Ἐκεῖνοι οἱ ἁπλοϊκοὶ ἄνθρωποι, ἐκεῖνα τὰ ἀγράμματα γεροντάκια καὶ οἱ γριοῦλες, ποὺ τὴν Σαρακοστὴ καὶ τὴν Μεγάλη Βδομάδα βρίσκονται ὅλη μέρα στὴν ἐκκλησία, ζήσανε ἀπὸ τὰ μικρά τους χρόνια ἐν παιδείᾳ καὶ νουθεσίᾳ Κυρίου καὶ καταλάβανε αὐτὸ τὸ χαροποιὸν πένθος, ποὺ δὲν τὸ καταλάβανε, ἀλοίμονο, οἱ σπουδασμένοι μας, ποὺ θέλουνε νὰ τοὺς διδάξουνε, ἀντὶ νὰ διδαχθοῦνε ἀπ᾿ αυτούς. Τώρα τὶς μέρες τῆς Σαρακοστῆς, τῆς Μεγάλης Βδομάδας καὶ τοῦ Πάσχα πορεύονται μαζὶ μὲ τὸν Χριστό, ἀκολουθᾶνε ὁλοένα ἀπὸ πίσω του, ἀληθινά, ὄχι φανταστικά, ἀκούγοντάς Τον νὰ λέγῃ:«Ἰδοὺ ἀναβαίνομεν εἰς Ἱεροσόλυμα καὶ παραδοθήσεται ὁ Ὑιὸς τοῦ ἀνθρώπου, καθὼς γέγραπται περὶ αὐτοῦ». Μαζί του βρίσκονται στὸν Μυστικὸ Δεῖπνο καὶ δακρύζουνε ἀπὸ τὰ λόγιά Του, μαζί Του πᾶνε στὸ πραιτώριο καὶ στὸν Πιλᾶτο, μαζί Του ῥαπίζονται, μαζί Του μαστιγώνονται, μαζί Του ἐμπαίζονται, μαζί Του σταυρώνονται, μαζί Του θάβονται, μαζί Του ἀνασταίνονται. Τὰ μάτια τους γίνονται βρῦσες καὶ τρέχουνε, μὰ αὐτὰ τὰ δάκρυα δὲν εἶναι δάκρυα τῆς ἀπελπισίας, ἀλλὰ τῆς ἐλπίδας καὶ τῆς βεβαιότητας πὼς μ᾿ αὐτὰ ποτίζεται τὸ ὁλόδροσο κι ἀμάραντο δέντρο τῆς ἀληθινῆς χαρᾶς, τῆς χαρᾶς τῆς Ἀναστάσεως. Αὐτὸ γίνεται κάθε χρόνο. Ὤ! Πόσο ἀληθινὰ πίστι εἶναι ἡ ὀρθόδοξη πίστι τοῦ λαοῦ μας!