Ἄκου ἕν᾿ ὄνειρο, ψυχή μου, Καὶ τῆς ὀμορφιᾶς θεά· Μοῦ ἐφαινότουν ὅπως ἤμουν Μετ᾿ ἐσένα μία νυχτιά. ῾Σ ἕνα ὡραῖο περιβολάκι Περπατούσαμε μαζί, Ὅλα ἐλάμπανε τ᾿ ἀστέρια, Καὶ τὰ κύτταζες ἐσύ. Ἐγὼ τσὤλεα· πέστε, ἀστέρια, Εἶν᾿ κανέν᾿ ἀπὸ τ᾿ ἐσᾶς, Ποῦ νὰ λάμπη ἀπὸ κεῖ ἀπάνου Σὰν τὰ μάτια τῆς κυρᾶς; Πέστε ἂν εἴδετε ποτέ σας ῾Σ ἄλλη, τέτοια ὡραῖα μαλλιά, Τέτοιο χέρι, τέτοιο πόδι, Τέτοια ἀγγελικὴ θωριά; Τέτοιο σῶμα ὡραῖον ὅπ᾿ ὅποιος Τὸ κυττάζει εὐθὺς ρωτᾶ· Ἂν εἶν᾿ ἄγγελος ἐκεῖνος, πῶς δὲν ἔχει καὶ φτερά; Κάθε φίλημα, ψυχή μου, Ὅπου μὤδινες γλυκά, Ἐξεφύτρωνε ἄλλο ρόδο Ἀπὸ τὴν τριανταφυλλιά. Ὅλη νύχτα ἐξεφυτρώσαν, Ὡς ὁποῦ λάμψεν ἡ αὐγή, Ποὺ μᾶς ηὖρε καὶ τοὺς δυό μας Μὲ τὴν ὄψη μας χλωμή. Τοῦτο εἶν᾿ τ᾿ ὄνειρο, ψυχὴ μου· Τώρα στέκεται εἰς ἐσέ, Νὰ τὸ κάμης ν᾿ ἀληθέψῃη, Καὶ νὰ θυμηθεῖς γιὰ μέ. |