Ἅμλετ (μονάχος)
Νά ῾ναι στὸν κόσμο κανένας γιὰ νὰ μὴν εἶναι! Νά τὸ ἐρώτημα. Εἶναι ἄραγε περισσότερο πρέπον νὰ ὑπομονεύει κανένας ὑποφέρνοντας τὰ χτυπήματα καὶ τὶς ἰδιοτροπίες τῆς ἀκατάστατης μοίρας, ἢ ν᾿ ἀρπάξει τ᾿ ἄρματα καταπάνου σ᾿ ἕναν ὠκεανὸ ταραγμένο, καὶ νὰ τὸν σταματήσει με τὰ στήθια του; Νὰ πεθάνει! ... Νὰ κοιμηθεῖ! ... Ξεμπέρδεψε! Ὁ νύπνος δίνει τέλος στοὺς πόνους τῆς καρδιᾶς καὶ στ᾿ ἀμέτρητα βάσανα πού ῾ναι ὑποκείμενο τὸ κορμί! Ἕνα τέτοιο τέλος πρέπει κανένας νὰ τὸ ποθεῖ ὁλόψυχα. Νὰ πεθάνει! ... Νὰ κοιμηθεῖ! ... Νὰ κοιμηθεῖ! ... Νὰ νειρεύεται, ἴσως! Νά, ἐδῶ εἶναι ὁ κόμπος. Μέσα στὸν ὕπνο τοῦ θανάτου, τί ὄνειρα ἄραγε μποροῦν νὰ μᾶς ταράξουν, ἀφοῦ θά ῾χουμε πιὰ ξεμπερδέψει, ἀπ᾿ τὰ βάσανα τῆς ζωῆς; Νά τί πρέπει νὰ ξεδιαλυθεῖ. Νά ἡ σκέψη, ποὺ γίνεται αἰτία νὰ πηγαίνει σὲ μάκρος ἡ κακομοιριὰ μιᾶς ζωῆς τόσο μακρόχρονης. Ποιὸς ἤθελε ὑποφέρει τὶς σφαλιάρες καὶ τὴν καταφρόνια τοῦ κόσμου, τὶς ἀδικίες τῶν τυράννων, τὰ καπρίτσια τοῦ περήφανου, τὰ βασανιστήρια τοῦ ἔρωτα ποὺ δὲ βρίσκει θέση σὲ μιὰ καρδιὰ ποὺ ἀγαπᾶ, τὶς μικρολογίες τοῦ νόμου, τὴν ἀσπλαχνιὰ τῶν ἀφεντάδων, καὶ τὰ πατσαβουριάσματα ποὺ τραβᾶ ἡ κρυμμένη ἀξία ἀπὸ μέρος τῆς προστυχιᾶς, ἂν μποροῦσε νὰ πιτύχει τὸ πασαπόρτι του μὲ μιὰν ἁπλὴ κεντιά; Ποιὸς θά ῾θελε νὰ σηκώνει στὶς πλάτες του τόσα φορτία, νὰ γογγύζει σὰν ἕνα γουρούνι, καὶ νὰ δρώνει κάτου ἀπ᾿ τὰ βάρετα τῆς ζωῆς, ἂν δὲν τὸν τρόμαζε κάτι τίς, πέρ᾿ ἀπ᾿ τὸν τάφο, ἀπὸ μιὰ χώρα ἀνεξερεύνητη, ποὺ ἀπ᾿ τὰ σύνορά της δὲ γύρισε κανένας ὁδοιπόρος;
Τούτη ἡ τρομάρα εἶναι ποὺ παραλύνει τὴ θέληση καὶ μᾶς κάνει νὰ κλίνουμε περισσότερο στὸν νὰ ὑπομονεύουμε στὶς συφορὲς ποὺ τραβοῦμε ἐδῶ, παρὰ νὰ τρέχουμε σὲ ἄλλες, ποὺ δὲν τὶς ξέρουμε. Ἡ συνείδηση μᾶς κάνει φοβιτσιάρηδες· ἡ θαρρετὴ ἀποφασιστικότητα, πὄχουμε φυσικὰ μέσα μας, ξεθωριάζει κάτου ἀπ᾿ τὴ χλωμὴ ἀντιφεγγιὰ τῆς σκέψης, ποὺ κόβει στὴ μέση τὰ πλέον εὐγενικὰ τολμήματα, τὰ πλέον πρεπούμενα, καὶ μᾶς καταδικάζει νὰ μένουμε ἀναποφάσιστοι.