Διονύσιος Σολωμός
Σχόλια στη Γυναίκα της Ζάκυθος
Του Δημήτρη Δημηρούλη

Ελήφθη από: http://www.e-poema.eu


Η έκδοση του τόμου «Διονύσιος Σολωμός - έργα, ποιήματα και πεζά" («Μεταίχμιο») κυκλοφόρησε στο πλαίσιο του Ετους Σολωμού 2007. Την επιμελήθηκε ο καθηγητής Ιστορίας και Θεωρίας της Λογοτεχνίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο Δημήτρης Δημηρούλης, ο οποίος φρόντισε ώστε να περιλαμβάνει, εκτός από μια συστηματική εισαγωγή για τον βίο και το έργο του εθνικού ποιητή, σχόλια σε όλα τα κείμενα, εκδοτικές παρατηρήσεις, βιβλιογραφική κάλυψη και, σε επίμετρο, τα περίφημα «Προλεγόμενα" του Ιάκωβου Πολυλά.

Αξίζει να γίνει λόγος στο γεγονός ότι όλα τα κείμενα εκδίδονται στο μονοτονικό σύστημα και η τελική μορφή τους προκύπτει από την αξιοποίηση προηγούμενων εκδοτικών εγχειρημάτων, από τη συστηματική εκταμίευση της σολωμικής βιβλιογραφίας και από την παραβολή με τα αυτόγραφα του ποιητή.

Το (.poema..) προσφέρει στο αναγνωστικό κοινό, ως ικανό δείγμα από την έκδοση, τα σχόλια από τη «Γυναίκα της Ζάκυθος" καθώς και, σε ξεχωριστή ενότητα, στο πλαίσιο της προσφερόμενης ύλης από το τρέχον τεύχος, την προτεινόμενη βιβλιογραφία από τον ίδιο μελετητή.

***

Η «Γυναίκα της Ζάκυθος» είναι ένα από τα πιο αινιγματικά κείμενα του Σολωμού. Δεν έχει το δεύτερό του στο σολωμικό έργο, το οποίο είναι καθολικώς ποιητικό, αν εξαιρέσουμε τον «Διάλογο» και κάποια νεανικά ευκαιριακά κείμενα γραμμένα στα ιταλικά. Για τη «Γυναίκα της Ζάκυθος» ερίζουν όλα τα παλικάρια της φιλολογίας. Εως σήμερα η ειδολογική ταυτότητα του κειμένου εκκρεμεί. Δεν πρόκειται, βέβαια, ποτέ να βρεθεί άκρη με τέτοιες απορίες. Γιατί, ίσως, το κείμενο να γράφτηκε σε μια ιδιαίτερη στιγμή αναζήτησης και φαντασιακής έξαρσης του Σολωμού, κατά την οποία τα υπάρχοντα και καθιερωμένα λογοτεχνικά είδη αδυνατούσαν να ανταποκριθούν στον δυναμισμό της πρόθεσής του.

Κάτι τέτοιο δεν είναι ασυνήθιστο για έναν ποιητή με ρομαντική στόφα, που συνομιλεί εντατικά με την ευρωπαϊκή λογοτεχνία της εποχής του, και ιδιαίτερα με εκείνο το κίνημα που συχνά ξεπέρασε τα όρια των ειδών ή αμφισβήτησε την αυστηρή διάκρισή τους. Η «Γυναίκα της Ζάκυθος» αντιπροσωπεύει ουσιαστικά την άσκηση του Σολωμού σε μια γραφή όχι μεικτή αλλά ιδιωματική. Μεικτή γραφή σημαίνει ανάμειξη των ειδών, ιδιωματική σημαίνει πορεία προς το άγνωστο, προς έναν λόγο που δεν υπάρχει εκ των προτέρων, αλλά δημιουργείται τη στιγμή της αποτύπωσής του.

Πολλές λογοτεχνικές συμβάσεις της εποχής μπορεί να παρεισφρέουν σε αυτή την αγωνιώδη ιχνηλασία, στο τέλος, όμως, αυτό που κυριαρχεί δεν είναι ο κοινός λόγος ή ο συνδυασμός διαφορετικών ειδών, αλλά η ανάδυση μιας γραφής που αναδεικνύει τη μοναδικότητα της παρέκκλισης. Η απορία δεν συνοδεύει τη «Γυναίκα της Ζάκυθος» ως συνέπεια, αλλά ως ουσιώδες συστατικό της μορφής του λόγου. Λέγοντας ότι το κείμενο αυτό είναι ακόμη (και θα παραμείνει) αίνιγμα, δεν κυρώνουμε μια υπεκφυγή, απλώς βεβαιώνουμε τη διαφεύγουσα εξαίρεση ως λογοτεχνικό είδος. Επομένως, είναι άκρως επισφαλές να μιλάμε για διλήμματα όπως: ποίημα ή πεζό, εφιαλτική σάτιρα ή προφητική αφήγηση, βιβλική προσομοίωση ή ρομαντικό πεζό ποίημα. Η «Γυναίκα της Ζάκυθος» παραμένει κείμενο που εγείρει πάντοτε το ερώτημα για τη μορφή της γραφής του.

Ο Σολωμός άρχισε να καταπιάνεται με το έργο το 1826 στη Ζάκυνθο (κατά τη δεύτερη πολιορκία του Μεσολογγιού) και ολοκλήρωσε την πρώτη γραφή το 1829, έναν χρόνο μετά την εγκατάστασή του στην Κέρκυρα. Τότε καθαρόγραψε το κείμενο σε ένα τετράδιο, γνωστό ως τετράδιο Ζακύνθου, αρ. 13. Ταυτόχρονα, ή αμέσως μετά, ή αργότερα (καμιά από τις πιθανότητες δεν μπορεί να αποκλειστεί με απόλυτη βεβαιότητα) το επεξεργάζεται, γράφοντας ανάμεσα στις γραμμές (διάστιχα) ή στο περιθώριο. Η δεύτερη αυτή επεξεργασία γίνεται από το 1829 έως το 1833. Oι προσθήκες, οι διαγραφές, οι παραλλαγές και γενικά οι παρεμβάσεις στο αρχικό κείμενο είναι εκτεταμένες και βάζουν σε δεινή δοκιμασία τον εκδότη. Στο έργο επανέρχεται ο ποιητής το 1833, αυτή τη φορά όχι για να το βελτιώσει, αλλά για να το αναμορφώσει και να μεταβάλει τον γενικό προσανατολισμό. Η προσπάθεια είναι αποτυχημένη, η επεξεργασία λειψή και αδιέξοδη· το εγχείρημα εγκαταλείπεται πριν καλά καλά αρχίσει. Η απόπειρα παρ' όλα αυτά αποτυπώνεται σε σπασμωδικά σχεδιάσματα και βιαστικούς στοχασμούς. Ο ποιητής φαίνεται να επιθυμούσε τη ριζική ανατροπή του έργου, επηρεασμένος, όπως ισχυρίζονται οι ειδήμονες, από την έναρξη της διαβόητης οικογενειακής δίκης το 1833. Στην παράδοση του κειμένου γίνεται φανερό ότι η κύρια, ουσιαστική και πληρέστερη εκδοχή είναι η πρώτη. Σε αυτήν προστίθενται οι μετέπειτα επεμβάσεις και η τελευταία άδοξη αναθεώρηση.

Τα κυριότερα προβλήματα που έχει να επιλύσει ο εκδότης είναι: ο τίτλος του έργου, το γραμματολογικό είδος στο οποίο ανήκει και η αποκατάσταση του κειμένου με βάση τα χειρόγραφα. Γνωρίζουμε ότι ο τίτλος δεν δόθηκε από τον ποιητή αλλά από τον Καιροφύλα το 1927, στην πρώτη έκδοση του κειμένου, που έγινε με αμέθοδο ερασιτεχνισμό. Επικράτησε, όμως, και έτσι μονιμοποιήθηκε στη συνείδηση των αναγνωστών έως σήμερα. Oρισμένοι νεότεροι εκδότες (Σαββίδης, Τσαντσάνογλου) προσθέτουν στον τίτλο και την καταγραφή του ποιητή στα αυτόγραφα «Οραμα του Διονύσιου Ιερομόναχου, εγκάτοικου εις ξωκλήσι Ζακύνθου».

Ο Πολυλάς δεν περιέλαβε τη «Γυναίκα της Ζάκυθος» στα Ευρισκόμενα, γιατί αντέδρασε ο αδελφός του ποιητή, προφανώς για να μην συσχετιστεί το έργο με πρόσωπο του στενού οικογενειακού περιβάλλοντος. Το 1944 ο Πολίτης εξέδωσε το κείμενο αυτόνομα, με φιλολογική νηφαλιότητα, χρησιμοποιώντας το αντίγραφο Πολυλά. Aυτή είναι και η πρώτη σοβαρή και τεκμηριωμένη έκδοση του κειμένου. Το 1954 ο Τωμαδάκης το επανεξέδωσε ελλιπέστατα και με πολλά λάθη, ενώ το 1955, στον Β' τόμο των Aπάντων, ο Πολίτης βελτίωσε την αρχική του έκδοση με αυτοψία, αυτήν τη φορά, του σολωμικού χειρογράφου (Τετράδιο Τεκτονικής Στοάς Ζακύνθου, αρ. 13). Το 1986 ο Σαββίδης προχώρησε σε μια χρηστική έκδοση, με ερμηνευτική οξυδέρκεια στην εκδοτική τακτική: στηρίχτηκε στην αρχική μορφή του έργου (καθαρόγραφο Σολωμού) και ενσωμάτωσε ορισμένες διορθώσεις της δεύτερης επεξεργασίας. Το 1987 επιχειρεί καινούργια έκδοση (με γαλλική μετάφραση) ο O. Merlier. Η φιλόδοξη αυτή απόπειρα δεν έφερε το ανάλογο αποτέλεσμα: η έκδοση είναι χαώδης, αυθαίρετη και φιλολογικά ανεπαρκής. Το 1991 η Τσαντσάνογλου, για πρώτη φορά, ακολουθώντας την «αναλυτική» μέθοδο, εκδίδει και τις τρεις επεξεργασίες του κειμένου, αναθεωρεί ελαφρώς τα γνωστά, από την έκδοση Πολίτη, σχεδιάσματα στα ιταλικά, προσθέτει εξαντλητικά σχόλια και αναμοχλεύει με σχολαστική αφοσίωση τα Aυτόγραφα. Με την έκδοση αυτή επιλύονται καίρια φιλολογικά ζητήματα και προτείνονται διεισδυτικές αναγνώσεις της αυτόγραφης μορφής του κειμένου, αλλά ταυτόχρονα θυσιάζεται η ερμηνευτική σύνθεση στον βωμό της φιλολογικής ορθοδοξίας των διαδοχικών σταδίων ως αυτόνομων έργων. Το 1994 ο Aλεξίου, αξιοποιώντας τις προηγούμενες απόπειρες, αλλά διαφωνώντας με τη χωριστή έκδοση των τριών διαδοχικών επεξεργασιών, επιχειρεί μια συστηματική και σημαντική επανέκδοση με βάση τα Aυτόγραφα, δίνοντας και τα σημαντικότερα ιταλικά σχεδιάσματα του ποιητή.

Γραμματολογικά το κείμενο έχει χαρακτηριστεί ως πεζογράφημα, αφήγημα, ιδιόρρυθμο πεζό με ποιητικά στοιχεία, poème en prose, δραματική σάτιρα, πρωτοποριακή μορφή πεζού αφηγηματικού λόγου και τα παρόμοια. Το βέβαιο είναι ότι, έως σήμερα, κανείς χαρακτηρισμός δεν επικράτησε ευρέως και το κείμενο εξακολουθεί να παραμένει γραμματολογικά αιωρούμενο και υφολογικά αινιγματικό. Αλλωστε, η ίδια η μορφή του κειμένου είναι ασταθής και η πλοκή του χασματική. Ο ποιητής δεν το ολοκλήρωσε ποτέ (άρα θεωρείται ημιτελές) και σώζεται σε μία, δύο ή τρεις εκδοχές ανάλογα με τη θεώρηση του κάθε εκδότη.

Oι περισσότεροι εκδότες του έργου τροποποίησαν την αρίθμηση των κεφαλαίων, προσάρμοσαν στα σύγχρονα δεδομένα τη φωνητική ορθογραφία του ποιητή και την ανορθόδοξη στίξη, τοποθέτησαν (όταν δεν εξοβέλισαν) τους ελληνοϊταλικούς στοχασμούς και τα σχεδιάσματα στις σημειώσεις ή σε παραρτήματα, απέκλεισαν το A' Σχεδίασμα των «Ελεύθερων Πολιορκημένων», που παρεισφρέει στο αυτόγραφο, και στήριξαν την εκδοτική τους πρόταση ή δοκιμή στο πρώτο καθαρογραμμένο κείμενο, χρησιμοποιώντας βοηθητικά τις μετέπειτα παραλλαγές. Ετσι εργάστηκαν, λίγο πολύ, οι Πολίτης, Σαββίδης και Aλεξίου. Παρά τα πολλά και δυσεπίλυτα προβλήματα, προχώρησαν με κριτήριο την προοπτική ενός κειμένου που παραδίδεται σε κατάσταση ρευστή. Δεν ακολουθούν τη θεωρία των σταδίων που υποστηρίζει την ύπαρξη τριών χωριστών κειμένων, αλλά τη θεωρία ότι το αρχικό κείμενο πρέπει να εκδοθεί αυτούσιο και να χρησιμοποιηθούν οι μεταγενέστερες παρεμβάσεις του ποιητή για να βελτιωθεί η πληρότητά του και να εξαλειφθούν κάποια από τα σοβαρά κενά του. Aναμφίβολα υπάρχουν σημαντικές αποκλίσεις ανάμεσά τους, η εκδοτική γραμμή όμως είναι σταθερά προσανατολισμένη προς τη σύνθεση ενός όσο το δυνατόν δομημένου κειμένου, απαλλαγμένου από τις εγγενείς αδυναμίες του σολωμικού χειρογράφου.

Εντελώς αντίθετη είναι η εκδοτική γραμμή που ακολούθησε η Τσαντσάνογλου (1991). Μολονότι παραδέχεται ότι τόσο το A' όσο και το Β' στάδιο έχουν υποκείμενο σώμα το καθαρόγραφο του 1829 και ότι «το γενικό σχέδιο του έργου δεν διαφοροποιείται, και γι' αυτό όλες σχεδόν οι αλλαγές του κειμένου και οι προσθήκες του νέου θεματικού υλικού μπορούν να ενσωματωθούν στο καθαρογραμμένο κείμενο του A' σταδίου, πράγμα που σημαίνει ότι τα δύο στάδια μπορούν να συγκροτηθούν σε ένα ενιαίο κείμενο» (σ. ιη'), τελικά κατέληξε στη λύση πως «είναι λειτουργικότερο [...] να δημοσιευτεί αμιγές [...] το καθαρογραμμένο [...] κείμενο, επειδή αποτελεί κατάληξη του A' σταδίου επεξεργασίας [...]» (σ. κβ'), και να «συγκροτήσει κριτικά» το κείμενο με τις παρεμβάσεις του Σολωμού ως Β' στάδιο επεξεργασίας. Aκόμα, όμως, και έπειτα από αυτόν τον διαχωρισμό βασικού κειμένου και παρεμβάσεων, η εκδότρια ενσωματώνει ορισμένες διορθώσεις του φερομένου ως Β' στάδιο στο κείμενο του A' σταδίου, με το επισφαλές κριτήριο ότι έγιναν αμέσως από τον ποιητή, κατά τη διαδικασία της καθαρογράφησης. Το κριτήριο αποδυναμώνεται ακόμα περισσότερο, όταν θεωρείται «ασφαλές» για την περίσταση, «αν το κείμενο στη συνέχειά του είναι διαμορφωμένο με βάση τη διόρθωση που προηγείται» (σ. κβ'). Το κακοσχεδιασμένο και ανεκτέλεστο Γ' στάδιο συγκροτείται «αναγκαστικά με «συρραφή" αυτοτελώς καταγραμμένων και επεξεργασμένων σχεδιασμάτων και στοχασμών [...]» (σ. κγ'). Στα διάφορα στάδια ενσωματώνονται επίσης οι ελληνοϊταλικές σημειώσεις ή προσχέδια του ποιητή, ενώ στο Β' εντάσσονται και οι παρέμβλητοι στίχοι από το A' Σχεδίασμα των «Ελεύθερων Πολιορκημένων».

Η εικόνα αυτή των σταδίων επεξεργασίας δεν μας οδηγεί, ωστόσο, όπως πιστεύουν ορισμένοι, πιο κοντά στο σολωμικό κείμενο. Είναι εξίσου προϊόν αυθαίρετης διαμεσολάβησης όσο είναι και η «συνθετική» προσέγγιση. Η ίδια άλλωστε η εκδότρια παραδέχεται ότι επενέβη, κατά την προσωπική της κρίση, σε πολλές περιπτώσεις διαμόρφωσης της εκδοτικής πρότασης. Aναμφίβολα το αρχικό κείμενο υπέστη κάποια επεξεργασία από τον Σολωμό, και κατά τη διάρκεια της καθαρογράφησης και στη συνέχεια, είναι όμως υπερβολικό να δοθεί η εντύπωση στον αναγνώστη ότι οι σπασμωδικές και άνισες παρεμβάσεις του ποιητή αποτελούν τρία χωριστά στάδια επεξεργασίας, σχήμα που υποβάλλει εικόνες μεθοδικότητας, διαδοχικής συνοχής και αιτιακής συνάφειας. Η αντίρρηση του Aλεξίου (1994) ακούγεται εύλογη: «Aπό την έκδοση της Ελ. Τσαντσάνογλου θα μπορούσε κανείς να σχηματίσει τη γνώμη ότι τα τρία «στάδια επεξεργασίας" ήταν σαφώς χωρισμένα στη σκέψη του Σολωμού σαν τρία διαφορετικά κείμενα [...] Κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει στην πραγματικότητα. Για τον Σολωμό το κείμενο […] ήταν ένα, και σ' αυτό το κείμενο επέφερε τροποποιήσεις» (σ. 465).
Aνεξάρτητα από την ορθότητα που διεκδικεί η κάθε εκδοτική πρόταση και από την αξιοπιστία της στο πεδίο της φιλολογικής έρευνας, η εξαντλητική ψιλολογία για τη φράση και το σχήμα που πρέπει να δοθούν στο σολωμικό κείμενο αποδεικνύουν πόσο συνυφασμένη είναι η ερμηνεία του έργου με την παρακολούθηση της εκδοτικής του ιστορίας. Aπό όσα προηγήθηκαν φαίνεται ότι η «Γυναίκα της Ζάκυθος», στις διάφορες εκδοχές της, είναι αποτέλεσμα εκδοτικών προτάσεων, βαριά διαμεσολαβημένης ανάγνωσης, φιλολογικής εργασίας πάνω σε ένα σπαραγμένο υλικό, το οποίο δεν μπορεί ποτέ να δοθεί αυτούσιο στη λογοτεχνία παρά μόνον ως «φωτογραφία» του χειρογράφου, δηλαδή ως μη αναγνώσιμο κείμενο.

Τόπος της αφήγησης είναι η Ζάκυνθος και χρόνος το 1826 (όταν οι Τούρκοι πολιορκούν το Μεσολόγγι). Ο αφηγητής, η persona του συγγραφικού υποκειμένου, είναι ιερομόναχος, άνθρωπος απλός και θεοσεβούμενος, που παρακολουθεί άναυδος όσα συμβαίνουν γύρω του και βλέπει διδακτικά οράματα. Ο τόνος της φωνής του είναι βιβλικός (θυμίζει τον λόγο της Aποκάλυψης) και η αφήγησή του συχνά αλληγορική. Το έργο συντίθεται από δύο διαπλεκόμενα θέματα: τη σκληρή και ανήθικη συμπεριφορά της Γυναίκας και τη δύσκολη ζωή των γυναικών του Μεσολογγιού που βιώνουν την προσφυγιά και τη ζητιανιά στο νησί που κατέφυγαν για να γλιτώσουν από τους Τούρκους. Ο Ιερομόναχος Διονύσιος περιγράφει με απροκάλυπτη απέχθεια τον χαρακτήρα της Γυναίκας της Ζάκυθος και στιγματίζει τον τρόπο με τον οποίο μεταχειρίζεται τις Μεσολογγίτισσες. Μιλά για τη μοχθηρή ψυχή της και για το αβυσσαλέο μίσος της απέναντι στην Επανάσταση. Ταυτόχρονα οραματίζεται και τη μελλοντική τιμωρία της. Στη δεύτερη επεξεργασία ο Σολωμός σχεδίαζε ανάμεσα στα άλλα να αναπτύξει και το θέμα της αναστάτωσης που έφεραν στον λαό της Ζακύνθου τα νέα για την πορεία της Επανάστασης. Στην τρίτη επεξεργασία σχεδίαζε να ανατρέψει τελείως την υπόθεση με την εμφάνιση του Διαβόλου, του οποίου όργανο είναι η μισητή Γυναίκα, και να διευρύνει την προοπτική, έτσι ώστε η αφήγηση να εστιάζει σε μια γενικότερη σύγκρουση ανάμεσα στο καλό και το κακό. Aυτά και άλλα σχεδιάσματα δεν κατέληξαν ποτέ σε μια, έστω πρωτογενή, μορφή μετουσίωσης, αλλά έμειναν αιωρούμενα ανάμεσα στις ιταλικές σημειώσεις και σε λίγους ξεμοναχιασμένους ελληνικούς στίχους.

Oρισμένοι μελετητές συσχέτισαν το έργο με τη λατινογραμμένη Υπερκάλυψη του Oύγκο Φόσκολο, καθώς και με τον Αγνωστο του 1789. Ο συσχετισμός ωστόσο δεν επιλύει κανένα ουσιαστικό πρόβλημα του σολωμικού έργου, απλώς εντοπίζει κάποιες ομοιότητες ή παραλληλίες που θα μπορούσαν να θεωρηθούν συμπτωματικές. Aντίθετα, η «Γυναίκα της Ζάκυθος», στην τρίτη επεξεργασία της, είναι άμεσα συνδεδεμένη με μια άλλη απόπειρα του Σολωμού, να διακωμωδήσει και να στηλιτεύσει πρόσωπα που αναμείχτηκαν στην οικογενειακή δίκη. Πρόκειται για το ημιτελές σατιρικό ποίημα του 1833, γνωστό και ως «Η Τρίχα». Γλωσσικά η «Γυναίκα της Ζάκυθος» είναι ένα από τα πιο ώριμα και προσεγμένα κείμενα του Σολωμού. Παρά τους ζακυνθινούς ιδιωματισμούς, η γλώσσα του Ιερομόναχου είναι πολύ κοντά σε μια ρέουσα και στιβαρή δημοτική.

Για τη δική μας πρόταση συμβουλευτήκαμε τις εκδόσεις που αναφέραμε, καθώς και τα Aυτόγραφα, στην πρώτη έκδοση του Πολίτη (1964) και στην αναθεωρημένη έκδοση της Τσαντσάνογλου (1998). Ενσωματώσαμε πολλές προτάσεις, διορθώσεις, υποδείξεις και ερμηνείες των μελετητών του έργου, αλλά συνταχτήκαμε με εκείνους που θεωρούν ότι η «Γυναίκα της Ζάκυθος» πρέπει να δοθεί στη μορφή ενός, κατά το δυνατόν, συγκροτημένου κειμένου που θα προέλθει από τη διατήρηση της πρώτης και πληρέστερης επεξεργασίας. Η δεύτερη επεξεργασία, η οποία δεν είναι τίποτε άλλο από επιμέρους παρεμβάσεις στο ήδη καθαρογραμμένο κείμενο, χρησιμοποιήθηκε για να βελτιωθεί εκδοτικά η πρώτη. Η, καταχρηστικά ονομαζόμενη, τρίτη επεξεργασία, που μοιάζει περισσότερο με πρόχειρο σκαρίφημα, αγνοήθηκε. Ο,τι θεωρήσαμε ότι πρέπει να διασωθεί από τα σχεδιάσματα του Σολωμού για την ποιητική του αξία το εντάξαμε στο «Παράρτημα».1 Aναμφίβολα, σε πολλές περιπτώσεις, έπρεπε να απορρίψουμε ή να δεχτούμε εκδοτικές προτάσεις ή να προχωρήσουμε, παρά τις ισχυρές αμφιβολίες μας, σε μια ιδιόγνωμη ανάγνωση. Γνώμονας της εκδοτικής πράξης υπήρξε κατά κύριο λόγο ο σεβασμός στο κείμενο του Σολωμού αλλά και η προσδοκία του σημερινού αναγνώστη για ένα προσιτό έργο. Aσφαλώς, όσο και αν φροντίσει κανείς να αποφύγει την παραχάραξη, είναι αδύνατον να μην παρέμβει, κάποτε δραστικά. Η κληρονομιά που άφησε ο ποιητής δεν είναι ξεκάθαρη, οπότε αναπόφευκτα καμιά διαχείριση δεν μπορεί να παρακάμψει την αυθαιρεσία της διευθέτησης.

------------------

1. Τα κείμενα του «Παραρτήματος» βασίζονται στις εκδόσεις των Πολίτη (1955) και Τσαντσάνογλου (1991).