«Θάλασσα, πότε θέλ᾿ ἰδῶ τὴν ὄμορφη Εὐρυκόμη; Πολὺς καιρὸς ἐπέρασε καὶ δὲν τὴν εἶδα ἀκόμη. Πόσες φορὲς κοιτάζοντας ἀπὸ τὸ βράχο γέρνω Καὶ τὸν ἀφρὸ τῆς θάλασσας γιὰ τὰ πανιά της παίρνω! Φέρ᾿ τηνε, τέλος, φέρ᾿ τηνε». Αὐτὰ ὁ Θύρσης λέει, Καὶ παίρνει ἀπὸ τὴ θάλασσα καὶ τὴ φιλεῖ καὶ κλαίει· Καὶ δὲν ἠξέρει ὁ δύστυχος ὁποῦ φιλεῖ τὸ κῦμα Ἐκεῖνο, ποὺ τῆς ἔδωσε καὶ θάνατο καὶ μνῆμα. |