Παραλογαίς

«Εἰς τὰ ἐθνικὰ ἐκεῖνα ᾄσματα
τῶν Ἑλλήνων, ὅσα ὑπόθεσιν ἔχουν
ἰδεώδη ἢ πεπλασμένην, ἡ φαντασία
τοῦ λαοῦ ἐκδηλώνεται μετὰ περισσῆς
ποικιλίας, ἐλευθερίας καὶ δυνάμεως».
(Fauriel)


79

ΤΟ ΔΟΚΙΜΙΝ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ
[δοκίμιν=δοκιμή]

Σαράντα δυο αρχοντόπουλα μια κόρη ναγαπούσαν,
κόρη πανώρια κι' όμορφη και 'ς τα φλωριά χωσμένη.
Κι' όλοι νεκαλεστήκανε μια μέρα για να πάνε.
Γεμίζου οι στάβλοι νάλογα, τα παραθύρια σέλλαις,
και τα πορτοπαράθυρα σκάλαις και χαλινάρια.
Στρώνει την τάβλα να γευτούν πολλώ λογιώ τραπέζι.
"Τρώτε και πίνετε, άρχοντες, κ' εγώ να σας φηγούμαι.
Μέσα 'ς το περιβόλι μου, 'ς τη μέση της αυλής μου,
μάρμαρο νέχει ο αφέντης μου, δοκίμιν της αγάπης,
κι' όποιος βρεθή και πιάση το, κι' οπίσω του το ρήξη,
εκείνος είναι ο άντρας μου κ' εγώ είμαι η ποθητή του."
Κι' ούλοι μονοσυνάγουνται, κι' ούλοι το δοκιμάζουν,
κ' ένας το παίρνει δάχτυλο, κι' άλλος μούτε καθόλου,
και της Μαριάς ο ψυχογιός, τάξιο το παλληκάρι,
μονοχεριάρι τό πιασε κι' οπίσω του το ρίχτει.
"Εγώ είμαι, κόρη, ο άντρας σου και συ είσαι η ποθητή μου".


80

Τ' ΑΓΑΠΗΜΕΝΑ ΑΔΕΡΦΙΑ Κ' Η ΚΑΚΗ ΓΥΝΑΙΚΑ

Άλλο τι δεν εζήλεψα μέσ' 'ς τον απάνου κόσμο,
παρά το γλήγορο άλογο και το γοργό ζευγάρι,
και τη γυναίκα την καλή, νοπού τιμάει τον άντρα.
Ήταν δυο αδέρφια γκαρδιακά και πολυαγαπημένα,
κι' ο πειρασμός εβάλθηκε για να τα ξεχωρίση.
Αγάπησε ο μικρότερος του πρώτου τη γυναίκα,
και ντρέπεται να της το πη, ναν της το μολογήση.
Μα μια γιορτή, μια Κυριακή, μια πίσημη νημέρα,
που βγήκε η κόρη από λουτρό κι' ο νιος από μπαρμπέρη
και συναπαντηθήκανε σε ξέχωρο σοκάκι,
εξεδιαντράπη και της λέει και της το φανερώνει.
"Νύφη μου, σάμπως σ' αγαπώ, νύφη, σάμπως σε θέλω.
-Εσύ το θέλεις μια φορά κ' εγώ το θέλω δέκα,
μ' ά μ' αγαπάς σα σ' αγαπώ, και θες με σα σε θέλω,
τον αδερφό σου σκότωσε κ' έλα για να με πάρης.
-Και τι αφορμή να τού βρω γω, για να τόνε σκοτώσω;
-Σύρτε για να μοιράσετε το πατρικό σας χτήμα,
από τοις άκραις δώσε του κι' απ' τους παλιούς τους όχτους,
κι' όπου καλά και καρπερά 'ς το μέρος το δικό σου,
κι' όπου άκρη και περίτραφος 'ς το μέρος το δικό του,
κ' εκείνος είν' αράθυμος, ρήξε και σκότωσέ τον."

Το μαύρο καβαλλίκεψε και 'ς το χωράφι πάγει.
"Ήρτε καιρός, μπρε Κωσταντή, καιρός να χωριστούμε,
έλα για να μοιράσουμε το πατρικό μας χτήμα.
Από ταις άκραις πάρε συ κι' απ' τους παλιούς τους όχτους
κι' όπου καλά και καρπερά 'ς το μέρος το δικό μου,
κι' όπου άκρη και περίτραφος 'ς το μέρος το δικό σου.
-Γιατί, γιατί, αδερφούλη μου, να πάρω από τοις άκραις;
γιατί να μη μοιράσουμε καθώς μοιράζουν όλοι;
-Πάρ' απ' τοις άκραις, Κωσταντή, γιατί θα σκοτωθούμε.
-Χαλάλι σου, αδερφούλη μου, κι' όλα δικά σου νά ναι,
παρά να ξεχωρίσουμε, πάρε και το δικό μου."
Τον πήρε το παράπονο, είδε ταδίκημά του,
τραυειέται σε παράμερο, και κάθεται και κλαίει.
Το μαύρο καβαλλίκεψε και 'ς το χωριό γυρίζει,
τη νύφη του νεφώναξε, τη νύφη του φωνάζει.
"Γλήγορα, νύφη μου, νερό, να πλύνω το σπαθί μου.
Τον αδερφό μου σκότωσα και το χω ματωμένο."
Κι' αυτή απ' την πολλή της βία κι' άπ' την πολλή χαρά της,
το μαστραπά φτυς άρπαξε, κρασί ήτανε γιομάτος,
τη σκάλα νεκατέβηκε, νερό για να του χύση.
"Αχ τα μαλλιά την άρπαξε, λιανά λιανά την κόβει.
81

ΤΟΥ ΜΑΥΡΙΑΝΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΑΔΕΡΦΗΣ ΤΟΥ

[Το στοίχημα περί της δοκιμασίας της αρετής γυναικός και της αδίκου δυσφημήσεως αυτής έχουν υπόθεσιν παραμύθια και άσματα πολλών λαών, και πολλαί υπάρχουν λογοτεχνικαί διασκευαί αυτής, των οποίων ονομαστότεραι είναι αι του Βοκακίου εν τη Δεκαημέρω και του Σαίξπηρ. Αι πλείσται των παραλλαγών αναφέρουν δοκιμασίαν της πίστεως εγγάμου γυναικός, αλλά το άσμα του Μαυριανοΰ καθώς και σικελικά παραμύθια δοκιμασίαν αγάμου αδελφής, και εν αυταίς ο πεποιθώς εις την αγνότητα ταύτης αδελφός μέλλει να υποστή την εσχάτην ποινήν δια την απώλειαν του στοιχήματος, σώζει δ' αυτόν η αδελφή. Είς τινας δ' όμως παραλλαγάς του ελληνικού άσματος και εις εν έλληνικόν παραμύθιον της Σμύρνης πρόκειται επίσης περί δοκιμασίας της αρετής της συζύγου του στοιχηματήσαντος.
Το άσμα έχει τινά συνάφειαν προς τακριτικά. Τα ονόματα των προσώπων, όπου αναφέρονται ονόματα, είναι τα γνωστά εξ ακριτικών ασμάτων, είς τινας μάλιστα παραλλαγάς ονομαστί μνημονεύεται ο Διγενής.]

Εδά τραπέζι νόμορφο, με καμουχά στρωμένο.
Ο βασιλιάς κι' ο Μαυριανός κι' ο Μικροκωσταντϊνος
αντάμα τρώγαν κ' έπιναν 'ς του πλάτανου τη ρίζα.
Κι' αθιβολαίς δεν είχανε κι' αθιβολαίς εφέραν
απάνω για τοις όμορφαις και για τοις τιμημέναις.
Εκεϊ έφερε κι' ο Μαυριανός παίνεμα τς αδερφής του.
"Ωσάν το ρόδο τ' ανοιχτό, το μανουσάκι τάσπρο,

έχω κ' εγώ μιαν αδερφή, μ' αλήθεια δεν πλανειέται."
Κι' ο βασιλιάς σαν τάκουσε γυρίζει και του λέει:
"Αν την πλανέσω, Μαυριανέ, τι στοίχημα θα χάσης;
-Αν την πλανέσης, βασιλιά, πάρε μου το κεφάλι,
μα πάλι κι' α δεν πλανεθή τι είναι το στοίχημά σου;
-Βάνω το βασιλίκι μου με τη χρυσή κορώνα.
Εννιά μουλάρια εφόρτωσε νασήμι και λογάρι,
της Αρετής τα προβοδά με τον επιστολάρη.
"Καλό 'ς το νιο που τά φερε, να ζήση οπού τα στέλνει,
ο Μαυριανός νά ναι καλά και θα τα ξαντιμέψη.
-Ο ρήγας που σ' αγάπησε ξαντίμεμα δε θέλει,
μόν' τά στειλε για να σε ιδή, δυο λόγια να σου κρίνη.
-Άμε, χαιρέτα μού τονε, κι' όποτε θέλη ας έρθη."
Άκουσε η κόρη τους σκοπούς, την πονηριά γνωρίζει,
τα χέρια της κάνει σταυρό 'ς της βάγιας της πηγαίνει.
Εσύ είσαι βάγια η μάννα μου, εσύ είσαι κ' η αδερφή μου,
εσύ πρωταξαδέρφη μου, τώρα να με τίμησης.
Έλα, βάγια μου, συ κυρά, κ' εγώ βάγια δική σου,
έμπα, βάγια, 'ς την κάμαρη, κ' εγώ 'ς το μαγερειό σου,
τα ρούχα μου τα νυφικά εσένα να τα δώσω,
την κλίνη μου τη νυφικιά εσένα να τη στρώσω,
κι' ό,τι σου κάνει ο βασιλιάς όλα να τα πομείνης,
το χάρισμα του βασιλιά δικό σου ν' απομείνη.
-Εγώ βάγια γεννήθηκα και βάγια θα πεθάνω,
και βάγια θα τον αρνηστώ τον κόσμο τον απάνω.
" Σταυρό δένει τα χέρια της 'ς τη δούλα της πηγαίνει.
"Δούλα χρυσή, δούλα αργυρή, δούλα μ' αγαπημένη,
για βγάλε συ τα ρούχα σου και βάλε τα δικά μου,
και σύρε νύχτα πλάγιασε 'ς την ιδική μου κλίνη,
βραδύ θενά ρθη ο βασιλιάς να κοιμηθήτε αντάμα.
-Εγώ δούλα γεννήθηκα κι' ό,τι μου πής θα κάμω,
δω μου κυρά τα ρούχα σου και πάρε τα δικά μου.
" Παίρνει η κυρά τα ρούχα της και βάνει τα δικά της,
της δένει την πλεξούδα της με το μαργαριτάρι,
της βάνει και 'ς το δάχτυλο νόμορφο δαχτυλίδι,
της στρώνει το κρεβάτι της με τα χρυσά σεντόνια,
και βάνει για προσκέφαλο τάστρα με το φεγγάρι.
"Δούλα κι' αν είσαι δούλα μου κι' αν είμαι εγώ δίκη σου,
ό,τι σου κάμη ο βασιλιάς όλα να τα πομείνεις,
κι' α σου μιλήση μη μιλής κι' αν κρίνει μην του κρίνης."

Ακόμη ο λόγος έστεκε κι' ο βασιλιάς προβαίνει,
με σείσμα και με λύγισμα τη σκάλα νανεβαίνει,
κι' από το χέρι την αρπά. 'ς την κάμερα τη βάνει.
Από βραδύς επαίζανε με γέλοια με κανάκια,
και μέσα τα μεσάνυχτα και τοις γλυκαίς αυγίτσαις,
της παίρνει από το δάχτυλο τ' ώριο το δαχτυλίδι,
κόβει και την πλεξούδα της με το μαργαριτάρι,
και παίρνει τα και βάνει τα 'ς ολόχρυσο μαντήλι.

Και την αυγή χαρούμενος 'ς το φόρο κατεβαίνει.
"Γεια σας, χαρά σας, άρχοντες κι' όλο ταρχοντολόγι.
Πού είν' τονε αυτός ο Μαυριανός ο πολυπαινεσιάρης,
πόχει την τίμια ναδερφή, π' αλήθεια δεν πλανειέται;
Εδώ είναι τα σημάδια μου, εδώ κ' η απόφαση μου."
Επήρανε το Μαυριανό να παν να τον κρεμάσουν.
"Φέρτε την αδερφούλα μου για την απόφαση μου."
Μαντάτα πάνε κ' έρχουνται 'ς της Αρετής την πόρτα,
'ς το φόρο για να κατεβή, τι ο Μαυριανός χαλειέται.
Εντύθηκε, στολίστηκε 'ς το φόρο κατεβαίνει.
Χίλιοι κρατούν το φόρεμα, χίλιοι τον καμουχά της,
τριακόσιοι το μαγνάδι της, να μην την κάψη ο ήλιος.
"Γεια σας, χαρά σας, άρχοντες κι' όλο ταρχοντολόγι.
Αυτόνε με τα κόκκινα ποτέ μου δεν τον είδα.
-Δε μ' είδες, δε με γνώρισες, μια χιλιοπομπεμένη,
που ψες εβραδιαστήκαμε 'ς ένα προσκεφαλάδι;
Από βραδύς επαίζαμε με γέλοια με κανάκια,
και μέσα τα μεσάνυχτα και τοις γλυκειαίς αυγίτσαις,
της κόβω την πλεξούδα της με το μαργαριτάρι,
της παίρνω από το δάχτυλο τ' ώριο το δαχτυλίδι."
Σειέται λυγειέται η λυγερή, γεμίζει η γης λουλούδια.
"Ποιανής λείπει η πλεξούδα της με το μαργαριτάρι;"
Και πάλι ματασείστηκε, γεμίζει η γης ζαφείρια.
Για ιδέτε σεις οι άρχοντες κι' όλο ταρχοντολόγι,
λείπει το δαχτυλίδι μου και τα σγουρά μαλλιά μου,
ή λείπει από τα μάγουλα η ροδοκοκκινάδα;
ετότες να τον πνίξετε το Μαυριανό 'ς τη φούρκα,
κ' εμέ τρίδιπλη βάλετε εις το λαιμό καδένα.
Μα σένα δε σου πρέπει πιο νά χης το βασιλίκι.
Με τη δουλεύτρα μου έπεσες και δούλος μου λογάσαι,
και πάρε το μουλάρι μας να πάς να φέρης ξύλα."
82

ΤΗΣ ΑΠΟΛΗΣΜΟΝΗΜΕΝΗΣ

[Εις πλήρεις παραλλαγάς του κατωτέρω άσματος η κόρη οδηγεί τον εραστήν πώς να εισχωρήση εις την οικίαν την νύκτα, χωρίς να τον εννοήσει κανείς των οικείων της. Τας υπονοίας της μητρός της, εγερθείσας εκ θορύβου εν τη κλίνη της κόρης, αποτρέπει αύτη δια διαφόρων προφάσεων. Το πρώτον δε τούτο μέρος του άσματος έχουν μόνον παραλλαγαί τινες, παραλείπουσαι τα κατά την ασθένειαν της κόρης εκ της εγκαταλείψεως του εραστού και τα της συνδιαλλαγής δια της μεσιτείας προθύμου φίλης. Είς τινας παραλλαγάς παρατηρείται συμφυρμός προς το άσμα της κουμπάρας πόγινε νύφη και προς άλλα τινά άσματα.]

Μια Λυγερή βαριαρρωστά, μια λυγερή πεθαίνει
για ενός αγούρου αγκάλιασμα, για ενός αγούρου αγάπη,
για ενός σγουρού, για ενός ξανθού, για ενός αγγελομάτη.
Και τρεις καλαίς συντρόφισσαις επήγαν να τη δούνε.
Η μιά κατσε 'ς την κλίνη της, κ' η γι άλλη 'ς το πλευρό της,
και κείνη οπού την αγαπά εις το προσκέφαλό της.
Η μια άρχισε να της μιλή, κ' η άλλη να τη βρίζη,
και κείνη που την αγαπά καλά την ξαγορεύει.
"Κ’ εμείς δεν αγαπήσαμε αγώρι σαν και σένα;
κάμαμε σιδερή καρδιά, ταυτιά μας μολιβένια,
κ' εμείς σαν αγαπήσαμε νελησμονήσαμέ τους,
και συ, κόρη μ', αγάπησες και θέλεις να πεθάνης;
-Και σεις αν αγαπήσατε, ήτανε παλληκάρια,
μα γω το νιο που αγάπησα, του κόσμου διωματάρης,
είχε του Φράγκου λύγισμα, του Βενετσάνου χάρη.
-Πε μου, κόρη, πού κάθεται να πάω να σου τον φέρω.
-Κάτω 'ς τους κάμπους που θωρείς, 'ς τα πράσινα λιβάδια,
που ναι τα δέντρα ολόχρυσα κ' οι ρίζαις ασημένιαις,
εκειδά μέσα κάθεται ο απολησμονιάρης,
όπου μ' απολησμόνησε και πιο δε με θυμάται.
-Κάμε αλουσιά και λούσε με, χτένι και χτένισε με,
και πλέξε τα μαλλάκια μου να πάγω να τον εύρω.
-Λούω σε και χτενίζω σε, φοβούμαι μην τον πάρης.
-Όχι να ζω, συντρόφισσα, δεν είμαι εγώ από κείναις,
μαλώτρα και δικάτρα μαι και πάω να τον μαλώσω."
Και παίρνει το δρομί δρομί και πήε και τον ηύρε.
Κ' εκείνος όσον κ' είδε την επροσηκώθηκέ την.
"Καλό 'ς τηνε τη λυγερή, καλό 'ς την την κυρά μου,
καλό 'ς τη βέργα τη λιγνή, αντάμα μου να μείνη.
-Δεν είμαι εγώ σαν που θαρρείς, δεν είμαι σαν που ξέρεις,
μαλώτρα και δικάτρα μαι, κ' ήρτα να σε μαλώσω,
οπ' αγαπάς αρχόντισσα κι' αρχοντοπούλας κόρη,
τη νύχτα την αλησμονείς και φήνεις τη και φεύγεις.
-Για ποια μου λες, για ποια λαλείς, για ποια μου συντυχαίνεις;
για μια ξανθή, για μια λιγνή, μια χαμηλοβλεπούσα,
οπού γελά και πέφτουνε τα ρόδα 'ς την ποδιά της;
-Σαν την παινάς, αφέντη μου, πώς την αποξεχάνεις;
-Είπα σου τα παινέματα, να πω και τα ψεγάδια;
Αν της μιλήσω κλαίει μου, κι' αν της ειπώ θυμώνει,
κϊ' αν τήνε κάνω τίποτα, της μάννας της το λέει,
-Κείνη έμωσεν, αφέντη μου, πιο της να μη το κάμη.
Σήκω να πα την εύρωμε, γιατί η ψυχή της βγαίνει."

Επήραν το δρομί δρομί να πάνε να την εύρουν.
Και πρόβαλεν η λυγερή από το παραθύρι.
"Καλό 'ς τον ήθελα να δω, τον πεθυμούσα νά ρθη,
καλό 'ς τον το βασιλικό με τα χρυσά του τάνθη.
-Επαίνεσές με, αγάπη μου, προτού να σε παινέσω,
θάλασσα με τα κάτεργα, μπαξέ με τα λουλούδια,
βρύση μου με το κρύο νερό, μ' ολόχρυσα σουλούνια."

Επήγαν κ' επαντρέψαν τους κάτω 'ς τον άη Γιάννη,
με τετρακόσους άρχοντας, με τριάντα δεσποτάδες,
με το Φουκά τον μπάρμπα του κ' έπιασε τα στεφάνια.
Τη γης εστρώσαν κόκκινη κ' έπαψαν οι καμπάναις,
όταν τον ευλογούσανε οι τριάντα δεσποτάδες,
κ' εσάστισεν η γειτονιά, εσάστισε κ" η κόρη.

83

ΤΗΣ ΚΟΥΜΠΑΡΑΣ ΠΟΓΙΝΕ ΝΥΦΗ

[Την δύναμιν και την διάρκειαν του πρώτου έρωτος εκθειάζουν και παροιμίαι και πολλά κωμαστικά άσματα. "Καινούργια αγάπη χάνεται, παλιά δε λησμονειέται." Και εις σύγκρουσιν του πρώτου προς νέους έρωτας κατισχύει ούτος. Τοιαύτην υπόθεσιν έχει και το κοινότατον εις την Ελλάδα άσμα της εγκαταλειφθείσης ερωμένης, ήτις κληθείσα να στεφανώση τον αγαπητικόν της νυμφεύεται αυτόν, μετανοήσαντα κατά την τέλεσιν των γάμων. Παραπλησίαν δ' υπόθεσιν έχουν και άσματα άλλων ευρωπαϊκών λαών, γαλλικά, ιταλικά, ισπανικά, αγγλικά, σκωτικά, δανικά, νορβηγικά, σουηδικά. Εκ παλαιοτάτων δε πιθανώς σκανδιναυικών ασμάτων παρέλαβε και ο χρονογράφος Σάξων ο γραμματικός τον περί της Σειγφρίδας και του βασιλόπαιδος Οθάρ μύθον.
Αι καππαδοκικαί παραλλαγαί του ελληνικού άσματος δεικνύουν ότι είναι ακριτικόν, ή ότι επήλθε συμφυρμός αυτού προς τακριτικά, διότι ο ήρως εν ταις παραλλαγαίς ταύταις είναι ο Ακρίτας.]

Έχω και μήνες και καιρούς τον αγαπώ δεν είδα,
τώρα τον βλέπω κ' έρχεται κάτω 'ς ανήλιο κάμπο,
άνθη τον τριγυρίζουνε και μόσχοι τον μυρίζουν,
και τα σγουρά του τα μαλλιά το νου μου συνεπήραν.
"Πού ήσουν, λεβέντη μ' όμορφε και πολυαγαπημένε;
-Καλή σου ημέρα, πέρδικα, χρυσής αυγής τρυγόνα.
Κόρη, κλειδιά σ' αγόρασα κι' αντίκλειδα σ' αφήνω,
κλείδωσε την καρδούλα σου κι' απόμενε τους πόνους.
Ο κύρης μου κ' η μάννα μου μου τοίμασαν το γάμο,
κι" α δεν περηφανεύεσαι έλα να μπής κουμπάρα.
-Πάω να το πω της μάννας μου κι' ότι μου ειπή θα κάμω."

Κινάει και πάει 'ς τη μάννα της σα μήλο μαραμμένο.
"Μάννα μου, με καλέσανε να πάω να στεφανώσω
το νιον οπού καρτέραγες άντρα για να τον πάρω.
-Και πώς το λες, παιδάκι μου, να πας να στεφανώσης;
Έχεις ποδάρια να σταθής και μάτια ν' αντρανίσης;
έχεις και γοργοδάχτυλα ν' αλλάξης δαχτυλίδια,
και χέρια γοργογύριστα να στεφανογυρίσης;
-Έχω ποδάρια να σταθώ και μάτια ν' αντρανίσω,
έχω και γοργοδάχτυλα ν'αλλάξω δαχτυλίδια,
και χέρια γοργογύριστα να στεφανογυρίσω.
Μάννα μου, ταποφάσιοα, θα πάω να στεφανώσω,
και θε να κάμω υπομονή, γερή καρδιά θα δείξω.
-Σύρε, παιδί μου, 'ς το καλό και 'ς την καλή την ώρα,
και να γιομίση, η στράτα σου τριαντάφυλλα και ρόδα."

Έκατσε κ' εστολίστηκε τρεις μέραις και τρεις νύχτες.
Βάζει τον ουρανό μαντί, τη θάλασσα μαγνάδι,
τον ήλιο βάζει πρόσωπο και το φεγγάρι στήθος
και του κοράκου το φτερό βάζει καμαροφρύδι,
την όχεντρα την πλουμιστή κορδέλλα 'ς τα μαλλιά της,
τον άμμο τον αμέτρητο ρήχνει μαργαριτάρι.
Κάνει στεφάνια ολόχρυσα, λαμπάδες άσημένιαις
και δαχτυλίδι πυργωτό της νύφης να χαρίση.
Παίρνει και πάει 'ς την εκκλησιά ν' αρραβωστεφανώση.
Βάγιαις την πάνε από μπρος και βάγιαις από πίσω
και βάγιαις απ' τα δυο πλευρά να μη την πιάση ο ήλιος.
'Σ το δρόμον όπου πήγαινε τα μονοπάτια ανθούσαν.
Κι' ωσάν την είδε η εκκλησιά απ' άκρη 'ς άκρη σείστη.
Παπάς την είδε κ' έσφαλε, διάκος κι' αποξεχάστη,
τα ψαλτικά τους έχασαν ψάλταις και καλανάρχοι.
Ωσάν την είδε ο νιόγαμπρος έπεσε κ' ελιγώθη.
"Παπά, για ματασήμανε, παπά, για ματαψάλλε,
και γύρισε τα στέφανα και βάλ' τα 'ς την κουμπάρα."
Κ' η νύφη απολογήθηκε με το καμένο χείλι,
"Σύρε να πάμε, μάννα μου, και 'ς τόνειρό μου το είδα,
χρυσόν αϊτόν εβάσταγα κι' άλλη μου τόνε πήρε.
Τα ρούχα μου 'ς την εκκλησιά, κ' εγώ 'ς το μοναστήρι,
κι' όσο τον χάρηκα κ' εγώ να τον χαρή κ' εκείνη."

Την ξαγναντεύει η μάννα της απ' ώριον παραθύρι.
"Καλό 'ς τη θυγατέρα μου, τη φωτογεννημένη,
κουμπάρα την εστόλιζα και νύφη κατεβαίνει."


84

Ο ΓΥΡΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΞΕΝΙΤΕΜΕΝΟΥ

[Το θέμα της αναγνωρίσεως του μετά μακροχρόνιον αποδημίαν επανερχομένου ανδρός και της εν τω οίκω προσδοκώσης την επάνοδον αυτού συζύγου, είναι διεσκευασμένο εις τα άσματα του ελληνικού λαού εις τρεις κυρίους τύπους. Κατά τον πρώτον η αναγνώρισις γίνεται παρά την βρύσιν, έξω του χωρίου, κατά τον δεύτερον έξω της οικίας, της οποίας την θύραν κρούει ο σύζυγος, κατά τον τρίτον ομοίως έξω της οικίας, όπου τον προσελκύει ο κρότος του αργαλειού και ο ήχος του άσματος της υφαινούσης συζύγου. Παρεκβάσεις των τύπων τούτων παρουσιάζουν ολίγιστα άσματα κατά τα οποία η αναγνώρισις γίνεται εν τη οδώ ή εν αγρώ, όπου η σύζυγος θερίζει. Εξαιρετικώς είς τινα άσματα ο σύζυγος καταφθάνει δια πλοίου και αποβιβάζεται διά λέμβου εις την ξηράν, εις τα λοιπά έρχεται καβαλλάρης και κατά το πλείστον ως κυνηγός, ακολουθούμενος από τα λαγωνικά του. Επειδή δε πάμπολλαι είναι αι φερόμεναι παραλλαγαί δεν είναι σπάνιοι οι συμφυρμοί μετ' άλλων ασμάτων, μάλιστα μετά της Ριμάτας της εγκαταλειφθείσης κόρης και του άσματος της ξενιτειάς, εν ω ο σύζυγος ετοιμάζει την νύκτα τον ίππον του προς αναχώρησιν, συμπραττούσης και της συζύγου. Συμφυρμός δε και σύγχυσις εις πολλάς παραλλαγάς παρατηρείται και των διαφόρων τύπων του αυτού άσματος, ως λ.χ. όταν η αναγνώρισις γίνεται παρά την βρύσιν και η σύζυγος διατάσσει τας υπηρετρίας ν' ανοίξουν την θύραν και να ετοιμάσουν την κλίνην.
Το θέμα τούτο μεγάλην έχει διάδοσιν εις την ποίησιν των ευρωπαϊκών λαών, γνωστότατον δ' ότι το παλαιότατον και ανυπερβλήτου κάλλους πρότυπον της διασκευής αυτού είναι το εν τη Οδυσσεία επεισόδιον της αναγνωρίσεως του Οδυσσέως και της Πηνελόπης. Προς το ομηρικόν πρότυπον ολίγας, εξωτερικάς μάλλον, ομοιότητας παρουσιάζει το έλληνικόν άσμα, πολλώ δε πλείονας προς τάσματα των ευρωπαϊκών λαών, οπωςσδήποτε δ' όμως εγγύτερον των ασμάτων τούτων προς το ομηρικόν και τρόπον τινά εις το μεταίχμιον της αρχαίας ελληνικής και της μέσης και νεωτέρας ευρωπαϊκής δημώδους ποιήσεως φαίνεται ευρισκόμενον το άσμα του ημετέρου λαού (Πρβλ. τα σημάδια, τα ομηρικά σήματα, εκ του συζυγικού θαλάμου, την υφαίνουσαν σύζυγον, την παρασκευήν της συζυγικής κλίνης κτλ.). Εκ των ομοιοτήτων δε προς τάλλα ευρωπαϊκά άσματα μνημονεύομεν την πρότασιν γάμου του αγνώστου ξένου προς την γυναίκα του (εν τω Β' και τω Γ' ελληνικώ τύπω) και την αγγελίαν του δήθεν θανάτου του συζύγου. Αλλ' ό,τι προ πάντων διακρίνει το ημέτερον άσμα των άλλων είναι η ακραιφνής ελληνικότης αυτού, διότι τοσούτο στερεώς είναι συνυφασμένον προς τον ελληνικόν βίον, ώστε σχεδόν εις έκαστον στίχον αυτού ενωτιζόμεθα απηχήσεις ηθών, εθίμων και συναισθημάτων του ελληνικού λαού ή βλέπομεν διαγραφομένας αναπαραστάσεις ελληνικών τοπείων.]

Ερρόδισε γη ανατολή και ξημερώνει η δύση,
γλυκοχαράζουν τα βουνά κι' ο αυγερινός τραυειέται,
παν τα πουλάκια 'ς τη βοσκή κ' οι λυγεραίς 'ς τη βρύση.
Βγαίνω κ' εγώ κι' ο μαύρος μου και τα λαγωνικά μου.
Βρίσκω μια κόρη πόπλενε σε μαρμαρένια γούρνα.
Τη χαιρετάω, δε μου μιλεί, της κρένω, δεν μου κρένει.
"Κόρη, για βγάλε μας νερό, την καλή μοίρα νά χης,
να πιω κ' εγώ κι' ο μαύρος μου και τα λαγωνικά μου."
Σαράντα σίκλους έβγαλε, 'ς τα μάτια δεν την είδα,
κι' απάνω 'ς τους σαρανταδυό τη βλέπω δακρυσμένη.
"Γιατί δακρύζεις, λυγερή, και βαριαναστενάζεις;
Μήνα πεινάς, μήνα διψάς, μην έχης κακή μάννα;"
-Μήτε πεινώ, μήτε διψώ, μήτ' έχω κακή μάννα.
Ξένε μου, κι' αν εδάκρυσα κι' α βαριαναστενάζω,
τον άντρα χω 'ς την ξενιτειά και λείπει δέκα χρόνους,
κι' ακόμη δυο τον καρτερώ, 'ς τους τρεις τον παντυχαίνω,
κι' α δεν ερθή, κι' α δε φανή, καλόγρια θενά γένω,
θα πάγω 'ς έρημα βουνά, να στήσω μοναστήρι,
και 'ς το κελλί θα σφαλιστώ, 'ς τα μαύρα θελά βάψω,
εκειόν να τρώγη η ξενιτειά κ' εμέ τα μαύρα ράσα.
-Κόρη μου, ο άντρας σου πέθανε, κόρη μου, ο άντρας σου χάθη,
τα χέρια μου τον κράτησαν, τα χέρια μου τον θάψαν,
ψωμί κερί του μοίρασα, κ' είπε να τα πλερώσης,
τον έδωκα κ' ένα φιλί, κ' είπε να μου το δώσης.
-Ψωμί κερί του μοίρασες, διπλά να σε πλερώσω,
μα γιάτ' εκείνο το φιλί, σύρε να σου το δώση.
-Κόρη μου, εγώ είμαι ο άντρας σου, εγώ είμαι κι' ό καλός σου.
-Ξένε μου, αν είσαι ο άντρας μου, αν είσαι κι' ο καλός μου.
δείξε σημάδια της αυλής και τότες να πιστέψω.
-Έχεις μηλιά 'ς την πόρτα σου και κλήμα 'ς την αυλή σου,
κάνει σταφύλι ραζακϊ και το κρασί μοσκάτο,
κι' όποιος το πιή δροσίζεται και πάλι αναζητά το.
-Αυτά είν' σημάδια της αυλής, τα ξέρει ο κόσμος όλος,
διαβάτης ήσουν, πέρασες, τα είδες και μου τα λέεις.
Πες μου σημάδια του σπιτιού και τότες να πιστέψω.
-Ανάμεσα 'ς την κάμαρα χρυσό καντήλι ανάφτει,
και φέγγει σου που γδύνεσαι και πλέκεις τα μαλλιά σου,
φέγγει σου τοις γλυκαίς αυγαίς που τα καλά σου βάζεις.
-Κάποιος κακός μου γείτονας σου τα πε και τα ξέρεις.
Πες μου σημάδια του κορμιού, σημάδια της αγάπης.
-Έχεις ελιά 'ς τα στήθη σου κ' ελιά 'ς την αμασκάλη,
κι' ανάμεσα 'ς τα δυο βυζιά τ' αντρού σου φυλαχτάρι.
-Ξένε μου εσύ είσαι ο άντρας μου, εσύ είσαι κι' ο καλός μου."
85

ΤΗΣ ΝΥΦΗΣ ΠΟΥ ΚΑΚΟΤΥΧΗΣΕ

Η κυρά 'Ρήνη του Κριτοϋ, του Δούκα η θυγατέρα,
χρόνους της γράφουν τα προικιά, χρόνους ταπανωπροίκια,
και τα κρυφά της μάννας της λογαριασμούς δεν έχουν.
Της δίνει κι' ο πατέρας της καράβι αρματωμένο,
της δίνουν και ταδέρφια της αμάξι φορτωμένο,
της δίνει κ' η μαννούλα της τάσι μαργαριτάρι,
χρυσό θρονί να κάθεται, μήλο χρυσό να παίζη,
και μούλα χρυσοκάπουλη να περπατή καβάλλα.

Μα ήρθε ο καιρός ο δίσεχτος, χρονιά κατακαϊμένη,
πήραν τα χρέγια τα προικιά, πήρε τα πλούτη η αρρώστεια,
και μπήκε ο άντρας πιστικός κ' η νύφη ξενοϋφαίνει.
Μια Κυριακή και μια Λαμπρή, μια πίσημον ημέρα,
την πήρε το παράπονο, πίκρα πολύ μεγάλη,
σταυρόδεσε τα χέρια της 'ς ταϊταίρι της πηγαίνει.
"Θέλω να πάω 'ς τη μάννα μου, καλέ μ', 'ς τα γονικά μου.
-Αρχόντισσα σ' έφερα δω, φτωχή πού θα σε πάω;
-Συνόριασέ μου τα βουνά, και πάγω μοναχή μου."

'Ράχη σε ράχη ακκούμπησε, λιθάρι σε λιθάρι,
και πήγε κι' άπακκούμπησε 'ς της μάννας της την πόρτα.
'Σ το δρόμο νοπού πήγαινε, 'ς τα δάση οπού περνούσε,
παρακαλούσε το θεό με πικραμένα χείλη.
"Θέ μου, να βρω τοις δούλαις μου και να μη με γνωρίσουν."
Κι' ο θιος τήνε συνάκουσε κ' η δέσποινα του κόσμου,
κ' ηύρε τοις δούλαις του σπιτιού 'ς τη βρύση που λευκαίναν.
Ώρα καλή σας, λυγεραίς, ώρα καλή, κοπέλλαις.
-Καλό 'ς τη την ξενούλα μας, τι θέλεις, τι γυρεύεις;
-Να πιω νερό γιατί διψώ, κι' απέ σας συντυχαίνω.
Να πήτε της κυρούλας σας, δούλα της να με πάρη.
-Ξένη μ', κοπέλλαις έχουμε, κοπέλλαις και κοπέλλια,
και σένα τι σε θέλουμε, σαν τι δουλειά να κάνης;
-Ξέρω να υφαίνω 'ς το βλαττί, να υφαίνω 'ς το βελούδο."
Χρυσά παπούτσια φόρεσε, πάει να ιδή τη δούλα.
"Ποια ναι που υφαίνει 'ς το βλαττί, που υφαίνει 'ς το βελούδο;
Κείνη που υφαίνει 'ς το βλαττί, που υφαίνει 'ς το βελούδο,
είναι μακριά 'ς την ξενιτειά, είναι μακριά 'ς τα ξένα.
Σύρτε να τήνε βάλετε 'ς τον αργαλειό της 'Ρήνης,
για να ξυφάνη το χρυσό που είναι μισοφτειασμένο."

Την πήραν και τη βάλανε 'ς τον αργαλειό να υφάνη,
κι' ώριο τραγούδι αρχίνησε, σα να ήταν μοιρολόγι.
"Διασίδι, πολυδιάσιδο, καλού καιρού διασμένο,
διασίδι, όταν σε διάζουμουν ήρθαν οι συμπεθέροι,
διασίδι, όταν σ' ετύλιγα ήρθαν μ' αρραβωνιάσαν,
κι' όταν σε μισοκόπισα ήρθαν για να με πάρουν,
κ' η μοίρα μου το ηθέλησε να ρθω να σε ξυφάνω!"

Κυρά ψηλά ήταν τ' άκουσε και της απολογήθη.
"Δούλα, πούθ' είν' ο τόπος σου, πούθ' είν' τα γονικά σου;
-Η μάννα μου Γιαννιώτισσα κι'ο κύρης μου απ' την Πόλη,
κ' εγώ είμαι η Ρήνη η λυγερή, η Ρήνη η μαυρομάτα."
Κ' η μάννα της κατέβηκε και τη σφιχταγκαλιάζει.
Τοις σκλάβαις της εμίλησε, τοις δούλαις της φωνάζει.
"Βάλτε νερό και λούστε τη, σύρτε τη 'ς το χαμάμι,
αλλάχτε τη, στολίστε τη την πρώτη τη στολή της,
και να βαρέσουν τάργανα και τα γλυκά παιχνίδια."

86

[Το άσμα της αιχμαλωσίας ή αγοράς ως δούλης ωραίας γυναικός και της απελευθερώσεως αυτής υπό του κυρίου της, αναγνωρίσαντος ότι ήτο αδελφή του, είναι ευρύτατα διαδεδομένον ανά τας ελληνικάς χώρας. Υπάρχουν δε δύο τύποι αυτού. Κατά τον ένα η αιχμαλωτισθείσα υπό πειρατών κόρη αναγνωρίζεται ως αδελφή του άρπαγος, όστις την ελευθερώνει και μετά πλουσίων δώρων πέμπει προς τους γονείς. Κατά δε τον έτερον, σύζυγος αναγκάζεται να πωλήση την ωραίαν γυναίκα του, την οποίαν ο αγοραστής (εν ταις πλείσταις παραλλαγαίς πειρατής ή γενίτσαρος), αναγνωρίσας ότι είναι αδελφή του, αποδίδει εις τον άνδρα της. Τον πρώτον τύπον έχομεν εν αιγινητικώ άσματι, το οποίον εδημοσίευσεν ο Σπ. Ζαμπέλιος, πολλάς αυθαιρέτους μεταβολάς επενεγκών εις το κείμενον, προς διόρθωσιν δήθεν και καλλωπισμόν αυτού. Εις δε τον δεύτερον διακρίνονται αι εξής διαφοραί. α') Ό πωλήσας σύζυγος είναι ο γνωστός εξ άλλων ασμάτων Μαυριανός, και φαίνεται ότι η διαφορά αυτή προήλθεν εκ συμφυρμοΰ προς τάσματα εκείνα. β') Ο σύζυγος είναι κοντός (ή κόντες), γ') Ο σύζυγος είναι παπάς, όστις όπως εξαγοράση την άφεσιν λειτουργικού παραπτώματος, μη εξαρκούσης προς τούτο της άλλης περιουσίας του, πωλεί και την γυναικά του. Υπάρχουσι και παραλλαγαί μη αναφέρουσαι πώλησιν ή αρπαγήν της γυναικός αλλ' αύται παρουσιάζουν συμφυρμόν μετ' άλλων ασμάτων.
Την αυτήν υπόθεσιν έχει και αλβανικόν άσμα της Κάτω Ιταλίας, όπου και πολλά άλλα ελληνικής υποθέσεως άσματα, προπάντων ακριτικά, επιχωριάζουν, κομισθέντα εκ των εποικισάντων εις την Καλαβρίαν και την Σικελίαν Αλβανών της Πελοποννήσου. Κατά το άσμα τούτο η αιχμαλωσία της κόρης Ολυμπίας συμβαίνει εις τον κάμπον της Κορώνης, αναγνωρίζει δε αυτήν ως άδελφήν του ο πειρατής Βλαστάρης, οδηγηθείς εκ του κελαδήματος πουλιού.]


Α'

Η κυρά Ρήνη του Σκληρού, κ' η Αρετή του Δούκα,
κ' ή Χρυσοκουβουκλιώτισσα, πανέμνοστα κορίτσια,
βγήκαν να περπατήσουνε και 'ς το λουτρό να πάνε.
Η μάννα της η Σκλήραινα, "Κάτσε, 'Ρηνιώ", της λέγει,
κι' ο κύρης της αντίλεγε, "Σύρε, Ρηνιώ μου, σύρε,
σύρε κ' εγώ για χάρη σου τρεις βίγλαις θα καθίσω.
Τη μια καθίζω 'ς το βουνό, την άλλη 'ς τακρογιάλι,
την τρίτη την καλύτερη μέσ' ς του λουτρού την πόρτα."

Ακόμη ο λόγος έστεκε κ'η συντυχιά αποκράτει,
φωνάζει η βίγλα του βουνού, "Μια φούστα κατεβαίνει,
αφροκοπάει 'ς τα κύματα, τον Πλάτανο διαβαίνει."
Φωνάζει η βίγλα του γιαλού, "Δυο φούσταις αρμενίζουν,
βάνουνε πλώρη 'ς το Καστρί και 'ς του λουτρού την πόρτα"
Φωνάζει κ' η καλύτερη, "Κορίτσια, πιάκανέ σας!"
"Ώστε ν' αλλάξη η Αρετή, ν' αναζωστή η Ειρήνη,
κ' η Χρυσοκουβουκλιώτισσα το δέμα της να βάλη,
άλλοι απ' την πόρτα μπαίνουνε, κι' άλλοι απ' το παραθύρι.
Την ακριβή της Σκλήραινας ανάγερα την πάνε.

Τουρκόπουλο τη δέχεται 'ς τα ολόχρυσα ντυμένο.
'Σ τα κλάματα τήνε φιλεί, τήνε σφιχταγκαλιάζει.
Μα ένα πουλάκι κάθησε απάνω 'ς το κατάρτι,
δεν εκελάδειε σαν πουλί, ούτε σα χιλιδόνι,
μόν' εκελάδειε κ' έλεγε μ' ανθρωπινή λαλίτσα.
"Ω ουρανέ, μην το δεχτής, και γη μην το σήκωσης,
νά χη ο αδελφός την αδερφή 'ς τον κόρφο του κλεισμένη,
σα νύφη να τήνε φιλεί, σαν άντρας να τη βλέπει!
-Ακούς, ακούς, Τουρκόπουλε, τι λέει το πουλάκι;
-Πουλάκι είναι κι' ας κιλαϊδεί, πουλάκι είναι κι' ας λέη.
-Για να σου πω, Τουρκόπουλε, ποιος είσαι, πώς σε λένε;
Είχα αδερφό 'ς την ξενιτειά και πρώτο ταξιδιάρη.
"Άλλοι μας λεν που χάθηκε, κι' άλλοι μας λεν που πνίγη,
κι' άλλοι μας λεν που τούρκεψε 'ς της Αραπιάς τα μέρη.
-Για πες μου, πες μου, λυγερή, πούθε κρατεί η γενιά σου;
-Ας είν' από τανάθεμα κι' άπ' την ανεμοζάλη.
-Πες μου, να ζήσης, λυγερή, πώς λεν τα γονικά σου;
-Η μάννα μου απ' την Κόριθο, κι' ο κύρης μου απ' τ' Ανάπλι,
Σκληρό τον λένε ξακουστό κ' εμένα κυρά Ρήνη.
-Πιάσε, αδερφή μ', την τσέπη σου, πιάσε και την ποδιά σου."
'Σ την τσέπη βάζει τα φλωριά και 'ς την ποδιά τα γρόσια.
"Σύρε, Ρηνιώ, 'ς το σπίτι μας, σύρε 'ς τα γονικά μας."

Β'

'Έχει ό Κοντοθόδωρος, έχει όμορφη γυναίκα.
Τόνε ζηλεύει η γειτονιά, τόνε ζηλεύει η χώρα,
τόνε ζηλεύουν οι άρχοντες, κι' όλα τα παλληκάρια,
σαν τον ζηλεύει ο βασιλιάς, κανείς δεν τον ζηλεύει.
Να του την πάρουν δεν μπορούν, να του την κλέψουν όχι,
πιάνουν και χαρατσώνουν τον ένα βαρύ χαράτσι.

Τρέχει ο κοντός στοχάζεται, το χρέος του να βγάλη.
Πουλεί το σπίτι τόμορφο, μ' αυλαίς μαρμαρωμέναις,
πουλεί χωράφια αθέριστα, μ' όλους τους θεριστάδες,
πουλεί κι' αμπέλια ατρύγητα, μ' όλους τους τρυγητάδες,
πουλεί και τα περβόλια του, τα μήλα φορτωμένα,
επούλησεν, επούλησε, δε φτάνει να πλερώση.
Μόν' η καλή τ' απόμεινε, και πάει να την πουλήση.

Από το χέρι την κρατεί περιγιαλού την πάει.
Βλέπει καράβια πόρχουνται, καράβια π' αρμενίζουν.
"Καράβια, που είστενε ψηλά, καράβια, που είστε αντίκρυα,
ποιος παίρνει κόρην όμορφη, ξανθή και μαυρομάτα;"
Κι' ο ναύκληρος τήνε θωρεί πο μέσ' απ' το καράβι.
"Πόσα πουλείς τη λυγερή, πόσα τη μαυρομάτα;
-Χίλια φλωριά ταχείλι της, τα μάτια δυο χιλιάδες,
κι' ο γύρος του προσώπου της αμέτρητο λογάρι."
Αμέτρητα τα ξέβαλε και αψήφιτα τα δίνει,
κι' αρπά την κόρη ο ναύκληρος, βάνει την 'ς το καράβι.
'Σ την πρύμ' εμπήκε η λυγερή και τα πανιά φουσκώνουν.
Κι' αρχίνησεν ο ναύκληρος να παίζη να γελάη.
Άρχισε ο νιος να την τσιμπά, κι' άρχισε ο θιος ν' αστράφτη,
άρχισε ο νιος να τη φιλή κι' άρχισε ο θιος να βρέχη,
άρχισε ο νιος να τη ρωτά, κι' άρχισε ο θιος να λάμπη.
"Κόρη μ', 'πο πού ειν' το γένος σου, 'πο πού είν' το ριζικό σου;
-Η μάννα μου απ' το Γαλατά, κι' ο κύρης μου απ' τη Φήβα,
είχα κ' ένα μικρό αδερφό τον έλεγαν Γιαννάκη,
οι κλέφταις τον αρπάξανε κ' είναι με τους κουρσάρους."
Την κόρην εξανάστρεψε, του νέου την επήγε.
"Πάρε, γαμπρέ, την όμορφη κι' ας είν' δική σου πάλι,
και τα φλωριά που σ' έδωκα ας είναι για προικιά της,
εσένα ναι γυναίκα σου και μένα είναι αδερφή μου.


87

[Αντίστοιχον του της αναγνωρίσεως της αδελφής και του πειρατού αδελφού της είναι το προκείμενον άσμα της αναγνωρίσεως του εμπόρου υπό του θανασίμως πληγώσαντος αυτόν αδελφού του αρχιληστού. Εν εκείνω μεν γίνεται μετάπτωσις από δυστυχίας εις ευτυχίαν δια της αναγνωρίσεως, εν τούτω δε επέρχεται τραγικωτέρα λύσις, αυτοκτονούντος και του φονεύσαντος τον αδελφόν του. Το άσμα φαίνεται ακριτικόν, το δ' αρχέτυπον δεν διελάμβανεν ίσως περί εμπόρων και ληστών, αλλά περί αδελφών πολεμιστών, ως συνάγεται εκ της διατηρήσεως ιχνών τοιαύτης διατυπώσεως υπό τινων των παραλλαγών. Συνάπτεται δ' αμέσως μεν προς τον κύκλον των ακριτικών ασμάτων περί αγώνος δρόμου του Ηλίου και του Γιάννη, τον οποίον κονταρεύει ο αδελφός του, μη αναγνωρίσας αυτόν, εμμέσως δε προς τον κύκλον των ασμάτων περί των υιών του Ανδρόνικου.
Εις τας ελληνικάς παραλλαγάς του άσματος δύναται να καταλεχθή και εν δημοτικόν άσμα των Μακεδονοβλάχων, όπερ φαίνεται μάλλον ως μετάφρασις εκ του ελληνικού (με ελληνικόν γύρισμα κρίμα κι' άδικο), την αυτήν δ' υπόθεσιν έχουν και σερβικά άσματα.]


Ανδρούτσος ο πραματευτής, Ανδρούτσος ο στρατιώτης,
από ψηλά κατέβαινε κι' από τα κορφοβούνια.
Σέρνει πουλάρια αφόρτωτα, μουλάρια φορτωμένα,
κ' η μούλα η χρυσοσκέπαστη βαστάει το νιόν αφέντη.
Ο νιος αποκοιμήθηκε 'ς τη μούλα καβαλλάρης,
κ' η μούλα παραστράτησε και πήρεν άλλη στράτα,
πήρε τη στράτα των κλεφτώ, των καπιταναραίων.
Κι' ο νιος όταν εξύπνησε κ' ευρέθη 'ς άλλη στράτα,
στέκει και διαλογίζεται και διασκορπάει το νου του.
"Τάχα μην είναι κλέφταις δω, μην είναι χαραμήδες;"

Το λόγο δεν απόσωσε κ' η συλλογή του κράτει,
κ' η κλεφτουριά ξεφάνηκε σαράντα δυο νομάτοι.
Άλλοι του κόφτουν τοις τριχαίς, άλλοι του ξεφορτώνουν.
Στέκει και τους παρακαλεί να μην τα ξεφορτώνουν.
"Παιδιά, μην ξεφορτώνετε τα έρημα μουλάρια,
γιατ' είμαι ο μαύρος μοναχός δεν μπορώ να φορτώσω,
μου πλήγιασαν τα στήθη μου, φορτώντας ξεφορτώντας.
-Βρε ιδές του σκύλου το υγιό, της κούρβας το κοπέλλι,
δεν κλαίει το κεφάλι του, μόν' κλαίει τα μουλάρια!
Μωρ' πού είστε, παλληκάρια μου, φωνάζει ο καπετάνιος,
βαρείτε του μια χαντζαριά 'ς τον τόπο ν' απομείνη."
Ο ένας του δίνει μαχαιριά, κι' άλλος με το κοντάρι,
κι' ο τρίτος πιο κακός φονιάς τρεις χατζαριαίς του δίνει.
'Σ το χώμα νέπεσεν ο νιος αιματοκυλισμένος,
βαριά βαριά αναστέναξε, βαριά βογγά και λέει.
"Μη μου βαρήτε, βρε παιδιά, αφήτε τη ζωή μου,
γιατί έχω αδέρφι ναρχηγό, 'ς τους κλέφταις καπετάνιο."
Ως άκουσεν η κλεφτουριά, ως άκουσεν ο πρώτος,
εκείνος που του βάρεσε τρεις χαντζαριαίς, του λέει.
"Πες μας, να ζης, πραματευτή, πούθε κρατεί η γενιά σου;
-Τέτοια καρδιά σκληρόψυχη βαστάτε οι μαύροι κλέφταις,
τον άνθρωπο τον σφάζετε κ' ύστερα τον ρωτάτε!
Η μάννα μου απ' τα Γιάννενα κι ο κύρης μου απ' την Πόλη,
είχα και Γιάννην αδερφό, σηκώθη πρώτος κλέφτης.
-Πες μας, να ζης, πραματευτή, σημάδια ταδερφού σου.
-Είχεν ελιά 'ς το μάγουλο κ' ελιά 'ς την αμασκάλη,
και 'ς το μικρό του δάχτυλο τον πρώτον αρραβώνα."

'Σ την αγκαλιά τον άρπαξε και 'ς το γιατρό τον πάει.
"Γιατρέ μου, σε παρακαλώ, γιατρέ, σε παραγγέλνω,
να μου γιατρέψης γλήγορα τούτον το λαβωμένο.
Α θέλης χίλια έπαρ' με, α θέλης δυο χιλιάδες,
α θέλης και το μαύρο μου, που στέκει αρματωμένος.
-Εγώ πολλούς εγιάτρεψα μαχαιροσκοτωμένους,
αν είναι ξένη μαχαιριά, εγώ να τον γιατρέψω,
αν είναι αδερφομαχαιριά καμιά γιατρειά δεν έχει."

Το χρυσομάχαιρο έβγαλε απ' ταργυρό θηκάρι,
ψηλά ψηλά το σήκωσε και 'ς την καρδιά το μπήγει.

Τους πήραν και τους θάψανε τους δυο 'ς ένα μνημούρι.


88

ΤΟΥ ΚΥΡ ΒΟΡΙΑ

[Το τραγούδι του κυρ Βοριά είναι κατ' αλήθειαν μοιρολόγι και δια τούτο πολλάκις λέγεται εις τα μνημόσυνα ναυαγησάντων ναυτικών. Φέρονται τρεις τύποι αυτού. Κατά τον πρώτον, ο Βοριάς βυθίζει πλοίον αψηφίσαν την ορμήν αυτού. Κατά τον δεύτερον, βυθίζει πλοίον, του οποίου επέβαινεν Εβραίος ευχηθείς να γίνη χριστιανός, αλλά μετανοήσας και εμμείνας εις την θρησκείαν του, ότε ενόμισεν ότι απέφυγε τον κίνδυνον του ναυαγίου. Και κατά τον τρίτον, επιχωριάζοντα εν Κρήτη και Καρπάθω, τιμωρείται υπό του Βοριά βοσκός περιφρονήσας αυτόν.]

Ο κυρ Βοριάς παράγγειλε νούλω των καραβιώνε.
"Καράβια π' αρμενίζετε, κάτεργα που κινάτε,
εμπάτε 'ς τα λιμάνια σας, γιατί θε να φυσήξω,
ν' ασπρίσω κάμπους και βουνά, να κρυώσω κρυαίς βρυσούλαις,
κ' οσά βρω μεσοπέλαγος, στεργιάς θε να τα ρήξω.
" Κι' όσα καράβια τ' άκουσαν, όλα λιμάνι πιάνουν,
του κυρ Αντριά το κάτεργο μέσα βαθιά αρμενίζει.
"Δε σε φοβούμαι, κυρ Βοριά, φυσήσης δε φυσήσης,
τι έχω καράβι από καρυά και τα κουπιά πυξάρι,
έχω κι' αντέναις προύτζιναις κι' ατσάλενα κατάρτια,
έχω παννιά μεταξωτά, της Προύσας το μετάξι,
έχω και καραβόσκοινα από ξανθής μαλλάκια,
κ' έχω και ναύτες διαλεχτούς, όλο άντρες του πολέμου,
κ' έχω κ' ένα ναυτόπουλο, που τους καιρούς γνωρίζει,
κ' εκεί που στήσω μια φορά την πλώρη δε γυρίζω."

"Ανέβα, βρε ναυτόπουλο, 'ς το μεσιανό κατάρτι,
για να διαλέξης τον καιρό, να ιδής για τον αέρα."
Παιζογελώντας ανέβαινε, κλαίοντας κατεβαίνει.
"Το τι είδες, βρε ναυτόπουλο, αυτού ψηλά που πήγες;
-Είδα τον ουρανό θολό και τάστρα ματωμένα,
είδα τη μπόρα που άστραψε και το φεγγάρι εχάθη,
και 'ς της Αττάλειας τα βουνά αστραχαλάζι πέφτει."
Ώστε να ειπή, να καλοειπή, να καλοκουβεντιάση,
βαρειά φουρτούνα πλάκωσε και το τιμόνι τρίζει,
ασπρογυαλίζει η θάλασσα, σιουρίζουν τα κατάρτια,
σκώνονται κύματα βουνά, χορεύει το καράβι,
σπηλιάδα τού ρθε από τη μια, σπηλιάδα από την άλλη,
σπηλιάδα από τα πλάγια του κ' εξεσανίδωσέ το.
Γιόμισε η θάλασσα παννιά, το κύμα παλληκάρια,
και το μικρό ναυτόπουλο σαράντα μίλλια πάγει.

Όλαις οι μάνναις κλαίγανε κι' όλαις παρηγορειούνται,
μα μια μαννούλα ενού παιδιού παρηγοριά δεν έχει.
Βάνει τοις πέτραις 'ς την ποδιά, τα τρόχαλα 'ς τον κόρφο,
πετροβολάει τη θάλασσα και τροχαλάει το κύμα.
"Θάλασσα πικροθάλασσα και πικροκυματούσα,
πόπνιξες το παιδάκι μου, π' άλλο παιδί δεν έχω.
-Δε φταίω η δόλια θάλασσα, δε φταίω εγώ το κύμα,
μόν φταίει ο πρωτομάστορας που φτειάνει τα καράβια,
και τα πελέκαγε φτενά και τα γυρίζει ο αέρας,
και χάνω τα καράβια μου που είναι δικά μ' στολίδια,
χάνω τα παλληκάρια μου, οπού με τραγουδούνε."

89

ΤΟΥ ΓΙΟΦΥΡΙΟΥ ΤΗΣ ΑΡΤΑΣ

[Παρά πλείστοις λαοίς επικρατεί η δοξασία, ότι προς στερέωσιν και προφύλαξιν από οιουδήποτε κινδύνου παντός κτίσματος απαιτείται να προσηλωθή εις αυτό ζώον, κατορυττόμενον εις τα θεμέλια ή εντειχιζόμενον. Όσον δ' ευγενέστερον είναι το ζώον, τόσον μεγαλυτέραν θεωρείται ότι έχει δυναμιν προς προστασίαν του κτίσματος. Εις την δοξασίαν ταύτην αναφέρονται και αρχαίοι ελληνικοί μύθοι και βυζαντιναί παραδόσεις περί θυσίας ανθρώπων κατά την θεμελίωσιν μεγάλων οικοδομημάτων. Η ψυχή του θύματος υπετίθετο ότι δια των υπερφυσικών δυνάμεων, τας οποίας έχουν αι επί γης απολελυμέναι των δεσμών του σώματος ψυχαί, ηδύνατο να προσλαμβάνη κατά βούλησιν παντοίας μορφάς, και είχε ρώμην υπεράνθρωπον, προορισμένη δε να φυλάττη και περιέπη το οικοδόμημα, εις το οποίον προσηλώθη ήτο φοβερά εις τους επιχειρούντας να το παραβλάψωσι και ικανή ν' αποτρέπη τους απειλούντας αυτό κινδύνους. Το θύμα εγίνετο το στοιχειό του οικοδομήματος, διό στοιχείωσις ελέγετο υπό των βυζαντινών η διά θυσίας οικοδόμησις.
Εις τοιαύτην παράδοσιν στηρίζεται και το πανελλήνιον τραγούδι του γιοφυριού της Άρτας, του οποίου παραλλαγαί αναφέρονται και εις άλλας γέφυρας ή άλλα οικοδομήματα (οίον της γέφυρας του Σπερχειού, του Πηνειού, των Αδάνων, της βρύσης της Αράχοβας, του υδραγωγείου των Δέρκων κλπ.). Παρέλαβον δε την έλληνικήν ταύτην παράδοσιν, προσαρμόσαντες εις επιχώρια οικοδομήματα, και οι άλλοι λαοί της ελληνικής χερσονήσου (Ρωμούνοι, Αλβανοί, Σέρβοι, Βούλγαροι).]

Σαράντα πέντε μάστοροι κ' εξήντα μαθητάδες
γιοφύρι νεθεμέλιωναν 'ς της Άρτας το ποτάμι.
Ολημερίς το χτίζανε, το βράδυ εγκρεμιζόταν.
Μοιριολογούν οι μάστοροι και κλαιν οι μαθητάδες.
"Αλίμονο 'ς τους κόπους μας, κρίμα 'ς τοις δούλεψαίς μας,
ολημερίς να χτίζουμε, το βράδυ να γκρεμειέται."
Πουλάκι εδιάβη κ' έκατσε αντίκρυ 'ς το ποτάμι,
δεν εκελάιδε σαν πουλί, μηδέ σα χιλιδόνι,
παρά εκελάιδε κ' έλεγε, ανθρωπινή λαλίτσα.
"Α δε στοιχειώσετε άνθρωπο, γιοφύρι δε στεριώνει,
και μη στοιχειώσετε ορφανό, μη ξένο, μη διαβάτη,
παρά του πρωτομάστορα την όμορφη γυναίκα,
πόρχεται αργά τ' αποταχύ, και πάρωρα το γιόμα."

Τ' άκουσ' ο πρωτομάστορας και του θανάτου πέφτει.
Πιάνει, μηνάει της λυγερής με το πουλί ταηδόνι:
Αργά ντυθή, αργά αλλαχτή, αργά να πάη το γιόμα,
αργά να πάη και να διαβή της Άρτας το γιοφύρι.
Και το πουλί παράκουσε, κι' αλλιώς επήγε κ' είπε:
"Γοργά ντυσου, γοργά αλλαξε, γοργά να πας το γιόμα,
γοργά να πας και να διαβής της Άρτας το γιοφύρι."

Νά τηνε κ' εξανάφανεν από την άσπρη στράτα.
Την είδ' ο πρωτομάστορας, ραγίζεται η καρδιά του.
Από μακριά τους χαιρετά κι' από κοντά τους λέει.
"Γεια σας, χαρά σας, μάστοροι και σεις οι μαθητάδες,
μα τι έχει ο πρωτομάστορας κ' είναι βαργωμισμένος;
-Το δαχτυλίδι τόπεσε 'ς την πρώτη την καμάρα,
και ποιος να μπη και ποιος να βγη το δαχτυλίδι νά βρη;
-Μάστορα, μην πικραίνεσαι κ' εγώ να πα 'σ' το φέρω,
εγώ να μπω, κ' εγώ να βγω, το δαχτυλίδι νά βρω."

Μηδέ καλά κατέβηκε, μηδέ 'ς τη μέσ' επήγε,
"Τραύα, καλέ μ', τον άλυσο, τραύα την αλυσίδα,
τι όλον τον κόσμο ανάγειρα καί τίποτες δεν ηύρα."
Ένας πιχάει με το μυστρί, κι' άλλος με τον ασβέστη,
παίρνει κι' ο πρωτομάστορας και ρήχνει μέγα λίθο.

"Αλίμονο 'ς τη μοίρα μας, κρίμα 'ς το ριζικό μας!
Τρεις αδερφάδες ήμαστε, κ' οι τρεις κακογραμμέναις,
η μιά χτισε το Δούναβη, κ' η άλλη τον Αφράτη
κ' εγώ η πιλιό στερνότερη της Άρτας το γιοφύρι.
Ως τρέμει το καρυόφυλλο, να τρέμη το γιοφύρι,
κι' ως πέφτουν τα δεντρόφυλλα, να πέφτουν οι διαβάταις.

-Κόρη το λόγον άλλαξε, κι' άλλη κατάρα δώσε,
πόχεις μονάκριβο αδερφό, μη λάχη και περάση".
Κι' αυτή το λόγον άλλαξε, κι' άλλη κατάρα δίνει.
"Αν τρέμουν τ' άγρια βουνά, να τρέμει το γιοφύρι,
κι' αν πέφτουν τ' άγρια πουλιά, να πέφτουν οι διαβάταις,
τι έχω αδερφό 'ς την ξενιτειά, μη λάχη και περάση."

90

ΤΟΥ ΚΟΛΥΜΠΗΤΗ

[Εκ της συντόμου αφηγήσεως Ρωμαίου μυθογράφου και εκ της βραχυτάτης περιγραφής υπό του Παυσανίου ενός πίνακος του ζωγράφου Μίκωνος εν τη Θησείω των Αθηνών, προπάντων δ' εκ της λαμπράς αγγειογραφίας του Ευφρονίου και δύο η τριών άλλων αγγειογραφιών εγινώσκομεν την ύπαρξιν μύθου περί άθλου τινός του Θησέως εν Κρήτη, προ του φόνου του Μινώταυρου και της ελευθερώσεως των Αθηναίων παίδων εκ του Λαβυρίνθου. Του μύθου δε τούτου τας λεπτομερείας εδιδάχθημεν εκ της ποιητικής διασκευής αυτού εν διθυράμβω του Βακχυλίδου, του οποίου ποιήματα ανευρέθησαν εν παπύροις αιγυπτιακοίς προ εικοσαετίας περίπου. Ο βασιλεύς της Κρήτης Μίνως, οργισθείς δια την τόλμην μεθ' ης ο Θησεύς ήλεγξεν αυθαίρετον και άδικον βουλήν αυτού, εκφράσας πως και αμφιβολίαν διά την εκ του Διός γέννησίν του, όπως τον τιμωρήση εξωθών εις όλεθρον, ηυχήθη μεν εις τον Δία δια σημείου να δείξη, ότι είναι υιός αυτού γνήσιος, διέταξε δε τον Θησέα, πεσών εις την θάλασσαν, δια της βοηθείας του Ποσειδώνος, αν ήτο αληθώς πατήρ του, να ανεύρη και κομίση τον δακτύλιον, ον εξαγαγών της χειρός έρριψεν εις τα κύματα. Και ήστραψε μεν ο Ζευς, τιμών δια σημείου τον φίλον υιόν, ο δε Θησεύς δεν εδίστασε να πέση από του πλοίου εις την θάλασσαν. Δελφίνες τον έφερον εις το υποβρύχιον μέγαρον του Ποσειδώνος, όπου δεξιωθείσα αυτόν η Αμφιτρίτη τω έδωκε και στέφανον χρυσοϋν, και αβλαβή ανήγαγε πάλιν εις την επιφάνειαν. Τον δε στέφανον εδωκεν ο Θησεύς εις την θυγατέρα του Μίνωος Αριάδνην, την οποίαν κατ' άλλον μύθον απήγαγεν εκ Κρήτης. Παρόμοιος ελληνικός μύθος φαίνεται ότι εφέρετο και περί του Τάραντος, του επωνύμου ήρωος της ιταλικής πόλεως. Άλλοι τύποι του μύθου είναι ο μιλησιακός περί του Φοβίου, όστις κατελθών εις βαθύ φρέαρ όπως ανασύρη σκεύος χρυσοϋν της Κλεοβοίας εφονεύθη υπ' αυτής και ο περί
του όρμου (περιδεραίου) της Αρμονίας, ούτος ερρίφθη εις πηγήν, και αν τις επειράτο ν' ανελκύση αυτόν, ηγείρετο καταιγίς.
Το επεισόδιον της ανευρέσεως του επίτηδες εις την θάλασσαν ριφθέντος δακτυλίου υπό τολμηρού κολυμβητοϋ, λαμβάνοντος συνήθως ως γέρας την θυγατέρα του ρίψαντος ή αυτήν την ρίψασαν το δακτυλίδιον, είναι κοινότατον εις άσματα, παραδόσεις ή παραμύθια ευρωπαϊκών λαών, των οποίων πρώτη πηγή πρέπει να θεωρηθή ευλόγως ο ελληνικός μύθος. Των τοιούτων παραδόσεων ονομαστή είναι η σικελική περί του Ψαρονικόλα, δια την ποιητικήν διασκευήν αυτής. Εις το ποίημα "του Βουτηχτή", αάφού ο τολμηρός νεανίας κολυμβητής επανέφερεν εκ των βυθών της θαλάσσης το ριφθέν χρυσούν ποτήριον εις τον βασιλέα, ούτος το ρίπτει και πάλιν υποσχόμενος να δώση εις αυτόν γυναίκα την βασιλοπούλαν, αν επαναλάβη τον αθλον. Αλλά πεσών εις την θάλασσαν ο νεανίας δεν ηδυνήθη να επανέλθη. Εκ των δεκαοκτώ εν όλω γνωστών παραλλαγών, της σικελικής παραδόσεως μία μόνον αναφέρει ως έπαθλον τον γάμον μετά της θυγατρός του ρίψαντος το ποτήριον άδηλον δ' όμως αν παρέλαβεν ο ποιητής εκ της προφορικής παραδόσεως, ή αυτός έπλασε την δραματικωτάτην κατακλείδα του ποιήματος του, πιθανώτατον είναι το δεύτερον.
Την υπόθεσιν ταύτην έχει και το ελληνικόν άσμα (παράδοσις παραπλήσια καθ' όσον γινώσκομεν ουδεμία υπάρχει)· τούτου φέρονται δύο τύποι, διαφέροντες μεν αλλήλων κατά το φαινόμενον, αλλά τοσαύτας έχοντες ομοιότητας εις τας λεπτομέρειας των διαφόρων παραλλαγών, ώστε να μη μένη καμμία αμφιβολία, ότι πρόκειται περί του αυτού άσματος. Κατά τον πρώτον τύπον βασιλεύς επαγγέλλεται να δώση σύζυγον την θυγατέρα του εις δεινόν κολυμβητήν, κατά τον δεύτερον ωραία κόρη υπόσχεται να νυμφευθή εκείνον, όστις θα δυνηθή να της αποδώση το δακτυλίδιόν της, το οποίον έπεσεν εις λίμνην ή εις πηγάδι. Αλλ' η κόρη είναι ή Λάμια του γιαλού, που τρώει τα παλληκάρια ή στοιχειό ή θεριό εις γυναίκα μεταμορφωθέν, όπως στήση παγίδα εις ανύποπτον ήρωα. Συμφύρονται δ' αι παραλλαγαί των δύο τύπων πολλαχώς προς αλλήλας και προς άσματα ακριτικά. Συνήθως αποδίδεται εις το άσμα αλληγορική έννοια, ήτοι ο άωρος δια πνιγμού θάνατος ακμαίων νέων, δι' ο πολλών παραλλαγών γίνεται χρήσις εν μοιρολογίοις.]


Α'

Ο Κωσταντής, οι άρχοντες κι' ο βασιλιάς αντάμα,
κάθουνται τρων και πίνουνε και γλυκοχαιρετειοϋνται.
Κ' εκεί που τρώγαν κ' έπιναν και διπλοχαιρετειούνταν,
ο Κωσταντής καυχήστηκε μπροοτά 'ς τους αφεντάδες.
"Εσείς μικρόν με βλέπετε, μικρόν και με θαρρείτε,
κ' εγώ τη μαύρη θάλασσα να πλέξω, να περάσω."
Κι' ο βασιλιάς σαν τ' άκουσε 'ς τον Κωσταντίνο λέγει.
"Αν την περάσης, Κωσταντή, γαμπρό θενά σε κάμω,
θέλεις 'ς την πρώτη μ' αδερφή, θέλεις 'ς τη δεύτερή της,
θέλεις 'ς τη θυγατέρα μου, τη λαμπρογεννημένη,
οπού γεννήθη τη Λαμπρή κ' έλαμψ' ο κόσμος όλος."
Κι' ο Κωσταντής σαν τ' άκουσε πολύ καλό του φάνη,
ξεντύθη, ξαρματώθηκε, 'ς τη θάλασσα πηδάει.
Δώδεκα μίλλια πέρασε με γέλοια, με τραγούδια,
κι' άλλα δώδεκα πήγαινε με μαύρα μοιρολόγια.
"Θάλασσα πικροθάλασσα και πολυκυματούσα,
τόσαις φοραΐς σε πέρασα με γέλοια με τραγούδια,
και τώρα για το στοίχημα βουλήθης να με πνίξης."
Της θάλασσας τα κύματα αυτά μόν' τον ρωτούσαν.
"Βρε νέε μου, συ πλέχτηκες, βρε νέε μου, τρελλάθης.
-Για μια κόρη λιμπίστηκα, ταφέντη θυγατέρα."
Κ' εκεί που πνίγη ο Κωσταντής παλάτι εθεμελιώθη
με το γυαλί, με το ψηφί, με το μαργαριτάρι.
Και πάνου κόρη κάθονταν ξανθή και μαυρομάτα,
τη θάλασσα νεμάλωνε και την καταρούσε.


Β'

"Τι θέλεις, μαύρη, 'ς το χορό κι' άσκημη 'ς το τραγούδι;
-Μα εγώ η μαύρη κι' ή άσκημη πολλούς ανθούς μαραίνω, πολλούς ανθούς, πολλούς σγουρούς, πολλούς μαλαματένιους. Κι' αυτό της χήρας τον υγιό δεν μπορώ να μαράνω,
γιατί έχει βότανα πολλά και μάγια δεν τον πιάνου,
παρά της λίμνης το θεριό να τόνε καταλύση!"

Εβρόντηξεν ο ουρανός κι' ανοίξαν τα επουράνια,
και το θεριό τ' αγροίκησε που ήτανε μέσ' 'ς τη λίμνη. Γυναίκεια φόρεια φόρεσε, γυναίκεια πασουμάκια,
γυναίκεια εβγήκε κ' έκατσε νόξω 'ς το πεζοδρόμι.
Διαβαίνου οι νιαίς το χαιρετάν, διαβαίνου οι νιοι του λένε,
μα διάβηκε κι' ο νιούτσικος που ήτανε μαγεμένος.
"Γεια και χαρά σου, λυγερή, γεια και χαρά σου, κόρη.
-Καλό 'ς τον τον πραματευτή, καλό 'ς τον το λεβέντη.
-Πες μου να ζήσης, λυγερή, ποϋθε γονοκρατειέσαι;"
Από το χέρι τον κρατεί και το βουνό του δείχνει.
"Θωρείς εκείνο το βουνό κ' εκείνον το λιμνιώνα;
το δαχτυλίδι μόπεσε 'ς τα βάθη του λιμνιώνα,
και ποιος να μπη, και ποιος να βγη, και ποιος να μου το βγάλει;
-Εγώ να μπω, κ' εγώ να βγω κ' εγώ να σου το βγάλω."

Επιάσαν το στρατί στρατί, τ' ωριό το μονοπάτι,
και το στρατί τους έβγαλε 'ς εκείνον το λιμνιώνα.
Πρώτη βουτιά νόπ' έδωσε έβγαλε αντρός κεφάλι,
δεύτερη που εδευτέρωσε τότες ο νιος εχάθη.

Γ'

Εκεί πέρα κι' αντίπερα, 'ς τα γυάλινα πηγάδια,
στοιχειό ξεφανερώθηκε, που τρώει τους αντρειωμένους. Τους έφαγε, τους έσωσε, κανείς δεν είχε μείνη,
ο γιος της χήρας έμεινε ο μόνος αντρειωμένος.

Παίρνει κοντάρι και σπαθί και πάει να κυνηγήση.
Πέρασε ράχαις και βουνά, ράχαις και κορφοβούνια,
κυνήγι δε επέτυχε, κυνήγι δεν ευρήκε,
κι' αυτού 'ς το γέρμα του γήλιου κοντά να βασιλέψη,
βρίσκει μια κόρη ροϊδινή, ξανθή και μαυρομάτα,
με τα μαλλιά της ξέπλεγα, 'ς το δάκρυ φορτωμένη.
Στέκει και τη θιαμαίνεται, στέκει και τη ρωτάει.
"Κόρη μου, ποιος σ' έγέννησε, τι μάννα σ' έχει κάμη;
-Κ' εμένα μάννα μ' έκαμε, μάννα σαν τη δική σου.
-Τι έχεις, κόρη, και θλίβεσαι, τι έχεις κι' αναστενάζεις;
-Βλέπεις εκείνη την ιτιά, την αστραποκαμένη,
οπόχει αντάρα 'ς την κορφή και καταχνιά 'ς τη μέση;
Εκεί πήγα να πιω νερό, να πιω και να γιομώσω.
Το βουλλωτήρι μόπεσε, τ' ώριο μου δαχτυλίδι,
κι' όποιος βρεθή και κατεβή, να τό βρη, να το βγάλη,
αυτόν θα τον στεφανωθώ, άντρα θενά τον πάρω.
-Εγώ να μπω, κ' εγώ να βγω, κόρη μ', να σου το βγάλω.

Ξεντύθη ο νιος, ξεζώθηκε και 'ς το πηγάδι εμπήκε.
Χαλεύει εδώ, χαλεύει εκεϊ και τίποτες δεν βρίσκει.
Βλέπει τα φίδια σταυρωτά με τοις οχιαίς πλεγμένα.
"Ρήξε μου, κόρη, τα μαλλιά, να πιάσω νά ρτω απάνω.
Εδώ είν' τα φίδια σταυρωτά με τοις οχιαίς πλεγμενα.
-Αυτού που μπήκες, νιούτσικε, πίσω δε μεταβγαίνεις".

91

Η ΜΑΝΝΑ Η ΦΟΝΙΣΣΑ

[Το άγριον άσμα περί του μυσαροϋ εγκλήματος της παιδοκτόνου μητρός απηρτίσθη εκ μυθολογικών στοιχείων, τα οποία ανευρίσκονται και εις αρχαίους ελληνικούς μύθους και εις άσματα και παραμύθια διαφόρων λαών ευρωπαϊκών και ασιατικών. Γυναίκες, κατά τους ελληνικούς μύθους, παραθέτουν προς βρώσιν εψημένα τα κρέατα των ιδίων των τέκνων εις τους συζύγους (Πρόκνη-Τηρεύς, Αηδών- Πολύτεχνος) η αδελφή εις τον πατέρα τα του αδελφού της (Αρπαλύκη-Κλύμενος) ή αδελφός εις αδελφόν τα των τέκνων τούτου (Ατρεύς-Θυέστης) ή πάππος εις τον πατέρα τα του εγγονού (Λυκάων-Ζεύς). Λόγος δε του ανοσίου κακουργήματος φέρεται η εκδίκησις. Αλλ' εις το έλληνικόν άσμα, ενώ ο φόνος του παιδός αιτιολογείται εκ του φόβου της μητρός μήπως καταγγείλη τας ενόχους σχέσεις αυτής, ουδόλως υπεμφαίνεται ο λόγος ο εξωθήσας αυτήν να παραθέση προς βρώσιν εις τον σύζυγον το ήπαρ του τέκνου των. Τον λόγον τούτον ίσως δυνάμεθα να συναγάγωμεν εκ του συνδυασμού προς την διατύπωσιν του επεισοδίου εν πολλοίς παραμυθίοις. Η μήτηρ ετοίμασε το ήπαρ όπως χρησιμεύση ως μαγικόν φάρμακον, ως τοιούτο δε παρέθεσε προς βρώσιν εις τον σύζυγον. Είναι δε το ήπαρ κατά τας δοξασίας πολλών λαών έδρα των σωματικών και των ψυχικών δυνάμεων του ανθρώπου.
Παραλλαγαί τινες του άσματος αναφέρουσι και ονόματα των προσώπων, τα δ' ονόματα ταύτα είναι τα συχνάκις απαντώντα εις τακριτικά άσματα. Του πατρός το όνομα είς τινας τούτων είναι Ανδρόνικος (ή Ανδρόνιχος και κατά παραφθοράν Ανδρουλής), του παιδιού Κωσταντής (Ανδρόνικος ο πατήρ, Κωνσταντίνος ο ονομαστότερος υιός και εις το έπος του Διγενή).]

Ο Ανδρόνικος εκίνησε να πάη λαφοκυνήγι,
εκίνησε κι' ο Κωσταντής 'ς το δάσκαλο να πάη,
το καλαμάρι αστόχησε, γυρίζει να το πάρη.
Βρίσκει την πόρτα νανοιχτή, την πόρτα νανοιγμένη,
βρίσκει τη μάννα του αγκαλιά με ξένο παλληκάρι.
"Ας είναι ας είναι, μάννα μου, κι' α δε σ' ομολογήσω,
κι' α δεν το πω τ'αφέντη μου, ν' αδικοθανατίσω.
-Τι είδες, μωρέ, και τι θα πης, και τι θα μολογήσης;
-Καλό είδα γω, καλό θα ειπώ, καλό θα μολογήσω,
κακό είδα γω, κακό θα ειπώ, κακό θα μολογήσω."
Και με το μόσκο το πλανά και με το λεφτοκάρυα,
και 'ς το κελλάρι τό μπασε και σαν τ' αρνί το σφάζει,
σα μακελλάρης φυσικός του βγάζει το συκώτι.
'Σ εννιά νερά το ξέπλυνε και ξεπλυμούς δεν είχε,
και πάλε το ξανάπλυνε και πάλι ναίμα στάζει,
και 'ς το τηγάνι τό βαλε για να το τηγανίση.

Και να σου κι' ο Ανδρόνικος 'ς τους κάμπους καβαλλάρης,
βροντομαχούν τα ρούχα του και λάμπουν τάρματά του,
φέρνει ταλάφια ζωντανά, ταγρίμια μερωμένα,
φέρνει κ' ένα αλαφόπουλο, του Κωσταντη παιχνίδι.
Κοντοκρατεϊ το μαύρο του και τήνε χαιρετάει.
"Γεια σου, χαρά σου, ποθητή, και που ναι ο Κωσταντής μας;
-Τον έλουσα, τον άλλαξα, και 'ς το σκολειό τον πήγα."
Φτερνιά δίνει ταλόγου του και 'ς το σκολειό πηγαίνει.
"Δάσκαλε, πού ναι ο Κωσταντής και πού είναι το παιδί μου;
-Δυο μέραις έχω να το ιδώ και τρεις να το διαβάσω."
Φτερνιά δίνει ταλόγου του, 'ς το σπίτι του πηγαίνει.
"Γυναίκα, που είναι ο Κωσταντής και που είναι το παιδί μας;
- 'Σ της πεθεράς μου το στειλα, κι' όπου κι' αν είναι θά ρθη."
- Φτερνιά δίνει ταλόγου του, 'ς της μάννας του πηγαίνει.
- "Μάννα μου, που είναι ό Κωσταντης και που είναι το παιδί μου;
-Έχω δυο μέραις να το ιδώ και τρεις να το φιλήσω,
κι' α δεν το ιδώ ως το βραδύ θενά παραλοήσω."
Φτερνιά δίνει ταλόγου του 'ς το σπίτι του πηγαίνει.
"Σκύλα, και πού είν' ο Κωσταντης, ο μικροκωσταντϊνος;
-Κάπου παγνίδι νεύρηκε και θελά παιγνιδίζη.
-Γυναίκα, βάλε μου να φάω, να φάω να γεματίσω,
να πάρω δίπλα τα βουνά, δίπλα τα καταράχια,
να πάω να βρω τον Κωσταντή, το φύρτο της καρδιάς μου."

Το συκωτάκι τού βαλε 'ς ένα ασημένιο πιάτο.
Πρώτη μπουκιά νοπού βαλε το συκωτάκι πήρε,
το συκωτάκι μίλησε, το συκωτάκι λέει.
"Αν είσαι σκύλος, φάε με, κι' Οβριός άπέταξέ με,
κι' αν είσαι κι' ο πατέρας μου, σκύψε και φίλησε με."
Και τη μπουκιά του απέλυσε, τριγύρω του κυττάει,
εβούρκωσε η καρδούλα του, εμαύρισε το φως του,
τα δάκρυα τρέξαν ποταμός, κ' έκόντεψε να πέση.
Μα ναντρεϊώθη κ' έσυρε το δαμασκί σπαθί του,
και 'ς το λαιμό της το βαλε, της κόβει το κεφάλι,
λιανά λιανά την έκοψε, 'ς τον ήλιο την απλώνει,
κι' από τον ήλιο 'ς το σακκί, κι' απ'το σακκί 'ς το μύλο.
Κι' ο μύλος εξεράλεθε κ' η φτερωτή ετραγούδα.
"Άλεθε, μύλο μου, άλεθε κακής κούρβας κεφάλι,
κάνε ταλεύρια κόκκινα και την πασπάλη μαύρη,
για νά ρχουνται οι γραμματικοί να παίρνουν για μελάνι,
για νά ρχουνται κ' οι όμορφαις να παίρνουν κοκκινάδι."

92

ΤΟΥ ΝΕΚΡΟΥ ΑΔΕΛΦΟΥ

[Το άσμα περί του αδελφού, όστις αποθανών εγείρεται του τάφου προς εκτέλεσιν ιεράς υποσχέσεως και φέρει εις την απορφανισθείσαν μητέρα το μόνον επιζήσαν τέκνον της, την εις τα ξένα υπανδρευμένην αδελφήν του, κοινότατον εις τας ελληνικάς χώρας, είναι επίσης διαδεδομένον εις πάντας τους λαούς της χερσονήσου του Αίμου. Εκ της ταυτότητος όχι μόνον της υποθέσεως, αλλά και των διαφόρων επεισοδίων και λεπτομερειών των ασμάτων τούτων γίνεται κατάδηλον ότι εν ήτο το πρότυπον πάντων και εξ ενός λαού μετεδόθη το άσμα εις τους λοιπούς. Και υποστήριξαν μέν τινες ότι ο λαός ούτος είναι ο σερβικός η ο βουλγαρικός, αλλ' ότι το πρότυπον ήτο έλληνικόν και εκ του ελληνικού λαού παρέλαθον οι άλλοι λαοί του Αίμου προσεπάθησα ν' αποδείξω εν πραγματεία εκδοθείση κατά το 1885. Την δε γνώμην ταύτην παρεδέχθησαν πολλοί, εν οις και ό βούλγαρος καθηγητής Ιβάν Σισμάνοβ, δημοσιεύσας εκτενή μονογραφίαν περί του θέματος τούτου.]

Μάννα με τους εννιά σου γιους και με τη μια σου κόρη,
την κόρη τη μονάκριβη την πολυαγαπημένη,
την είχες δώδεκα χρονώ κ' ήλιος δε σου την είδε!
'Σ τα σκοτεινά την έλουζε, 'ς τάφεγγα τη χτενίζει,
'ς τάστρι και τον αυγερινό έπλεκε τα μαλλιά της.
Προξενητάδες ήρθανε από τη Βαβυλώνα,
να πάρουνε την Αρετή πολύ μακριά 'ς τα ξένα.
Οι οχτώ αδερφοί δε θέλουνε κι' ο Κωσταντίνος θέλει.
"Μάννα μου, κι' ας τη δώσωμε την Αρετή 'ς τα ξένα,
'ς τα ξένα κει που περπατώ, 'ς τα ξένα που πηγαίνω,
αν πάμ' εμείς 'ς την ξενιτειά, ξένοι να μην περνούμε.
-Φρόνιμος είσαι, Κοισταντή, μ' άσκημα απιλογήθης.
Κι' α μόρτη, γιε μου, θάνατος, κι' α μόρτη, γιε μου, αρρώστια,
κι' αν τύχη πίκρα γη χαρά ποιος πάει να μου τη φέρη;
-Βάλλω τον ουρανό κριτή και τους αγιούς μαρτύρους,
αν τύχη κ' έρτη θάνατος, αν τύχη κ' έρτη αρρώστια,
αν τύχη πίκρα γη χαρά, εγώ να σου τη φέρω."
Και σαν την επαντρέψανε την Αρετή 'ς τα ξένα
κ' εμπήκε χρόνος δίσεχτος και μήνες ωργισμένοι
κ' έπεσε το θανατικό, κ' οι εννιά αδερφοί πεθάναν,
βρέθηκε η μάννα μοναχή σαν καλαμιά 'ς τον κάμπο.
'Σ όλα τα μνήματα έκλαιγε, 'ς όλα μοιρολογειώταν,
'ς του Κωσταντίνου το μνημειό ανέσπα τα μαλλιά της.
"Ανάθεμα σε, Κωσταντή, και μυριανάθεμά σε,
οπού μου την εξώριζες την Αρετή 'ς τα ξένα!
το τάξιμο που μού ταξες, πότε θα μου το κάμης;
Τον ουρανό βαλες κριτή και τους αγιούς μαρτύρους,
αν τύχη πίκρα γη χαρά να πας να μου τη φέρης."
Από το μυριανάθεμα και τη βαρειά κατάρα,
η γης αναταράχτηκε κι' ο Κωσταντής εβγήκε.
Κάνει το σύγνεφο άλογο και τάστρο χαλινάρι,
και το φεγγάρι συντροφιά και πάει να της τη φέρει.

Παίρνει τα όρη πίσω του και τα βουνά μπροστά του.
Βρίσκει την κ' εχτενίζουνταν όξου 'ς το φεγγαράκι.
Από μακριά τη χαιρετά κι' από κοντά της λέγει.
"Άϊντε αδερφή, να φύγωμε, 'ς τη μάννα μας να πάμε.
Αλίμονο, αδερφάκι μου, και τι είναι τούτη η ώρα;
"Αν ίσως κ' είναι για χαρά, να στολιστώ και νά ρθω,
κι' αν είναι πίκρα, πες μου το, να βάλω μαύρα νά ρθω.
-Έλα, Αρετή, 'ς το σπίτι μας, κι' ας είσαι όπως και αν είσαι."
Κοντολυγίζει τάλογο και πίσω την καθίζει.

'Σ τη στράτα που διαβαίνανε πουλάκια κιλαϊδούυσαν,
δεν κιλαϊδουσαν σαν πουλιά, μήτε σα χελιδόνια,
μόν' κιλαϊδουσαν κ' έλεγαν ανθρωπινή ομιλία.
"Ποιός είδε κόρη νόμορφη να σέρνη ο πεθαμένος!
-Άκουσες, Κωσταντίνε μου, τι λένε τα πουλάκια;
-Πουλάκια είναι κι' ας κιλαϊδούν, πουλάκια είναι κι' ας λένε."
Και παρεκεί που πάγαιναν κι' άλλα πουλιά τους λένε.
"Δεν είναι κρίμα κι' άδικο, παράξενο, μεγάλο,
να περπατούν οι ζωντανοί με τους απεθαμένους!
-Άκουσες, Κωσταντϊνε μου, τί λένε τα πουλάκια;
πως περπατούν οι ζωντανοί με τους απεθαμένους.
-Απρίλης είναι και λαλούν και Μάης και φωλευουν.
-Φοβούμαι σ', αδερφάκι μου, και λιβανιαΐς μυρίζεις.
-Εχτές βραδύς επήγαμε πέρα 'ς τον άη Γιάννη,
κ' εθυμιασέ μας ο παπάς με περισσό λιβάνι."
Και παρεμπρός που πήγανε, κι' άλλα πουλιά τους λένε.
"Για ίδες θάμα κι' αντίθαμα που γίνεται 'ς τον κόσμο,
τέτοια πανώρια λυγερή να σέρνη ο πεθαμένος!"
Τάκουσε πάλι ή Αρετή κ' ερράγισε ή καρδιά της.
"Άκουσες, Κωσταντάκη μου, τι λένε τα πουλάκια;
-Άφησ', Αρέτω, τα πουλιά κι' ό,τι κι' α θέλ' ας λέγουν.
-Πες μου, που είναι τα κάλλη σου, και πού είν' η λεβεντιά σου,
και τα ξανθά σου τα μαλλιά και τόμορφο μουστάκι;
-Έχω καιρό π' αρρώστησα και πέσαν τα μαλλιά μου."

Αυτού σιμά, αυτού κοντά 'ς την εκκλησιά προφτάνουν.
Βαριά χτυπά ταλόγου του κι' απ' εμπροστά της χάθη.
Κι' ακούει την πλάκα και βροντά, το χώμα και βοΐζει.
Κινάει και πάει η Αρετή 'ς το σπίτι μοναχή της.
Βλέπει τους κήπους της γυμνούς, τα δέντρα μαραμμένα
βλέπει τον μπάλσαμο ξερό, το καρυοφύλλι μαϋρο,
βλέπει μπροστά 'ς την πόρτα της χορτάρια φυτρωμένα.
Βρίσκει την πόρτα σφαλιστή και τα κλειδιά παρμένα,
και τα σπιτοπαράθυρα σφιχτά μανταλωμένα.
Κτυπά την πόρτα δυνατά, τα παραθύρια τρίζουν.
"Αν είσαι φίλος διάβαινε, κι' αν είσαι εχτρός μου φύγε,
κι' αν είσαι ο Πικροχάροντας, άλλα παιδιά δεν έχω,
κ' η δόλια η Αρετούλα μου λείπει μακριά 'ς τα ξένα.
-Σήκω, μαννούλα μου, άνοιξε, σήκω, γλυκεία μου μάννα.
-Ποιος εϊν' αυτός που μου χτυπάει και με φωνάζει μάννα;
-Άνοιξε, μάννα μου, άνοιξε κ' εγώ είμαι η Αρετή σου."

Κατέβηκε, αγκαλιάστησαν κι' απέθαναν κ' οι δύο.