"Ἡ ξενιτειά κι' ὁ θάνατος ἀδέλφια λογοῦνται".
165
Η ΜΑΝΝΑ ΤΟΥ ΞΕΝΙΤΕΜΕΝΟΥ
[Σπανιώτατα αφορμή του εκπατρισμού των νέων είναι διάστασις προς τους οικείους αυτών,
τουναντίον δε προς την ξενιτείαν εξωθεί αυτούς συνήθως ή επιθυμία όπως ώφελήσωσι
την οικογένειάν των δια του πλούτου, τον όποιον προσδοκώσι ν' άποκτήσωσιν εργαζόμενοι
μακράν της πατρίδος των. Οι δε γονείς βαρέως φέρουν τον χωρισμόν και πολλάκις προσπαθούν
ν' αποτρέψουν αυτόν. Δια τούτο και εις παραλλαγάς του κατωτέρω άσματος φέρεται η
μήτηρ καταρωμένη τον υιόν, αλλά καταρωμένη αυτόν διότι απεφάσισε ν' αποδήμηση. Αλλ'
ή κατάρα της μητρός είναι επουσιώδες στοιχείον του άσματος, του οποίου σκοπός είναι
η διεκτραγώδησις της βαρείας μοίρας του ξενιτευομένου και της θλίψεως εις την οποίαν
είναι βυθισμένη η οικογένειά του αναμένουσα μάτην επί μακρόν χρόνον την επάνοδόν
του.
Το άσμα είναι τα μάλιστα διαδεδομένον εις πάσας τας ελληνικάς χώρας, φαίνεται δε
πολύ παλαιόν ο κατά τον ΙΕ' ή Ις' αιώνα γράψας το Περί της ξενιτείας στιχούργημα
εγίνωσκε πιθανώς αυτό και παρέλαβεν εξ αυτού την εν τέλει εικόνα της αποστολής δια
πτηνών γράμματος του θνήσκοντος ξενιτεμένου προς την οικογένειάν του.]
Όλαις οι μάνναις τα παιδιά, όλαις ευκαίς τους δίνουν,
και μια μάννα, κακή μάννα το γιο της καταρειέται.
Διώξε με, μάννα, διώξε με, με ξύλα με λιθάρια,
για να με πάρη το κακό κ' η εντροπή του κόσμου,
να σφίξω τα ματάκια μου, να φύγω από μπροστά σου.
Να πάω κ' εγώ με τα πουλιά και με τα χελιδόνια,
τα χελιδόνια να γυρνούν κ' εγώ να μη γυρίζω.
Θα κάμης χρόνους να με ιδής, καιρούς να μ' απάντησης.
Θά ρθουνε, μάννα μου, οι γιορταίς, οι μεγαλοβδομάδες,
θα πάς μέσα 'ς την εκκλησιά με την καρδιά καμένη,
θα ιδής τοις νιαις, θα ιδής τους νιους, θα ιδής τα παλληκάρια,
και θα στραφής "ς τη μια μεριά, και θα στραφής 'ς την άλλη,
θα βρης τον τόπο μου αδειανό και 'ς το στασίδι μου άλλον,
θα σ' έρθη δίψα 'ς την καρδιά και κάψα μέσ' 'ς ταχείλι,
θα θολωθούν τα μάτια σου τηράγοντα τοις στράταις,
και θα στεγνώση η γλώσσα σου ρωτώντας τους διαβάταις:
"Διαβάταις, πού δαιβαίνετε, περάταις, πού περνάτε,
μην είδετε το γιούλη μου, το μοναχό παιδί μου;
-Κι' ανίσως κι' αν τον είδαμε, μαύρη ορφανή μαννοϋλα,
πούθε να τον γνωρίσουμε; για πες μας τα σημάδια.
-Ψηλό λιγνό έχει το κορμί, ίσιο σαν κυπαρίσσι,
σα δυο βουνά είναι οι πλάταις του, σαν κάστρο η κεφαλή του,
σα νερατζούλα φουντωτή φουντώνουν τα μαλλιά του.
-Εψές προψές τον είδαμε 'ς τον άμμο ξαπλωμένο,
είχε τα θύκια πάπλωμα και τους αφρούς σεντόνι,
τα χοχλιδάκια του γιαλού είχε για προσκεφάλι.
Μαύρα πουλιά τον τρώγανε κι' άσπρα τον τριγυρίζαν,
κ' ένα πουλί, καλό πουλί με τα φτερά ασημένια,
σαν άνθρωπος εδάκρυζε και τον μοιρολογούσε.
"Πού είναι, ξένε μ', η μάννα σου και που είναι κ' η καλή σου,
να κλάψουνε τα νιάτα σου να σιάσουν το κορμί σου;"
Και κείνος αποκρίθηκε με τα ψημένα χείλη.
"Φάγε και συ, καλό πουλί, απ' αντρειωμένου πλάταις,
φάγε από πόδια γλήγορα και χέρια προκομμένα,
φάγε, πουλί, απ' τη νιότη μου, φάγε κι' απ' την αντρεία μου,
φάγε κι' απ' τη γλωσσούλα μου την αηδονολαλούσα,
οπού την είχαν τα πουλιά σκοπό και κελαϊδούσαν.
-Δε θέλω γω απ' τη νιότη σου κι' ούτε κι' απ' την αντρεία σου,
ούτε κι' από τη γλώσσα σου την αηδονολαλούσα,
οπού την είχαν τα πουλιά σκοπό και κελαϊδούσαν,
γιατί είμαι από τον τόπο σου κι' από τη γειτονιά σου.
-Μα αν είσαι από τον τόπο μου κι' από τη γειτονιά μου,
χαμπήλωσ' τοις φτερούγαις σου τρία λόγια να σου γράψω,
το να να πας της μάννας μου, τάλλο της αδερφής μου,
το τρίτο το φαρμακερό να πας της ποθητής μου.
Να το διαβάζη η μάννα μου, να κλαίη η αδερφή μου,
να το διαβάζη η αδερφή, να κλαίη η ποθητή μου,
να το διαβάζη η ποθητή, να κλαίη ο κόσμος όλος."
166
"Σ' αφήνω γεια, μαννούλα μου, σ' αφήνω γεια, πατέρα,
έχετε γεια, αδερφάκια μου και σεις ξαδερφοπούλαις.
Θα φύγω, θα ξενιτευτώ, θα πάω μακριά 'ς τα ξένα.
Θα φύγω, μάννα, και θα ρτώ και μην πολυλυπειέσαι.
Από τα ξένα που βρεθώ, μηνύματα σου στέλνω
με τη δροσιά της άνοιξης, την πάχνη του χειμώνα,
και με ταστέρια τουρανοϋ, τα ρόδα του Μαΐου.
Θανά σου στέλνω μάλαμα, θανά σου στέλνω ασήμι,
θανά σου στέλνω πράματα, π' ουδέ τα συλλογειέσαι.
-Παιδί μου, πάαινε 'ς το καλό κι' όλοι οι αγιοί κοντά σου,
και της μαννούλας σου η ευχή να είναι για φυλαχτό σου,
να μη σε πιάνει βάσκαμα και το κακό το μάτι.
Θυμήσου με, παιδάκι μου, κ' εμέ και τα παιδιά μου,
μη σε πλανέση η ξενιτειά και μας αλησμονήσης.
-Κάλλιο, μαννοϋλα μου γλυκεία, κάλλιο να σκάσω πρώτα,
παρά να μη σας θυμηθώ 'ς τα έρημα τα ξένα."
Δώδεκα χρόνοι απέρασαν και δεκαπέντε μήνες,
καράβια δεν τον είδανε, ναύταις δεν τόνε ξέρουν.
Πρώτο φιλί αναστέναξε, δεύτερο τον πλανάει,
τρίτο φιλί φαρμακερό τη μάννα αλησμονάει.
167
Την ξενιτειά, την άρφανιά, την πίκρα, την άγάπη,
τα τέσσαρα τα ζύγιασαν, βαρύτερα ειν' τα ξένα.
Ο ξένος εις την ξενιτειά πρέπει να βάνη μαύρα,
για να ταιριάζη η φορεσιά με της καρδιάς τη λάβρα.
168
Ξενιτεμένο μου πουλί και παραπονεμένο,
η ξενιτειά σε χαίρεται κ' εγώ χω τον καϊμό σου.
Τι να σου στείλω, ξένε μου, τι να σου προβοδήσω;
Μήλο αν σου στείλω σέπεται, τριαντάφυλλο μαδειέται,
σταφύλι ξερογιάζεται, κυδώνι μαραγκιάζει.
Να στείλω με τα δάκρυα μου μαντήλι μουσκεμένο,
τα δάκρυα μου είναι καυτερά, και καίνε το μαντήλι.
Τι να σου στείλω, ξένε μου, τι να σου προβοδησω;
Σηκώνομαι τη χαραυγή γιατί ύπνο δεν ευρίσκω,
ανοίγω το παράθυρο, κυττάζω τους διαβάταις,
κυττάζω τοις γειτόνισσαις και τοις καλοτυχίζω,
πώς ταχταρίζουν τα μικρά και τα γλυκοβυζαίνουν.
Με παίρνει το παράπονο, το παραθύρι αφήνω,
και μπαίνω μέσα, κάθομαι, και μαύρα δάκρυα χύνω.
169
"Νεραντζούλα φουντωμένη, πού είναι τάνθη σου,
πού είναι η πρώτη σου ομορφάδα και τα κάλλη σου;
-Φύσηξε βοριάς αέρας και τα τίναξε,
κ' η φουρτούνα του πελάγου τ' άποχάλασε.
Σέ παρακαλώ, βοριά μου, φύσα ταπεινά,
για ταπείνωσ' την αντάρα και τον κορνιαχτό
τη βοή σου τη μεγάλη και τον αχητό,
για ν' αράξουν τα καράβια τα σπετσιώτικα,
νά ρθουν και τα παλληκάρια τα νησιώτικα.
Όλα τα καράβια αράξαν, κι' όλα φάνηκαν,
κι' ο λεβέντης ο δικός μου δεν εφάνηκε,
και ποιος ξέρει σε τι κύμα δέρνει να πνίγη;
-Και δεν κλαις την ομορφιά σου, κόρη νόμορφη,
μόνε κλαις τον ταξιδιώτη που σ' απάριασε;
Τάχα ποιάν θενά φιλήση τα μεσάνυχτα,
τάχα ποιαν θεν' αγκαλιάση το ξημέρωμα;"
170
Ένα πουλί θαλασσινό κι' άλλο πουλί βουνίσιο,
τα δυο πουλιά μαλώνανε 'ς του σταυραϊτού, τον τόπο.
Γυρίζει το θαλασσινό και λέγει του βουνίσιου.
"Μη με μαλώνης, βρε πουλί, και μη με παραδιώχνης,
τι εγώ πολύ δεν κάθομαι 'ς τον τόπο το δικό σου,
Αν κάτσω Μάη και Θεριστή κι' όλον τον Αλωνάρη,
κι' αν πάρω κι' απ' τον Αύγουστο, τον Τρυγητή μισσεύω,
κι' αφήνω γεια 'ς τοις όμορφαις και γεια 'ς τοις μαυρομάταις
κ' εγώ πάγω 'ς τον τόπο μου, γυρνώ 'ς τους εδικούς μου."
171
Τώρα είναι Μάης κι' άνοιξη, τώρα είναι καλοκαίρι,
τώρα φουντώνουν τα κλαδιά κι' ανθίζουν τα λουλούδια.
Τώρα κι' ο ξένος βούλεται 'ς τον τόπο του να πάγη.
Νύχτα σελλώνει τάλογο, νύχτα το καλλιγώνει,
φκειάνει ασημένια πέταλα, καρφιά μαλαματένια,
βάνει τα φτερνιστήρια του, ζώνει και το σπαθί του.
Κ' η κόρη, οπού τον αγαπάει, κρατεί κερί και φέγγει,
με τό να χέρι το κερί, με τάλλο το ποτήρι,
κι' όσα ποτήρια τον κερνάει, τόσαις βολαίς του λέγει:
"Πάρε μ', αφέντη, πάρε με, πάρε κ' έμέ κοντά σου,
να μαγευρεύω να δειπνάς, να στρώνω να κοιμάσαι,
να γένω γης να με πατάς, γιοφύρι να διαβαίνης,
να γένω κι' ασημόκουπα να πίνης το κρασί σου,
εσύ να πίνης το κρασί κ' εγώ να λάμπω μέσα.
-Κει που πηγαίνω, λυγερή, γυναίκες δε διαβαίνουν,
εκεί είναι λύκοι 'ς τα βουνά και κλέφταις 'ς τα δερβάνια,
και σένα παίρνουν, κόρη μου, και μένα με σκλαβώνουν."