«Κοντά ῾ναι τὸ χρυσόφτερο καὶ κατὰ δῶ γυρμένο, π᾿ ἄφησε ξάφνου τὸ κλαδὶ γιὰ τοῦ γιαλοῦ τὴν πέτρα κι ἐκεῖ γρικᾶ τῆς θάλασσας καὶ τ᾿ οὐρανοῦ τὰ κάλλη κι ἐκεῖ τραβᾶ τὸν ἦχο του μ᾿ ὅλα τὰ μάγια πὄχει. Γλυκά ῾δεσε τὴ θάλασσα καὶ τὴν ἐρμιὰ τοῦ βράχου κι ἃ δὲν εἶν᾿ ὥρα γιὰ τ᾿ ἄστρι θὲ νὰ συρθεῖ καὶ νά ῾βγει. (Χιλιάδες ἄστρα στὸ λουτρὸ μ᾿ ἐμὲ νὰ στείλ᾿ ἡ νύχτα !). Πουλὶ πουλάκι ποὺ λαλεῖς μ᾿ ὅλα τὰ μάγια πὄχεις, εὐτυχισμὸς ἂ δὲν εἶναι τὸ θαῦμα τῆς φωνῆς σου, καλὸ δὲν ἄνθισε στὴ γῆ, στὸν οὐρανό, κανένα. Δὲν τό ῾λπιζα νά ῾ν᾿ ἡ ζωὴ μέγα καλὸ καὶ πρῶτο ! Ἀλλ᾿ ἄχ, ἀλλ᾿ ἄχ, νὰ μπόρουνα σὰν ἀστραπὴ νὰ τρέξω, ἀκόμ᾿, ἀφρέ μου, νὰ βαστᾶς καὶ νά ῾μαι γυρισμένος μὲ δυὸ φιλιὰ τῆς μάνας μου, μὲ φούχτα γῆ τῆς γῆς μου!». Κι ἡ φύσις ὅλη τοῦ γελᾶ καὶ γένεται δική του. Ἐλπίδα, τὸν ἀγκάλιασες καὶ τοῦ κρυφομιλοῦσες καὶ τοῦ σφιχτόδεσες τὸ νοῦ μ᾿ ὅλα τὰ μάγια πόχεις. Νιὸς κόσμος ὄμορφος παντοῦ χαρᾶς καὶ καλοσύνης. Ἀλλ᾿ ἀπαντοῦν τὰ μάτια του τρανὸ θεριὸ πελάγου Ἀπομεινάρι θαυμαστὸ ἐρμιᾶς καὶ μεγαλείου, |