Διονύσιος Σολωμός

Σονέττο ΧΙ

Τὶς αὕτη ἡ ἐκκύπτουσα ὡσεὶ ὄρθρος,
Καλὴ ὡς σελήνη...
ΑΣΜΑ ΑΣΜΑΤΩΝ, 6.10

Ποιὰ εἶν᾿ αὐτὴ πού ῾ρχεται σὰν φανεῖ ἡ αὐγή,
μὲ ῥόδα ντυμένη στὸν κόσμο ξεπροβάλλει,
καὶ μ᾿ ὁλόλευκες σταγόνες τοὺς κάμπους δροσίζει,
ζωὴ δίνοντας πάλι σὲ κάθε ξερὸ χορτάρι;

Ὄμορφη σὰν τὸ φεγγάρι ποὺ ἀνασταίνει,
μ᾿ ἐκεῖνο τὸ φωτεινὸ λύχνισμα ποὺ χαρίζει
τὸ λίγο τῆς νύχτας, γιὰ νὰ ξεχωρίζει
τέτοια νυχτερινὴ ὀμορφιὰ ποὺ μαγεύει.

Ἐκλεκτὴ σὰν τὸν Ἥλιο, ποὺ κι ἂν εὐγνωμονεῖ
τὸν Οὐρανό, τὶς ἐρημιὲς τῆς γῆς
ζεσταίνει, ζωντανεύει, ἀγαλλιάζει, ἀναθαρρεῖ κι ὁρίζει.

Φοβερὴ σὰν στρατὸς ποὺ ἕτοιμος
γιὰ μάχη σὲ ἀχανεῖς πεδιάδες
σκορπάει τὸν φόβο - ποιὰ εἶν᾿ αὐτή;

Ἀπὸ τὴ συλλογὴ «Rime improvvisate» (1822)
μτφρ.: Βασίλης Ρούβαλης