Ὡσὰν γλυκόπνοο,
δροσάτο ἀεράκι
μέσα σὲ ἀνθότοπο,
κειὸ τὸ παιδάκι
τὴν ὕστερη ἔβγαλε
ἀναπνοή.
Καὶ ἡ ψυχούλα του,
εἰς τὸν ἀέρα
γλήγορα ἀνέβαινε
πρὸς τὸν αἰθέρα,
σὰν λιανοτρέμουλη
σπίθα μικρή.
Ὅλα τὴν ἔκραξαν,
ὅλα τ᾿ ἀστέρια,
κι ἐκείνη ἐξάπλωνε
δειλὴ τὰ χέρια,
γιατὶ δὲν ἤξευρε
σὲ ποῖο νὰ μπεῖ.
Ἀλλά, νά, τοὔδωσε
ἕνα ἀγγελάκι
τὸ φιλὶ ἀθάνατο
στὸ μαγουλάκι
ποὺ ἔξαφνα
ἔλαμψε σὰν τὴν αὐγή.
|