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας, καὶ ποὺ Θά ῾πρεπε νὰ τὴν ἔχουμε γιὰ τὸ μεγαλύτερο καύχημα, κι ὄχι νὰ τὴν καταφρονοῦμε καὶ νὰ μὴ μιλοῦμε ποτὲ γι᾿ αὐτή, καὶ μάλιστα νὰ ντρεπόμαστε νὰ μιλήσουμε γι᾿ αὐτή, σὲ καιρὸ ποὺ δὲ ντρεπόμαστε γιὰ τὶς πιὸ ντροπιασμένες καὶ σιχαμερὲς παραλυσίες ποὺ κάνουνε οἱ ἄνθρωποι στὸν ἀδιάντροπο καιρό μας.

Ἑμεῖς οἱ σημερινοὶ πονηρεμένοι ἄνθρωποι φροντίζουμε μονάχα γιὰ τὴν καλοπέραση τοῦ κορμιοῦ μας, καὶ γιὰ τοῦτο ἡ ψυχή μας ἔχασε τὴν εὐαισθησία της, μ᾿ ὅλα τὰ πνευματικὰ γιατρικὰ ποὺ λέμε πῶς ἔχουμε. Καὶ γι᾿ αὐτὸ περιφρονοῦμε καὶ τοὺς λέμε ἀνόητους ἐκείνους ποὺ δὲν κοιτάζουνες τὸ ὑλικὸ συμφέρο τους, ἀλλὰ κάνουνε κάποιες θυσίες. Κατὰ πολὺ ἀνόητους καὶ μικρόμυαλους θεωροῦμε ἐκείνους ποὺ θυσιάσανε τὴ ζωή τους γιὰ τὴν πίστη τους, ἀφοῦ, κατὰ τὴν ἁμαρτωλὴ κρίση μας, δὲν κοιτάξανε νὰ χαροῦνε τὰ νιάτα τους καὶ ν᾿ ἀπολάψουνε τοῦτον τὸν κόσμο, ποὺ εἶναι χειροπιαστὸς καὶ σίγουρος, ἀλλὰ βασανιστήκανε, φυλακωθήκανε, δαρθήκανε καί, στὸ τέλος, σφαχτήκανε ἢ κρεμαστήκανε, οἱ ἄμυαλοι, γιὰ κάποιους ἴσκιους ποὺ λέγουνται ἀθάνατη ζωὴ καὶ βασιλεία τῶν οὐρανῶν...

... Μ᾿ αὐτὰ τὰ λόγια βροντοφωνεῖ πῶς ἡ Ἐκκλησία μας, μὲ τὰ μαρτύρια ποὺ τραβᾷ ἀπὸ αἰῶνες, εἶναι ἡ ἀληθινὴ Ἐκκλησία, ἡ βλογημένη ἀπὸ τὸν Κύριο, κι ὄχι ἡ Δυτική, ἡ καλοπερασμένη ἡ ὑπερήφανη ἀφέντρα, ποὺ ὄχι μονάχα τὸ αἷμα της δὲν ἔχυσε γιὰ τὸν Χριστό, ἀλλὰ ἡ ἴδια ἔκαιγε τοὺς ἀνθρώπους ποὺ δὲν τῆς ἤτανε ὑπάκουοι.

 Οἱ δικοί μας οἱ ἅγιοι, ποὺ μαρτυρήσανε στὸν καιρὸ ποὺ εἴμαστε σκλάβοι στοὺς Τούρκους, ἤτανε ταπεινοί, ἁπλοί, λιγομίλητοι, μὲ τὴ φωτιὰ τῆς πίστης στὰ στήθιά τους, ἀπονήρευτοι κι ἀγράμματοι, ἀφοῦ τὸ μόνο ποὺ γνωρίζανε νὰ λένε μπροστὰ στὸν ἀγριεμένο τὸν κριτὴ ἤτανε «Χριστιανὸς γεννήθηκα καὶ Χριστιανὸς θ᾿ ἀποθάνω!» Νέοι ἄνθρωποι, παλικάρια ἀπάνω στ᾿ ἄνθος τῆς νιότης τους, πηγαίνανε προθυμερὰ νὰ παραδοθοῦνε γιὰ τ᾿ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, κι ἀντὶς ἀρραβωνιάσματα καὶ σφαζόντανε σὰν τ᾿ ἀρνιὰ ἡ κρεμαζόντανε μὲ τὴ θελιά, στὸν λαιμό τους καί, γιὰ νὰ τοὺς τυραγνᾶνε περισσότερο οἱ ἄπιστοι, κόβανε τὸν λαιμό τους σιγὰ-σιγὰ μὲ στομωμένα μαχαίρια ἢ τοὺς χωρίζανε μὲ σάπια σχοινιὰ ποὺ κοβόντανε, γιὰ νὰ τοὺς ξανακρεμάσουνε. Καὶ τὰ μόνα ποὺ ξέρανε ἀπὸ τὴ Θρησκεία μας οἱ περισσότεροι ἀπ᾿ αὐτοὺς ἤτανε τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ, ποὺ εἶπε: «Ὅποιος μὲ ὁμολογήσει μπροστὰ στους ἀνθρώπους, θὰ τὸν ὁμολογήσω κὶ ἐγὼ μπροστὰ στὸν Πατέρα μου, ποὺ εἶναι στὸν οὐρανό, κι ὅποιος μ᾿ ἀρνηθεῖ μπροστὰ στοὺς ἀνθρώπους, θὰ τὸν ἀρνηθῶ κ᾿ εγώ μπροστὰ στὸν Πατέρα μου, ποὺ εἶναι στὸν οὐρανό». Καθὼς καὶ τὰ λόγια, τοῦτα, ποὺ εἶπε ὁ Κύριος: «Μὴ φοβηθεῖτε ἀπὸ κείνους ποὺ σκοτώνουνε τὸ σῶμα, μὰ ποὺ δὲν μποροῦνε νὰ σκοτώσουνε τὴν ψυχή», καί: «Ὅποιος χάσει τὴ ζωή του γιὰ τ᾿ ὄνομά μου, αὐτός θὰ ζήσει στην αἰώνια ζωή».

 Ὤ! Τι ὕψος καὶ πόση πνευματικὴ εὐπρέπεια εἶχε ἡ φυλή μας, τὸν καιρὸ ποὺ θαρροῦμε ἐμεῖς πὼς ἤτανε ἀγράμματη καὶ βάρβαρη. Ἐμεῖς, οἱ σημερινοί, εἴμαστε βάρβαροι, ποὺ δὲν εἴμαστε σὲ θέση νὰ νοιώσουμε ὅσο πρέπει την εὐγένεια καὶ τὸ μεγαλεῖο τῆς θυσίας γιὰ τ᾿ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, ποὺ τὴν προσφέρανε μὲ τὰ κορμιά τους ἐκείνοι οἱ λεονταρόψυχοι, ποὺ γι᾿ αὐτούς λέγει ὁ Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης πὼς δὲν γεννηθήκανε ἀπὸ αἵματα, μήτε ἀπὸ θέλημα της σάρκας, μήτε ἀπὸ θέλημα ἀντρός, ἀλλὰ πὼς γεννηθήκανε ἀπὸ τὸν Θεό. Ἡ γενεὰ ἡ δική μας, «ἡ μοιχαλὶς καὶ ἁμαρτωλός», ἂς κάνει τὸν ἔξυπνον ἐκεῖ ποὺ δὲν χωρᾷ καμιὰ ἐξυπνάδα, ἂς περιπαίζει ἐκείνους ποὺ δώσανε τὸ αἷμα τους γιὰ τὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ, μὲ τὴν ἐλπίδα τῆς αἰώνιας ζωῆς. Θὰ ἔρθει μέρα ποὺ θὰ δώσει ἀπολογία καὶ σὲ τοῦτο τον κόσμο καὶ στὸν ἄλλον, καὶ τότε θὰ καταλάβει σὲ τί σκοτάδι βρισκότανε...


Φώτης Κόντογλου - Μυστρᾶς

πὸ τὸ βιβλίο «Ταξείδια» (1928)

...Θεόρατοι τοῖχοι γιομάτοι μεγάλες παραθύρες, σκουργιασμένοι, σάπιοι, σαραβαλιάζουνται μέρα μὲ τὴ μέρα. Κάθε τόσο ξεκολλᾶ ἀποπάνω τους ἕνα κομμάτι καὶ πέφτει μονοκόμματο στὴ γῆς. Τὰ κοτρώνια γυρίζουνε πάλε πίσω στὴ μάννα τους, ἀγνώριστα, σὰν τὴν πέτρα τοῦ βουνοῦ...

Στὶς μεριὲς πού᾿χε τὸ χτίριο ξύλα ἀπόμεινε ἡ τρύπα ἀδειανὴ γιατὶ σάπισε τὸ ξύλο. Πρῶτα ἔλειωσ᾿ ὁ ἄνθρωπος ποὺ τὰ ὤριζε, ὕστερα τὰ ροῦχα του, ὕστερα τὰ ξύλα κι ὕστερα σκορπίσανε κ᾿ οἱ πέτρες κ᾿ ἔτσι ξεκουραστήκανε οὖλοι τους. Οἱ σκεπὲς καὶ τὰ πατώματα βουλιάξανε γλήγορα κι ἀπομείνανε μόνο οἱ τέσσεροι τοῖχοι καὶ τοῦτοι πάλε πιάσανε καὶ λειώνανε πιὸ πολὺ κατὰ τὸ μέρος τῆς νοτιᾶς. Κατὰ τὸ βοριὰ ἡ γωνιὰ ἀγαντάρει πολλὰ χρόνια ὑστερώτερα, ὡς ποὺ ἀπομένει ὁλόρθη μία κολόνα ντουβάρι, κι ἀνεμοδέρνεται, κι ὁλοένα λιγνεύει, κι ὁλοένα ξεκοκκαλιάζεται, κ᾿ ἔρχεται σ᾿ ἕναν λογαριασμὸ ποὺ ἡ φύση τό ᾿χει πλιὰ ντροπή της νὰ δώσῃ παραγγελιὰ σὲ κανένα ἀπ᾿ τ᾿ ἀντρειωμένα παλληκάρια της, γιὰ στὸν ἀγέρα, γιὰ στὸν σεισμό, γιὰ στ᾿ ἀστροπελέκι, ν᾿ ἀποτελειώσουνε ἕναν τέτοιον ἀντίμαχο. Τότες πετᾶ ἕνα κοράκι καὶ πάει κι ἀλαφροκάθεται στὴν κορφὴ κείνης τῆς κολώνας, καὶ κεῖ ποὺ κάνει νὰ τανίσῃ τὴ φτερούγα του γιὰ νὰ ψειριστῇ, μονομιᾶς ξεκλειδώνουνται οἱ πέτρες καὶ κουτρουβαλιάζουνται μ᾿ ἕναν κούφιο σαματᾶ, ποὺ λὲς πὼς χωνεύουνε μέσα στὴ γῆς...


Φώτης Κόντογλου - Παράδοση

Ἀπὸ τὸ βιβλίο του «Πονεμένη Ρωμιοσύνη», τῶν ἐκδόσεων «Ἀστήρ»

Ὅσοι ἀπομείναμε πιστοὶ στὴν παράδοση, ὅσοι δὲν ἀρνηθήκαμε τὸ γάλα ποὺ βυζάξαμε, ἀγωνιζόμαστε, ἄλλος ἐδῶ, ἄλλος ἐκεῖ, καταπάνω στὴν ψευτιά. Καταπάνω σ᾿ αὐτοὺς ποὺ θέλουνε την Ἑλλάδα ἕνα κουφάρι χωρὶς ψυχή, ἕνα λουλούδι χωρὶς μυρουδιά. Κουράγιο, ὁ καιρὸς θὰ δείξει ποιὸς ἔχει δίκιο, ἂν καὶ δὲ χρειάζεται ὁλότελα αὐτὴ ἡ ἀπόδειξη.


Φώτης Κόντογλου - Ὁδηγοὶ τοῦ κόσμου

πὸ τὸ βιβλίο «Ἀσάλευτο Θεμέλιο», σελ. 108-109, Ἐκδόσεις Ἀκρίτας

Ὦ τρισανόητοι, ἐσεῖς ποὺ ἔχετε τὴν ἰδέα πὼς εἴσαστε κι ἄξιοι νὰ γίνετε ὁδηγοὶ τοῦ κόσμου! Γιὰ λίγα χρόνια μιᾶς ζωῆς, ποὺ εἶναι κι αὐτὰ γεμάτα ταραχή, ἀνησυχία, κι ἀπελπισία, γεμάτα πολέμους καὶ ἐγκλήματα, γι᾿ αὐτὲς τὶς λίγες μέρες, λοιπόν, κάνετε τόση φασαρία, γι᾿ αὐτὲς φτιάνετε τόσες θεωρίες, γι᾿ αὐτὲς πνίγετε στὸ αἷμα τὴν ἀνθρωπότητα, γι᾿ αὐτὲς τὶς λίγες στιγμὲς τὴν ἀφιονάζετε μ᾿ ἕνα πλῆθος ὄνειρα γιὰ εὐτυχία, ποὺ τὸ τέλος τους θά ᾿ναι τὸ τίποτα; Ἀληθινὰ εἴσαστε τρελοί, καὶ κακοὶ τρελοί, σατανᾶδες τῆς ἀπάτης.

Ὅλοι οἱ ἄνθρωποι θὰ περάσουμε τὸν θάνατο τοῦ κορμιοῦ, καὶ θὰ πάγει ὁ καθένας, ὅπου τὸν προόρισε ὁ Κύριος, κατὰ τὴν πίστη καὶ κατὰ τὰ ἔργα του. Αὐτὸν εἶναι ὁ πρῶτος θάνατος. Ποὺ εἶναι γιὰ τοὺς καλοὺς κατὰ τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ «μετάβασις ἐκ τοῦ θανάτου εἰς τὴν ζωήν». Ἐκεῖνοι ὅμως ποὺ θελήσανε νὰ γίνουνε ἐχθροὶ τοῦ Θεοῦ, κι εἴπανε πὼς δὲν ὑπάρχει, καὶ ρίξανε τοὺς ἀδελφούς τους στὸν Καιάδα τῆς ἀπελπισίας καὶ τῆς ἀπιστίας, αὐτοί, παρεκτὸς ἀπὸ τὸν πρῶτο θάνατο, θὰ περάσουνε καὶ τὸν δεύτερο θάνατο.

Ναί! Αὐτὸν τὸ δεύτερο θάνατο ποὺ εἶναι ὁ ἀληθινὸς θάνατος, θὰ τὸν δοκιμάσουν ὅσοι δὲν θὰ βρεθοῦνε γραμμένοι στὸ βιβλίο τῆς ζωῆς. (Ἀποκαλ. Κ´, καὶ ΚΑ´, 8).


Φώτης Κόντογλου - Ῥωμιοσύνη καὶ Ὀρθοδοξία

Ἀπὸ τὸ βιβλίο «Παναγία καὶ Ὑπεραγία» των ἐκδόσεων Ἀρμός

Ἡ Ῥωμιοσύνη καὶ Ὀρθοδοξία εἶναι ἕνα πρᾶγμα. Γιὰ νὰ μὴν πάρω τοὺς πολὺ παλιούς, παίρνω δυὸ τρεῖς ἀπὸ ἐκείνους ποὺ ἀγωνισθήκανε γιὰ τὴν ἐλευθερία τῆς Ἑλλάδας, ποὺ ὅποτε μιλᾶνε γιὰ τὴ λευτεριά, μιλᾶνε καὶ γιὰ τὴ θρησκεία. Ὁ Ρήγας Φεραῖος λέγει: «νὰ κάνουμε τὸν ὅρκο / ἀπάνω στὸ Σταυρό». Ἕνας ἄλλος ποιητὴς γράφει: «Γιὰ τῆς πατρίδας τὴν ἐλευθερία / γιὰ τοῦ Χριστοῦ τὴν πίστη τὴν ἁγία / γι᾿ αὐτὰ τὰ δυὸ πολεμῶ, / μ᾿ αὐτὰ νὰ ζήσω ἐπιθυμῶ. / κι ἂν δὲν τὰ ἀποχτήσω / τί μ᾿ ὠφελεῖ νὰ ζήσω;»...

... Οἱ ἀγράμματοι ποιητὲς τῶν βουνῶν, μέσα στὰ τραγούδια ποὺ κάνανε, καὶ ποὺ δὲ θὰ τὰ φτάξει ποτὲ κανένας γραμματιζούμενος, μιλᾶνε κάθε τόσο γιά. τὴ Θρησκεία μας, γιὰ τὸ Χριστό, γιὰ τὴν Παναγιά, γιὰ τοὺς δώδεκα Ἀποστόλους, γιὰ τοὺς ἁγίους. Πολλὲς παροιμίες καὶ ρητὰ καὶ λόγια ποὺ λέγει ὁ λαός μας, εἶναι παρμένα ἀπὸ τὰ γράμματα τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ Ῥωμιοσύνη εἶναι ζυμωμένη μὲ τὴν ὀρθοδοξία, γι᾿ αὐτὸ Χριστιανὸς κ᾿ Ἕλληνας ἤτανε τὸ ἴδιο. Ἀπὸ τότε ποὺ γινήκανε χριστιανοὶ οἱ Ἕλληνες, πήρανε στὰ χέρια τους τὴ σημαία τοῦ Χριστοῦ καὶ τὴν κάνανε σημαία δική τους: Πίστις καὶ Πατρίς! Ποτάμια ἑλληνικὸ αἷμα χυθήκανε γιὰ τὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ, ἀπὸ τα χρόνια του Νέρωνα καὶ τοῦ Διοκλητιανοῦ, ἕως τὰ 1838, ποὺ μαρτύρησε ὁ ἅγιος Γεώργιος ὁ ἐξ Ἰωαννίνων. Ποιὰ ἄλλη φυλὴ ὑπόφερε τόσα μαρτύρια γιὰ τὸ Χριστό; Αὐτὸ τὸ ἀκατάλυτο ἔθνος ποὺ ἔπρεπε νὰ πληθύνει καὶ νὰ καπλαντίσει τὸν κόσμο, ἀπόμεινε ὀλιγάνθρωπο γιατὶ ἀποδεκατίσθηκε ἐπὶ χίλια ὀχτακόσια χρόνια ἀπὸ φυλὲς χριστιανομάχες.

Ἁγιασμένη Ἑλλάδα! Εἶσαι ἁγιασμένη, γιατὶ εἶσαι βασανισμένη. Κι ἡ κάθε γιορτή σου μνημονεύει κ᾿ ἕνα μαρτύριό σου. Τὰ πάθη τοῦ Χριστοῦ τὰ ῾κανες δικά σου πάθη, τὰ μαρτύρια τῶν ἁγίων εἶναι τὰ δικά σου μαρτύρια.