Νικηφόρος Βρεττάκος - Ὁ ἰδιότυπος Φώτης Κόντογλου


Ἡ πρώτη μου γνωριμία μὲ τὸ εἶδος γραφῆς τοῦ Φώτη Κόντογλου, ἔγινε στὰ μαθητικά μου χρόνια. Τότε διάβασα τὸ βιβλίο τοῦ «Πέδρο Καζᾶς» (ἐκδόσεις Χ. Γανιάρη, 1922) καὶ ἐντυπωσιάστηκα ἀπὸ τὴν ἰδιοτυπία του: Γλώσσα, τρόπος ἀφήγησης, πειστικὴ περιπέτεια. Κι ὅπως τὰ καλὰ βιβλία ποὺ μποροῦσαν νὰ φτάσουν ὡς τὴν ἐπαρχία μου ἦταν ἐλάχιστα, τὸ διάβασα καὶ τὸ ξαναδιάβασα. Ἔτυχε μάλιστα νὰ τὸ διαβάσω κοντὰ-κοντὰ μὲ τὸ «Ντὲ προφούντις» τοῦ Ὄσκαρ Οὐάιλντ, ἕνα βιβλίο ποὺ μὲ εἶχε συνεπάρει μὲ τὸν κεντημένο του λόγο, τὴ λεπταισθησία καὶ τὴν πραγματικὰ ἐκ βαθέων ἀνθρώπινη θλίψη του. Αὐτὰ καὶ ἄλλα, ποὺ παράλληλα διάβασα τὴν ἴδια ἐποχή, δὲν εἶχαν καμμία σχέση τὸ ἕνα με τὸ ἄλλο. Ἀποτελοῦσαν διαφορετικοὺς κόσμους ἄσχετους μεταξύ τους. Μποροῦσα νὰ διακρίνω ἔτσι τοὺς κόσμους αὐτῶν τῶν δημιουργῶν, ποὺ ὁ καθένας τοὺς εἶχε τὴ δική του ἀτμόσφαιρα, τὸ δικό του χρῶμα, τὴ δική του ἰδεατὴ αὐτοτέλεια. Τὸ κοινό τους γνώρισμα ἦταν τὸ ὅτι εἶχαν τὴ δύναμη νὰ ἐπιβάλλουν τὴν ἀποδοχή τους καὶ νὰ ἐντυπώνουν στὸ μυαλό μου τὸ ὄνομα τοῦ συγγραφέα τους.

Ἀπὸ τότε τοποθέτησα τὸ ὄνομα τοῦ Φώτη Κόντογλου στὰ ἰδιαίτερά μου. Δὲν μποροῦσα νὰ ἀποστῶ τοῦ πειρασμοῦ. Ἀναζητοῦσα κάθε νέο βιβλίο ἢ ἀνάτυπο, φυλλάδιο, ἢ ἐπιφυλλίδα ποὺ εἶχε τὸ ὄνομά του. Ἀκόμη καὶ τὸ «πεποιημένο» ὕφος του στὶς πολύμορφες ἀφηγήσεις τῶν τελευταίων χρόνων του δὲν ἦταν στερημένο ἀπὸ τὴν ἰδιότυπη γοητεία τοῦ εὔστροφου καὶ πληθωρικοῦ Ἀνατολίτη Κόντογλου. Ὁ συγκερασμὸς τοῦ ἐξωτικοῦ, τοῦ μυστικιστικοῦ, ἱστορικοῦ ἢ ἁπλῶς παραδοσιακοῦ στοιχείου στὸν σχεδὸν λαϊκὸ λόγο, δὲ σὲ ἄφηνε ἀδιάφορο. Ὁ Κόντογλου ἦταν ἕνας καθαρόαιμος Ῥωμιὸς καὶ μαγνήτιζε μὲ τὰ κείμενά του τὸν λίγο ἢ πολὺ Ῥωμιὸ ποὺ ὅλοι μας ἔχουμε μέσα μας.

Ὁ συγγραφέας τοῦ «Πέδρο Καζᾶς» ἀποτελεῖ μίαν ἰδιοτυπία γιὰ τὰ Γράμματά μας, γιὰ τὴ ζωγραφική, ἀκόμη καὶ τὶς δοκιμιακὲς ἐπιδόσεις του («Ἡ τέχνη τοῦ Ἄθω» 1923, «Γιὰ νὰ πάρουμε μία ἰδέα γιὰ τὴ ζωγραφική» 1929, «Ἔκφρασις» 1960). Κι ἂν ἡ ἰδιοτυπία εἶναι αὐτὸ ποὺ ξεχωρίζει τὶς προσωπικότητες μεταξύ τους, ἡ δική του ἰδιοτυπία ἀποτελεῖ μία μοναδικότητα. Οἱ δημιουργοὶ καλύπτουν τὴν ἱστορία τῆς ζωῆς καὶ ἡ ἀπουσία τῆς δικῆς του ἰδιοτυπίας θὰ ἄφηνε μία μακριὰ περίοδο δρώμενων τῆς φυλῆς μας ἀνιστόρητη. Τὸ γένος, ἡ πίστη, ἡ ὀρθοδοξία, ἡ ἀποκοτιά, ἡ περιπέτεια, τὸ ἐξαγιασμένο ἀπὸ τὸ αἷμα πατρικὸ χῶμα, πράγματα «φημισμένα» ποὺ πᾶνε νὰ λησμονηθοῦν, ὁ Ἕλληνας. Κυρίως ὁ Ἕλληνας, ποὺ ἐξαιτίας τῆς πίστης του καὶ τῶν βασάνων του, ἀπόχτησε μία θειότητα σ᾿ αὐτὸν τὸν κόσμο. Ὁ Ἕλληνας γιὰ τὸν Κόντογλου, ἔχει μίαν ἁγιότητα μέσα του κι εἴτε γίνεται πειρατής, εἴτε κουρσάρος, εἴτε καὶ φονιὰς ἀκόμη, ὁ Θεὸς ὅλα τοῦ τὰ συγχωρεῖ.

Τὸ πνεῦμα αὐτοῦ τοῦ Ἕλληνα καὶ αὐτῆς τῆς ἐποχῆς, ἀποτελεῖ τὴ συνισταμένη τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ πνεύματός του. Εἶναι ὁ ἴδιος καμωμένος ἀπὸ τὴ δόξα τῶν ἡρώων του. Κι ἂν δὲν ἦταν συγγραφέας, ζωγράφος, εἰκονογράφος βιβλίων, δάσκαλος, θὰ μποροῦσε νὰ εἶναι θαλασσοπόρος καὶ πειρατὴς καὶ κουρσάρος. Ὁ κόσμος του δὲ δέχεται καμμία ἐπιρροὴ ἀπὸ τὸν ἔξω κόσμο. Ἐκφράζεται μὲ τὴ δική του σκέψη, τὴ δική του γλώσσα, τὸ δικό του ὕφος. Γράφει ὅπως ἕνας ἀσπούδαχτος. Πρότυπά του ὁ λαϊκὸς λόγος, γραμμένος ἢ προφορικός. Φιλοδοξεῖ νὰ γίνει ὁ ἀπολογητὴς τῶν παθῶν τοῦ Ἕλληνα, ποὺ πιστεύει καὶ πολεμάει ἀδιάκοπα μὲ κάθε τρόπο.

Ἦταν γύρω στὸ 1946 ὅταν στὸ βιβλιοπωλεῖο «Ἀετὸς» μισογυρμένος, ὅπως τὸ συνήθιζε, μὲ ἀκουμπισμένο μὲ τὸ ἕνα του πλευρὸ σ᾿ ἕναν πάγκο ἀπὸ βιβλία, μοῦ μίλησε μ᾿ ἕνα πάθος σχεδὸν μανιακὸ γι᾿ αὐτὰ τὰ ξένα ρεύματα ποὺ ἔρχονται νὰ ἀνατρέψουν τὴν ἱστορικὴ συνέχεια αὐτοῦ τοῦ Ἕλληνα. Μοῦ ἔλεγε: «Αὐτοὶ ποὺ τὰ δέχονται, εἶναι πολέμιοι τοῦ γένους μας. Ἐμεῖς δὲν πρέπει νὰ χάνουμε τὸ θεὸ ἀπὸ τὰ μάτια μας κ᾿ ἐκείνους ποὺ μὲ τὰ βάσανά τους μᾶς ὁδήγησαν ὡς ἐδῶ ποὺ εἴμαστε. Ἔτσι ποὺ πᾶμε, θ᾿ ἀφανιστοῦμε». Ἀποτελεῖ κι αὐτὸ μιὰ πλευρὰ τῆς μοναδικῆς ἰδιοτυπίας τοῦ Κόντογλου, ποὺ δὲν ἦταν ἀπαλλαγμένος κι ἀπὸ ἕνα εἶδος δονκιχωτισμοὺ γιὰ τὶς μέρες ἐκεῖνες καί, φυσικά, καὶ γιὰ τὶς μέρες μας. θεωροῦσε προδοσία τὴν ἀπομάκρυνση ἀπὸ τὸ πνεῦμα τῶν ἀδάμαστων ψυχῶν». Αὐτὸ ποὺ ὁ ἴδιος ἔλεγε «τιμιώτατον» γιὰ τὸ ἔργο του ἦταν ἡ παθολογική του ἀγάπη, ἡ συνοστέωσή του θὰ ἔλεγα μ᾿ αὐτὸ τὸν τόπο, τὶς παραδόσεις του καὶ τὴ θρησκεία του. Ἡ μονομανία του μεταβαλλόταν κάποτε σὲ σκέτη χολή. «Τί ψυχολογίες, τί ὑποσυνείδητα, τί ἰψενικὰ τρίγωνα, τί πασχαλινὰ τετράγωνα, τί σοφίες ποὺ τρέμει ὁ κόσμος, τί θεωρίες, φοβερὰ πράγματα (...) Τί εἶπε ὁ Προύστ, τί ἔκανε ὁ Μπωντλαίρ (...) γιόμισε ὁ κόσμος ἀπὸ λογῆς-λογῆς ξεράσματα καὶ κλεφτοφάναρα».

Ὡστόσο, ἂν δὲν ἦταν ὁ τόσο πεισματικὰ ἀσυμβίβαστος, ὁ κολλημένος ὅπως τὸ ὄστρακο πάνω στὴ δική του πέτρα, δὲν θὰ ἦταν ὁ Φώτης Κόντογλου, ὁ κάποτε ἡρωικο-κουτσαβάκης, ἀλλὰ κάτι ἄλλο. Εἶναι ἕνας ἔντιμος καὶ δίκαιος ποὺ προσωποποιεῖ τὸν Ἕλληνα ἀνάμεσα στὸ Βυζάντιο καὶ τὴ Μικρασιατικὴ καταστροφή. Ὁ Κόντογλου δὲν ἀπέτυχε σ᾿ αὐτὴ τὴν προσωποποίηση, οὔτε ὡς συγγραφέας, οὔτε ὡς ζωγράφος, οὔτε ὡς ἁγιογράφος, οὔτε ὡς εἰκονογράφος βιβλίων. Μὲ τὴν ἀντίληψη ὅτι «ὁ ποιητὴς εἶναι ἀνάγκη, δίχως ἄλλο, νἄχει χαρίσματα ζωγράφου» καί, φυσικά, κι ὁ ζωγράφος χαρίσματα ποιητῆ, κατόρθωσε νὰ ἑνοποιήσει τὴν πολύμορφη δραστηριότητά του καὶ νὰ ἐπιβάλει τὴ δική του ἰδιότυπη προσωπικότητα, δίνοντας τὰ πράγματα καὶ τὰ συμβάντα τῶν ἡμερῶν ποὺ ἱστόρησε μὲ κάποια φυσικὰ καὶ κάποτε ἠθελημένη ἁπλότητα, μὲ φαντασία, ἀλλὰ χωρὶς φανταχτερὰ χρώματα, ὅπως ἔδωσε καὶ τοὺς Ἁγίους του. Γήινα πράγματα, ἐπιβεβαίωση τῆς θεότητας.