Γιὰ μᾶς, τὰ πνεύματα τοῦ πελάγους, εἶναι χαρὰ νὰ μπαίνομε στὸ περιβόλι, τῆς ψυχῆς καὶ νὰ τραγουδοῦμε τὸ θεῖο ρόδο ποὺ ἀνθίζει, ἐκεῖ μέσα. Ξένος, περαστικὸς στὴ γῆ καὶ στὴ θάλασσα εἶναι ὁ ἄνθρωπος· ἁπλώνονται κάτω ἀπὸ τὰ πόδια του ἀπέραντες ἡ γῆ καὶ ἡ θάλασσα, καὶ ἀνάμεσα σὲ χίλιους ἄγνωστους κινδύνους, ὀρθὸ καὶ νοῆμον ὑψώνεται πρὸς τὰ οὐράνια τὸ πρόσωπό του, πιὸ ὄμορφο ἀπὸ ἐκεῖνα. Δυνατοὶ καὶ αἰώνιοι συγκεντρώνονται στὸ νοῦ του οἱ στοχασμοὶ ὅπως τὸ συμβούλιο τῶν θεῶν καὶ ἐκδηλώνονται μὲ κινήσεις γλυκὲς καὶ μαγευτικὲς ἢ θυελλώδεις καὶ ἀκατανίκητες. Μάταια, νέε, τὸ κύμα χτυπᾶ, χωρὶς ἀντίσταση, τὸ στῆθος σου τὸ πλατύ, καὶ τὸ ξανθό σου κεφάλι. Ὄχι, οὔτε τὸ κύμα οὔτε κανένα δυνατὸ θεριὸ δὲν μπορεῖ ν᾿ ἀγγίσει τὸν χρυσὸ καρπὸ τῆς ψυχῆς. Ἄθικτος καὶ ἀθάνατος πέφτει στὸν κόλπο τοῦ Θεοῦ ποὺ τὴν ἔπλασε. Στὸν νέο ποὺ κολυμποῦσε ἔστελνε τὸ μικρὸ πουλὶ τὰ τραγούδια του ἀπὸ τὸ βράχο, τὸ καθαρότατο κύμα τὰ μουρμουρίσματά του, ὁ οὐρανὸς τὶς ὀμορφιές του, καὶ ἐνῷ ὅλη ἡ φύση τοῦ χαμογελᾶ καὶ γίνεται δική του, τὰ μάτια του ἀπαντοῦν ἐκεῖ κοντὰ ἕνα φριχτὸ τέρας, καὶ ἀλίμονο, μακριὰ εἶναι τὸ σπαθί. Ἀλλὰ ἡ ψυχή, ἀναπηδώντας ἀπὸ τὴν ἀγκαλιὰ τῆς ἡδονῆς καὶ τῆς ἀπόλαυσης, κάνει τὰ χέρια πρόχειρο σπαθί.*
[*Παραλλαγή τῆς συνέχειας κατά το Φ 96 τῆς Ἐθνικῆς Βιβλιοθήκης:
Μέσα του ἦταν ἡ σάλπιγγα καὶ τὸ σπαθί, μέσα του ἡ δύναμη τῶν φιλικῶν ταγμάτων. Ἡ
πάλη ἦταν σύντομη, ἀλλὰ ἀλύγιστο καὶ ἀπέραντο τὸ θάρρος· ἔπαψε μόνο μαζὶ μὲ τὴ ζωή,
καὶ ἡ ἄλογη τερατώδης δύναμη δὲν ξέρει ποιὸν κόσμο μεγαλείου κατέστρεψε. Ἂν οἱ μυστικοὶ
κόσμοι (τῶν οὐρανῶν) ἐμφανίζονταν γιὰ νὰ τοῦ ρίξουν στεφάνους, θὰ τὸν ἔβρισκαν ἀδιάφορο,
ὅπως καὶ ἡ σκέψη ὅτι τὸ ἔργο κανεὶς δὲν θὰ τὸ μάθει ποτέ. Ἄσπιλη καὶ ἅγια εἶναι
συχνὰ ἡ ἀνθρώπινη ἔμπνευση. Ἕνας παράδεισος εὐτυχίας θὰ γέμισε τὴ μεγαλόψυχη πνοὴ
πρὶν νὰ πάψει. Τὴ στιγμὴ ποὺ ἔνιωσε σὰν ἀστραπὴ νὰ τοῦ κόβεται τὸ μπράτσο, ἔλαμψε
φῶς, καὶ γνώρισε τὸν ἑαυτό του.]
Ἡ πάλη ἦταν σύντομη καὶ ἡ ἄλογη τερατώδης δύναμη δὲν ξέρει ποιὸν κόσμο μεγαλείου κατέστρεψε. Σύντομη ἦταν ἡ διάρκεια, ἀπέραντο καὶ ἀλύγιστο τὸ ἔξοχο θάρρος. Τὸ θάρρος ἔπαψε μόνο μαζὶ μὲ τὴ ζωή. Μέσα του ἦταν ἡ σάλπιγγα καὶ τὸ σπαθί, μέσα του οἱ ἑνωμένες δυνάμεις τῶν φιλικῶν ταγμάτων. Ἕνας παράδεισος εὐτυχίας διαφυλάχτηκε γι᾿ αὐτὸν πρὶν πεθάνει. Τὴ στιγμὴ ποὺ μέσα στὴν ὁρμὴ τῆς μάχης ἔνιωσε, ὅπως μέσα σὲ ὄνειρο, νὰ τοῦ κόβεται τὸ μπράτσο, γρήγορος σὰν ἀστραπὴ γύρισε στὸν ἑαυτό του καὶ τὸν γνώρισε. Ἐκείνη τὴ στιγμὴ θ᾿ ἀρνιόταν τὴν προσφορὰ τοῦ στεφάνου τῆς δόξας. Ἄσπιλη καὶ ἅγια εἶναι συχνὰ ἡ ἀνθρώπινη ἔμπνευση. Πήγαινε στὴν ἀκτή, ὢ ἄψυχο λείψανο τῆς μεγαλοσύνης, καὶ πρὶν ἀναπαυθεῖς κάτω ἀπὸ τὴ γῆ, ἀφήσου στὸ θρῆνο τῶν δυνατῶν.