Ὦ ἅγιε Διονύσιε, ψυχὴ ἁγνὴ καὶ θεία
ποὺ σὲ κρατεῖ περήφανα τῆς Εὐσπλαχνίας ὁ θρόνος,
τοῦτο τὸ δύστυχο νησὶ προστάτεψέ το μόνος
γιὰ νὰ μὴν τύχῃ πλιὸ σ᾿ αὐτὸ παρόμοια δυστυχία.
Ἄκου στὰ σπίτια, ἄκουσε ἐδῶ κι᾿ ἐκεῖ στὸ δρόμο,
ποὺ κλαίγει ἀπαρηγόρητα ἡ φοβισμένη πλᾶσι.
Βάστα τὸ νοῦ μας μὴ συμβῇ, μὴν τύχῃ κι᾿ ἀπ᾿ τὸν τρόμο
τὰ λογικά μας χάσουμε, μήπως ἡ γῆ χαλάσῃ.
Ὤ! Σύ, στὸ θρόνο τ᾿ Ἄπλαστου τρέξε σιμὰ κι᾿ εἰπέ του
νὰ μὴν ἀφήσῃ τὸ νησὶ ἔρμο στὴ δυστυχιά του.
Κι᾿ ἂν ἴσως κι᾿ ἡ παράκλησι δὲ φθάνει, θύμησέ του
πὼς εἶχες ἕναν ἀδελφό, κι᾿ ἔκρυψες τὸ φονιά του.
|