Διονύσιος Σολωμός - Τὸ ὄνειρο


Ἄκου ἕν᾿ ὄνειρο, ψυχή μου,
Καὶ τῆς ὀμορφιᾶς θεά·
Μοῦ ἐφαινότουν ὅπως ἤμουν
Μετ᾿ ἐσένα μία νυχτιά.
῾Σ ἕνα ὡραῖο περιβολάκι
Περπατούσαμε μαζί,
Ὅλα ἐλάμπανε τ᾿ ἀστέρια,
Καὶ τὰ κύτταζες ἐσύ.
Ἐγὼ τσὤλεα· πέστε, ἀστέρια,
Εἶν᾿ κανέν᾿ ἀπὸ τ᾿ ἐσᾶς,
Ποῦ νὰ λάμπη ἀπὸ κεῖ ἀπάνου
Σὰν τὰ μάτια τῆς κυρᾶς;
Πέστε ἂν εἴδετε ποτέ σας
῾Σ ἄλλη, τέτοια ὡραῖα μαλλιά,
Τέτοιο χέρι, τέτοιο πόδι,
Τέτοια ἀγγελικὴ θωριά;
Τέτοιο σῶμα ὡραῖον ὅπ᾿ ὅποιος
Τὸ κυττάζει εὐθὺς ρωτᾶ·
Ἂν εἶν᾿ ἄγγελος ἐκεῖνος,
πῶς δὲν ἔχει καὶ φτερά;
Κάθε φίλημα, ψυχή μου,
Ὅπου μὤδινες γλυκά,
Ἐξεφύτρωνε ἄλλο ρόδο
Ἀπὸ τὴν τριανταφυλλιά.
Ὅλη νύχτα ἐξεφυτρώσαν,
Ὡς ὁποῦ λάμψεν ἡ αὐγή,
Ποὺ μᾶς ηὖρε καὶ τοὺς δυό μας
Μὲ τὴν ὄψη μας χλωμή.
Τοῦτο εἶν᾿ τ᾿ ὄνειρο, ψυχὴ μου·
Τώρα στέκεται εἰς ἐσέ,
Νὰ τὸ κάμης ν᾿ ἀληθέψῃη,
Καὶ νὰ θυμηθεῖς γιὰ μέ.