Μετάφραση. Ἀπὸ τὸ «Ποιήματα καὶ Πεζά».
Ἐπιμέλεια-Εἰσαγωγές: Στυλιανὸς Ἀλεξίου. Ἔκδ. Στιγμή, Ἀθήνα 1994.
«Ἀπὸ τοὺς φοβεροὺς γκρεμνούς, τὶς χαμηλὲς κοιλάδες καὶ τὰ ψηλὰ βουνά, ἀπὸ τὴν ἐρημιὰ τῶν ποταμῶν καὶ τῆς θάλασσας, ἀπὸ τοὺς δρόμους, τὶς σπηλιές, τὰ πηγάδια, ἀκόμη καὶ μέσα ἀπὸ τὰ ζεστὰ κρεβάτια, σηκωθεῖτε, ὦ σφαγμένοι τῆς Ἑλλάδας, καὶ προσευχηθεῖτε!».
Αὐτὰ εἶπε ἡ βαθειὰ φωνή, ἐξακοντισμένη πρὸς τὸ χῶρο τοῦ ὀνείρου, καὶ ἡ ψυχὴ ἦταν ὅλη ὄργανο πνευματικό, ἕτοιμη νὰ δεχτεῖ γρήγορα τὸ κοντινὸ καὶ τὸ μακρινό, τὸ φωτεινὸ καὶ τὸ σκοτεινό, τὸ ἀνθρώπινο καὶ τὸ θεῖο. Καὶ τὸ ὄνειρο, ἀπαντώντας μὲ θαυμαστὴ ταχύτητα, ἔδωσε πίσω ὅλα τὰ πνεύματα ποὺ εἶχαν προσκαλεστεῖ καὶ τὰ ἔσπρωξε ἀμέτρητα καὶ σφιγμένα τὸ ἕνα στὸ ἄλλο, σ᾿ ἕνα διάστημα χωρὶς ὅρια, ποὺ ἔμοιαζε ὠκεανὸς χωρὶς στεριὲς καὶ νησιά, ἢ σὰν οὐρανὸς χωρὶς ἄστρα.
Ἐμπρὸς στὰ μάτια μου τὰ δακρυσμένα καὶ ἔκπληκτα, ὅλοι μουρμούριζαν καὶ ἔτρεμαν ὅπως τὰ ἀναρίθμητα φύλλα ἑνὸς πελώριου δέντρου ποὺ τὸ δονεῖ ὁ ἀέρας. Τὰ φύλλα ποὺ τὸ φθινόπωρο τὰ παίρνει ἀπὸ τὰ δέντρα καὶ τὰ στρώνει στὴ γῆ, ἦταν τίποτα ἐμπρὸς σ᾿ αὐτὸ τὸ πλῆθος. Ὅλοι εἶχαν τὸ χέρι στὴν καρδιὰ σὰν ἀπὸ ἀπέραντο πόνο, καὶ προσεύχονταν ὁμόφωνα. Ἡ προσευχὴ ἦταν θερμὴ καὶ βαθειά, ἀλλὰ οἱ φωνὲς ἀδύνατες καὶ χωρὶς ἦχο, ὅπως αὐτὲς ποὺ βγάζομε στὸν ὕπνο μας τὸν τρομαγμένο. Ξαφνικὰ ξέσπασε ἀπὸ ὅλους ἕνας ἀνεμοστρόβιλος ἀπὸ φωνές, πάμπολλες ὅπως ἡ ἄμμος ποὺ στροβιλίζεται ἀπὸ μανιασμένο ἄνεμο. Ὡστόσο μία χαρὰ φανερωνόταν μέσα στὸν ἔρημο αἰθέρα. Μιὰ μαυροφόρα γυναῖκα στάθηκε ψηλά, καὶ ἡ ἀγκαλιὰ ποὺ ἄνοιξε πρὸς ὅλους, κοιτάζοντας ὅλους, ἦταν φανερὰ ἐκείνη ποὺ ἔσφιξε μητρικὰ τὸν Σωτῆρα.