Διονύσιος Σολωμός - Ἀγνώστου ποιήματος ἀπόσπασμα [Carmen Seculare]


I.

Ὄξω ἀνεβοκατέβαινε τὸ στῆθος, ἀλλὰ μέσα
ἀνθίζει μὲ τοὺς κρίνους του παρθενικὸς ὁ κόσμος.
Αὐγή ῾ναι κι᾿ ἄστραφτε γλυκὰ σὰ στὴν ἀρχὴ τῆς πλάσης,
κ᾿ ἐκράτουνε τὰ κάτασπρα ποδάρια στὴ δροσιά της.

II.

Κρατεῖ στὸ χόρτο τὰ κεριά, κεριὰ κομματιασμένα·
οὐρανὸς δένεται καὶ γῆ στὴν ὄμορφη ματιά της.

III.

Δὲν εἶναι χόρτο ταπεινό, χαμόδεντρο δὲν εἶναι·
Βρύσες ἁπλώνει τὰ κλαδιὰ τὸ δέντρο στὸν ἀέρα·
Μὴν καρτερῆς ἐδῶ πουλί, καὶ μὴ προσμένης χλόη·
Γιατὶ τὰ φύλλ᾿ ἂν εἶν᾿ πολλά, σὲ κάθε φύλλο πνεῦμα.
Τὸ ψηλὸ δέντρ᾿ ὁλόκληρο κι᾿ ἠχολογᾶ κι᾿ ἀστράφτει
M᾿ ὅλους τῆς τέχνης τοὺς ἠχούς, μὲ τ᾿ οὐρανοῦ τὰ φῶτα.

IV.

Σαστίζ᾿ ἡ γῆ κι᾿ ἡ θάλασσα κι᾿ ὁ οὐρανὸς τὸ τέρας,
Τὸ μέγα πολυκάντηλο μὲς στὸ ναὸ τῆς φύσης,
Κι᾿ ἁρμόζουν διάφορο τὸ φῶς χίλιες χιλιάδες ἄστρα,
Χίλιες χιλιάδες ἄσματα μιλοῦν καὶ κάνουν ἕνα.
Στὸ δένδρο κάτου δέησην ἔκαμ᾿ ἡ βοσκοπούλα·
T᾿ ἄστρα γοργὰ τὴ δέχτηκαν καθὼς ἡ γῆ τὸν ἥλιο.
Τὰ Σεραφεὶμ ἐγνώρισαν τὸ βάθος τῆς ἀγάπης,
Κι᾿ ὀλόκληρ᾿ ἡ Παράδεισο διπλὴ Παράδεισό ῾ναι.
Ποιὸς εἶχε πεῖ ποὺ σοὔμελλε, πέτρα, νὰ βγάλης ρόδο;
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Ἀλλὰ ποῦ τώρα βρίσκονται τὰ κάτασπρα ποδάρια;
Ποὖναι τὸ στῆθος τ᾿ ὄμορφο, ποὺ τέτοιους κόσμους ἔχει;
Στ᾿ ἀμπέλ᾿ ἡ κόρη κάθεται καὶ παίζει μὲ τ᾿ ἀρνί της.