Ἡ ἐπιστολὴ-μελέτη ποὺ ἀκολουθεῖ δημοσιεύθηκε σὲ τέσσερα τμήματα (Α´, Β´, Γ´, Δ´), στὰ φύλλα τοῦ «Ὀρθοδόξου Τύπου» στὶς 20 Μαρτίου, 30 Ἀπριλίου, 20 Μαΐου καὶ 10 Ἰουνίου 1963. Τὸ ὄνομα προσώπου στὸ ὁποῖο ἀπευθύνεται δὲν ἔχει σημειωθεῖ. Ἦταν ὁ Ἀρχιμανδρίτης Ἱερώνυμος Κοτσώνης, μετέπειτα Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν (1967-1973).
Μετὰ τὴν σύντομη ἐπιστολή, ποὺ σᾶς ἔστειλα πρὸ καιροῦ σχετικὰ μὲ τὴν ἐκκλησιαστικὴ μουσική, σᾶς γράφω καὶ τὰ παρακάτω, χωρὶς σειρά, σὰν πρόχειρες σημειώσεις, ποὺ δὲν ἔλαβα τὸν καιρὸ νὰ τὶς συνδέσω. Κατὰ τὴν ὑπόδειξη ποὺ εἶναι στὸ ἐξώφυλλο τοῦ βιβλίου σας «Παραδόσεις Ποιμαντικῆς»1, τὸ ἄνοιξα στὶς σελίδες 43 καὶ 44. Στὴν πρώτη γράφετε τὰ παρακάτω: «Ἢ ἐκκλησιαστικὴ μουσικὴ πρέπει νὰ εἶναι πάντοτε κατανυκτική. Πρέπει, δηλαδή, ἡ ἐκκλησιαστικὴ μουσικὴ νὰ βοηθᾷ τὸν προσευχόμενο στὸ νὰ αἰσθανθῇ κατάνυξιν ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτοῦ. Ἐάν, εἴτε δι᾿ ἀτάκτων μονοφώνων ψαλμάτων καὶ τῶν ἄτοπων λαρυγγισμῶν καὶ φωνητικῶν ἐπιδείξεων, εἴτε διὰ τῶν κοσμικὸν χαρακτήρα ἐχουσῶν τετραφώνων ἐκτελέσεων, ὁ πιστὸς ἐμποδίζεται εἰς τὸ νὰ αἰσθανθῇ τὴν κατάνυξιν, εἰς τὴν ὁποίαν ἀποσκοποῦν τὰ νοήματα τῶν ψαλλομένων, τότε ἡ μουσικὴ αὐτὴ δὲν εἶναι ἐκκλησιαστική, εἶναι κοσμική, ἀνεξαρτήτως τοῦ ἂν τὸ μουσικὸν κείμενον εἶναι παλαιὸν ἢ εἶναι νεώτερον καὶ ἡ ἐκτέλεσίς της εἶναι μονωδιακὴ ἢ τετράφωνος».
Στὴν ἄλλη σελίδα γράφετε: «Ἢ ἐκκλησιαστικὴ μουσικὴ δὲν εἶναι αὐτοσκοπός, ἀλλ᾿ εἶναι μέσον πρὸς ὡρισμένον σκοπόν. Καὶ ὁ σκοπὸς εἶναι ἡ ὑποβοήθησις τῶν παρακολουθούντων τὴν Θείαν Λατρείαν, ἵνα αἰσθανθῶσι τὴν δέουσαν κατάνυξιν καὶ ἵνα καρπωθῶσι τὰ ἐκ τῆς συμμετοχῆς εἰς τὴν Θείαν Λατρείαν προσδοκώμενα, χάριν τῶν πιστῶν, εὐεργετήματα».
Κατ᾿ αὐτά, ἡ μουσικὴ δὲν εἶναι αὐτὴ καθ᾿ ἑαυτὴν ἐκκλησιαστικὴ ἢ κοσμική, ἀλλὰ γίνεται ἀναλόγως μὲ τὴ διάθεση καὶ μὲ τὰ γοῦστα ἐκείνου, ποὺ τὴν ἀκούει. Φτάνει νὰ κατανύγεται. Μὲ ἄλλα λόγια, ἂν ἕνας ἄνθρωπος εἶναι μαθημένος ν᾿ ἀκούει τὰ πιὸ ἀντιεκκλησιαστικὰ τραγούδια, καὶ τὸ αὐτί του δὲν εἶναι σὲ θέση νὰ καταλάβει τίποτε ἄλλο, καὶ τύχει νὰ λειτουργηθῇ σὲ μιὰ ἐκκλησιὰ πού, ἀντὶ νὰ ψέλνουν, τραγουδοῦν, καὶ μάλιστα μὲ τραγούδια ἀπὸ ἐκεῖνα, ποὺ εἶναι συνηθισμένος αὐτὸς ὃ ἄνθρωπος ν᾿ ἀκούει, βέβαια θὰ «κατανυγῇ» κατὰ τὴ γνώμη σας, καὶ κατὰ τὴ γνώμη του, δηλαδὴ θὰ νομίσει πῶς αὐτὸ ποὺ νοιώθει εἶναι κατάνυξη, ὅπως θὰ πεῖ πῶς προσευχήθηκε, ἐνῶ διεσκέδαζε. Κατὰ τὸ μέτρο ποὺ ἔχει μέσα του, ἔτσι θὰ τὰ μετρήσει. Ἄλλα, στ᾿ ἀληθινά, τί σχέση θά ῾χει αὐτὸ ποὺ θὰ ὀνομάσει «κατάνυξη», μὲ τὴν ἀληθινὴ κατάνυξη; Κι αὐτὸ ποὺ λέγει «προσευχή», μὲ τὴν ἀληθινὴ προσευχή; Καμιά. Δηλαδή, πᾶμε σύμφωνα μὲ ὅ,τι ἔλεγε ἐκεῖνος ὁ ἀρχαῖος φιλόσοφος2: «Μέτρον δὲ πάντων χρημάτων ὁ ἄνθρωπος». Στὰ ἀλήθεια, πολὺ χριστιανικὸ ρητό, πάτερ μου! Ἕνας ἅγιος γράφει: «Νὰ θεωροῦμε τὸν Θεὸ ὅπως εἶναι ὁ ἴδιος, κι ὄχι ὅπως τὸν θέλει τὸ μυαλό μας». Καὶ ἑπομένως, πρέπει νὰ νοιώθουμε καὶ τὰ τοῦ Θεοῦ μὲ τὸν ἴδιον τρόπο.
Ὅσο γιὰ τὴ φράση, ποὺ γράφετε στὴ σελίδα 44: «Ἡ ἐκκλησιαστικὴ μουσικὴ δὲν εἶναι αὐτοσκοπός, ἀλλ᾿ εἶναι μέσον πρὸς ὡρισμένον σκοπόν», εἶναι, γιὰ μένα ἀπὸ κεῖνες τὶς δασκαλίστικες κοινοτοπίες ποὺ δὲν ἔχουνε κανένα νόημα, ποὺ δὲν λένε τίποτα, παρεκτὸς ἀπὸ τὸ κουδούνισμα στὸ αὐτί, ποὺ ἀφήνουνε οἱ σοφὲς λέξεις: «αὐτοσκοπός», κ.λ.π. Γιατί, καμιὰ μουσικὴ δὲν εἶναι «αὐτοσκοπός», μήτε ἡ πιὸ πρωτόγονη, ἡ πιὸ χυδαία, ἢ μόρτικη. Ὅλες οἱ μουσικὲς εἶναι μέσον!
Ὅσα γράφετε, ἔχω τὴν ἰδέα πῶς σᾶς τὰ ἐμπνέει ἡ ἀγάπη ποὺ αἰσθανόσαστε στὸ κοσμικὸ πνεῦμα, στὸ πνεῦμα ποὺ σᾶς δηλητηρίασε τὸν καιρὸ ποὺ σπουδάζατε στὴν Εὐρώπη, καὶ ποὺ μένει μέσα σας.
Γιατὶ, ἀλλιῶς, ἂν πάρουμε σὰν βάση κι αὐτὰ ἀκόμα ποὺ λέτε παραπάνω στὴ σελ. 43 (καὶ ποὺ σᾶς εἶπα πῶς δὲν τὰ παραδέχομαι καθόλου), κι αὐτὰ λοιπὸν ἂν τὰ πάρουμε σὰν βάση, σᾶς ρωτῶ: «Γιατί, ἅπαξ εἶναι ἔτσι τὰ πράγματα, ἐσεῖς, ὁ Ἕλλην Ὀρθόδοξος, δὲν κατανύγεσθε μὲ τὴν Ἑλληνικὴ ἐκκλησιαστικὴ μουσική, ποὺ τὴν ἀκούσατε ἀπὸ παιδί, μὲ τὴν ὁποία συνδέετε τὴν πρώτη γεύση ποὺ πήρατε ἀπὸ τὴ θρησκεία κι ἀπὸ τὴν ἐκκλησία, ποὺ εἶναι τέλος πάντων καὶ αὐτὴ καθ᾿ ἑαυτὴν λειτουργική, λατρευτική, ἀλλὰ προτιμᾶτε τὴν εὐρωπαϊκὴ τετραφωνία ποὺ ἐκτὸς τοῦ ὅτι εἶναι ξένη, θεατρική, θυμελική, δὲν εἶναι κἂν σημερινή, ἀλλὰ παλιωμένη, ντεμοντέ, ὅπως οἱ κορσέδες ποὺ φορούσανε οἱ γιαγιάδες μας; Γιατί; Γιατί, ἀνάμεσα σὲ δύο πράγματα, ποὺ δὲν ἔχουν γιὰ σᾶς οὐσιαστικὴ σημασία, ἀλλὰ εἶναι συμβατικά, γιατί, λέγω, μεταξὺ αὐτῶν τῶν δύο, ἢ καλύτερα, ἀπ᾿ αὐτὰ τὰ δύο, δὲν προτιμᾶτε τὴν Ἑλληνικὴ μουσική, αὐτή, τέλος, ποὺ τὴν εἴπανε Ἑλληνική, καὶ ποὺ τὴν ἀκούγανε στὴν ἐκκλησιὰ οἱ πρόγονοί μας ἐπὶ αἰῶνες, ποὺ καὶ προσευχόντανε μ᾿ αὐτή, καὶ μάλιστα ὄχι σὲ καιροὺς σὰν τοὺς δικούς μας, ποὺ ἡ ψυχή μας δὲν πονεῖ καὶ δὲν κλαίει, ὅπως γινότανε κάτω ἀπὸ τὴ σκλαβιὰ τοῦ Τούρκου; Γιατί; Γιατὶ προτιμοῦμε τὰ πράγματα, ποὺ τρέφουν τὴν ματαιοδοξίαν μας, τὰ πράγματα ποὺ εἶναι τοῦ γούστου «τῆς καλῆς κοινωνίας», κι αὐτὰ εἶναι τὰ «εὐρωπαϊκά». Κατὰ βάθος, ἡ Ὀρθοδοξία καὶ οἱ τρόποι ποὺ ἐκφράζεται, εἶναι γιὰ σᾶς ἕνας βάρβαρος, ἕνας ἀνατολίτικος, ἕνας βλάχικος Χριστιανισμός.
Μ᾿ αὐτά, θέλω νὰ συμπληρώσω ὅσα, σᾶς ἔγραψα στὴν προηγούμενη σύντομη ἐπιστολή μου.
Ἡ μουσικὴ εἶναι δύο εἰδῶν (ὅπως καὶ οἱ ἄλλες τέχνες), κοσμικὴ καὶ ἐκκλησιαστική. Ἡ κάθε μία ἀπ᾿ αὐτὲς μορφώθηκε ἀπὸ διαφορετικὰ συναισθήματα καὶ διαφορετικὲς ψυχικὲς διαθέσεις καὶ καταστάσεις. Ἡ κοσμικὴ ἐκφράζει κοσμικά, δηλ. σαρκικὰ συναισθήματα καὶ πόθους, ἂς εἶναι αὐτὰ καὶ πολὺ ἐκλεπτυσμένα πολλὲς φορές, (ρομαντικά, αἰσθηματικά, ἰδεαλιστικὰ κ.λπ.), γιατὶ, μ᾿ ὅλα ταῦτα, δὲν παύουν νὰ εἶναι σαρκικά. Πνευματικὰ εἶναι μονάχα τὰ θρησκευτικά, τὰ χριστιανικά, γι᾿ αὐτὸ κι ἡ Ἐκκλησιαστικὴ μουσική, ἐκφράζει ἄλλες κινήσεις τῆς καρδιᾶς, ὁλότελα, διαφορετικὲς ἀπὸ ὅ,τι ἐμπνέει καὶ μορφώνει τὴν κοσμικὴ μουσική, ἐκφράζει δηλ. συντριβή, ταπείνωση, πόνο καὶ λύπη («τὴν κατὰ Θεὸν λύπην» τοῦ Παύλου, «ἥτις μετάνοιαν ἀμεταμέλητον εἰς σωτηρίαν κατεργάζεται»), ἢ αἶνον, εὐχαριστίαν, ἅγιον ἐνθουσιασμόν. Ἐνῶ ἡ κοσμικὴ μουσική, καὶ ἂν εἶναι ἀκόμη καὶ πλέον ἁγνή, ἐκφράζει σαρκικὰ συναισθήματα, ἀκόμα καὶ ὅταν τὴν ἐμπνέει ὁ πόνος καὶ ἡ θλίψις, «ἡ κατὰ κόσμον λύπη, κατὰ τὸν Παῦλον, ἥτις θάνατον κατεργάζεται». (Αὐτὰ θὰ ἔπρεπε, πάτερ, νὰ τὰ διδαχτοῦν ἄλλοι ἀπὸ σᾶς καὶ ὄχι ἡμεῖς οἱ κοσμικοὶ νὰ γινόμαστε καὶ μὲ ντροπή, συμβουλάτορες τῶν ἱερωμένων).
Μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο μορφωθήκανε τὰ δύο εἴδη τῆς μουσικῆς, ἡ κοσμική, ποὺ φέρνει τὴ συγκίνηση (ὁποιαδήποτε σαρκικὴ συγκίνηση), καὶ ἡ ἐκκλησιαστική, ποὺ φέρνει τὴν κατάνυξη. Ὁ Χρυσόστομος μαστιγώνει μὲ ἱερὴ μανία τὴ θυμελικὴ μουσική, «τῶν ἐν τοῖς θεάτροις», «τὴν τῶν μίμων» ποὺ θέλανε νὰ εἰσάξουν στὴν ἐκκλησία κάποιοι τῆς ἐποχῆς του, ποὺ αἰσθανόντανε «κατάνυξη» ἀπ᾿ αὐτή, ἤγουν ψευτοκατάνυξη. Ἀλλοίμονο στοὺς κανταδόρους ἂν φανερωνόταν καμμιὰ μέρα αὐτὸς ὁ ἅγιος σήμερα, (καθὼς κι ὅλοι οἱ ἅγιοι).
Στὴ Δύση ὑπῆρχαν, κατὰ τὴν παλαιὰ ἐποχή, καὶ τὰ δύο αὐτὰ εἴδη τῆς μουσικῆς, ὅπως στὴν Ἀνατολή, καὶ ξεχώριζε καθαρὰ τὸ ἕνα ἀπὸ τὸ ἄλλο. Τὸ ἴδιο συνέβαινε καὶ στὶς ἄλλες τέχνες. Ἀλλά, μὲ τὸν καιρό, ἐξωμοιωθήκανε μεταξύ τους, τὸ profane ἔγινε ἕνα μὲ τὸ sacre, ὡς ποὺ συγχωνευθήκανε ὁλότελα. Καὶ σήμερα, ἐκτὸς ἀπὸ κάποια παλαιοφανῆ μέλη, ποὺ συνοδεύονται μὲ ἁρμόνιο, ἡ ἐκκλησιαστικὴ μουσική, ἡ καθ᾿ αὐτὸ ἐκκλησιαστικὴ μουσική, χάθηκε ἀπὸ τὴ Δύση, ὅπως χάθηκε ἡ λατρευτικὴ εἰκονογραφία ἀπὸ τὸν καιρὸ τῆς Ἰταλικῆς Ἀναγεννήσεως. Καὶ τώρα, πολλοὶ δυτικοί, ἱερωμένοι καὶ μή, θέλουνε νὰ γυρίσουν πίσω στὴν κατὰ παράδοσιν εἰκονογραφία, καὶ ποθοῦν, «ὡς ἔλαφοι διψῶσαι» νὰ ἔλθουν γιὰ νὰ πιοῦν ἀπὸ τὶς καθαρὲς καὶ γνήσιες πηγές.
Κι ἐμεῖς, οἱ προκομμένοι, τώρα, ἴσα ἴσα, ποὺ αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι ἔρχονται σὲ μᾶς, δηλ. στὴν ἀρχαία παράδοσή μας, γιὰ νὰ ἀναβαπτιστοῦν καὶ νὰ γευθοῦν «τὸ ὕδωρ τὸ ἀλλόμενον», ὁμολογοῦντες, πὼς δὲν βρίσκουν καμμιὰ οὐσία στὰ παραμορφωμένα δικά τους, τώρα, λοιπόν, ἐμεῖς βρήκαμε τὸν καιρὸ νὰ πιθηκίζουμε, σὲ ὅλα τὰ ἐκκλησιαστικά, μὲ τὴν Δύση, τὴ φτωχὴ καὶ πνευματικὰ παραστρατημένη Δύση.
Ἡ λειτουργική, λοιπόν, μουσικὴ διατηρήθηκε μοναχὰ στὴν Ἀνατολικὴ Ἐκκλησία, καὶ ὑπάρχει ἕως σήμερα: «Εὐλαβέστεροι γὰρ καὶ χριστιανικώτεροι οἱ πρὸς Ἀνατολᾶς».
Εἶναι λατρευτικός, λειτουργικός, ἀναγωγικός, ἀνάγων δηλ. ἀπὸ σαρκὸς εἰς τὸ πνεῦμα. Ἡ Ὀρθόδοξος ὑμνωδία εἶναι «μουσικὸς λόγος». Ἡ μουσικὴ δὲν συνοδεύει τὸν λόγο, γιὰ νὰ τέρψει τὴν ἀκοὴν τῶν ἀκροατῶν (ὁπότε καὶ ἐξουδετερώνει τὸν λόγον), ἀλλὰ γιὰ νὰ τὸν τονίσει, ὁπότε ἡ Βυζαντινὴ μουσικὴ εἶναι τονισμὸς τοῦ λόγου. Γιὰ τοῦτο εἶναι καὶ μονοφωνική, καθορίζουσα τὶς λέξεις σαφῶς. Ἡ πολυφωνία (τετραφωνία) εἴπαμε ὅτι δὲν τονίζει τὸν λόγο, ἀλλὰ τὸν καταπνίγει. Αὐτὴ εἶναι ἡ αἰτία, ποὺ αὐτὴ ἡ μουσικὴ ὑπάρχει στὸ μελόδραμα, ἐπειδὴ σὲ αὐτὸ στὶς ὄπερες, ὁ λόγος δὲν ἐνδιαφέρει καθόλου τὸν ἀκροατή, γιατί, ἄλλως τέ, εἶναι ὅλο ἔννοιες βλακώδεις καὶ ἀνόητες, τὰ λεγόμενα «λιμπρέτα», ποὺ καὶ ὅσοι ἀγαποῦν αὐτὸ τὸ αἰσθηματικὸ εἶδος τῆς μουσικῆς, κι αὐτοὶ ἀκόμα δὲν αἰσθάνονται καμμιὰ ὄρεξη νὰ ἀκούσουν τὶς ἀνυπόφορες κοινοτοπίες, ποὺ λέγει ὁ ἠθοποιός: «Ἔχω σπαθὶ στὸ πλευρὸν καὶ εἰς τὸν πίλον πτερόν!!» κ.τ.λ. Τὸ ἴδιο συμβαίνει καὶ στὴν Παπικὴ ἐκκλησία. Κι ἐκεῖ ὁ ἐκκλησιαζόμενος ἀδιαφορεῖ γιὰ τὸ κείμενο, γιὰ τὸν «λόγο», ἐπειδὴ τοῦ εἶναι ἀκατανόητο, ἔτσι κι ἀλλιῶς, ἅπαξ εἶναι γραμμένο στὰ λατινικά. Σὲ μᾶς ὅμως ὁ λόγος εἶναι ἐκεῖνος ποὺ μᾶς ἐνδιαφέρει (ὅπως γράφετε κι ἐσεῖς), καὶ ἡ μουσική μας εἶναι τονισμὸς τοῦ λόγου (κι ὄχι αὐτοτελής, ὅπως στὴ Δύση). Σὲ μᾶς λόγος καὶ μουσικὴ εἶναι ἕνα πράγμα.
Στὴ χριστιανοσύνη, μόνον οἱ τέχνες ποὺ μορφωθήκανε ἀπὸ εὐλαβῆ ἐλατήρια, ἀπὸ τὰ πρῶτα χρόνια του Χριστιανισμοῦ, καὶ δώσανε ἔκφραση στὴν πνευματικὴ οὐσία τῆς θρησκείας, μονάχα αὐτὲς οἱ τέχνες εἶναι λατρευτικές, δηλαδὴ πνευματικές, μὲ τὴν ἔννοια ποὺ δίνει στὸ πνευματικὸ ἡ θρησκεία. Τέτοιες ἤτανε «αἱ ᾠδαὶ αἱ πνευματικαί», ποὺ γράφει ὁ Παῦλος. Ὅλες οἱ λατρευτικὲς τέχνες ἐκφράζουν τὸ ἴδιο πράγμα, ἡ ἀρχιτεκτονική, ἡ ὑμνωδία, ἡ εἰκονογραφία, ἡ ποικιλτική, ἀκόμα καὶ ἡ γραφὴ (τὸ γράψιμο), τὸ βάδισμα, καὶ γενικὰ οἱ κινήσεις καὶ χειρονομίες τῶν ἱερέων, τὸ χτύπημα τῆς καμπάνας, κλπ.
Καὶ ὅτι αὐτὲς οἱ τέχνες εἶναι ὄντως, μοναδικῆς πνευματικότητος, τὸ νοιώσανε καὶ πολλοὶ ξένοι, μάλιστα ἱερωμένοι, ποὺ τὰ αἰσθητήριά τους ἔχουν μορφωθεῖ, ἐκ νεότητός των, διαφορετικὰ ἀπὸ τὰ δικά μας. Καὶ ἐν τούτοις, ὁμολογοῦν, ὅτι αἰσθάνονται κατάνυξη ἀπὸ τὶς δικές μας εἰκόνες καὶ τὴ δική μας ψαλμωδία, ὅταν βέβαια ἐκτελοῦνται ἀπὸ ἐμπνευσμένους καὶ εὐσεβεῖς τεχνίτες. (Ὁ μεγάλος σύνδεσμος τοῦ Νέου Κόσμου «The Catholic Art Association», μὲ πρόεδρο τὸν πατέρα Phelan, μὲ ὑπεχρέωσεν εὐγενῶς νὰ δεχθῶ τὸ χρυσοῦν μετάλλιον τοῦ Συνδέσμου, τιμῶντας με γιατὶ ἀγωνίζομαι γιὰ τὰς κατὰ παράδοσιν ἐκκλησιαστικὸς τέχνας, ποὺ παραμορφωθήκανε, κ.λ.π. Πιστεύω νὰ μπορέσω νὰ σᾶς ἐσωκλείσω ἕνα ἀπόκομμα τῆς «Καθημερινῆς» ποὺ διαλαμβάνει γι᾿ αὐτὴ τὴ βράβευση).
Νά, λοιπόν, ὅτι δὲν εἶναι συμβατικὴ ἡ ἀξία τῶν λειτουργικῶν τεχνῶν, ἀλλὰ ἀληθινή, πέραν ἀπὸ τὶς περιωρισμένες ἀντιλήψεις, ποὺ χρωστοῦνται στὴν ἀνατροφή, στὴ συνήθεια, στὸ γοῦστο, ἀφοῦ καὶ ἀλλόδοξοι ὁμολογοῦν πὼς ἀναγνωρίζουν ὅτι αὐτὲς οἱ τέχνες (τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας) ἀντικατοπτρίζουν τὸ πνεῦμα τοῦ Εὐαγγελίου, καὶ γιὰ τοῦτο ἀνεβάζουν τὶς ψυχὲς τοὺς ὑψηλά, ἀπάνω ἀπὸ τοῦτον τὸν κόσμο. Καὶ πὼς μποροῦσε νὰ γίνει ἀλλιῶς, ἀφοῦ οἱ τέχνες αὐτὲς μορφώθηκανε ἀπὸ ἁγιασμένες καρδιές, ποὺ νοιώθανε βαθειὰ τὸ λειτουργικὸ στοιχεῖο στὸν λόγο καὶ στὴ μουσική, ὅπως π.χ. τὸ «Πάσαν τὴν βιωτικὴν ἀποθώμεθα μέριμναν», ἢ τὸ «Αἰνεῖτε τὸν Κύριον ἐκ τῶν οὐρανῶν» κ.λ.π.; Ἡ λειτουργικὴ μουσικὴ εἶναι φυσικὴ μουσικὴ στολή, τοῦ λειτουργικοῦ λόγου. Γεννηθήκανε μαζί, καὶ εἶναι ἕνα καὶ τὸ αὐτὸ πράγμα. Πῶς μπορεῖ νὰ νοηθεῖ ἄλλο ντύσιμο σὲ ἕνα ἀρχαῖο κείμενο, ἄλλο ἀπὸ ἐκεῖνο ποὺ ὑπῆρξε δικό του ἀνέκαθεν, συμφυὲς μ᾿ αὐτό;
Μὴ λέτε, λοιπόν, κάποια πράγματα ἀνάξια της παιδείας ποὺ ἔχετε. Οὐσία καὶ ἔκφραση ἔχουν ἀπόλυτη καὶ ἀκριβέστατη ἀνταπόκριση, ὅπως τὸ ἀντικείμενο μὲ τὸ ἀντικατόπτρισμά του, καὶ περισσότερο ἀκόμα μάλιστα, προκειμένου γιὰ πράγματα τοῦ πνευματικοῦ κόσμου.
Τὸ βαθὺ καὶ ἀποκαλυπτικὸ πνεῦμα τῆς Χριστιανικῆς θρησκείας καὶ τὰ μυστήρια της, δὲν ἤτανε δυνατὸν νὰ τὰ ἐκφράσουν πιστῶς καὶ ἀξίως, παρὰ μοναχὰ αὐτὲς οἱ τέχνες ποὺ λέγονται λατρευτικὲς καὶ πνευματικές, καὶ ποὺ μορφωθήκανε ἀπὸ αὐτὸ τὸ ἴδιο πνεῦμα. Μοναχὰ καὶ ἀποκλειστικὰ αὐτὴ ἡ μουσικὴ (γιὰ νὰ μιλήσουμε γιὰ τὴ μουσικὴ χωριστά), καὶ καμμιὰ ἄλλη μουσική, μοναδικώτατα, ἐκφράζει τὸ πνεῦμα τῆς θρησκείας μας, γιατί μοναχὰ αὐτὴ ἔχει ἀπόλυτη καὶ ἀκριβέστατη ἀνταπόκριση μ᾿ αὐτό. Καμμιὰ ἄλλη. Ὅπως ὑπάρχει μόνον μιὰ καθολικὴ καὶ ἀποστολικὴ Ἐκκλησία (δυστυχῶς κάποιοι ἀπὸ μᾶς δέχονται καὶ ἄλλες, ἀντίθετα μὲ τὸ σύμβολον τῆς Πίστεως), ποὺ μέσα σὲ αὐτὴ εἶναι σφραγισμένο αὐτὸ τὸ πνεῦμα, ἔτσι μόνον μία εἶναι καὶ ἡ μουσική, ποὺ ἐκφράζει τὴν οὐσία τοῦ πνευματικοῦ περιεχομένου της. Αὐτὸ τὸ μαρτυροῦν, τὸ ξαναλέγω, κάποιοι ἄνθρωποι, ποὺ ἡ πνευματικὴ κατάρτισή τους κι ἡ φυλετικὴ κι ἄλλη κληρονομικότητά τους, δὲν ἔχει καμμιὰ σχέση μὲ τὰ δικά μας: «Τὸ πνεῦμα ὅπου θέλει πνεῖ», καὶ μεταλαμπαδεύεται στὶς ψυχὲς μὲ τοὺς ἤχους ποὺ ἐμόρφωσε τὸ ἴδιο τὸ Πνεῦμα, φωτίζοντας τὶς ψυχὲς τῶν ἁγίων ὑμνωδῶν. Ἐνῶ, τὴν ἄλλη μουσική, ποὺ λέτε πὼς κι ἐκείνη εἶναι κατάλληλη γιὰ προσευχή, τὴν κάνανε οἱ διάφοροι μουσικοσυνθέται τῆς Δύσης, ποὺ δὲν εἴχανε τὴν παραμικρὰ ἰδέα περὶ λειτουργικοῦ στοιχείου καὶ κατανύξεως. Πολλοὶ νομίζουν, ὅτι ἡ συναισθηματικὴ μουσικὴ τοῦ Μπὰχ εἶναι ἐκκλησιαστική, λατρευτική, ὅπως κι οἱ θρησκευτικοὶ πίνακες τοῦ Τιτσιάνου ἢ τοῦ Γκρούνεβαλντ ἢ τοῦ Κράναχ! Τί ἀνίδεοι ποὺ εἶναι ἀπ᾿ αὐτὰ τὰ πράγματα!
Πώς, λοιπόν, μποροῦμε, ἐμεῖς οἱ Ἕλληνες Ὀρθόδοξοι, νὰ προτιμοῦμε τὴν εὐρωπαϊκὴ τετραφωνία, ὅταν Εὐρωπαῖοι καὶ Ἀμερικανοί, κληρικοὶ καὶ λαϊκοί, τιμοῦν τὴ δική μας ἐκκλησιαστικὴ μουσικὴ σὰν τὴν πλέον ἱεροπρεπῆ καὶ τὴ μόνη, ποὺ γεννᾶ τὴν κατάνυξη, καὶ ποὺ θέτει «πνευματικὰς ἀναβάσεις» στὴν ψυχή τους; Αὐτὸ θὰ πεῖ, ἢ ὅτι χάσαμε τὴν πνευματικὴ ἀκοή μας, ἢ ὅτι τὸ πνεῦμα τοῦ κόσμου τούτου μᾶς ἔχει ζαλίσει τόσο, ὥστε νὰ νοιώθουμε τὸ πικρὸ γλυκὸ καὶ τὸ ψέμμα γιὰ ἀλήθεια, κατὰ τὸν Προφήτη.
Ἡ μουσική, ποὺ ἐμόρφωσε ἡ Ἐκκλησία μας, ἔχει τὸ ἱερατικὸ ὕφος καὶ τὸν πνευματικὸ χαρακτήρα ποὺ ἔχει καὶ ὁ λόγος της, καθὼς καὶ ἡ τελετουργικὴ ἐμφάνιση, ποὺ ἔχουν ὅλα της, ὁ ναός, ἡ ἐμφάνιση τῶν ἱερέων της, τὰ εἰκονίσματα, τὰ σκεύη, κ.λ.π. Τί καθόσαστε καὶ λέτε, πὼς φθάνει νὰ κατανύγεται ὁ πιστός, κι ἂς εἶναι ὅποια μουσικὴ θέλει. Δηλαδή, οἱ νέγροι εἰδωλολάτρες νοιώθουν τοὺς θεούς τους μὲ τὰ τὰμ-τὰμ καὶ μὲ τοὺς χορούς τους. Κι ἂν βαφτιστοῦν καὶ γίνουν χριστιανοί, καὶ διδαχθοῦν τὸ Εὐαγγέλιο, πρέπει νὰ μὴν ἀντικαταστήσουμε τὸ τὰμ-τὰμ μὲ τὴ μουσικὴ τῆς νέας, ἀληθινῆς, θρησκείας ποὺ μυηθήκανε, ἀλλὰ νὰ τοὺς ἀφήσουμε νὰ κατανύγωνται μὲ τὸν πατροπαράδοτο τρόπο, ποὺ «κατενύγοντο» τότε ποὺ κάνανε τὶς ἀνθρωποθυσίες στὰ εἴδωλά τους!
Ἐκκλησιαστικὴ καὶ κοσμικὴ μουσικὴ εἶναι δύο πράγματα ὁλότελα ξένα τὸ ἕνα ἀπὸ τὸ ἄλλο, ὅπως ἡ φύση τῆς κατάνυξης εἶναι ὁλότελα ἄλλη ἀπὸ τὴ φύση κάθε ἄλλης συγκίνησης. Κατάνυξη εἶναι ἡ κατάσταση τοῦ ἀληθινοῦ πιστοῦ, ποὺ νοιώθει νὰ ἀπηχοῦν μέσα του τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ καὶ τῶν ἁγίων μὲ τὸν μυστικὸν χαρακτήρα ποὺ ἔχουν αὐτὰ τὰ λόγια, κι ὄχι ὅπως θέλουμε ἐμεῖς, γιὰ νὰ εὐχαριστιοῦνται τὰ σαρκικὰ αὐτιά μας. Γιατὶ, μ᾿ αὐτὸν τὸν τρόπο, θὰ τὰ κάνουμε ὅλα ὑποκειμενικά, ὅπως εἶπα παραπάνω, καὶ τότε δὲν θὰ μείνει μήτε Θεός, μήτε ἀλήθεια, μήτε θρησκεία, μήτε τίποτα. Ὅλα θὰ σκεπαστοῦνε ἀπὸ τὸ σκοτεινὸ πέπλο τῆς μαγείας τοῦ Βουδισμοῦ, δηλαδὴ τῆς αὐταπάτης.
Ἡ Ὀρθοδοξία (δηλαδὴ ὁ γνήσιος Χριστιανισμός), εἶναι πολὺ ἁπλὴ καὶ εὐκρινὴς σὲ ὅλα, ὅπως ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ, ποὺ μᾶς γλύτωσε ἀπὸ τὴ ματαιότητα τῆς φιλοσοφίας τῆς «κενῆς ἀπάτης» ποὺ λέγει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος. Δὲν ἔχει ρομαντικὲς ὁμίχλες καὶ αἰσθηματολογίες ποὺ μ᾿ αὐτὲς θαμπώσανε τὸ κατακάθαρο κρύσταλλο τοῦ Χριστιανισμοῦ, οἱ θολὲς διάνοιες τῶν θεολόγων τῆς Δύσης. Οἱ ἐκκλησιαστικὲς τέχνες τῆς Ἐκκλησίας μας εἶναι ὁ κρυστάλλινος καθρέπτης ποὺ καθρεφτίζει καθαρὰ καὶ ζωηρὰ τὸ πνεῦμα τοῦ Εὐαγγελίου. Σὲ τί χρειάζονται οἱ ἐπιστημονικὲς ἀναλύσεις κι οἱ ἀτελείωτες θεωρίες ἀπάνω στὴ θρησκεία τοῦ Χριστοῦ, ποὺ τὶς κατήργησε, ἀποκαλύπτοντας τὴν ἁπλὴ καὶ καθαρὴ ἀλήθεια;
Τούτη τὴ μουσικὴ πήραμε ἀπὸ τοὺς εὐλαβεῖς πατέρας μας, μαζὶ μὲ τὴν πίστι μας ἤπιαμε ἀπὸ τὴν ἴδια φλέβα, ποὺ ἤπιανε κι ἐκεῖνοι, καθὼς καί, παλαιότερα, οἱ ἅγιοι.
Εἶσαι Ὀρθόδοξος Χριστιανός; Πιστεύεις ἀτράνταχτα στὴ θρησκεία ποὺ ἐπῆρες ἀπὸ τοὺς προγόνους σου; Ἔ, τότε θὰ τὴν ἀγαπήσεις περισσότερο ἀπὸ κάθε πράγμα, καὶ μαζὶ μ᾿ αὐτὴ θὰ ἀγαπήσεις κάθε τι ποὺ εἶναι δεμένο μ᾿ αὐτὴ τὴν πίστι. Θὰ τὸ ἀγαπᾶς κι ἐκεῖνο, ὅπως τὴν πίστι σου, ἀκόμα κι ἂν ὅλη ἡ οἰκουμένη σου λέει πὼς δὲν εἶναι καλό.
Ὁ ὀρθοδοξότατος λαός μας ζεῖ καὶ πεθαίνει, ξέροντας σαφέστατα τί εἶναι Ὀρθόδοξο καὶ τί «φράγκικο». Ποιός, ἀπ᾿ αὐτὸν τὸν λαό, γνωρίζει τὴ δογματικὴ διαφορά μας ἀπὸ τοὺς παπιστές, τὸ Fillioque κ.τ.ἄ.; Καὶ μ᾿ ὅλα ταῦτα, ὁ λαὸς ὅλα τὰ γνωρίζει μ᾿ ἕναν τρόπο μυστικόν, γιατὶ τὴν ζεῖ τὴν Ὀρθοδοξία, «ἐν αὐτῇ ζεῖ καὶ κινεῖται καὶ ἐστίν». Εἶναι «οὐχὶ μαθῶν, ἀλλὰ παθῶν τὰ θεῖα». Κι ἀπὸ ποὺ διδάχθηκε αὐτὴ τὴ ζωντανὴ πίστη, ὥστε ἀπὸ τὰ σπλάγχνα του νὰ γεννιοῦνται Ἅγιοι; Ἀπὸ κανέναν σοφὸν θεολόγο; Ὄχι, ἀλλὰ ἀπὸ τὴ λατρεία, ἀπὸ τὴν ἐξωτερικὴ μορφὴ τῆς Ἐκκλησίας, ἀπὸ τὶς εἰκόνες, ἀπὸ τὴ ψαλμωδία, ἀπὸ τὴν ἐξωτερικὴ ὄψι τῶν ἱερέων μας, ἀπὸ τὸ σχῆμα τοῦ ναοῦ, ἀπὸ τὰ σκεύη, ἀπὸ κάθε τι, τέλος, ποὺ ἐκφράζει τὸ πνεῦμα τῆς Ὀρθοδοξίας, δηλ. ἀπὸ αὐτὰ ποὺ σεῖς τὰ θεωρεῖτε τύποις χωρὶς μόνιμη καὶ οὐσιαστικὴ σημασία, ποὺ τὰ νομίζετε συμβατικά, ἐνῶ εἶναι αἰώνια, ἡ μόνη καὶ ἀκριβέστατη ἔκφραση τοῦ πνευματικοῦ θησαυροῦ τῆς πίστης μας.
Μ᾿ αὐτὴ τὴν Ὀρθοδοξία μέσα στὰ στήθη τους μαρτυρούσανε οἱ μάρτυρες, οἱ περισσότεροι ἀγράμματοι, ποὺ γεμίσανε μὲ τὰ μαρτύριά τους τὸ «Νέον Μαρτυρολόγιον» (ἀφήνω τοὺς ἀρχαίους). Ποιὸς μαθητής σας, ποιὸς μαθητὴς τῶν «ἁγίων» Χάρνακ, Μπάουερ, κλπ. θὰ πήγαινε νὰ τοῦ κόψουν τὸ κεφάλι οἱ ἐχθροὶ τῆς πίστης, καὶ νὰ φωνάζει τὸ μόνο ποὺ ἔμαθε νὰ πιστεύει, «Χριστιανὸς γεννήθηκα, Χριστιανὸς θὰ ἀποθάνω! Χτύπα διὰ τὴν πίστιν!»;
Ἡ θεωριομανία καὶ ἡ προσκόλλησι στὸν ὀρθολογισμό, ποὺ τυφλώνει τὰ ψυχικὰ μάτια «τῶν κατοικούντων ἐν σκότει καὶ σκιᾷ θανάτου», ἔχει παραμορφώσει τὴν Ἑλληνικὴ καὶ Χριστιανικὴ καρδιὰ πολλῶν, ποὺ πήγανε ζητώντας τὴν ἀνύπαρκτη «θεολογικὴ ἐπιστήμη». Τὴν ἔχει δηλητηριάσει, χωρὶς νὰ τὸ καταλάβουνε, οἱ δυστυχεῖς. Ἀναγνωρίσανε γιὰ δασκάλους μας λαοὺς βαρβάρους, ποὺ ὁ θεὸς ποὺ λένε πὼς λατρεύουν εἶναι «ἀραιὸν νέφος ὁμίχλης», μιὰ ἔννοια, ποὺ τὴν ἔπλασε τὸ χωματένιο μυαλό τους, καὶ ποὺ τὸν ὑμνοῦν μὲ ὑστερικὰ τραγούδια, ἢ μὲ ἄγριες πολεμόχαρες φωνές, ὅπως κάνανε οἱ ἱερεῖς τοῦ Βάαλ.
Στὴν Ἐκκλησία μας ὅλα εἶναι ἁρμονικὰ μεταξύ τους, ὅλα ἔχουν μίαν ἀπόλυτη ἑνότητα. Ὅλα ἐκφράζουν τὸ ἴδιο πράγμα. Σεῖς ὅμως πῶς μπορεῖτε νὰ βάζετε στὸ ναό, χωρὶς νὰ ἐνοχληθεῖτε, εἰκόνες ἰταλικῆς ἀναγεννήσεως ἢ καὶ χειρότερες τὶς λεγόμενες «Saint Sulpiece», τετραφωνικὴ μουσικὴ τῆς ρωμαντικῆς ἐποχῆς, σκεύη μὲ τοὺς σημερινοὺς ἐλεεινοὺς αὐτοσχεδιασμούς, πολυέλαιο καὶ καντήλια ἠλεκτρικὰ στὺλ Art nouveau ἢ ροκοκό, στασίδια κλασικοῦ ρυθμοῦ, ἄμφια μὲ κλάδες μπαρόκ, κλπ. ἐνῶ τὰ κείμενα ποὺ τραγωδιοῦνται a la Italiana, εἶναι σὲ ἀρχαία ἑλληνικὴ γλώσσα, πολλὰ ἀπ᾿ αὐτὰ ἰαμβικά, μὲ εὐκτικές, μὲ δυϊκούς, κλπ; Μὲ ἄλλα λόγια, πῶς δὲν φρίττετε ἀπ᾿ αὐτὴ τὴ φρικτὴ χαλδαϊκὴ ἀσυναρτησία καὶ τυμπανοκρουσία, ποὺ ἴσως χρειάζεται «μεγάλην εὐρύτητα πνεύματος», γιὰ νὰ μὴν πῶ «ἀπίστευτον ἀναισθησίαν», γιὰ νὰ μπορεῖ κανεὶς νὰ «κατανύγεται» ἀπ᾿ αὐτή, καὶ μάλιστα νὰ ἔχῃ τὸ ἀφελὲς θράσος νὰ τὴν παρουσιάζῃ σὰν ὑπόδειγμα Ὀρθοδόξου ναοῦ!
Πρὶν ἀπὸ τὸ σχίσμα, στὰ χρόνια των πρώτων Πατέρων, στὸ Μιλάνο, παραδείγματος χάριν, προσκυνοῦσαν τὶς ἴδιες εἰκόνες ποὺ προσκυνοῦσαν στὴν Καππαδοκία ἢ στὴν Αἴγυπτο, καὶ στὴν Καλαβρία, στὴν Ἱσπανία, στὴ Μάλτα, στὴ βόρειο Ἀφρική, ψέλνανε ὅπως ψέλνανε στὴν Ἀντιόχεια, στὴν Περγάμο καὶ στὴν Ἔφεσο. Ὅπως ἡ θρησκεία εἶχε οἰκουμενικὸ χαρακτήρα, κι ἡ λατρεία κι ἡ τέχνη, ἤτανε κι αὐτὴ μία, οἱ τρόποι ποὺ ἐκφραζότανε ἤτανε παντοῦ οἱ ἴδιοι.
Ἕνας Ὀρθόδοξος καὶ εὐλαβέστατος συγγραφεύς3, ὄχι Ἕλληνας, γράφει κάπου: «Τὸ νὰ μὴ νοιώθουμε πιὰ τὴν οὐσία τῆς λειτουργικῆς τέχνης προέρχεται ἀπὸ τὴ βαθειὰ πνευματικὴ παρακμή μας. Τὸ πνεῦμα τῶν ἀνθρώπων τῆς ἐποχῆς μας, ἀκόμα καὶ τῶν πιστῶν, κατάντησε ὑλικὸ καὶ ἐγκόσμιο, καὶ παραμορφώθηκε μέσα τους ἡ ἰδέα τῆς Ἐκκλησίας καὶ τῆς λειτουργίας. Μποροῦμε νὰ ποῦμε πώς, γενικά, ἀπὸ τὴν πνευματικὴ ζωή, δὲν βλέπει πιὰ κανεὶς παρὰ μοναχὰ τὴν ἠθικὴ πλευρά της…. Τὰ στοιχεῖα ποὺ συγκροτοῦν τὴ θεία λατρεία μας, ὁ λόγος, ἡ ὑμνωδία, ἡ εἰκόνα, ἡ ἀρχιτεκτονική, ὁ φωτισμός, κλπ. — δὲν μποροῦμε πιὰ νὰ νοιώσουμε πὼς ὅλα συντελοῦν σ ἕνα πράγμα. Τώρα τὸ καθένα τραβᾷ τὸ δικό του δρόμο... τὸ δυστύχημα στὴν ἐποχὴ μᾶς εἶναι τὸ ὅτι τὸ προσωπικὸ γοῦστο κατάντησε παντοῦ τὸ κριτήριο μέσα στὴν Ἐκκλησία, ἀφοῦ χάθηκε τὸ ἀντικειμενικὸ κριτήριο».
3. Ὁ Ρῶσος ἁγιογράφος καὶ εἰκονολόγος Λεωνίδας Οὐσπένσκυ