1. Ἐγὼ Διονύσιος Ἱερομόναχος, ἐγκάτοικος στὸ ξωκλήσι τοῦ Ἁγίου Λύπιου, γιὰ νὰ περιγράψω ὅ,τι στοχάζουμαι λέγω:
2. Ὅ,τι ἐγύριζα ἀπὸ τὸ μοναστήρι τοῦ Ἅγιου Διονυσίου, ὁποὺ εἶχα πάει γιὰ νὰ μιλήσω μὲ ἕναν καλόγερο, γιὰ κάτι ὑπόθεσες ψυχικές.
3. Καὶ ἤτανε καλοκαίρι, καὶ ἦταν ἡ ὥρα ὁποὺ θολώνουνε τὰ νερά, καὶ εἶχα φθάσει στὰ Τρία Πηγάδια, καὶ ἦταν ἐκεῖ τριγύρου ἡ γῆ ὅλο νερά, γιατὶ πᾶνε οἱ γυναῖκες καὶ συχνοβγάνουνε.
4. Ἐσταμάτησα σὲ ἕνα ἀπὸ τὰ Τρία Πηγάδια, καὶ ἀπιθώνοντας τὰ χέρια μου στὸ φιλιατρὸ τοῦ πηγαδιοῦ ἔσκυψα νὰ ἰδῶ ἂν ἤτουν πολὺ νερό.
5. Καὶ τὸ εἶδα ὡς τὴ μέση γιομάτο καὶ εἶπα: Δόξα σοι ὁ Θεός.
6. Γλυκιὰ ἡ δροσιὰ ποὺ στέρνει γιὰ τὰ σπλάχνα τοῦ ἀνθρώπου τὸ καλοκαίρι, μεγάλα τὰ ἔργα του καὶ μεγάλη ἡ ἀφχαριστία τοῦ ἄνθρωπου.
7. Καὶ οἱ δίκαιοι κατὰ τὴ θεία Γραφὴ πόσοι εἶναι; Καὶ συλλογίζοντας αὐτὸ ἐπαίξανε τὰ μάτια μου στὰ χέρια μου ὁποὺ ἤτανε ἀπιθωμένα στὸ φιλιατρό.
8. Καὶ θέλοντας νὰ μετρήσω μὲ τὰ δάχτυλα τοὺς δίκαιους, ἀσήκωσα ἀπὸ τὸ φιλιατρὸ τὸ χέρι μου τὸ ζερβί, καὶ κοιτώντας τὰ δάχτυλα τοῦ δεξιοῦ εἶπα: Τάχα νὰ εἶναι πολλά;
9. Καὶ ἀρχίνησα καὶ ἐσύγκρενα τὸν ἀριθμὸ τῶν δικαίων ὁποὺ ἐγνώριζα μὲ αὐτὰ τὰ πέντε δάχτυλα, καὶ βρίσκοντας πῶς ἐτοῦτα ἐπερισσεύανε ἐλιγόστεψα τὸ δάχτυλο τὸ λιανό, κρύβοντάς το ἀνάμεσα στὸ φιλιατρὸ καὶ στὴν ἀπαλάμη μου.
10. Καὶ ἔστεκα καὶ ἐθεωροῦσα τὰ τέσσερα δάχτυλα γιὰ πολλὴ ὥρα, καὶ αἰστάνθηκα μεγάλη λαχτάρα, γιατὶ εἶδα πὼς ἤμουνα στενεμένος νὰ λιγοστέψω, καὶ κοντὰ στὸ λιανό μου δάχτυλο, ἔβαλα τὸ σιμοτινό του στὴν ἴδια θέση.
11. Ἐμνέσκανε τὸ λοιπὸν ἀπὸ κάτου ἀπὸ τὰ μάτια μου τὰ τρία δάχτυλα μοναχά, καὶ τὰ ἐχτυποῦσα ἀνήσυχα ἀπάνου στὸ φιλιατρὸ γιὰ νὰ βοηθήσω, τὸ νοῦ μου νὰ εὕρει κάνε τρεῖς δίκαιους.
12. Ἀλλὰ ἐπειδὴ ἀρχινήσανε τὰ σωθικά μου νὰ τρέμουνε σὰν τὴ θάλασσα ποὺ δὲν ἡσυχάζει ποτέ,
13. ἀσήκωσα τὰ τρία μου ἕρμα δάχτυλα καὶ ἔκαμα τὸ σταυρό μου.
14. Ἔπειτα θέλοντας νὰ ἀριθμήσω τοὺς ἀδίκους, ἔχωσα τὸ ἕνα χέρι μὲς στὴν τσέπη τοῦ ράσου μου καὶ τὸ ἄλλο ἀνάμεσα στὸ ζωνάρι μου, γιατὶ ἐκατάλαβα, ἀλίμονον! πῶς τὰ δάχτυλα δὲν ἐχρειαζόντανε ὁλότελα.
15. Καὶ ὁ νοῦς μου ἐζαλίστηκε ἀπὸ τὸ μεγάλον ἀριθμό· ὅμως μὲ παρηγοροῦσε τὸ νὰ βλέπω πὼς καθένας κάτι καλὸ εἶχε ἀπάνου του. Καὶ ἄκουσα ἕνα γέλιο φοβερὸ μὲς στὸ πηγάδι καὶ εἶδα προβαλμένα δυὸ κέρατα.
16. Καὶ μοῦ ἦρθε στὸ νοῦ μου, περσότερο ἀπὸ ὅλους αὐτούς, ἡ γυναίκα τῆς Ζάκυνθος, ἡ ὁποία πολεμάει νὰ βλάφτει τοὺς ἄλλους μὲ τὴ γλώσσα καὶ μὲ τὰ ἔργατα, καὶ ἦταν ἔχθρισσα θανάσιμη τοῦ ἔθνους.
17. Καὶ γυρεύοντας νὰ ἰδῶ ἐὰν μέσα σὲ αὐτὴν τὴν ψυχή, εἰς τὴν ὁποίαν ἀναβράζει ἡ κακία τοῦ Σατανᾶ, ἂν ἔπεσε ποτὲ ἡ ἀπεθυμιὰ τοῦ παραμικροῦ καλοῦ,
18. ἔπειτα ποὺ ἐστάθηκα νὰ συλλογιστῶ καλά, ὕψωσα τὸ κεφάλι μου καὶ τὰ χέρια μου στὸν οὐρανὸ καὶ ἐφώναξα: Θέ μου, καταλαβαίνω πὼς γυρεύω ἕνα κλωνὶ ἁλάτι μὲς στὸ θερμό.
19. Καὶ εἶδα πῶς ἐλάμπανε ἀπὸ πάνου μου ὅλα τ᾿ ἄστρα, καὶ ἐξάνοιξα τὴν Ἀλετροπόδα, ὅπου μὲ εὐφραίνει πολύ.
20. Καὶ ἐβιάσθηκα νὰ κινήσω γιὰ τὸ ξωκλήσι τοῦ Ἁγίου Λύπιου, γιατὶ εἶδα πὼς ἐχασομέρησα, καὶ ἤθελα νὰ φθάσω γιὰ νὰ περιγράψω τὴ γυναίκα τῆς Ζάκυνθος.
21. Καὶ ἰδοὺ καμία δωδεκαριὰ ψωρόσκυλα ποὺ ἠθέλανε νὰ μοῦ ἐμποδίσουν τὸ δρόμο,
22. καὶ μὴ θέλοντας ἐγὼ νὰ τὰ κλοτσοβολήσω γιὰ νὰ μὴν ἐγγίξω τὴν ψώρα καὶ τὰ αἵματα πούχανε, ἐστοχασθήκανε πῶς τὰ σκιάζουμαι,
23. καὶ ἤρθανε βαβίζοντας σιμότερά μου· ὅμως ἐγὼ ἐκαμώθηκα πὼς σκύφτω νὰ πάρω πέτρα,
24. καὶ ἔφυγαν ὅλα καὶ ἐξεθύμαιναν τὰ κακορίζικα ψωριασμένα τὴ λύσσα τους, τὸ ἕνα δαγκώνοντας τὸ ἄλλο.
25. Ἀλλὰ ἕνας ὅπου ἐδιαφέντευε κάποια ἀπὸ τὰ ψωρόσκυλα ἐπῆρε κι αὐτὸς μιὰ πέτρα,
26. καὶ βάνοντας ὁ ἄθεος γιὰ σημάδι τὸ κεφάλι ἐμὲ τοῦ Διονυσίου τοῦ Ἱερομόναχου δὲν τὸ πίτυχε. Γιατὶ ἀπὸ τὴ βία τὴ μεγάλη, μὲ τὴν ὁποίαν ἐτίναξε τὴν πέτρα, ἐστραβοπάτησε καὶ ἔπεσε.
27. Ἔτσι ἐγὼ ἔφτασα στὸ κελὶ τοῦ Ἁγίου Λύπιου παρηγορημένος ἀπὸ τὲς μυρωδὶες τοῦ κάμπου, ἀπὸ τὰ γλυκότρεχα νερὰ καὶ ἀπὸ τὸν ἀστρόβολον οὐρανό, ὁ ὁποῖος ἐφαινότουνα ἀπὸ πάνου ἀπὸ τὸ κεφάλι μου μία Ἀνάσταση.
1. Τὸ λοιπὸν τὸ κορμὶ τῆς γυναικὸς ἤτανε μικρὸ καὶ παρμένο,
2. καὶ τὸ στῆθος σχεδὸν πάντα σημαδεμένο ἀπὸ τὲς ἀβδέλλες ποὺ ἔβανε γιὰ νὰ ρουφήξουν τὸ τηχτικό, καὶ ἀπὸ κάτου ἐκρεμόντανε δυὸ βυζιὰ ὡσὰν καπνοσακοῦλες.
3. Καὶ αὐτὸ τὸ μικρὸ κορμὶ ἐπερπατοῦσε γοργότατα, καὶ οἱ ἁρμοί της ἐφαινόντανε ξεκλείδωτοι.
4. Εἶχε τὸ μοῦτρο της τὴ μορφὴ τοῦ καλαποδιοῦ, καὶ ἔβλεπες ἕνα μεγάλο μάκρο ἂν ἐκύτταζες ἀπὸ τὴν ἄκρη τοῦ πηγουνιοῦ ὡς τὴν ἄκρη τοῦ κεφαλιοῦ,
5. εἰς τὴν ὁποία ἤτανε μιὰ πλεξίδα στρογγυλοδεμένη καὶ ἀπὸ πάνου ἕνα χτένι θεόρατο.
6. Καὶ ὅποιος ἤθελε σιμώσει τὴν πιθαμὴ γιὰ νὰ μετρήσει τὴ γυναίκα, ἤθελ᾿ εὕρει τὸ τέταρτο τοῦ κορμιοῦ στὸ κεφάλι.
7. Καὶ τὸ μάγουλό της ἐξερνοῦσε σάγριο, τὸ ὁποῖο ἦταν πότε ζωντανὸ καὶ πότε πονιδιασμένο καὶ μαραμένο.
8. Καὶ ἄνοιγε κάθε λίγο ἕνα μεγάλο στόμα γιὰ ν᾿ ἀναγελάσει τοὺς ἄλλους, καὶ ἔδειχνε τὰ κάτου δόντια τὰ μπροστινὰ μικρὰ καὶ σάπια, ποὺ ἐσμίγανε μὲ τὰ ἀπάνου πούτανε λευκότατα καὶ μακριά.
9. Καὶ μόλον ποὔτανε νιά, οἱ μηλίγγοι καὶ τὸ μέτωπο καὶ τὰ φρύδια καὶ ἡ κατεβασιὰ τῆς μύτης γεροντίστικα.
10. Πάντα γεροντίστικα, ὅμως ξεχωριστὰ ὅταν ἀκουμποῦσε τὸ κεφάλι της εἰς τὸ γρόθο τὸ δεξὴ μελετώντας τὴν πονηριά.
11. Καὶ αὐτὴ ἡ θωριὰ ἡ γεροντίστικη ἤτανε ζωντανεμένη ἀπὸ δυὸ μάτια λαμπρὰ καὶ ὁλόμαυρα, καὶ τὸ ἕνα ἤτανε ὀλίγο ἀλληθώρικο,
12. καὶ ἐστριφογυρίζανε ἐδῶ καὶ ἐκεῖ γυρεύοντας τὸ κακό, καὶ τὸ βρίσκανε καὶ ὅπου δὲν ἤτουν.
13. Καὶ μὲς στὰ μάτια της ἄστραφτε ἕνα κάποιον τι ποὺ σ᾿ ἔκανε νὰ στοχασθεῖς ὅτι, ἡ τρελάδα ἢ εἶναι λίγο ποὺ τὴν ἄφησε ἢ κοντεύει νὰ τὴν κυτριμίσει.
14. Καὶ τούτη ἦταν ἡ κατοικία τῆς ψυχῆς της τῆς πονηρῆς καὶ τῆς ἁμαρτωλῆς.
15. Καὶ ἐφανέρωνε τὴν πονηρία καὶ μιλώντας καὶ σιωπώντας.
16. Καὶ ὅταν ἐμιλοῦσε κρυφὰ γιὰ νὰ βλάψει τὴ φήμη τοῦ ἀνθρώπου, ἔμοιαζε ἡ φωνή της μὲ τὸ ψιθύρισμα τοῦ ψαθιοῦ πατημένου ἀπὸ τὸ πόδι τοῦ κλέφτη.
18. Καὶ ὅταν ἐμίλειε δυνατά, ἐφαινότουνα ἡ φωνή της ἐκείνη ὁποὺ κάνουν οἱ ἄνθρωποι γιὰ νὰ ἀναγελάσουν τοὺς ἄλλους.
19. Καὶ μολοντοῦτο, ὅταν ἤτουν μοναχή, ἐπήγαινε στὸν καθρέφτη, καὶ κοιτώντας ἐγέλουνε κ᾿ ἔκλαιε,
20. καὶ ἐθάρρειε πὼς εἶναι ἡ ὡραιότερη ἀπ᾿ ὅσες εἶναι στὰ Ἑφτάνησα.
21. Καὶ ἦταν γιὰ νὰ χωρίζει ἀνδρόγυνα καὶ ἀδέλφια ἐπιδέξια σὰν τὸ Χάρο.
22. Καὶ ὅταν ἔβλεπε στὸν ὕπνο της τὸ ὡραῖο κορμὶ τῆς ἀδελφῆς της ἐξύπναε τρομασμένη.
23. Ὁ φθόνος, τὸ μίσος, ἡ ὑποψία, ἡ ψευτιὰ τῆς ἐτραβούσανε πάντα τὰ σωθικά,
24. Σὰν τὰ βρωμόπαιδα τῆς γειτονιᾶς τὰ βλέπεις ξετερολοϊσμένα καὶ λερωμένα νὰ σημαίνουν τὰ σήμαντρα τοῦ πανηγυριοῦ καὶ βουρλίζουν τὸν κόσμο.
* * *
25. Ἀλλὰ μιλώντας πάντα γιὰ τὰ κακὰ τῶν ἄλλων γυναικῶν ἔσωσε ὁ νοῦς της καὶ ἐπυρώθηκε,
26. καὶ αἰσθανότουνα μία κάποια γλυκάδα εἰς τὸ νὰ τὰ ξαναμελετάει μονάχη της.
27. Μολοντοῦτο ἐβαστιότουνα ἀπὸ τὰ κακὰ ἔργατα.
28. Ἀλλὰ ἐπειδὴ ἀγρίκουνε ποὺ τὴν ἔλεγαν ἄσχημη, ἐβλάφθηκε ἡ φιλαυτία της καὶ ἐκριμάτισε καὶ στὸ τέλος δὲν εἶχε κράτο κτλ.
1. Καὶ ἐσυνέβηκε αὐτὲς τὲς ἡμέρες ὁποὺ οἱ Τοῦρκοι ἐπολιορκοῦσαν τὸ Μισολόγγι καὶ συχνὰ ὀλημερνὶς καὶ καπότε ὀληνυχτὶς ἔτρεμε ἡ Ζάκυνθο ἀπὸ τὸ κανόνισμα τὸ πολύ.
2. Καὶ κάποιες γυναῖκες Μισολογγίτισσες ἐπερπατοῦσαν τριγύρω γυρεύοντας γιὰ τοὺς ἄνδρες τους, γιὰ τὰ παιδιά τους, γιὰ τ᾿ ἀδέλφια τους ποὺ ἐπολεμούσανε.
3. Στὴν ἀρχὴ ἐντρεπόντανε νἄβγουνε καὶ ἐπροσμένανε τὸ σκοτάδι γιὰ ν᾿ ἁπλώσουν τὸ χέρι, ἐπειδὴ δὲν ἤτανε μαθημένες.
4. Καὶ εἴχανε δούλους καὶ εἴχανε σὲ πολλὲς πεδιάδες καὶ γίδια καὶ πρόβατα καὶ βόϊδα πολλά.
5. Καὶ ἀκολούθως ἐβιαζόντανε καὶ ἐσυχνοτηράζανε ἀπὸ τὸ παρεθύρι τὸν ἥλιο πότε νὰ βασιλέψη γιὰ νἄβγουνε.
6. Ἀλλὰ ὅταν ἐπερισσέψανε οἱ χρεῖες ἐχάσανε τὴν ντροπή, ἐτρέχανε ὀλημερνίς.
7. Καὶ ὅταν ἐκουραζόντανε ἐκαθόντανε στ᾿ ἀκρογιάλι κι ἀκούανε, γιατὶ ἐφοβόντανε μὴν πέσει τὸ Μισολόγγι.
8. Καὶ τὲς ἔβλεπε ὁ κόσμος νὰ τρέχουνε τὰ τρίστρατα, τὰ σταυροδρόμια, τὰ σπίτια, τὰ ἀνώγια καὶ τὰ χαμώγια, τὲς ἐκκλησίες, τὰ ξωκλήσια γυρεύοντας.
9. Καὶ ἐλαβαίνανε χρήματα, πανιὰ γιὰ τοὺς λαβωμένους.
10. Καὶ δὲν τοὺς ἔλεγε κανένας τὸ ὄχι, γιατὶ οἱ ρώτησες τῶν γυναικῶν ἤτανε τὲς περσότερες φορὲς συντροφευμένες ἀπὸ τὲς κανονιὲς τοῦ Μισολογγιοῦ καὶ ἡ γῆ ἔτρεμε ἀπὸ κάτου ἀπὸ τὰ πόδια μας.
11. Καὶ οἱ πλέον πάμπτωχοι ἐβγάνανε τὸ ὀβολάκι τους καὶ τὸ δίνανε καὶ ἐκάνανε τὸ σταυρό τους κοιτάζοντας κατὰ τὸ Μισολόγγι καὶ κλαίοντας.
1. Ὡστόσο ἡ γυναίκα τῆς Ζάκυνθος εἶχε στὰ γόνατα τὴ θυγατέρα της καὶ ἐπολέμαε νὰ τὴν καλοπιάσει.
2. Ἔβαλε λοιπὸν τὸ ζουρλάδι τὰ μαλλιά της ἀπὸ πίσω ἀπὸ τ᾿ αὐτιά, γιατὶ ἡ ἀνησυχία της τἄχε πετάξει, καὶ ἔλεγε φιλώντας τὰ μάτια τῆς θυγατρός της:
3. «Μάτια μου, ψυχή μου, νὰ γένεις καλή, νὰ πανδρευθεῖς, καὶ νὰ βγαίνουμε καὶ νὰ μπαίνουμε, καὶ νὰ βλέπουμε τὸν κόσμο, καὶ νὰ καθόμαστε μαζὶ στὸ παρεθύρι νὰ διαβάζουμε τὴ θεία Γραφὴ καὶ τὴ Χαλιμά».
4. Καὶ ἀφοῦ τὴν ἐχάϊδεψε καὶ τῆς φίλησε τὰ μάτια καὶ τὰ χείλια, τὴν ἄφησε ἀπάνου στὴν καθίκλα λέοντάς της: Νὰ καὶ ἕνα καθρεφτάκι καὶ κοιτάξου ποὺ εἶσ᾿ ὄμορφη καὶ μοῦ μοιάζεις.
5. Καὶ ἡ κόρη ποὺ δὲν ἤτανε μαθημένη μὲ τὰ καλὰ ἡσύχασε, καὶ ἀπὸ τὴ χαρά της ἐδάκρυσε.
6. Καὶ ἰδοὺ μεγάλη ταραχὴ ποδιῶν, ὁποὺ πάντοτες αὔξαινε.
7. Καὶ ἐσταμάτησε κοιτάζοντας κατὰ τὴ θύρα καὶ φουσκώνοντας τὰ ρουθούνια της.
8. Καὶ ἰδοὺ παρεσιάζουνται ὀμπρός της οἱ γυναῖκες τοῦ Μισολογγιοῦ. Ἐβάλανε τὸ δεξί τους στὰ στήθια καὶ ἐπροσκυνήσανε· καὶ ἐμείνανε σιωπηλὲς καὶ ἀκίνητες.
9. «Και ἔτσι δά, πῶς; Τί κάνουμε; θὰ παίξουμε; Τί ὁρίζετε, κυράδες; Ἐκάμετε ἀναβαίνοντας τόση ταραχὴ μὲ τὰ συρτοπάπουτσα, ποὺ λογιάζω πὼς ἤρθετε νὰ μοῦ δώσετε προσταγές».
10. Καὶ ὅλες ἐμείνανε σιωπηλὲς καὶ ἀκίνητες· ἀλλὰ μία εἶπε: «Ἂμ᾿ ἔχεις δίκαιο. Εἶσαι στὴν πατρίδα σου καὶ στὸ σπίτι σου, καὶ μεῖς εἴμαστε ξένες καὶ ὅλο σπρώξιμο θέλουμε».
11. Καὶ ἐτότες ἡ γυναίκα τῆς Ζάκυνθος τὴν ἀντίσκοψε καὶ ἀποκρίθηκε: «Κυρὰ δασκάλα, ὅλα τὰ χάσετε, ἀλλὰ ἀπὸ ἐκεῖνο ποὺ ἀκούω ἡ γλώσσα σᾶς ἔμεινε.
12. »Εἶμαι στὴν πατρίδα μου καὶ στὸ σπίτι μου; Καὶ ἡ ἀφεντιά σου δὲν ἤσουνα στὴν πατρίδα σου καὶ στὸ σπίτι σου;
13. »Καὶ τί σᾶς ἔλειπε, καὶ τί κακὸ εἴδετε ἀπὸ τὸν Τοῦρκο; Δὲ σᾶς ἄφηνε φαητά, δούλους, περιβόλια, πλούτια; Καὶ δόξα σοι ὁ θεὸς εἴχετε περσότερα ἀπὸ ἐκεῖνα ποὺ ἔχω ἐγώ.
14. »Σᾶς εἶπα ἐγὼ ἴσως νὰ χτυπήσετε τὸν Τοῦρκο, ποὺ ἐρχόστενε τώρα σὲ μὲ νὰ μοῦ γυρέψετε καὶ νὰ μὲ βρίσετε;
15. »Ναίσκε! Ἐβγήκετε ὄξω νὰ κάμετε παλληκαριές. Οἱ γυναῖκες ἐπολεμούσετε (ὄμορφο πρᾶμα ποὺ ἤθελ᾿ ἤσθενε μὲ τουφέκι καὶ μὲ βελέσι· ἢ ἐβάνετε καὶ βρακί;). Καὶ κάτι ἐκάμετε στὴν ἀρχή, γιατὶ ἐπήρετε τὰ ἄτυχα παλληκάρια τῆς Τουρκιᾶς ξάφνου.
16. »Και πῶς ἐμπόρειε ποτὲ τοῦ νὰ ὑποφτευθεῖ τέτοια προδοσία; Τὄθελε ὁ Θεός; Δὲν ἀνακατωνόστενε μὲ δαῦτον μέρα καὶ νύχτα;
17. »Τόσο κάνει καὶ ἐγὼ νὰ μπήξω τὸ μαχαίρι μὲς στὸ ξημέρωμα στὸ λαιμὸ τοῦ ἀνδρός μου (ποὺ νὰ τόνε πάρει ὁ διάολος).
18. »Και τώρα ποὺ βλέπετε πὼς πᾶνε τὰ πράματά σας κακά, θέλτε νὰ πέσει τὸ βάρος ἀπάνου μου.
19. »Καλή, μὰ τὴν ἀλήθεια. Αὔριο πέφτει τὸ Μισολόγγι, βάνουνε σὲ τάξη τὴν Ἑλλάδα τὴ ζουρλὴ οἱ βασιλιάδες, εἰς τοὺς ὁποίους ἔχω ὅλες μου τὲς ἐλπίδες,
20. »καὶ ὅσοι μείνουνε ἀπὸ τὸν ξολοθρεμὸ ἔρχονται στὴ Ζάκυνθο νὰ τοὺς θρέψουμε, καὶ μὲ τὴν κοιλιὰ γιομάτη μας βρίζουνε».
21. Λέοντας ἐσιώπησε ὀλίγο κοιτάζοντας μὲς στὰ μάτια τὲς γυναῖκες τοῦ Μισολογγιοῦ.
22. «Και ἔτσι ξέρω καὶ μιλῶ καὶ ἐγώ, ναὶ ἢ ὄχι; Καὶ τώρα δὰ τί ἀκαρτερεῖτε; Εὑρήκετε ἴσως εὐχαρίστηση νὰ μὲ ἀκοῦτε νὰ μιλῶ;
23. »Ἐσεῖς δὲν ἔχετε ἄλλη δουλειὰ παρὰ νὰ ψωμοζητᾶτε. Καί, νὰ ποῦμε τὴν ἀλήθεια, στοχάζουμαι πῶς θὲ νἆναι μιὰ θαράπαψη γιὰ ὅποιον δὲν ντρέπεται.
24. »Ἀλλὰ ἐγὼ ἔχω δουλειά. Ἀκοῦστε; ἔχω δουλειά». Καὶ φωνάζοντας τέτοια δὲν ἤτανε πλέον τὸ τριπίθαμο μπουρίκι, ἀλλὰ ἐφάνηκε σωστή.
25. Γιατὶ ἀσηκώθηκε μὲ μεγάλο θυμὸ στὴν ἄκρη τῶν ποδιῶν, καὶ μόλις ἄγγισε τὸ πάτωμα καὶ ἐγκρίλωσε τὰ μάτια, καὶ τὸ ἄβλαφτο μάτι ἐφάνηκε ἀλληγορικὸ καὶ τὸ ἀλληθώρικο ἔσιαξε. Καὶ ἐγίνηκε σὰν τὴν προσωπίδα τὴν ὕψινη ὁποὺ χύνουνε οἱ ζωγράφοι εἰς τὰ πρόσωπα τῶν νεκρῶν γιὰ νά...
26. Καὶ ὅποιος τὴν ἔβλεπε νὰ ξανάρθει στὴν πρώτη της μορφὴ ἔλεγε: Ὁ διάβολος ἴσως τὴν εἶχε ἀδράξει, ἀλλὰ ἐμετάνιωσε καὶ τὴν ἄφησε, γιὰ τὸ μίσος ποὺ ἔχει τοῦ κόσμου.
27. Καὶ ἡ θυγατέρα της κοιτάζοντάς την ἐφώναξε· καὶ οἱ δοῦλοι ἐξαστόχησαν τὴν πείνα τους, καὶ οἱ γυναῖκες τοῦ Μισολογγιοῦ ἐκατέβηκαν χωρὶς νὰ κάμουνε ταραχή.
28. Ἐτότες ἡ γυναίκα τῆς Ζάκυνθος βάνοντας τὴν ἀπαλάμη ἀπάνου στὴν καρδιά της καὶ ἀναστενάζοντας δυνατά, εἶπε:
29. »Πως μοῦ χτυπάει, Θέ μου, ἡ καρδιά, ποὺ μοῦ ἔπλασες τόσο καλή!
30. »Μὲ συγχύσανε αὐτὲς οἱ πόρνες! Ὅλες οἱ γυναῖκες τοῦ κόσμου εἶναι πόρνες.
31. »Ἀλλὰ ἐσύ, κόρη μου, δὲ θὲ νἆσαι πόρνη σὰν τὴν ἀδελφή μου καὶ σὰν τὶς ἄλλες γυναῖκες τοῦ τόπου μου!
32. »Κάλλιο θάνατος. Καὶ ἐσύ, μάτια μου, ἐσκιάχθηκες. Ἔλα, στάσου ἥσυχη, γιατὶ ἂν ἀναδευτεῖς ἀπὸ αὐτὴν τὴν καθίκλα, κράζω εὐθὺς ὀπίσω ἐκεῖνες τὲς στρίγλες καὶ σὲ τρῶνε».
33. Καὶ οἱ δοῦλοι εἶχαν πάγει στὸ μαγερειὸ χωρὶς νὰ καρτερέσουν τὴν προσταγὴ τῆς γυναικός, καὶ ἐκεῖ ἄρχισαν νὰ μιλοῦν γιὰ τὴν πείνα τους.
34. Καὶ ἡ γυναίκα ἐτότες ἐμπῆκε στὸ δῶμα της.
35. Καὶ σὲ λίγο ἔγινε μεγάλη σιωπὴ καὶ ἄκουσα τὸ κρεβάτι νὰ τρίξει πρῶτα λίγο καὶ κατόπι πολύ. Καὶ ἀνάμεσα στὸ τρίξιμο ἐβγαίνανε λαχανιάσματα καὶ γογγυσμοί.
36. καθὼς κάνουν οἱ βαστάζοι ὅταν οἱ κακότυχοι ἔχουν βάρος εἰς τὴν πλάτη τους ἀνυπόφορτο.
37. Καὶ ἔφυγα ἀπὸ τὴν πέτρα τοῦ σκανδάλου ἐγὼ Διονύσιος Ἱερομόναχος. Καὶ ὅ,τι ἔβγαινα ἀπὸ τὴ θύρα τοῦ σπιτιοῦ ἀπάντηξα τὸν ἄνδρα τῆς γυναικὸς ὁποὺ ἀνέβαινε.
1. Καὶ ἀκολούθησα τὲς γυναῖκες τοῦ Μισολογγιοῦ, οἱ ὁποῖες ἐστρωθήκανε στ᾿ ἀκρογιάλι, καὶ ἐγὼ ἤμουνα ἀπὸ πίσω ἀπὸ μιὰ φράχτη καὶ ἐκοίταζα.
2. Καὶ κάθε μία ἔβαλε τὸ χέρι καὶ ἔβγαλε ὅ,τι κι ἂν ἑμάζωξε, καὶ ἐκάμανε ἕνα σωρό.
3. Καὶ μία ἀπ᾿ αὐτὲς ἀπλώνοντας τὸ χέρι καὶ ψηλαφίζοντας τὸ γιαλό: Ἀδερφάδες, ἐφώναξε,
4. ἀκοῦτε, ἂν ἔκαμε ποτὲ τέτοιο σεισμὸ σὰν καὶ τώρα, τὸ Μισολόγγι ἴσως νικάει, ἴσως πέφτει.
5. Καὶ ἐκίνησα γιὰ νὰ φύγω καὶ εἶδα ἀπὸ πίσω ἀπὸ τὴν ἐκκλησία (ἰδὲς πῶς τὴ λένε) μιὰ γριούλα, ὁποὺ εἶχε στήσει ἀνάμεσα στὰ χόρτα μικρὰ κεράκια καὶ ἔκαιε λιβάνι· καὶ τὰ κεράκια στὴν πρασινάδα ἐλάμπανε καὶ τὸ λιβάνι ἀνέβαινε.
6. Καὶ ἀσήκωνε τὰ ξερόχερα παίρνοντας ἀπὸ τὸ λιβάνι καὶ κλαίοντας, καὶ ἀναδεύοντας τὸ ξεδοντιασμένο στόμα ἐπαρακάλειε.
7. Κ᾿ ἐγὼ ἄκουγα μέσα μου μεγάλη ταραχὴ καὶ μὲ συνεπῆρε τὸ πνεῦμα στὸ Μισολόγγι. Καὶ δὲν ἔβλεπα μήτε τὸ κάστρο, μήτε τὸ στρατόπεδο, μήτε τὴ λίμνη, μήτε τὴ θάλασσα, μήτε τὴ γῆ ποὺ ἐπάτουνα, μήτε τὸν οὐρανό· πολιορκούμενους καὶ πολιορκισμένους καὶ ὅλα τὰ ἔργα τους καὶ ὅλα τὰ πάντα τὰ ἐκατασκέπαζε μαυρίλα καὶ πίσσα.
8. Καὶ ὕψωσα τὰ μάτια καὶ τὰ χέρια κατὰ τὸν οὐρανὸ γιὰ νὰ κάμω δέηση μὲ ὅλη τὴ θερμότητα τῆς ψυχῆς, καὶ εἶδα φωτισμένη ἀπὸ μίαν ἀκατάπαυστη σπιθοβολὴ μία γυναίκα μὲ μιὰ λύρα στὸ χέρι ποὺ ἐσταμάτησε ἀνάερα μὲς στὴν καπνούρα.
9. Καὶ μόλις ἔλαβα καιρὸ νὰ θαμάξω γιὰ τὸ φόρεμά της ποὺ ἤτανε μαῦρο σὰν τοῦ λαγοῦ τὸ αἷμα, γιὰ τὰ μάτια της, κτλ., ἐσταμάτησε ἡ γυναίκα μὲς στὴν καπνούρα καὶ ἐκοίταε τὴ μάχη, καὶ ἡ μύρια σπίθα ὁποὺ πετιέται ψηλὰ ἐγγίζει τὸ φόρεμά της καὶ σβένεται.
10. Ἅπλωσε τὰ δάχτυλα στὴ λύρα καὶ τὴν ἄκουσα νὰ ψάλει τὰ ἀκόλουθα:
Τὸ χάραμα ἐπῆρα
Τοῦ ἥλιου τὸ δρόμο
Κρεμώντας τὴ λύρα
Τὴ δίκαιη στὸν ὤμο.
Κι ἀπ᾿ ὅπου χαράζει
Κι᾿ ὡς ὅπου βυθᾶ κτλ.
11. Καὶ ὅ,τι εἶχε ἀποτελειωμένα τὰ λόγια της ἡ Θεά, οἱ δικοί μας ἐκάνανε φοβερὲς φωνὲς γιὰ τὴ νίκη ποὺ ἐκάμανε. Καὶ οἱ δικοί μας καὶ ὅλα μου ἔγιναν ἄφαντα, καὶ τὰ σωθικά μου πάλι φοβερὰ ἐταραχθήκανε καὶ μοῦ φάνηκε πῶς ἐκουφάθηκα καὶ ἐστραβώθηκα.
12. Καὶ σὲ λίγο εἶδα ὀμπρός μου τὴ γριούλα ὁποὺ ἔλεγε: Δόξα σοὶ ὁ Θεός, Ἱερομόναχε, ἔλεα πὼς κάτι σοῦρθε. Σ᾿ ἔκραξα, σ᾿ ἐκούνησα, καὶ δὲν ἄκουγες τίποτες, καὶ τὰ μάτια σου ἐσταμάτιζαν στὸν ἀέρα, ἐνῶ τώρα στὰ στερνὰ ἡ γῆς ἐσκιρτοῦσε σὰν τὸ χόχλο στὸ νερὸ ποὺ ἀναβράζει. Τώρα ὅ,τι ἔπαψε ποὺ ἐτελειώσανε τὰ κεράκια καὶ τὸ λιβάνι. Λὲς οἱ δικοί μας νὰ ἐκερδέσανε;
13. Καὶ ἐκίνησα μὲ τὸ Χάρο μὲς στὴν καρδιά μου νὰ φύγω. Καὶ ἡ γριούλα ἔπειτα ποὺ φίλησε τὸ χέρι κάνοντας μία μετάνοια εἶπε: Καὶ τί παγωμένο ποὖναι τὸ χέρι σου.
1. Καὶ ἐκοίταξα τριγύρου καὶ δὲν ἔβλεπα τίποτες καὶ εἶπα:
2. Ὁ Κύριος δὲ θέλει νὰ ἰδῶ ἄλλο. Καὶ γυρίζοντας τὸ πρόσωπο ὁποὺ ἦταν οἱ πλάτες μου ἐκίνησα γιὰ νὰ πάω στὸν Ἅι-Λύπιο.
3. Ἀλλὰ ἄκουσα νὰ τρέμει ἡ γῆς ἀπὸ κάτου ἀπὸ τὰ πόδια μου, καὶ πλῆθος ἀστραπὲς ἐγιόμοζαν τὸν ἀέρα πάντα αὐξαίνοντας τῇ γοργότητᾳ καὶ τῇ λάμψῃ. Καὶ ἐσκιάχθηκα, γιατὶ ἡ ὥρα ἤτανε κοντὰ στ᾿ ἄγρια μεσανύχτια.
4. Τόσο, ποὺ ἔσπρωξα ὀμπρὸς τὰ χέρια μου, καθὼς κάνει ὁ ἄνθρωπος ὁποὺ δὲν ἔχει τὸ φῶς του.
5. Καὶ εὑρέθηκα ὀπίσω ἀπὸ ἕναν καθρέφτη, ἀνάμεσα σ᾿ αὐτόνε καὶ στὸν τοῖχο. Καὶ ὁ καθρέφτης εἶχε τὸν ψῆλο τοῦ δώματος.
6. Καὶ μιὰ φωνὴ δυνατὴ καὶ ὀγλήγορη μοῦ ἐβάρεσε τὴν ἀκουὴ λέγοντας:
7. Ὦ Διονύσιε Ἱερομόναχε, τὸ μέλλοντα θὲ νὰ γίνει τώρα γιὰ σὲ παρόν. Ἀκαρτέρει καὶ βλέπεις ἐκδίκησην Θεοῦ.
8. Καὶ μιὰ ἄλλη φωνή μου εἶπε τὰ ἴδια λόγια τραυλίζοντας.
9. Καὶ αὐτὴ ἡ δεύτερη φωνὴ ἤτανε ἑνοῦ γέρου ποὺ ἀπέθανε καὶ εἶχα γνωρίσει. Καὶ ἐθαύμαξα γιατὶ ἦταν ἡ πρώτη φορὰ ποὺ ἄκουσα τὴν ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου νὰ τραυλίζει. Καὶ ἄκουσα ἕνα τρίτο μουρμουρητὸ ποὺ ἐφαινότουνα μία φυσηματιὰ μὲς στὸν καλαμιώνα, ὅμως δὲν ἄκουσα λόγια.
10. Καὶ ἐκοίταξα ἀνάερα γιὰ νὰ ξανοίξω ποὖθεν ἐβγαίνανε αὐτὲς οἱ φωνές, καὶ δὲν εἶδα παρὰ τοὺς δυὸ χοντροὺς καὶ μακρίους πέρονους ποὺ ἐβγαίνανε ἀπὸ τὸν τοῖχο, στοὺς ὁποίους ἀκουμποῦσε ὁ καθρέφτης δεμένος ἀπὸ τὴ μέση.
11. Καὶ ἀναστενάζοντας βαθιά, καθὼς κάνει ὁ ἄνθρωπος ὁποὺ βρίσκεται γερασμένος, ἀγρίκησα μυρωδία ἀπὸ λείψανο.
12. Καὶ ἐβγήκα ἀπὸ κεῖ καὶ ἐκοίταξα τριγύρω καὶ εἶδα.
13. Εἶδα ἀντίκρυ ἀπὸ τὸν καθρέφτη στὴν ἄκρη τῆς κάμερας ἕνα κρεβάτι, καὶ κοντὰ στὸ κρεβάτι ἕνα φῶς. Καὶ ἐφαινότουνα πῶς δὲν ἤτουνα μὲς στὸ κρεβάτι τίποτες, καὶ ἀπάνου ἤτανε πολλὴ μύγα κουλουμωτή.
14. Καὶ ἀπάνου στὸ προσκέφαλο εἶδα σὰ μιὰ κεφαλὴ ἀκίνητη καὶ καὶ λιανὴ σὰν ἐκεῖνες ποὺ κάνουνε στὰ χέρια καὶ στὰ στήθια οἱ πελαγίσιοι με τὸ βελόνι.
15. Καὶ εἶπα μέσα μου: Ὁ Κύριος μοῦ ἔστειλε ἐτούτη τὴ θέα γιὰ σύμβολο σκοτεινὸ τῆς θέλησής του.
16 Γιὰ τοῦτο ἐγώ, παρακαλώντας θερμὰ τὸν Κύριον νὰ καταδεχτεῖ νὰ μὲ βοηθήσει γιὰ νὰ καταλάβω αὐτὸ τὸ σύμβολο, ἐσίμωσα τὸ κρεβάτι.
17. Καὶ κάτι ἀναδεύτηκε μὲς στὰ σεντόνια τὰ λερωμένα καὶ ξεντερολοϊσμένα καὶ αἱματωμένα.
18. Καὶ κοιτάζοντας καλύτερα στὴν εἰκόνα τοῦ προσκέφαλου ἐταραχθήκανε τὰ σωθικά μου, γιατὶ ἀπὸ ἕνα κίνημα ποὺ ἔκαμε μὲ τὸ στόμα ἐγνώρισα τὴ γυναίκα τῆς Ζάκυνθος ποὺ ἐκοιμότουνα σκεπασμένη ἀπὸ τὸ σεντόνι ὡς τὸ λαιμό, ὅλη φθαρμένη ἀπὸ τὸ τηχτικό.
1. Ἀλλὰ ἐκαλοκοίταξα ἐκεῖνον τὸν ὕπνο καὶ ἐκατάλαβα ποὺ ἤθελε βαστάξει λίγο, γιὰ νὰ δώσει τόπο τοῦ ἀλλουνοῦ ποὖναι χωρὶς ὀνείρατα.
2. Καὶ ἐπειδὴ ἐκεῖ μέσα δὲν ἤτανε οὔτε φίλος οὔτε δικός, οὔτε γιατρὸς οὔτε πνεματικός, ἐγὼ Διονύσιος Ἱερομόναχος ἔσκυψα καὶ μὲ τὰ καλὰ τῆς ἔλεγα νὰ ξαγορευθεῖ.
3. Καὶ αὐτὴ ἐμισάνοιξε τὸ στόμα της καὶ ἔδειξε τὰ δόντια της ἀκλουθώντας νὰ κοιμᾶται.
4. Καὶ ἰδοὺ ἡ πρώτη φωνὴ ἡ ἀγνώριστη ποὺ μοὖπε στὸ δεξὶ αὐτί: Ἡ δύστυχη θρέφει πάντα στὸ νοῦ της φοῦρκες, φυλακὲς καὶ Τούρκους ποὺ νικᾶνε καὶ Γραικοὺς ποὺ σφάζονται.
5. Τούτη τὴ στιγμὴ βλέπει στὸν ὕπνο της τὸ πρᾶγμα ποὺ πάντοτες ἀπεθύμουνε, ἤγουν τὴν ἀδελφή της ποὺ διακονεύει, καὶ γιὰ τοῦτο τὴν εἶδες τώρα ποὺ ἐχαμογέλασε.
6. Καὶ ἡ δεύτερη φωνὴ ποὺ ἐγνώριζα ἐξανάειπε τὰ ἴδια λόγια τραυλίζοντας καὶ κάνοντας ἕνα σωρὸ ὅρκους καθὼς ἀπὸ ζώντας ἐσυνηθοῦσε:
7. Ἀλήθεια, μὰ-μὰ-μαα-μὰ τὴν Παναγιά, ἄκουσ᾿ ἐδῶ, ἀααλήθεια, μμμὰ τὸν Ἅι-Νικόλα ἄκουσ᾿ ἐδῶ, ἀλλλήθεια, ἄκουσ᾿ ἐδῶ, μὰ τὸν Ἅι-Σπυ-σπυρί-δωνα ἀλήθεια, μὰ τ᾿ ἀγναχραρα-χραχρα-γράχναντα μυστήρια τοῦ Θεοῦ. Καὶ ἰδοὺ πάλι τὸ μουρμουρητὸ ποὺ ἐφαινότουνα ἡ φυσηματιὰ μὲς στὸν καλαμιῶνα.»
8. Ξάφνου ἡ γυναίκα ἔβγαλε τὸ χέρι ἀπὸ τὸ σεντόνι καὶ ἐχτύπησε, καὶ οἱ μύγες ἀσηκωθήκανε.
9. Καὶ ἀνάμεσα στὴ βουὴ ὁποὺ ἐκάνανε ἄκουσα τὴ φωνὴ τῆς γυναικὸς ὁποὺ ἐφώναξε: Ὄξω, πόρνη, ἀπὸ δῶ. Δέ σου δίνω μήτε ἕνα ψίχαλο.
10. Καὶ ἐτίναξε τὸ χέρι ὄξω ἀπὸ τὸ κρεβάτι σὰ γιὰ νὰ διώξει μακριὰ τὴν ἀδελφή της ποὺ τῆς φαινότουνα πῶς ἦλθε νὰ διακονέψει.
11. Καὶ ἐξεσκεπάσθηκε σχεδὸν ὅλη ἀπὸ τὸ λερωμένο σεντόνι καὶ ἐφάνηκε ἕνα ψοφογάτσουλο ὁποὺ ξετρουπώνει ἀπὸ τὴν κροπιὰ ἕνας ἀνεμοστρούφουλας.
12. Ἀλλὰ ἐχτύπησε τὸ χέρι της σὲ μιὰ κάσα πεθαμένου, ποὺ εὑρέθηκε ἐκεῖ ξάφνου, καὶ ἐκόπηκε τὸ ὄνειρο τῆς ἁμαρτωλῆς.
13. Καὶ ἄνοιξε τὰ μάτια της, καὶ βλέποντας τὴν κάσα ἀνατρίχιασε, γιατὶ ἐσκιάχθηκε μὴ τὴ βάλανε ἐκεῖ στοχάζοντάς τηνε πεθαμένη.
14. Καὶ ἑτοιμαζότουνα νὰ φωνάξει δυνατὰ γιὰ νὰ δείξει πῶς δὲν ἀπέθανε, ἀλλὰ ἰδοὺ προβαίνει ἀπὸ τὴν κάσα μία κεφαλὴ γυναικεία φθαρμένη καὶ αὐτὴ ἀπὸ τὸ τηχτικό, ποὺ ἀγκαλὰ καὶ πλέον ἡλικιωμένη πολὺ τῆς ἔμοιαζε.
15. Πηδάει στὴ ζερβιά του κρεβατιοῦ, ἀλλὰ ἐχτύπησε τὴ μούρη της σὲ μιὰν ἄλλη κάσα, καὶ ὄξω ἀπὸ αὐτὴ ἕνα κεφάλι γέρου, καὶ ἤτανε ὁ γέρος ποὺ ἐγνώριζα.
16. Καὶ τὸ πρόσωπο τοῦ γέρου ἤτανε σὰν τὸν τζίτζικα, καὶ τῆς παιδούλας σὰν τὴν ἔκλειψη τοῦ φεγγαριοῦ, καὶ τῆς γραίας σὰν τ᾿ ἄγρια μεσάνυχτα.
17. Καὶ ἔτσι ἐγνώρισα ὅτι ἔμελλε τῆς γυναικὸς βρεθεῖ πρὶν ξεψυχήσει ἀνάμεσα στὸν πατέρα της καὶ στὴ μάνα της καὶ στὴ θυγατέρα της.
18. Καὶ ἔφριξα καὶ ἔστριψα στὴν ἀντίκρυ μεριὰ τὸ πρόσωπό μου, καὶ ἐξανάσανε τὸ μάτι μου στὸν καθρέφτη, ὁ ὁποῖος δὲν ἔδειχνε παρὰ τὴ γυναίκα μοναχὴ καὶ ἐμὲ καὶ τὸ φῶς.
19. Γιατὶ τὰ σώματα τῶν ἄλλων τριῶν ἡσυχάσανε στὸ μνῆμα τους, ἀπὸ τὰ ὁποῖα θὰ πεταχθοῦν ὅταν βαρέσει ἡ Σάλπιγγα,
20. μαζὶ μ᾿ ἐμέ, τὸ Διονύσιο τὸν Ἱερομόναχο, μαζὶ μὲ τὴ γυναίκα τῆς Ζάκυνθος, μαζὶ μὲ ὅλα τὰ τέκνα τοῦ Ἀδὰμ στὴ μεγάλη κοιλάδα τοῦ Ἰωσαφάθ.
21. Καὶ ἄρχισα νὰ συλλογισθῶ ἀπάνου στὴ δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ, ποὺ θὲ νἆναι αὐτὴ τὴν ἡμέρα φανούσιμη, καὶ τὸ μάτι (προσηλωμένο στὸν καθρέφτη) ἐμποδίσθηκε ἀπὸ τὸ λογισμό.
22. Ἀλλὰ ἀκολούθως ὁ λογισμὸς ἐμποδίστηκε ἀπὸ τὸ μάτι,
23. ἐπειδὴ στριφογυρίζοντας ἐγὼ ἔπειτα τὰ μάτια ἐδῶ καὶ ἐκεῖ, καθὼς κάνει ὁ ἄνθρωπος ποὺ συλλογίζεται πράμα δύσκολο ποὺ πολεμάει νὰ καταλάβει,
24. εἶδα ἀπὸ τὴν κλειδωνότρουπα ποὺ κάτι ἐμπόδιζε τὸ φῶς καὶ ἐβάστουνε πολληώρα καὶ ἔπειτα ἐξαναφαινότουνα.
25. Καὶ ἀκουότουνα ἀκολούθως ἕνα μουρμουρητὸ στὴν ἄλλη κάμερα, καὶ δὲν ἐκαταλάβαινα τίποτες, καὶ ἐξανακοίταξα στὸ μέρος τῆς ὀπτασίας.
26. Καὶ ἤτανε μεγάλη σιωπὴ καὶ δὲν ἄκουες νὰ βουίξει μήτε μία μύγα ἀπὸ τόσο πλῆθος, γιατὶ ἤτανε ὅλες μαζωμένες εἰς τὸν καθρέφτη,
27. Ὁ ὁποῖος εἰς πολλὰ μέρη ἐπαράσταινε τὸ χρῶμα τοῦ πέπλου, ποὺ τὸ βάνουνε ὅταν λείπει γιὰ πάντα κανένας ἀπὸ τὴ φαμιλιά.
1. Ἀλλὰ ἡ μάνα της χωρὶς νὰ κοιτάξει κατὰ τὴ θύρα, χωρὶς νὰ κοιτάξει τὴ θυγατέρα της, χωρὶς νὰ κοιτάξει κανέναν, ἀρχίνησε:
2. Ἐτούτη τὴ στιγμὴ τὸ μάτι καὶ τὸ αὐτὶ τοῦ παιδιοῦ σου σὲ παραμονεύει τὴν κλειδωνότρουπα, καὶ σὲ ἀπομακραίνει, γιατὶ σκιάζεται τὸ κακό σου. Καὶ ἔτσι ἔκαμες καὶ ἐσὺ μ᾿ ἐμέ.
* * *
3. Γιὰ τοῦτο σὄδωσα τὴν κατάρα μου γονατισμένη καὶ ξέπλεκη εἰς τὴν πίκρα τῆς ψυχῆς μου, ὅταν ἀσήμαιναν ὅλες οἱ ἐκκλησίες τὴν ἡμέρα τοῦ Πάσχα.
4. Στὴν ξανάδωσα μίαν ὥρα πρὶν ξεψυχήσω, καὶ τώρα στὴν ξαναδίνω κακὸ καὶ ἀνάποδο θηλυκό.
5. Καὶ ἡ τρίδιπλη κατάρα θέλει εἶναι ἀληθινὴ καὶ ἐνεργητικὴ στὸ κορμί σου καὶ στὴν ψυχή σου, καθὼς εἶναι ἀληθινὰ καὶ ἐνεργητικὰ στὸν φαινόμενο καὶ στὸν ἀόρατο κόσμο τὰ τρία προσώπατα τῆς Ἁγίας Τριάδας.
6. Ἔτσι λέοντας ἔβγαλε ἕνα ζωνάρι ποὺ ἤτανε τοῦ ἀνδρός της, τὸ χουχούλισε τρεῖς φορὲς καὶ τὸ πέταξε μὲς στὰ μοῦτρα της.
7. Καὶ ὁ γέρος ἐτραύλισε ἐτοῦτα τὰ ὕστερα λόγια, καὶ ἡ παιδούλα ἀναδεύτηκε στὸ κόκκινο προσκέφαλο σὰν τὸ μισοσκοτωμένο πουλί.
1. Καὶ ἐχαθήκανε μὲ τὲς κάσες, καὶ ἡ γυναίκα μοναχὰ ἐτότες ἄκουσε δύναμη νὰ μπορέσει νὰ πεταχτεῖ.
2. Καὶ ἐχύθηκε πηδώντας ψηλὰ σὰν τ᾿ ἄστρο τοῦ καλοκαιριοῦ ποὺ στὸν ἀέρα χύνεται δέκα ὀργιὲς ἄστρο.
3. Καὶ ἐχτύπησε στὸν καθρέφτη καὶ οἱ μύγες ἐφύγανε καὶ ἐβουίζανε στὸ πρόσωπό της κουλουμωτές.
4. Καὶ αὐτή, λογιάζοντας πὼς ἦταν οἱ γονέοι της ἔτρεχε ἐδῶ καὶ ἐκεῖ,
5. ἀνοιγοκλειώντας τὴ φούχτα κάτι νἅβρει γιὰ διαφέντεψη, καὶ ηὕρηκε τὸ ζωνάρι, καὶ μὲ κεῖνο ἄρχισε νὰ χτυπάει.
6. Καὶ ὅσο ἐχτυποῦσε, τόσο οἱ μύγες ἐβουίζανε, καὶ τόσο αὐτὴ ἐκατατρόμαζε, ὅσο ποὺ τέλος πάντων ἔχασε τὸ νοῦ της ὁλότελα.
7. Γιατὶ τρέχοντας μὲ τὸ πουκάμισο, ποὺ ἡ φιλαργυρία τὄχε κάμει κοντό, ἔτρεξε τὸ μάτι της στὸν καθρέφτη,
8. καὶ ἐσταμάτηξε καὶ δὲν ἐγνώρισε τὸν ἑαυτό της, καὶ ἅπλωσε τὸ δάχτυλο καὶ ἀναγέλασε:
9. «Ὦ κορμί, ὦ κορμί! Τί πουκάμισο! Ἔ, καταλαβαίνω ἐγώ. Κἂν ποιὸς πονηρὸς μπορεῖ νὰ μοῦ κρύψει τὴν πονηριά του; Ἐκεῖνο τὸ πουκάμισο μὲ κάνει νὰ καταλάβω πὼς καμώνεται τρέλα γιὰ νἆν ἕτοιμος νὰ κριματίσει.
10. »Ἀλλὰ ποιὸς νἆναι; Μὰ τὴν ἀλήθεια ποὺ τῆς μοιάζει ὀλίγο. Ἄα! εἶσ᾿ ἐσὺ μπομπόκορμο, βρωμοπόρνη, μυγόχεσμα τοῦ σπιταλιοῦ, τσίπλα τῆς γουρούνας, σκατή, γαϊδούρα, κροπολόγα.
11. »Νά, τέλος πάντων, ὅ,τι σου προφήτεψα, καὶ οἱ φίλοι σου οἱ ἀγαπημένοι. Δὲ σόμεινε μήτε δισκάρι νὰ διακονεύεις μὲ δαῦτο.
12. »Εἶσαι στὰ χέρια μου. Τί θέλεις; Νὰ σοῦ κάμω ψυχικό; Τώρα στὸ κάνω. Νὰ ἰδῶ ἄ σοῦ μείνει φωνὴ νὰ πεῖς πὼς εἶμαι μουρλή».
13. Ἔτσι λέοντας ἔκαμε ἕνα γύρο καὶ ἐβάλθηκε μὲ μεγάλη λύσσα νὰ χορεύει, καὶ τὸ πουκάμισο τὸ κοντὸ εὑρισκότουνα στὸ πρόσωπό της. Καὶ τὰ μαλλιά, μαῦρα καὶ λιγδωμένα, ἔλεγες πῶς εἶναι φιδόπουλα ὁποὺ γένονται ἀνάμεσά τους κομμάτια ἀπάνου στὸν κορνιαχτό.
14. Καὶ στὴ ζέστα τοῦ χοροῦ ἔκανε μὲ τὸ ζωνάρι μία θηλιά, καὶ ὁ χορὸς ἐβάσταξε ὅσο νὰ κάμει τὴ θηλιά.
15. Καὶ εἶπε: «Ἀκλούθα με ἀπὸ πίσω ἀπὸ τὸν καθρέφτη, νὰ σοῦ κάμω τὸ ψυχικό, νὰ ἰδῶ ἄ σοῦ μείνει φωνὴ νὰ πεῖς πὼς εἶμαι ζουρλή.
16. »Γιατὶ ἔρχεται κάπου κάπου ὁ γάϊδαρος ὁ γιατρός, ὁποὺ θὰ σ᾿ ἔχει καὶ ἐκεῖνος, καὶ τοῦ σκαρφίστηκε πὼς εἶμαι ἄρρωστη».
17. Καὶ ἐπῆγε ὀπίσω ἀπὸ τὸν καθρέφτη, καὶ τὴν ἄκουα νὰ κάνει μεγάλη ταραχή.
18. Καὶ ἔσκασε ἕνα γέλιο μεγάλο ποὺ ἀντιβούισε ἡ κάμερα φωνάζοντας. Νά, μάτια μου, τὸ ψυχικό.
19. Ἐτότες ἔπεσα μὲ τὰ γόνατα χάμου νὰ κάμω δέηση γιὰ νὰ τὴν κάμει ὁ Κύριος νὰ μὴν εἶναι ἔξω φρενῶν, γιὰ τὸ λίγο ἀκόμη πὄχει νὰ ζήσει, καὶ νὰ τῆς πάψει ἡ κακία.
20. Καὶ τελειωμένη ἡ δέηση ἐκοίταξα χάμου ὀπίσω ἀπὸ τὸν καθρέφτη στοχάζοντάς τηνε λιγωμένη, καὶ δὲν ἦτον ἐκεῖ.
21. Καὶ αἰσθάνθηκα τὸ αἷμα μου νὰ τραβηχτεῖ ἀπὸ τὰ μάγουλά μου.
22. Καὶ ἔπεσε τὸ κεφάλι ἀπάνου στὰ στήθια μου, καὶ εἶπα μέσα μου:
23. Ὁ θεὸς ξέρει ποὺ ἔφυγε ἡ δύστυχη, ἐνῶ ἐπαρακάλεα γιὰ αὐτὴν μὲ τὴ θέρμη τῆς ψυχῆς μου.
24. Καὶ ἐπέρασα πέρα μὲ τὸ κεφάλι σκυφτὸ καὶ στοχασμένο νὰ πάω νὰ τὴν εὕρω.
25. Καὶ ἄκουσα στὸ μέτωπο κάποιον τι κ᾿ ἔπεσα ξαφνισμένος τ᾿ ἀνάσκελα.
26. Κι ἐσηκώθηκα καὶ ἐπῆα ὀπίσω ἀπὸ τὸν καθρέφτη καὶ εἶδα τὴ γυναίκα τῆς Ζάκυνθος ποὺ ἐκρεμότουνα καὶ ἐκυμάτιζε.
1. Καὶ ἀσηκώθηκα ὅλος τετρομασμένος φωνάζοντας: Μνήσθητί μου, Κύριε, μνήσθητί μου, Κύριε, καὶ ἄκουσα ποδοβολὴ ἀνθρώπων ποὺ ἀνέβαιναν τὲς σκάλες.
2. Καὶ ἦταν καμιὰ δεκαπενταριὰ ἀνθρώποι καὶ οἱ περσότεροι ἐφοροῦσαν μιὰ προσωπίδα, ὄξω ἀπὸ πέντε, ὁποὺ ἐγνώρισα πολλὰ καλά.
3. Ὁ ἕνας (ζωγράφισε τοὺς ὅλους τοὺς πέντε).
4. Καὶ ἐπειδὴ χωρὶς ν᾿ ἀγαπᾶν τὴ γυναίκα ἐσυχνάζανε σπίτι της καὶ ἀρχινήσανε νὰ σκούζουνε,
5. Καὶ ἐγὼ γυρίζοντας κατ᾿ αὐτοὺς τοὺς εἶπα: Ὄξω ἀπὸ δῶ, ὄξω ἀπὸ δῶ! Τὰ κρίματά σας σᾶς ἐσύρανε ἐδῶ. Τοῦτος ὁ τόπος εἶναι κεραυνοκράχτης, γιατὶ ὁ θεὸς τὸν μισάει.
6. Καὶ ἐφοβήθηκαν ὀλίγο, ὅμως δὲν ἐφεύγανε.
7. Καὶ ἐστάθηκα σιωπηλὸς γιὰ νἄβρω τί νὰ τοὺς πῶ γιὰ νὰ φύγουνε.
8. Καὶ τοὺς εἶπα: «Παιδιά, ἀκοῦστε τὰ λόγια τοῦ Διονυσίου τοῦ Ἱερομόναχου. Ἐγὼ γιὰ μὲ πάω νὰ κάμω δέηση καὶ σᾶς ἀφήνω ἐδῶ.
9. Βάλτε τὸ χέρι στὴ συνείδησή σας, ἐσὺ Μ., ἐσὺ Γ., ἐσὺ Κ., ἐσὺ Π., ἐσὺ Τ. (γιατὶ σᾶς τοὺς ἄλλους δὲ σᾶς γνωρίζω), καὶ ἰδέστε τί μπορεῖ νἄβγει ἐὰν μείνετε. Ἡ διοίκηση σᾶς γνωρίζει καὶ βρίσκοντάς σας ἐδῶ θέλει πεῖ πὼς τὴν ἐφουρκίσετε ἐσεῖς».
10. Ἐτότε τοὺς εἶδα νὰ πισωπλατίσουν ὅλους, σπρώχνοντας ὁ ἕνας τὸν ἄλλον ποιὸς νὰ πρωτοφύγει, καὶ ἐροβολοῦσαν τὲς σκάλες μὲ μιὰ ταραχὴ ὁποὺ μοῦ φάνηκε πὼς οἱ περσότεροι ἐγκρεμιζόντανε.