Διονύσιος Σολωμός - Ἡ ποιητικὴ ἐξέλιξη


Ἡ ἐξέλιξη τῆς σολωμικῆς ποίησης ὡς πρὸς τὸν ἑλληνικὸ στίχο θὰ μποροῦσε πιθανῶς νὰ χωριστεῖ σὲ δυὸ συνθετικὲς περιόδους ποὺ προσδιορίζονται ἀπὸ τὴν παραμονὴ τοῦ ποιητῆ στὴ Ζάκυνθο (1818-1828) καὶ τὴν Κέρκυρα (1828-1857)

Ἡ νεανικὴ θητεία στὴν ἰταλικὴ ποίηση

Τὰ πρῶτα του ποιήματα ὁ Σολωμὸς τὰ ἔγραψε στὴν ἰταλικὴ γλώσσα ὑπὸ τὴν ἐπιρροὴ τῶν αἰσθητικῶν συμβάσεων τοῦ ἰταλικοῦ νεοκλασικισμοῦ καὶ τῆς κυρίαρχης γιὰ τὴν ἐποχὴ θρησκευτικὴ θεματογραφία. Μετὰ τὴν ἐπιστροφή του στὴ Ζάκυνθο συνέχισε νὰ γράφει θρησκευτικὰ καὶ σατιρικὰ ποιήματα μὲ στόχο συνήθως τὸ Ζακύνθιο γιατρὸ Δ. Ροΐδη. Τὸ Rime improvvisate (Κέρκυρα 1822) εἶναι ἡ μοναδικὴ συλλογὴ ποὺ ἐξέδωσε ὁ Δ. Σολωμός.

Τὰ πρῶτα ἑλληνικὰ ποιήματα

Στὴν πενταετία 1818-1828 ἔγραψε στὴν Ἑλληνικὴ περίπου 20 λυρικὰ ποιήματα, ὠθούμενος ἀπὸ πατριωτικό του αἴσθημα καὶ κυρίως ἀπὸ τὴ ρομαντικὴ ἀντίληψη γιὰ τὴ λαϊκὴ γλώσσα, τὰ ὁποῖα ἐν συγκρίσει μὲ τὰ ἰταλικά του ποιήματα κρίθηκαν ἀφελῆ ὡς πρὸς τὴ θεματολογία (ἄδολη ἀγάπη γιὰ φανταστικὲς καὶ ἐξιδανικευμένες γυναῖκες, θάνατος πλασματικῶν ἡρώων ἢ πραγματικῶν προσώπων) καὶ τὰ ἐκφραστικά τους μέσα. Τὰ καλύτερα εἶναι Ἡ Ξανθούλα καὶ Ἡ Ἀγνώριστη.

Ἡ στροφὴ στὴν πατριωτικὴ ποίηση

Ἡ ἑλληνικὴ ἐπανάσταση ἦταν ἕνα ἔναυσμα ποιητικῆς δημιουργίας καὶ πνευματικῆς ἐγρήγορσης γιὰ τὸν Δ. Σολωμό. Ἔγραψε τὸν Μάιο τοῦ 1823 τὶς 158 τετράστιχες στροφὲς τοῦ Ὕμνου εἰς τὴν Ἐλευθερίαν, σὲ γλώσσα μικτὴ (δημοτικὴ ποὺ ἐμπλουτίζεται μὲ λόγια ἴχνη καὶ ἐνίοτε ἰταλισμούς) καὶ ἐπικο-λυρικὸ ὕφος. Ὁ Ὕμνος, (τὸ σημαντικότερο ποίημα τῆς νεανικῆς περιόδου τοῦ ποιητῆ), μεταφράστηκε ἐπανειλημμένα καὶ ἐκδόθηκε γιὰ πρώτη φορὰ ὡς ἐπίμετρο τοῦ Β´ τόμου τῶν Chants populaires de la Grèce moderne, τοῦ Claude Fauriel, Παρίσι, 1825. Ἀκολουθοῦν καὶ ἄλλα ποιήματα πατριωτικοῦ περιεχομένου ὅπως ἡ λυρικὴ ὠδή, Εἰς τὸν θάνατο τοῦ λὸρδ Μπάϋρον τὸ 1824, τὸ ἐξαιρετικὸ ἐπίγραμμα Ἡ καταστροφὴ τῶν Ψαρῶν τὸ 1825 καὶ τὸ Ἡ φαρμακωμένη (1826), ἐλεγεῖο γιὰ μία πνευματική του φίλη ποὺ αὐτοκτόνησε.

Ὁ Λάμπρος, τὸ πρῶτο ἀποσπασματικὸ ποίημα

Ἡ πρώτη γραφὴ τοῦ ποιήματος χρονολογεῖται ἤδη ἀπὸ τὸ 1823. Τὸ κύριο μέρος του γράφτηκε τὸ 1824-26, ἐνῶ ἔγινε προσπάθεια γιὰ τὴν ὁλοκλήρωσή του τὸ 1831. Ὡς πρὸς τὴ θεματική του τὸ ποίημα ἔχει δεχθεῖ ἐπιρροὲς ἀπὸ τὴ βυρωνικὴ θεματολογία καὶ περιγράφει μία ἐρωτικὴ ἱστορία μὲ τραγικὸ τέλος.

Ἡ γυναίκα τῆς Ζάκυθος

Τὸ ἔργο, «Ἡ γυναίκα τῆς Ζάκυθος» δικαιολογημένα θαυμάστηκε ἀπ᾿ ὁλόκληρη τὴν κριτική. «Ἡ κάθε λέξη τοῦ ποιήματος (γιατ]i περὶ πεζοῦ ποιήματος πρόκειται) - γράφει ὁ καθηγητὴς Ἐμμ. Κριαρᾶς - κλείνει ἕναν κόσμο δικό της ποὺ σφύζει ἀπὸ ζωή. Τὸ ὕφος εἶναι ἀποκαλυπτικὸ καὶ προφητικό, καθὼς ταιριάζει σ᾿ ἕνα δημιούργημα ποὺ ἔχει τὴν τάση νὰ καυτηριάσει καὶ νὰ κολάσει τὸ κακό». Ὁ Κώστας Βάρναλης ἀπὸ τοὺς μεγάλους θαυμαστὲς τοῦ ἔργου, θεωρεῖ τὸν ποιητὴ καὶ ὡς «ἀνυπέρβλητο ὡς τώρα στυλίστα πεζογράφο» καὶ βλέπει στὸ ἔργο αὐτὸ «δημιουργικὸ ξεχείλισμα, ἐπιγραμματικὴ ἀκριβολογία, γενικὴ ἐπιθετικότητα, ἀμεσότητα συγκίνησης καὶ ἔκφρασης». Ὁ ποιητὴς Γιῶργος Σεφέρης ἐκτιμᾶ ἰδιαίτερα τὸ ἔργο καὶ γράφει πώς: «Ἡ Γυναίκα τῆς Ζάκυθος» στέκει δίπλα στὸ κείμενο τοῦ Μακρυγιάννη, γιὰ τὰ διδάγματα ποὺ μπορεῖ νὰ μᾶς δώσει».

Ἡ σύνθεση αὐτοῦ τοῦ σημαντικοῦ ἔργου τοῦ Σολωμοῦ ἄρχισε τὸ 1826 καὶ ἡ ἔκδοσή του ἔγινε τὸ 1927. Ὁ Beaton ἀποκαλεῖ τὸ ἔργο «ἐφιαλτικὴ σάτιρα σὲ πεζό», ἐνῶ ἡ τελευταῖα ἐκδότριά του, ἡ Τσαντσάνογλου, θεωρεῖ πὼς εἶναι «ἰδιόρρυθμη πρόζα μὲ στοιχεῖα ποιητικοῦ λόγου». Οἱ νεότεροι μελετητὲς συμφωνοῦν ὅτι πρόκειται γιὰ ποιητικὸ λόγο καὶ τὸν κατατάσσουν στὸ εἶδος τῆς ποιήματος σὲ πρόζα ἢ ποιήματος σὲ πεζό.

Τὸ ἔργο πέρασε ἀπὸ τρία στάδια ἐπεξεργασίας στὴν περίοδο 1826-1833. Στὸ πρῶτο 1826-1829 διαφαίνεται ἡ σατιρικὴ πρόθεση, ἀλλὰ στὸ δεύτερο καὶ τὸ τρίτο (1829-33) τὸ ἔργο πῆρε τὴ μορφὴ ἑνὸς ἐφιαλτικοῦ ὁράματος μὲ ἀποκαλυπτικὰ στοιχεῖα.