Ὁ κ. Νάσος Βαγενᾶς εἶναι καθηγητὴς τῆς Θεωρίας καὶ Κριτικῆς της Λογοτεχνίας στὸ Πανεπιστήμιο Ἀθηνῶν.
ΤΟ ΒΗΜΑ, 21-01-2007
Στὴν προηγούμενη ἐπιφυλλίδα μου (17 Δεκεμβρίου 2006), μιλώντας γιὰ τὴν ἀφανῆ ἐπέτειο τῶν πενήντα χρόνων ἀπὸ τὸν θάνατο τοῦ Γιώργου Κοτζιούλα, ἔγραφα ὅτι οἱ λογοτεχνικὲς ἐπέτειοι εἶναι χρήσιμες, γιατὶ προσφέρονται γιὰ ἐπανεξετάσεις ἔργων καὶ ἀπόψεων. Ἐννοοῦσα βέβαια ὅτι ὑπάρχουν καὶ ἐπέτειοι συμβατικές, ὅταν τίποτε τὸ καινούργιο δὲν ἔχει εἰπωθεῖ (ἢ δὲν ἔχει νὰ εἰπωθεῖ) καὶ οἱ ἐκδηλώσεις τους ἀναλώνονται στὴν ἐπανάληψη τῶν τετριμμένων. Δὲν εἶχα σκεφτεῖ ὅτι οἱ συμβατικὲς ἐπέτειοι μποροῦν κάποτε νὰ ἀποβοῦν βλαπτικές, γιατὶ δὲν εἶχε ἀκόμη ἐμφανιστεῖ ἐπετειακὸ ἀφιέρωμα στὸν Σολωμὸ μεγάλης ἀπογευματινῆς ἐφημερίδας. Ὁ σχολιασμὸς αὐτοῦ τοῦ ἀφιερώματος θὰ μποροῦσε νὰ γίνει ἀφορμὴ νὰ διατυπωθοῦν ὁρισμένες σκέψεις ὄχι μόνο γιὰ τὴ λειτουργία τῶν συμβατικῶν ἐπετείων ἀλλὰ καὶ γιὰ τὸν ρόλο ποὺ παίζουν στὴ διαμόρφωση τῆς λογοτεχνικῆς μας πραγματικότητας τὰ ἔνθετα βιβλίων ὁρισμένων ἐφημερίδων.
Τὸ πρῶτο χαρακτηριστικό του ἐν λόγῳ ἀφιερώματος, ποὺ ἀποτελεῖται ἀπὸ δώδεκα κείμενα ἐννέα συνεργατῶν, τὰ ὁποῖα καταλαμβάνουν δεκαπέντε σελίδες, εἶναι ἡ ταχύτητα (τὸ ἔνθετο ἔχει τὸν τίτλο «Βιβλιοδρόμιο»). Πρὶν ἀκόμη μποῦμε στὸ 2007, στὶς 30 Δεκεμβρίου 2006, τὸ ἔνθετο ἐγκαινιάζει μίαν ἐπέτειο τοῦ ἐρχόμενου ἔτους (150 χρόνια ἀπὸ τὸν θάνατο τοῦ Σολωμοῦ) διεκδικώντας ἔτσι μιὰ δημοσιογραφικὴ πρωτιά. Τὸ δεύτερο χαρακτηριστικὸ εἶναι ἡ αὐτοπεποίθηση: οἱ ὑπεύθυνοι τοῦ ἐνθέτου καὶ τοῦ ἀφιερώματος ὀνομάζουν τὸ 2007 «Ἔτος Σολωμοῦ», προφανῶς γιατὶ εἶναι βέβαιοι ὅτι ἀποτελεῖ τὴ σημαντικότερη λογοτεχνικὴ ἐπέτειο τοῦ ἔτους.
Ἀσφαλῶς δὲν θὰ πρέπει νὰ ἀγνοοῦσαν ὅτι τὸ 2007 ἔχουμε δυὸ ἀκόμη λογοτεχνικὲς ἐπετείους (πενήντα χρόνια ἀπὸ τὸν θάνατο τοῦ Καζαντζάκη καὶ ἑκατὸ χρόνια ἀπὸ τὴ γέννηση τοῦ Ἐγγονόπουλου)· οὔτε θὰ πρέπει νὰ τοὺς εἶχε διαφύγει τὸ γεγονὸς ὅτι ἐπέτειος Σολωμοῦ, καὶ μάλιστα χρονικὰ σημαντικότερη, ὡς ἑκατονταετηρίδα (διακόσια χρόνια ἀπὸ τὴ γέννησή του), ἑορτάσθηκε ἐννέα μόλις χρόνια πρίν: τὸ 1998 εἶχε ὀνομαστεῖ «Ἔτος Σολωμοῦ». Φαίνεται ὅτι ἔσπευσαν νὰ προτάξουν τὸν Σολωμό, γιατὶ ἀνακάλυψαν ὅτι ὁ Σολωμός - ὅπως ὑπογραμμίζουν μὲ τὸν τίτλο τοῦ ἀφιερώματος - παραμένει ἕως σήμερα «τὸ ἐθνικό μας φάντασμα» («ἄγνωστος, ἀφανὴς καὶ παραγνωρισμένος») καὶ ὅτι «ἦρθε ἡ ὥρα γιὰ νέες προσεγγίσεις» του.
Ὅμως ὁ Σολωμὸς οὔτε φάντασμα εἶναι, οὔτε ἄγνωστος, οὔτε παραγνωρισμένος. Εἶναι ὁ πλέον γνωστός (με ὅποια σημασία καὶ ἂν δίναμε στὴ λέξη) Ἕλληνας ποιητῆς: ὁ πλέον βιογραφημένος, ὁ περισσότερο διδασκόμενος στὴν ἐκπαίδευση, ὁ πλέον μελετημένος - ἂν δὲν ὑπάρχει ἀκόμη Βιβλιογραφία του, εἶναι ἀκριβῶς γιατί ὁ ὄγκος τῶν κειμένων ποὺ ἔχουν γραφεῖ γι᾿ αὐτὸν ἀποθαρρύνει τὸν βιβλιογράφο· ὄγκος ποὺ αὐξήθηκε ἀκόμη περισσότερο μὲ τὸ πλῆθος τῶν νέων μελετῶν ποὺ παρουσιάστηκαν σὲ συνέδρια, συμπόσια, ἡμερίδες καὶ ἀφιερώματα περιοδικῶν καὶ ἐφημερίδων τοῦ πρόσφατου «Ἔτους Σολωμοῦ», ἡ χρονικὴ ἐγγύτητα τοῦ ὁποίου μὲ τὸ 2007 καθιστᾷ περιττὸ τὸν ὁρισμὸ τοῦ παρόντος ἔτους ὡς ἑνὸς ἀκόμη «Ἔτους Σολωμοῦ» (σωστὰ τὸ ὑπουργεῖο Πολιτισμοῦ ὀνόμασε τὸ 2007 «Ἔτος Μαρίας Κάλλας»).
Ἀλλὰ τὸ πλέον ἐνδιαφέρον στὸ ἀφιέρωμα τοῦ «Βιβλιοδρομίου» δὲν εἶναι ὁ χαρακτηρισμὸς τοῦ Σολωμοῦ ὡς ἀφανοῦς ἢ ἀγνώστου. Εἶναι τὸ γεγονὸς ὅτι, ἂν καὶ ἀναγγέλλει τυμπανοκρουστικὰ θησαυροὺς νέων προσεγγίσεων, τὰ κείμενά του δὲν περιέχουν οὔτε ἕνα νέο στοιχεῖο. Ἁπλῶς ἐπαναλαμβάνουν πράγματα γνωστά, τὰ ὁποῖα τὸ ἀφιέρωμα προβάλλει μὲ τέτοιον τρόπο, ὥστε νὰ δίνει τὴν ἐντύπωση ὅτι προσφέρει νέες σολωμικὲς ἀναγνώσεις (φοβᾶμαι ὅτι στὸ παιχνίδι τῶν ἐντυπώσεων ἔχουν περιπλακεῖ, προφανῶς ἄθελά τους, καὶ οἱ συγγραφεῖς τῶν κειμένων του, ἔγκυροι σολωμιστές).
Ὁ τρόπος μὲ τὸν ὁποῖο τὸ ἐν λόγῳ ἔνθετο ἐπέλεξε καὶ πλάσαρε τὸ ἀφιέρωμα στὸν Σολωμὸ ἔχει ὅλα τὰ χαρακτηριστικὰ μιᾶς βιβλιοκριτικῆς συμπεριφορᾶς τὴν ὁποία σὲ παλαιότερη ἐπιφυλλίδα μας ὀνομάσαμε λογοτεχνικὴ κριτικὴ life-style. Πρόκειται γιὰ ἕναν τρόπο παρουσίασης τῆς λογοτεχνικῆς μας πραγματικότητας ὁ ὁποῖος τὰ τελευταῖα χρόνια ἔχει διαμορφωθεῖ ἀπὸ τὴν ἄκρατη ἐμπορευματοποίηση τοῦ λογοτεχνικοῦ βιβλίου καὶ ἔχει γίνει χαρακτηριστικὸς τῶν ἐνθέτων βιβλίου ὁρισμένων ἐφημερίδων. Κύριο γνώρισμα τοῦ τρόπου αὐτοῦ, ποὺ εἶναι προφανὲς ὅτι βρίσκεται ὑπὸ τὴν σκιὰ τοῦ βιβλιοεκδοτικοῦ marketing, εἶναι ἡ πριμοδότηση τῶν δυνάμει ἢ ἐν ἐνεργείᾳ «εὐπώλητων» βιβλίων, ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὴ λογοτεχνική τους ἀξία. Δὲν εἶναι τυχαῖο ὅτι τὰ ἔνθετα αὐτὰ παρουσιάζουν - σὲ ὅ,τι ἀφορᾶ τὴ λογοτεχνία - σχεδὸν ἀποκλειστικὰ βιβλία πεζοῦ λόγου (κυρίως μυθιστορήματα), ὅτι καλλιεργοῦν περισσότερο τὴ βιβλιοπαρουσίαση παρὰ τὴ βιβλιοκριτική, καὶ ὅτι ἀπὸ τὶς σελίδες τους ἔχουν σχεδὸν ἀποκλειστεῖ τὰ ποιητικὰ βιβλία, πού, ὡς γνωστόν, «δὲν πουλᾶνε». Οἱ ἐλάχιστες ἀναφορές τους σὲ ἔργα ποιητικὰ εἶναι κυρίως θεωρήσεις φαντασμαγορικὲς (ὅπως αὐτὴ τοῦ βιβλιοδρομικοῦ ἀφιερώματος) μεγάλων ἔργων τοῦ παρελθόντος, ποὺ αἰσθάνεται κανεὶς ὅτι χρησιμοποιοῦνται ὡς κριτικὰ φύλλα συκῆς, γιὰ νὰ κρατηθοῦν τὰ ποιητικὰ προσχήματα.
Ἡ ἀπαξίωση τῆς ποίησης ἀπὸ τὰ ἔνθετα αὐτὰ δηλώνεται καὶ ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι στοὺς ἐτήσιους ἀπολογισμούς τους τὰ ποιητικὰ βιβλία ἀπουσιάζουν. Ἕνα παράδειγμα: Στὰ «100 βιβλία τῆς χρονιᾶς ποὺ ἀξίζει νὰ διαβάσετε», τὰ ὁποῖα ἐπέλεξε (10.12.2006) τὸ ἔνθετο βιβλίου μεγάλης ἐφημερίδας (τὰ περισσότερα λογοτεχνικά), δὲν ὑπάρχει οὔτε ἕνα βιβλίο ποίησης. Κι ἂς ἐμφανίστηκαν τὸ 2006 ποιητικὰ βιβλία σημαντικότερα ἀπὸ πολλὰ μυθιστορήματα ποὺ ἐκθειάζονται σὲ αὐτὸν τὸν ἀπολογισμό. Ἐννοεῖται ὅτι καὶ στὶς 62 διαφημίσεις λογοτεχνικῶν βιβλίων, ποὺ φιλοξενεῖ τὸ ἔνθετο, γιὰ βιβλίο ποιητικὸ δὲν ὑπάρχει οὔτε μία.
Τὸ Βῆμα τῆς Κυριακῆς, 13-12-1998
Στὸ τελευταῖο κείμενό μου στὸ «Βῆμα» (29 Νοεμβρίου 1998) εἶχα ὑποστηρίξει ὅτι, ἂν θέλουμε νὰ δοῦμε καθαρότερα τὴ φύση τῆς ποιητικῆς προσπάθειας τοῦ Σολωμοῦ, θὰ πρέπει νὰ ἀπομακρυνθοῦμε ἀπὸ τὶς στερεότυπες εἰκόνες τοῦ ἑπτανησιακοῦ καὶ τοῦ ἀθηναϊκοῦ λογοτεχνικοῦ τοπίου τῆς ἐποχῆς του, οἱ ὁποῖες μας ἔχουν παραδοθεῖ ἀπὸ τὴν ἡρωικὴ ἐποχὴ τοῦ δημοτικισμοῦ, νὰ προσδιορίσουμε μὲ μεγαλύτερη ἀκρίβεια τὰ ἑπτανησιακὰ λογοτεχνικὰ καὶ ἐν γένει γραμματειακὰ συμφραζόμενα τῆς σολωμικῆς ποίησης, καὶ νὰ δοῦμε αὐτὰ τὰ συμφραζόμενα μέσα στὸ εὐρύτερο πλαίσιο τῶν ἑλληνικῶν συμφραζομένων τους. Μιὰ τέτοια ἐξέταση θὰ μᾶς βοηθήσει νὰ καταλάβουμε ὅτι ὁ Σολωμὸς ὄχι μόνο δὲν ἀποτελοῦσε γιὰ τοὺς Ἑπτανησίους τὴ μοναδικὴ πηγὴ ποιητικῆς ἀλήθειας, ὅπως πιστεύεται, ἀλλὰ καὶ ὅτι, ὡς πηγὴ ἀλήθειας, τοὺς ἦταν ἄγνωστος κατὰ τὸ ὠριμότερο καὶ οὐσιαστικότερο μέρος τοῦ ἔργου του. Θὰ μᾶς παροτρύνει, ἀκόμη, νὰ κοιτάξουμε προσεκτικότερα τὶς σχέσεις τοῦ Σολωμοῦ μὲ τοὺς ποιητὲς τοῦ κύκλου του, ἐκείνους ποὺ εἶχαν ἢ ποὺ μποροῦσαν νὰ ἔχουν πρόσβαση στὸ ἄδηλο γιὰ τοὺς λοιποὺς ἐγχείρημα τῶν μειζόνων ποιητικῶν συνθέσεών του (Ὁ Κρητικός, Οἱ ἐλεύθεροι πολιορκημένοι, Ὁ Πόρφυρας). Τὸ νόημα τῆς γνωστῆς ἐπιστολῆς του στὸν Τερτσέτη (1833) εἶναι προφανές, ὥστε νὰ μὴ χρειάζεται νὰ τὸ περιγράψουμε ἐδῶ. Αὐτὸ ποὺ μποροῦμε νὰ ποῦμε μελετώντας τοὺς στίχους τῶν ποιητῶν του σολωμικοῦ κύκλου εἶναι ὅτι οὔτε καὶ αὐτοὶ μπόρεσαν νὰ ἔρθουν σὲ γόνιμη ἐπαφὴ μὲ τὸ νόημα τῆς σολωμικῆς τέχνης. Τὸν Σολωμὸ δὲν μπόρεσαν νὰ τὸν καταλάβουν, ἢ τουλάχιστον νὰ ὠφεληθοῦν οὐσιαστικὰ ἀπὸ αὐτόν, οὔτε οἱ μαθητές του. Διαφορετικά, θὰ εἶχαν δώσει ἔργα σημαντικότερα, διαμορφωμένα καὶ ἀπὸ τὰ βαθύτερα στοιχεῖα τοῦ διδάγματός του.
Κοιτάζοντας σήμερα τὰ πράγματα μὲ τὴν ὀπτικὴ καθαρότητα ποὺ μπορεῖ νὰ μᾶς προσφέρει ἡ χρονικὴ ἀπόσταση, ἀντιλαμβανόμαστε ὅτι δὲν θὰ μποροῦσαν νὰ ἦταν ἀλλιῶς. Ὁ Σολωμὸς ἦταν μία ποιητικὴ μεγαλοφυΐα, ἀπὸ ἐκεῖνα τὰ σπάνια ποιητικὰ πνεύματα πού, ἐνίοτε, ὑπερέχουν τόσο πολὺ τῶν συγχρόνων ὁμοτέχνων τους, ὥστε αὐτοὶ νὰ μὴν μποροῦν νὰ τὰ ἀκολουθήσουν. Ἔτσι, ἀνέλαβε μόνος του καὶ χωρὶς οὐσιαστικὴ βοήθεια ἕνα τιτάνιο ποιητικὸ ἔργο, τὸ ὁποῖο ἦταν ἔργο μιᾶς ὁλόκληρης ποιητικῆς γενιᾶς: νὰ διαμορφώσει μία κοινὴ νεοελληνικὴ ποιητικὴ γλώσσα μέσα ἀπὸ τὸ πλῆθος τῶν γλωσσικῶν τάσεων καὶ προτάσεων ποὺ κατετίθεντο ἐκείνη τὴν ἐποχή. Τὸ ἔργο αὐτὸ ἔχει ἀρκετὲς ἀναλογίες μὲ τὸ γλωσσικὸ ἔργο ποὺ ἐπετέλεσε ἡ ποίηση τῆς Κρητικῆς Ἀκμῆς, ἀλλὰ μὲ δυὸ σημαντικὲς διαφορές:
1) Ἡ κλίμακα τῆς γλώσσας ποὺ εἶχαν νὰ ἐπεξεργαστοῦν οἱ ποιητές της Κρήτης ἦταν τοπική, ἐνῶ ἐκείνη τοῦ Σολωμοῦ πανελλήνια· ἡ διαμόρφωση τῆς κρητικῆς ποιητικῆς γλώσσας, τὴν ὁποία ἐπέτυχαν οἱ ποιητὲς τῆς Κρήτης, ἦταν εὐκολότερη, γιατὶ τὸ ὑλικὸ ποὺ ἔπρεπε νὰ «καθαριστεῖ» καὶ νὰ μορφοποιηθεῖ σὲ ὁμοιογενῆ ποιητικὴ γλώσσα ἦταν πολὺ λιγότερο ἑτερόκλητο ἀπὸ τὸ ὑλικὸ τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας τῆς ἐποχῆς τοῦ Σολωμοῦ, ὁ ὁποῖος εἶχε νὰ ἀντιμετωπίσει καὶ τὶς κινούμενες στοὺς ἀντίποδες τῆς δικῆς του προσπάθειας θεσμοποιημένες γλωσσικὲς κατευθύνσεις τοῦ νέου κράτους.
2) Ἢ ἐποχὴ τῆς Κρητικῆς Ἀκμῆς διέθετε περισσότερους ἀπὸ ἕναν μεγάλους ποιητὲς (Κορνάρος, Χορτάτσης) καὶ ἐλάσσονες ἀναλογικὰ σημαντικότερους ἀπὸ τοὺς ἐλάσσονες σολωμικούς, ὥστε νὰ μποροῦμε νὰ ποῦμε ὅτι ἡ ποιητικὴ γλώσσα της ἦταν ἀποτέλεσμα μιᾶς μεγαλύτερης ποιητικῆς ἀλληλεγγύης. Ἔτσι, δὲν θὰ πρέπει νὰ μᾶς παραξενεύει τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ Σολωμὸς δὲν κατόρθωσε νὰ ὁλοκληρώσει τὶς ποιητικὲς συνθέσεις τῆς ὡριμότητάς του.
Ἀλλὰ δὲν ἦταν μόνον οἱ ἀντικειμενικὲς συνθῆκες ποὺ ἐμπόδισαν τὴν ὁλοκλήρωση αὐτῶν τῶν συνθέσεων. Ἦταν καὶ μία προσωπικὴ συντεταγμένη, ποὺ καθιστοῦσε τὸ σολωμικὸ ἐγχείρημα ἀκόμη πιὸ δύσκολο. Καὶ δὲν ἐννοῶ τὶς γλωσσικὲς ἐλλείψεις τοῦ ποιητῆ, τὶς ὁποῖες ἦταν ἀδύνατον νὰ ἐξαλείψει πλήρως ἡ ἐπανασύνδεσή του μὲ τὴν ἑλληνικὴ γλώσσα μετὰ τὴν ἐπάνοδό του ἀπὸ τὴν Ἰταλία (σὲ τελευταία ἀνάλυση, αὐτὲς ἐνδέχεται νὰ λειτουργοῦν ὡς ἕνα βαθμὸ καὶ ἀντιστρόφως: νὰ ἀποτελοῦν συγχρόνως, ὅπως στὴν περίπτωση τοῦ Κάλβου, καὶ πηγὴ ἐκφραστικῆς γοητείας - βέβαια πολὺ λιγότερο ὁρατὴ στὸν Σολωμό). Ἀναφέρομαι στὴν παράτολμη γιὰ τὴν ἑλληνικὴ γλωσσικὴ διαμόρφωσή του προσπάθεια τοῦ Σολωμοῦ νὰ κάνει τραγικοῦ (Ὁ Κρητικός, Ὁ Πόρφυρας) καὶ ἐπικοτραγικοῦ περιεχομένου ποίηση (Οἱ ἐλεύθεροι πολιορκημένοι) μὲ λυρικὴ γλώσσα. Παρὰ τὴν ἀποσπασματικότητα τοῦ ἔργου του, ὁ Σολωμὸς μὲ τὶς συγχωνεύσεις του αὐτὲς εἶναι ἕνας ἀπὸ τοὺς ἐλάχιστους εὐρωπαίους ποιητὲς τῆς ἐποχῆς του ποὺ ὑλοποιοῦν πραγματικὰ - θέλω νὰ πῶ: σὲ βάθος - τὸ ρομαντικὸ ὅραμα τῆς σύμμειξης τῶν ποιητικῶν εἰδῶν (μιὰ παρόμοια -λυρικοτραγικὴ- συγχώνευση ἐπιτυγχάνει στὴν Ἰταλία ὁ συνομήλικός του Λεοπάρντι) - καὶ πιστεύω ὅτι ἀπὸ αὐτὴ πηγάζει ἡ μεγάλη καθαρότητα τῆς σολωμικῆς γλώσσας. Ἡ καθαρότητα τῆς γλώσσας τοῦ Σολωμοῦ, ὅπως ἄλλωστε καὶ τοῦ Λεοπάρντι (καὶ οἱ δυὸ χαρακτηρίστηκαν πρόδρομοι τῆς γαλλικῆς «καθαρῆς ποίησης»), δὲν εἶναι μεγαλύτερη ἀπὸ ἐκείνη ἄλλων λυρικῶν ποιητῶν τῆς ἐποχῆς τους. Ὡστόσο, δίνει τὴν αἴσθηση ὅτι εἶναι μεγαλύτερη, γιατί ἔχει μεγαλύτερο βάθος· γιατὶ ὁ σολωμικὸς λυρισμός, ὅπως καὶ ὁ λεοπαρδικός, ἔχει βαρύτερο περιεχόμενο: ἐκφράζει συναισθήματα πυκνότερα καὶ ἀσύμβατα μὲ ἐκεῖνα τοῦ συνήθους λυρισμοῦ.
Κι ἐδῶ βρίσκεται ἡ διαφορὰ τοῦ Σολωμοῦ ἀπὸ τοὺς ξενόγλωσσους ὁμοτέχνους του. Ἐνῶ ὁ Λεοπάρντι εἶχε στὴ διάθεσή του μιὰ καλλιεργημένη καὶ σὲ σημαντικὸ βαθμὸ ὁμοιογενοποιημένη γλώσσα, ὁ Σολωμὸς ἔπρεπε νὰ ἐργαστεῖ μὲ τὸ ὑλικὸ μιᾶς ποιητικῆς γλώσσας πολὺ λιγότερο πρόσφορης γιὰ τὴν ἐπίτευξη τῆς σύμμειξης ποὺ ἐπεδίωκε. Αὐτὸ ἐννοοῦσε ὁ Σπ. Ζαμπέλιος ὅταν τὸν ἐπέκρινε γιατὶ ἐπιχείρησε νὰ ἐκφράσει πράγματα τὰ ὁποῖα δὲν τοῦ ἐπέτρεπε ἡ κατάσταση τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας ἐκείνη τὴν ἐποχή.
Τὸ βάρος τοῦ ἔργου ποὺ ἀνέλαβε ὁ Σολωμὸς ἦταν τόσο ὥστε ἡ «συντριβή» του νὰ μὴν εἶναι ἀνεξήγητη. Ἡ μορφὴ τῶν σωζομένων ποιημάτων του δὲν ὀφείλεται τόσο στὴν ἐφαρμογὴ ἀπὸ τὸν ποιητὴ τῆς ἰδέας τοῦ ῥομαντικοῦ ἀποσπάσματος, ὅπως ἔχει εἰπωθεῖ, ὅσο στὴ φύση τοῦ ἐγχειρήματός του (σὲ κανέναν ῥομαντικὸ ποιητὴ ἡ ἀποσπασματικότητα δὲν ἔχει τὴ «συντριμματικὴ» μορφὴ μὲ τὴν ὁποία ἐμφανίζεται στὸν Σολωμό). Ὁ Σολωμὸς ὑπέκυψε στὶς δυσκολίες τοῦ ἐγχειρήματός του, ὅμως κατόρθωσε, γιὰ νὰ χρησιμοποιήσω μία μεταφορὰ τοῦ Σεφέρη, νὰ βγάλει μέσα ἀπὸ τὰ γλωσσικὰ νεφελώματα τῆς ἐποχῆς του ἕνα ἄστρο - γιὰ τὴν ἀκρίβεια, κομμάτια ἑνὸς ἄστρου, τὰ ὁποῖα ἐπρόκειτο νὰ γίνουν ὁ κύριος ὁδηγητὴς καὶ διαμορφωτὴς τῆς κοινῆς ποιητικῆς γλώσσας μας καί, ὡς ἐκ τούτου, ἕνας ἀπὸ τοὺς κύριους διαμορφωτὲς τῆς νεοελληνικῆς κοινῆς. Λέω ἐπρόκειτο, γιατὶ χρειαζόταν χρόνος ὥστε νὰ μπορέσει νὰ λειτουργήσει καὶ σὲ βάθος τὸ σολωμικὸ δίδαγμα.
Ἡ ἐπεξεργασία τῆς ἑλληνικῆς ποιητικῆς γλώσσας ποὺ ἐπετέλεσε ὁ Σολωμὸς ἦταν τόσο βαθιὰ καὶ τόσο λεπτὴ ὥστε, ἂν εἶχε δημοσιεύσει τὰ ἀποσπάσματα τῶν μεγάλων ποιημάτων του, ἡ γλώσσα τους θὰ φαινόταν (καὶ θὰ ἦταν) τότε, ὄχι μόνο γιὰ τοὺς Ἀθηναίους ἀλλὰ καὶ γιὰ τοὺς Ἑπτανησίους, σὲ αἰσθητὸ βαθμὸ τεχνητὴ (πράγμα ποὺ θὰ ἔπρεπε νὰ τὸ ἔνιωθαν καὶ οἱ ἄνθρωποι τοῦ κύκλου του, ποὺ γνώριζαν τὰ ποιήματά του). Ἔπρεπε νὰ ὡριμάσουν οἱ συνθῆκες καὶ νὰ διαμορφωθεῖ μὲ τὴν καθοδήγηση τῆς γλώσσας τῶν σολωμικῶν ἀποσπασμάτων ἡ ἑλληνικὴ κοινὴ ποιητικὴ γλώσσα, γιὰ νὰ μπορέσει ἡ γλώσσα τοῦ Σολωμοῦ, μὲ μίαν ἀνεπαίσθητη ὅμως ἰσχυρὴ ἀνάδραση, τὴν ὁποία ἡ ἴδια με σοφία προετοίμασε, νὰ φυσικοποιηθεῖ πλήρως.