Δημήτριος Σ. Λουκᾶτος - Τὰ Πρῶτα Τραγουδήματα τοῦ Εἰκοσιένα
(Κείμενα ἀπὸ τὸν Φλωριέλ)

Ἀπὸ περ. ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ, Ἀφιέρωμα στὸ ’21, Χριστούγεννα 1970, Νο 1043 σσ. 246-59

ΙΙ ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΓΕΩΡΓΑΚΗ ΚΑΙ ΦΑΡΜΑΚΗ

α) Το κείμενο

(βλ. Fauriel ΙΙ σ. 44 – 46, ελλ. έκδ. σελ. 217).

Πέντε πασάδες κίνησαν από την Ιμπραΐλα,
στράτευμα φέρνουν (1) περισσό, πεζούρα και καβάλα,
σέρνουν (1) και τόπια δώδεκα και βόλια χωρίς μέτρο.
Έρχεται κι’ ο Τσαπάνογλους από το Βουκουρέστι, (2)
έχει ανδρείο στράτευμα, όλο Γιανιτσαραίους,
στα δόντια σέρνουν τα σπαθιά, στα χέρια τα τουφέκια.
Τότ’ ο Γιωργάκης φώναξε ν’ από το μοναστήρι:
- Πού είστε, παλικάρια μου, λεβέντες μ’ ανδρειωμένοι,
γλήγορα ζώστε τα σπαθιά, πάρετε τα τουφέκια,
πιάστε τον τόπο δυνατά, πιάστε τα μετερίζια,
ότι (3) Τουρκιά μας πλάκωσε και θέλει να μας φάη.
Δίχως ψωμί, δίχως νερό, τρεις μέρες και τρεις νύχτες,
βαριά βαρούσαν τον εχθρό (4) κάτου στο Κομπουλάκι.
Τούρκων (5) κεφάλια έκοψαν κοντά (6) τρεις χιλιάδες.
Και ο Φαρμάκης φώναξεν από το μοναστήρι:
Αφήστε τα τουφέκια σας, σύρετε τα σπαθιά σας,
γιουρούσι απάνω κάμετε, στον Άη Λιάν εβγήτε.
Οι Τούρκοι το εχάρηκαν (7), τρέχουν στο μοναστήρι.
Τότ’ (8) ο Φαρμάκης, ζωντανός, φώναξ’ από του Σέκου:
-Που είσαι, Γιώργο μ’, αδερφέ και πρώτε καπετάνιε,
Τουρκιά πολλή μας πλάκωσε και θέλει να μας φάη.
Ρίχνει (9) τα τόπια σα βροχή, τα βόλια σα χαλάζι.
Ο Γιώργης τότ’είχε χαθή, και πλέον δεν τον είδαν…




ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1. Στο κείμενο: φέρουν… σέρουν,

2. Στο κείμενο: Βουκορέστι,

3. Μπορεί να σκεφτή κανείς τα λαϊκότερα: γιατί ή πολλή.

4. Κάπως λόγια λέξη.

5. Τούρκων;

6. δύο και τρεις.

7. «Το χαρήκανε»; «τότ’ εχάρηκαν;»

8. Τα τότε δεν φαίνονται ταιριαστά.

9. Δημοτικότερο θα ήταν το «ρίχνουν», ή αμετάβατα, πέφτουν,

10. κάπως λόγιο.