Κριτικὲς στὸ ἔργο τοῦ Ἐμμανουὴλ Ροΐδη

Παρουσίαση - Ἀνθολόγηση: Δονάτος Μπεζᾶς


Ὁ Ἐμμανουὴλ Ροΐδης γεννήθηκε στὴν Ἑρμούπολη τῆς Σύρου τὸ 1836 καὶ πέθανε στὴν Ἀθήνα τὸ 1904. Οἱ γονεῖς του ἀνῆκαν σὲ πλούσιες καὶ ἀριστοκρατικὲς οἰκογένειες Χίων ἐμπόρων, οἱ ὁποῖες ἐγκατέλειψαν τὸ νησὶ μετὰ τὴν καταστροφὴ τοῦ 1822. Τὸ 1841 ἡ οἰκογένεια τοῦ Ροΐδη ἐγκαταστάθηκε στὴ Γένοβα, ὅπου ὁ πατέρας τοῦ συγγραφέα Δημήτριος διορίστηκε διευθυντὴς μεγάλου ἐμπορικοῦ οἴκου καὶ στὴ συνέχεια ἐπίτιμος πρόξενος τῆς Ἑλλάδας. Τὸ 1849 ἐπέστρεψε στὴν Ἑρμούπολη γιὰ σπουδὲς στὸ ἑλληνοαμερικανικὸ λύκειο Χ. Εὐαγγελίδη. Μαθητὴς ἀκόμη ἐξέφρασε τὴν ἀγάπη του γιὰ τὴ συγγραφή, ἐκδίδοντας μὲ τὸν συμμαθητή του Δημήτριο Βικέλα ἑβδομαδιαία χειρόγραφη ἐφημερίδα. [...]

Τὸ 1862 ἐγκαθίσταται ὁριστικὰ στὴν Ἀθήνα, ἔχοντας ἀποφασίσει νὰ ἐγκαταλείψει τὸ ἐμπόριο καὶ νὰ ἀσχοληθεῖ ἀποκλειστικὰ μὲ τὰ γράμματα. [...] Οἱ κοινωνικοπολιτικὲς ἀλλαγὲς στὸν ἑλληνικὸ χῶρο στὸ διάστημα 1859-1865 καὶ ἡ ἐπαφή του μὲ τὴν ἑλληνικὴ πραγματικότητα στάθηκαν καθοριστικὴ ἐμπειρία γιὰ τὴ συγγραφὴ τῆς προκλητικῆς καὶ σατιρικῆς Πάπισσας Ἰωάννας (1866).

Στὰ ἑπόμενα χρόνια δημοσιεύει πολιτικὰ καὶ φιλολογικὰ κείμενα, συνεργάζεται μὲ τὶς γαλλόφωνες ἐφημερίδες «La Grece» καὶ «Independance Hellenique» καὶ τὸ 1870 γίνεται διευθυντὴς τῆς «Grece». Τὸ 1873, στὴν κρίση τῶν «Λαυρεωτικῶν», χάνει σχεδὸν ὅλη τὴν περιουσία του καὶ ζεῖ πιὰ κατὰ κύριο λόγο ἀπὸ τὴ συγγραφική του ἐργασία.

Τὸ 1875 παρεμβαίνει δυναμικὰ στὴν πολιτικὴ ζωὴ τῆς χώρας μὲ τὴν ἔκδοση τῆς πολιτικῆς καὶ σατιρικῆς ἐφημερίδας «Ἀσμοδαῖος», μὲ τὴν ὁποία καταγγέλλει μεταξὺ ἄλλων τοὺς πολιτικούς, τὰ κόμματα καὶ τοὺς ὁμογενεῖς τραπεζίτες καὶ ἐμπόρους. Τὸ 1878 μὲ τὸ κείμενό του «Γενηθήτω φῶς» ἐκφράζει ἀνοιχτὰ τὴν ὑποστήριξή του στὸν Χαρίλαο Τρικούπη καὶ ἐπιτίθεται στὸν Θεόδωρο Δηλιγιάννη, ἐνῶ στὰ χρόνια 1880-90 συντάσσει τὶς ἐτήσιες διπλωματικὲς ἐπιθεωρήσεις τῆς ἐφημερίδας «Ὥρα» τοῦ Τρικούπη ὅπου δημοσιεύει καὶ πολλὰ ἄρθρα. Τὸ 1877 ἐμπλέκεται στὴν περίφημη ποιητικὴ διαμάχη του μὲ τὸν Ἄγγελο Βλάχο, καταδικάζει τὴν κριτικὴ τῶν πανεπιστημιακῶν διαγωνισμῶν καὶ τὸν ἐξαντλημένο πιὰ ἀθηναϊκὸ ρομαντισμό, προωθώντας ἔτσι τὸ γενικὸ αἴτημα γιὰ ἀλλαγὴ προσανατολισμοῦ τῆς νεοελληνικῆς λογοτεχνίας. [...] Ἀπὸ τὸ 1885 ἀρχίζει νὰ ἀσχολεῖται συστηματικὰ μὲ τὸ ζήτημα τῆς γλώσσας καὶ τὸ 1893 ἐκδίδει τὰ Εἴδωλα, τὴ σημαντικότερη μελέτη του γύρω ἀπὸ τὸ θέμα. Ὑπέρμαχος τῆς δημοτικῆς σε ὅλες τὶς γλωσσικές του μελέτες, ὁ ἴδιος γράφει τὰ κείμενά του στὴν καθαρεύουσα (μὲ ἐξαίρεση τὸ παραμύθι «Ἡ μηλιά»). Ὁ γραπτός του λόγος, ὅμως, ἀποδεικνύει ὅτι ἦταν ἔξοχος στυλίστας τῆς καθαρεύουσας καὶ ὅτι εἰσηγήθηκε ἕνα ξεχωριστὸ λογοτεχνικὸ ὕφος στὴ νεοελληνικὴ λογοτεχνία. Ἀπὸ τὸ 1876 γράφει καὶ μεταφράζει διηγήματα, ἐνῶ στὴ δεκαετία 1891-1901 δημοσιεύει τὸ πλουσιότερο διηγηματογραφικό του ἔργο. Ὅταν τὸ 1876 ἱδρύεται τὸ περιοδικὸ Ἑστία καὶ τὸ 1877 ὁ Παρνασσός, εἶναι μέλος τῆς συντακτικῆς τους ἐπιτροπῆς, ἐνῶ ὡς τὸ τέλος τῆς ζωῆς του συνεργάζεται μὲ πολλὰ ἀκόμη φιλολογικὰ περιοδικὰ καὶ ἐφημερίδες τῆς ἐποχῆς.

Τὸ ἔργο τοῦ Ροΐδη ἀποκαλύπτει ἕνα εὐρὺ φάσμα ἀναζητήσεων καὶ δημιουργίας καθὼς τὸ συγκροτοῦν τὸ μυθιστόρημα, τὰ διηγήματα, κριτικὲς μελέτες, πολιτικὰ κείμενα, πολλὲς καὶ σημαντικὲς μεταφραάσεις, δοκίμια καὶ χρονογραφήματα. Ὅλα του τὰ κείμενα στοχεύουν στὴν αἰσθητικὴ ἀπόλαυση καὶ στὴν πνευματικὴ καλλιέργεια τοῦ ἕλληνα ἀναγνώστη, πιστοποιοῦν δὲ βαθιὰ γνώση τῆς εὐρωπαϊκῆς παιδείας καὶ τῆς ἑλληνικῆς γραμματείας. Μὲ τὴν πολύπλευρη συγγραφική του δημιουργία πολιτογραφεῖται στὴν ἱστορία τῆς νεοελληνικῆς λογοτεχνίας ὡς μία ἀπὸ τὶς σημαντικότερες πνευματικὲς μορφὲς τοῦ περασμένου αἰώνα.


Η Πάπισσα Ἰωάννα (1866) καὶ μία σειρὰ διηγημάτων, δημοσιευμένα τὰ περισσότερα μέσα στὴ δεκαετία 1891-1901, συγκροτοῦν τὸ ἀφηγηματικὸ ἔργο τοῦ Ροΐδη. Τὸ μυθιστόρημα εἶναι πολὺ γνωστὸ στὴν ἱστορία τῆς λογοτεχνίας μας. Γνώρισε πολυάριθμες ἐκδόσεις καὶ μεταφράσεις σὲ ξένες γλῶσσες, ἔχει δὲ ἀπασχολήσει σὲ μεγάλο βαθμὸ τὴ βιβλιογραφία Ροΐδη. Ἀντίθετα πρὸς τὴν Πάπισσα, τὰ διηγήματα τοῦ συγγραφέα δὲν ἔχουν ἀποτελέσει ἰδιαίτερο ἀντικείμενο μελέτης. Ἄλλωστε, στὴ νεοελληνικὴ γραμματολογία ὁ Ροΐδης ἐγγράφεται κατὰ κύριο λόγο ὡς ὁ δημιουργὸς τῆς Πάπισσας Ἰωάννας καὶ ὁ σημαντικότερος κριτικὸς τοῦ περασμένου αἰώνα. Παραμένει δηλαδὴ ἀδιευρεύνητη μία σημαντικὴ πτυχὴ τῆς συγγραφικῆς προσωπικότητας τοῦ Ροΐδη, ἡ διηγηματογραφική. Ἡ ἔρευνα καὶ ἡ μελέτη αὐτῆς τῆς διηγηματογραφικῆς παραγωγῆς μπορεῖ νὰ ὁδηγήσει σὲ ἐνδιαφέροντα συμπεράσματα σχετικὰ μὲ τὴν ποιότητα ἀλλὰ καὶ τὸν ὄγκο της. Ἑπομένως, μὲ τὰ ὑπάρχοντα βιβλιόγραφικα δεδομένα, χρειάστηκε νὰ ἐπιχειρηθεῖ ἐδῶ καὶ μία πρώτη ἐρευνητικὴ προσέγγιση τῶν ζητημάτων ποὺ θέτει τὸ διηγηματογραφικὸ ἔργο τοῦ Ροΐδη.

Γιὰ τὴν ἀνάγνωση καὶ μελέτη τῆς ἀφηγηματικῆς πεζογραφίας τοῦ Ροΐδη πρέπει νὰ λαμβάνονται πάντοτε ὑπόψη οἱ πολύπλευρες διαστάσεις τῆς σύνθετης προσωπικότητας τοῦ συγγραφέα: ὁ κριτικὸς καὶ ὁ σατιρικὸς λόγος, τὸ ἐνδιαφέρον γιὰ τὸν δημόσιο βίο καὶ τὴν πολιτική, καὶ τὰ ποικίλα μεταφραστικὰ ἐνδιαφέροντα συνθέτουν, μαζὶ μὲ τὴν πρωτότυπη λογοτεχνικὴ δημιουργία, τὴν ἑνιαία ταυτότητα αὐτοῦ τοῦ κορυφαίου πεζογράφου μας. Στὴν περίπτωση δηλαδὴ τοῦ Ροΐδη εἶναι δύσκολο -καὶ προφανῶς ἄστοχο- νὰ ἀπομονώσει κανεὶς τὸ πεζογραφικό του ἔργο, καὶ νὰ τὸ διαβάσει αὐτόνομα, χωρὶς νὰ δώσει τὴν ἀνάλογη σημασία σὲ ὅλες αὐτὲς τὶς διαστάσεις, ποὺ ἐκδηλώνονται, ἄμεσα ἢ ἔμμεσα, στὸ μυθιστόρημα καὶ στὰ διηγήματα. Στὸ περιεχόμενο τῆς Πάπισσας Ἰωάννας, γιὰ παράδειγαμα, ὁ Ροΐδης διοχετεύει ἀντιλήψεις ποὺ συνιστοῦν σχολιασμὸ καὶ κριτική της σύχρονής του ἑλληνικῆς πραγματικότητας σὲ κάθε τῆς μορφή: πολιτική, κοινωνικὴ καὶ πνευματική. Ταυτόχρονα, γιὰ νὰ ἀντιληφθοῦμε τὶς προθέσεις τοῦ συγγραφέα καὶ τὴ λειτουργία τοῦ ἔργου του στὸν συγκεκριμένο χωροχρόνο, πρέπει νὰ γνωρίζουμε τὰ συμφραζόμενα τοῦ βιβλίου καὶ τὶς κυρίαρχες ἰδεολογικὲς καὶ πνευματικὲς κατευθύνσεις τῆς ἐποχῆς.

[...] Σε ὅλες τὶς μορφὲς ποὺ παίρνει ὁ γραπτὸς λόγος τοῦ Ροΐδη, στὴν οὐσία του δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο ἀπὸ ἕνα σταθερὸ σχόλιο τῆς νεοελληνικῆς πραγματικότητας στὴν πολυμορφία τῶν ἐκδηλώσεών της. Ἔτσι, λ.χ., σχολιάζει παρενθετικὰ καὶ ἔμμεσα τὴν κατάσταση τῆς μετεπαναστατικῆς Ἑλλάδας στὸν «Ἅγιο Σώστη» (Δ´ 23), εἰρωνεύεται τοὺς πολιτικοὺς καὶ τὸν Παν. Σοῦτσο στὸ «Ἡμερολόγιο ὁμογενοῦς» (Β´ 405), ἐπισημαίνει στὴν «Ἱστορία τοῦ τουφεκισμοῦ» (Γ´ 161) τὴν ἀδιαφορία τῶν πολιτικῶν γιὰ κοινωνικὰ θέματα καὶ περιγράφει στὴν «Κυνομυομαχία» (Γ´ 326) τὴν ἄθλια κατάσταση στοὺς δρόμους τῆς πρωτεύουσας. [...]

Ένας ἀκόμη σταθερὸς ἄξονας ἀναφορᾶς στὸ ἔργο τοῦ Ροΐδη εἶναι τὸ θέμα καὶ ἡ σχέση «ἄνθρωπος καὶ ζῶα». Μέσα ἀπὸ τὴ σύγκριση τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὰ ζῶα ὁ Ροΐδης ἐπιδιώκει νὰ ἀποκαλύψει τὸν παραολογισμὸ καὶ τὴν κτηνωδία τῆς ἀνθρώπινης κοινωνίας. Τὸ θέμα, ποὺ ἐπανέρχεται συχνὰ στὰ κείμενά του, ἐγκανιάζεται τὸ 1866 στὴν Πάπισσα Ἰωάννα (Α´ 238). Δυὸ χρόνια ἀργότερα ὁ συγγραφέας ἀναζητᾶ τὸν ὁρισμὸ τοῦ ἀνθρώπου μὲ ἀναφορὰ στὸ ζωικὸ βασίλειο (Β´ 9-10), καὶ τὸ 1871, στὴν κριτική του γιὰ τὶς Κωμωδίες τοῦ Ἀγγ. Βλάχου, παρουσιάζει τὶς ἰδιότητες ποὺ διαφοροποιοῦν τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὰ ὄντα τοῦ ζωικοῦ βασιλείου. Ἂς σημειωθεῖ ὅτι τὸ 1871 εἶναι ἡ χρονιὰ ποὺ ὁ Δαρβίνος ἐκδίδει τὴ μελέτη του Ἡ καταγωγὴ τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ σύγκριση ἀνθρώπου καὶ ζώων, ποὺ συνήθως ἀποβαίνει μοιραία γιὰ τὸν ἄνθρωπο, καθὼς ἀποδεικνύει τὴν ἀνωτερότητα τῶν ζώων ἀπένταντι στὰ ἀνθρώπινα δίποδα, χρησιμοποιεῖται ἀλλεπάλληλα ἀπὸ τὸν Ροΐδη καὶ ὡς συστατικὸ στοιχεῖο τῆς σάτιράς του. Μὲ τὴν ἀντιπαράθεση τῶν δυὸ κόσμων ἀναδεικνύεται ἡ μικροπρέπεια τῆς ἀνθρώπινης κοινωνίας. Ἔτσι ὁ Ροΐδης φθάνει στὸ σημεῖο νὰ δηλώσει πῶς «εἶμαι, πιστεύω, ὁ μόνος ἄνθρωπος ὅστις, ἂν τὸν ὠνόμαζον ζῶον δὲν θὰ ἐθεώρει τοῦτο ὡς προσβολήν» (Ε´ 218) [...]

Ο Ροΐδης παρακολουθεῖ τὶς ἐξελίξεις στὸν ἑλληνικὸ πνευματικὸ χῶρο, καὶ ἐπίσης συμμετέχει σὲ αὐτές, δεδομένου ὅτι στὸν διαγωνισμὸ τῆς Ἑστίας εἶναι μέλος τῆς κριτικῆς ἐπιτροπῆς. Ἄλλωστε, στὴ διαμάχη του μὲ τὸν Ἄγγελο Βλάχο τὸ 1877, εἶχε προωθήσει τὸ αἴτημα τῆς ἐποχῆς γιὰ νέους προσανατολισμοὺς τῆς λογοτεχνίας, διεκπεραιώνοντας τὸ ἰσχυρότερο χτύπημα στὸν ἀθηναϊκὸ ρομαντισμὸ καὶ καταδικάζοντας τὴν κριτικὴ τῶν πανεπιστημιακῶν διαγωνισμῶν. Τὸ 1890, ὅμως, θὰ ἐκδήλωσει τὴν πρώτη του διάθεση ρήξης μὲ τὴ νέα γενιά. Θὰ δηλώσει λοιπόν, στὴν κριτικὴ τοῦ «Δημητρίου Κόκκου ποιήσεις», ὅτι στὴν συγκριτικὴ ἀποτίμηση ποιημάτων τοῦ Ζαλοκώστα καὶ τοῦ Βαλαωρίτη μὲ αὐτὰ τοῦ Παλαμᾶ καὶ τοῦ Δροσίνη τὰ δεύτερα ὑστεροῦν (Γ´ 371). Τὸ 1893, καὶ πάλι, στὴ συνένετευξή τοῦ στὸν Δ. Χατζόπουλο ποὺ δημοσιεύτηκε στὸ Ἄστυ, ἐκφράζεται μὲ ἀρνητικὰ σχόλια γιὰ ἐκπροσώπους τῆς γενιᾶς τοῦ 1880. [...]

Τέλος, θὰ καταδικάσει ρητὰ τὴν ἠθογραφικὴ παραγωγὴ τρία χρόνια ἀργότερα, τὸ 1899, μὲ τὸν πρόλογό του στὴ συλλογὴ διηγημάτων τοῦ Μεταξὰ Βοσπορίτη: «τὸ ἡμέτερον κοινὸν ἤρχισε, δὲν λέγομεν ν᾿ ἀηδιάζη, ἀλλὰ νὰ χορταίνη τὰς στάνας, τὰς στρούγγας, τὰ λημέρια, τὰς φλογέρας, τοὺς κολλήγους, τοὺς λεβέντηδες, τὰς ζηλεμένας κόρας, τὰ μοιρολόγια, τὰ ἀσημοχρύσαφα καὶ τοὺς κερατισμοὺς τῶν τράγων» (Ε´ 288-89).

Στην καταγγελία αὐτὴ ἀπάντησε ὁ Παλαμᾶς, σημειώνοντας πὼς ὁ Ροΐδης δὲν ἔχει τὴν ἀπαιτούμενη διορατικότητα γιὰ νὰ ἐκτιμήσει τὸ καινούριο 2. Μετὰ τὸν διαγωνισμὸ τῆς Ἑστίας συνειδητὰ ἴσως δὲν παρουσιάζει κείμενα ἀφηγηματικῆς πεζογραφίας, οὔτε κριτικὰ σημειώματα γιὰ σύγχρονους ἕλληνες λογοτέχνες, ἀναμένοντας νὰ ἀποκρυσταλλωθεῖ τὸ πρόσωπο τῆς νέας γενιᾶς. Ὅταν αὐτὸ συνέβη, ἐκδήλωσε τὴ ρήξη του, ἀπέρριψε τὴν ἠθογραφικὴ παραγωγὴ καὶ ὁλοκλήρωσε τὸ δικό του διηγηματογραφικὸ ἔργο, τὸ ὁποῖο κατέχει ἰδιότυπη καὶ ξεχωριστὴ θέση στὸ πλαίσιο τῆς σύχρονής του πεζογραφίας.

[...]

1. Ἄ. Ἀγγέλου: «Ἐμμανουὴλ Ροΐδης» στὸ τόμο Σάτιρα καὶ Πολιτικὴ στὴ νεότερη Ἑλλάδα. «Ἑταιρεία σπουδῶν νεοελληνικοῦ πολιτισμοῦ καὶ γενικῆς παιδείας», Ἀθήνα 1979, σελ. 131.

2.Βλ. Κ. Παλαμᾶς: Ἅπαντα, τόμ. 2, σελ. 529.


Κρίσεις γιὰ τὸ ἔργο του

«Καὶ ἂν δὲν ἔθεσε ἔτσι τὸ πρόβλημα, ἔτσι ὅμως τὸ ἔλυσε ὁ Ροΐδης, ὄχι γιατὶ δὲ θὰ τὸ ἤθελε ἴσως παρὰ γιατὶ δὲ μποροῦσε νὰ τὸ λύσει ἀλλοιῶς. Τοῦ ἔλειπε -βασικά, ὑποστασιακά- τὸ χάρισμα τῆς φαντασίας, ὄχι σᾶ δύναμης συνδυαστικῆς, ὅπως τηνπίστευε ἐκεῖνος, ἀλλὰ σὰν καθαρὰ δημιουργικῆς, μὲ τὸ πιὸ πολύτιμο νόημα τῆς λέξης, μ ἐκεῖνο ποὺ λέμε δημιουργὸ τὸ Θεό. Γιὰ τοῦτο τὰ διηγήματά του, ἐκτὸς ἀπὸ ἕνα ἴσως, τὸ Ψυχολογία Συριανοῦ συζύγου», δὲν εἶναι καθαυτὸ διηγήματα, ἀλλὰ ἱστορήματα, μερικὰ - «Τὸ ξεστούπωμα», «Πανδαμάτειρα καὶ Πανδαμάτωρ», «Τὰ εὐτυχήματα τῆς ἀρρώστειας» -ἱστορήματα-χρονικά, ἄλλα πάλιν, «Τὰ ἐφήμερα», «Ἡ ἀμφίβολος ζωή» - ἱστορήματα- δοκίμια, ἄλλα, τέλος, ἱστορήματα, ποὺ ἀρχίζουν σὰ δοκίμια - «Ἱστορία μιᾶς γάτας» - ποὺ ἀρχίζουν σὰ χρονικὰ «Ἱστορία ἑνὸς ἀλόγου». Ὁ ἀφηγητὴς ἔχει πολλὲς κι ἀκριβὲς χάρες, μένει ὅμως ἀφηγητής.

Αὐτὴ τὴν ἀνάγκη ν᾿ ἀφηγηθεῖ ὄχι τὴ ζωὴ προσώπων ποὺ θὰ τὰ γεννοῦσε ἡ φαντασία τοῦ ἀλλὰ τὴν ἀτομική του ζωή, καὶ ἰδίως τὴν παιδική, τὴν αἰσθανόμαστε, κατὰ τὰ 1890, ἐπιταχτικὴ στὸ Ροΐδη. Ἦταν πενηνταπεντάρης, βρίσκοντας σὲ μία περίοδο τῆς ζωῆς, ποὺ τὰ παιδιάτικα χρόνια ξαναζωντανεύουν μέσα μας, ὅσο ποτὲ ἄλλοτε δυνατὰ καὶ γοητευτικά, σάμπως προχωρώντας πρὸς τὰ γερατειά, νὰ ζητοῦμε νὰ τὴν ξαναδράξουμε τὴ ζωή μας ἀπ᾿ ἐκεῖ ποὺ ἀρχίνισε. Δέκα χρόνια ἀργότερα σ᾿ ἕνα ἄρθρο τοῦ γραμμένο γιὰ τὰ Χριστούγεννα, καὶ χαρακτηριστικὰ τιτλοφορημένο «Ὁ Ἀστὴρ μού», ἐξομολογιότανε μὲ πικρία: «Εἰς οὐδεμίαν κατορθώνω νὰ ἐντρυφήσω ἐκ τῶν ὀπτασιῶν τῶν παιδικῶν μου χρόνων». Οἱ παιδιάτικες ὀπτασίες εἶναι ἡ παιδιάτικη ἁγνότητα, ἡ παιδιάτικη πίστη, καὶ στὴν ἁπλὴ τούτη φράση ἀκούγεται ὅλο τὸ βαθὺ παράπονο τοῦ ἄπιστου Ροΐδη. Καὶ ὅσο πιὸ ἀπόμακρη ὅμως ἔνιωθε τὴν παιδιάτικη αὐτὴ ἁγνότητα, τόσο θὰ λαχταροῦσε νὰ ψηλαφήσει καὶ τὸ πιὸ ἀχνὸ λείψανό της, νὰ σκύψει, ἀκόμα μιὰ φορά, στὴν ἀνάβρα της. Ἀνάβρα μαγική, ἀπ᾿ ὅπου πνέει ὡς τὴν ὕστερη ὥρα μας ἡ πιὸ εὐφρόσυνη δροσιά, φερμένη ἀπὸ τὶς σκιὲς καὶ τὶς εὐωδιὲς τοῦ Παράδεισου, μύθος πιὸ λαμπρὸς καὶ πιὸ καρπερὸς ἀπὸ κάθε ἄλλον. Σὰν τὸν Ρουσσῶ, καὶ ὁ Ροΐδης, γυρίζοντας τὴ ματιά του κατὰ τὰ παιδιάτικα χρόνια του, θὰ μποροῦσε νὰ μουρμουρίσει: «Στιγμὲς πολύτιμες καὶ ποὺ τόσο τὶς νοσταλγῶ! Ὤ! Ξαναρχινῆστε γιὰ μένα τὸ χαριτωμένο σας κύλισμα, κυλᾶτε, ἂν εἶναι βολετό, πιὸ ἀργὰ στὴν ἀνάμνησή μου, παρ᾿ ὅσο κάνατε στὸ πραγματικὸ κύλισμά σας!».

Δημήτρης Ραυτόπουλος (Κριτικὴ γιὰ τὴν Ἀριάγνη περιοδ. Ἐπιθεώρηση Τέχνης, τεῦχος 104, Αὔγουστος 1963, σσ. 216-222.)


[...] Πολυεδρικοὶ καὶ περίπλοκοι, οἱ ἥρωες τοῦ Τσίρκα δὲν εἶναι καμωμένοι γιὰ νὰ πιάσουν μία θέση σ᾿ ἕνα συνηθισμένο μυθιστόρημα "χαρακτήρων". Σχεδὸν δὲν εἶναι χαρακτῆρες. Ριγμένοι ἀπὸ τὸ συγγραφέα μέσα στὴν Ἱστορία, κρατοῦν τοὺς μοχλούς της, ἐμπλέκονται στὰ γρανάζια της, ἀπεργάζονται τὶς δονήσεις της, "προχωροῦν στὰ σκοτεινά" ἢ συντρίβονται ἀπὸ ἀστάθμητους παράγοντες. Γιατὶ ὅλος αὐτὸς ὁ παρδαλὸς κόσμος τῆς παρακμῆς καὶ τῆς ἀντίστασης, τῆς διάλυσης καὶ τῆς φθορᾶς, τῆς δράσης καὶ τοῦ σκεπτικισμοῦ, (τυχοδιῶκτες, πολιτικάντηδες, ὁμοφυλόφιλοι, πράκτορες, κοσμοπολίτες, ἐπαναστάτες, διανοούμενοι, οὐμανιστές) κερδίζει ὑπόσταση μόνο ἀπὸ τὴ συνάρτησή του μὲ τὸ ἱστορικὸ γεγονός: ὁ βαθύτερος προβληματισμὸς τῆς Νυχτερίδας βρίσκεται στὴν τομὴ τοῦ ἀνθρώπινου παράγοντα μὲ τὴν Ἱστορία. Ἂς μὴν ξεχνᾶμε καὶ τὸ τσιτάτο τοῦ Ἔνγκελς ποὺ ὁ συγγραφέας τοποθετεῖ ὡς προμετωπίδα: "Ἡ ἱστορία πλάθει τὸν ἑαυτό της μὲ τέτοιο τρόπο ὥστε τὸ τελικὸ ἀποτέλεσμα ξεπηδάει πάντα μέσα ἀπὸ συγκρούσεις πολλῶν ἀτομικῶν θελήσεων(...). Γιατὶ ἐκεῖνο ποὺ θέλει τὸ κάθε ἄτομο ἐμποδίζεται ἀπὸ καθένα ἀπ᾿ ὅλα τὰ ἄλλα καὶ ὅ,τι προκύπτει εἶναι κάτι ποὺ δὲν τὸ θέλησε κανείς". Στὴ Νυχτερίδα αὐτὲς οἱ ἀτομικὲς θελήσεις βρίσκονται σὲ ἀδιάκοπη σύγκρουση ἀναμεταξύ τους, δροῦν γιὰ τὴν πραγμάτωση τοῦ ἱστορικοῦ γεγονότος ἢ παρασύρονται στὴ διαδικασία τῆς προετοιμασίας του, κατορθώνουν νὰ ἐπιζήσουν ἢ συντρίβονται ἀπὸ τὸ ἴδιο τὸ γεγονὸς ποὺ δημιούργησαν. [...]

Κλέων Παράσχος
(Ἐμμανουὴλ Ροΐδης. Ἡ ζωή, τὸ ἔργο, ἡ ἐποχή του, τόμ. Β´. «Ἀετός», Ἀθήνα 1950, σσ. 35-37.)


«Ἂν ἐπιχειρούσαμε νὰ ἀρθρώσουμε τὸ σύνολο τῆς παραγωγῆς τοῦ Ροΐδη, θὰ μπορούσαμε χονδρικὰ καὶ σχηματικὰ νὰ δημιουργήσουμε δυὸ κύκλους: ὁ α´ ἀναφέρεται στὸ κύκλωμα Πάπισσα Ἰωάννα, ὁ β´ στὰ βιώματά του. Ἐξηγοῦμε: γιὰ περισσότερα ἀπὸ εἴκοσι χρόνια (1855-1875), ὅταν κείνει ἡ πρώτη περίοδός του, ὁλόκληρη ἡ πνευματικὴ παραγωγή του, ἐκτὸς ἀπὸ ἐλάχιστες περιπτώσεις, ἐντοπίζεται γύρω ἀπὸ τὶς ἐκτεταμένες ἐρευνητικὲς ἀναζητήσεις, στὶς ὁποῖες τὸν ὁδήγησε τὸ ἔναυσμα τῆς Πάπισσας. Ὅ,τι βλέπει τὸ φῶς τῆς δημοσιότητας, δὲν εἶναι τίποτα ἄλλο παρὰ ἐκταμίευση ἀπὸ τὸ πλούσιο ὑλικὸ ποὺ φαίνεται πὼς εἶχε μοχθηρὰ συγκεντρώσει· εἶναι ὁ ἱστορητὴς ποὺ μαστεύει τὴν πρώτη του ὕλη - ἐπιμένω τὴν πρώτη του ὕλη - ἀπὸ τὸ ἀρχεῖο του, γιὰ νὰ κινήσει τὴν λειτουργία τοῦ στοχασμοῦ του. Ὁ β´ κύκλος ἀναφέρεται στὶς βιωματικές του σχέσεις μὲ τὰ πράγματα: ὁ μεγάλος κύκλος τῶν ἀφηγημάτων του, ποὺ τείνουν πρὸς τὴν λογοτεχνία, ἔχει ὡς ἀφετηρία προσωπικὰ βιώματα. Ὁ λόγιος ποὺ στερήθηκε τὴν φαντασία, ἀπομακρύνεται ἐντελῶς ἀπὸ τὸ ἀρχεῖο του καὶ ἀφήνει τὴν ἀναπόληση νὰ λειρουργήσει ἀδέσμευτη στὸν ἐλεύθερο στοχασμό. Φυσικὰ ὑπάρχει καὶ μία τρίτη ὁμάδα, ὄχι κύκλος αὐτός ἐδῶ μπορεῖ νὰ συγκεντρωθεῖ ὁλόκληρο σχεδὸν τὸ ὑπόλοιπο ὑλικὸ ποὺ ἔχει ἄμεση σχέση μὲ πρόσωπα καὶ πράγματα· ἀφορμὴ εἶναι ἡ ἔκδοση ἑνὸς βιβλίου, ἕνα γεγονός, μιὰ δραστηριότητα, πάντως ὅ,τι ἔχει σχέση μὲ τὴν ἐπικαιρότητα.

Ἐπεχείρησα νὰ ταξινομήσω μὲ τὸν τρόπον αὐτὸν τὸ σύνολο σχεδὸν τῆς παραγωγῆς τοῦ Ροΐδη, ὥστε νὰ συνειδητοποιήσουμε ἕνα συγκεκριμένο γεγονός: ἡ Πάπισσα Ἰωάννα, σὲ σύγκριση πρὸς ὅλη τὴν σχηματικὰ ἔστω παρουσιασμένη παραγωγή του, ἐμφανίζει μία μοναδικότητα ἐντυπωσιακή. Διπλὴ μοναδικότητα: στὴν προσωπική του παραγωγή, ἐπειδὴ τοῦ δημιούργησε ἀδιέξοδο, καὶ φυσικὰ δὲν μποροῦσε μὲ κανένα τρόπο νὰ ἔχει συνέχεια. Στὴν ἴδια τὴν πνευματικὴ ζωὴ τῆς Ἑλλάδας, ἐπειδὴ δημιυργοῦσε ἀνάλογο ἀδιέξοδο, μιὰ καὶ οὔτε ὡς εἶδος οὔτε ὡς γραφή, μποροῦσε νὰ ὁδηγήσει πουθενά.»

Ἄλκης Ἀγγέλου
(Εἰσαγωγὴ στὸν τόμο Ἐμμανουὴλ Ροΐδης: Σκαλαθύρματα. «Ἑρμῆς», Ἀθήνα 1986, σσ. νε´-νστ´).


Επιλογή Βιβλιογραφίας

Ἄλκης Ἀγγέλου: «Ἡ ἐκκλησία, ἡ Πάπισσα, ὁ Ροΐδης»· Ἐποχές, ἀριθ. 47, 1967, σσ. 282-291. - Ἐμμανουήλ Ροΐδης», στὸν τόμο Σάτιρα καὶ Πολιτικὴ στὴν νεότερη Ἑλλάδα. «Ἑταιρεία σπουδῶν νεοελληνικοῦ πολιτισμοῦ καὶ γενικῆς παιδείας», 1979, σσ. 128-153. - «Κάποιες προτάσεις γιὰ νὰ ξαναδιαβάσουμε τὸν Ροΐδη», εἰσαγωγὴ στὸν τόμο Ἐμμανουὴλ Ροΐδης, Σκαλαθύρματα. «Ἑρμῆς», Ἀθήνα 1986, σσ. κζ´-ρλή´.

Α.Μ. Ἀνδρεάδης: «Βιογραφικὸν σημείωμα», πρόλογος στὸν πρῶτο τόμο τῆς ἔκδοσης Ἐμμανουὴλ Ροΐδης, Ἔργα. Φέξης, Ἀθήνα 1911, σσ. ε´-ξη´. - «Ἀντὶ προλόγου». Πρόλογος στὸν Ε´ τόμο τῶν Ἔργων. Φέξης, Ἀθήνα 1913, σσ. γ´-ια´. - Πρόλογος στὸν Ζ´ τόμο τῶν Ἔργων, Φέξης, Ἀθήνα 1914. - «Ὁ Ἐμμανουὴλ Ροΐδης καὶ ἡ Ἰταλία»· Νέα Ἑστία, 1934, ἀριθ. 173-175, 1.3.-1.4. 1934, σσ. 198-213, 252-257, 299-302, καὶ σὲ ἀνάτυπο μὲ νέα σελιδαρίθμηση (σσ. 1-17).

Σίμος Μενάρδος: Ἐμμανουὴλ Ροΐδης. Ἀθήνα 1918.