Καταϊδρωμένος ὁ Πέτρος ὁ Τσαϊπᾶς ἀνέβηκε στὸν τράφο ν᾿ ἀγναντέψει· δὲν εἶχε δύναμη οὔτε ὄρεξη νὰ πάει μακρύτερα. Τὸ λιοπύρι ἦταν ἀνυπόφορο· ἔπεφτε καὶ τρυποῦσε τὴ σάρκα σὰν βελονοβροχή. Τὰ στακάμενα νερὰ τῆς Λάκκας ἔζεχναν καὶ φαρμάκωναν. Ζερβόδεξα τ᾿ ἀμπελοχώραφα, τὰ λιοστάσια, οἱ καλαμιῶνες, τὰ βάτα κουρνιαχτισμένα κι ἄτρεμα φαίνονταν πεθαμένα. Μὰ ἡ ζωὴ ἀκολουθοῦσε ὑπομονητικὰ τὸ δρόμο της. Φωνὴ τῆς λαύρας χυνότανε ὁλοῦθε ἡ φλυαρία τοῦ τζίτζικα καὶ στὸ χωριὸ περνοδίναν οἱ στρατοκόποι. Ὅπως ὁ Τσαϊπᾶς βγῆκαν κ᾿ ἐκεῖνοι νὰ ἰδοῦν τὴ λιτανεία.
Ὁ Κώστας ὁ Ἀρλετὴς ἔφερε μίαν εἴδηση στὸ χωριὸ καὶ τὸ χωριὸ ἀνατρόμαξε. Ἕνα κόνισμα, λέει, βγῆκε νύχτα στὴν ἀκρογιαλιὰ τοῦ Ἅϊ-Θανάση. Ποῦθ᾿ ἐρχότανε, γιὰ ποὺ πήγαινε, κανεὶς δὲν ἤξερε νὰ εἰπεῖ. Ἡ ἀλήθεια εἶναι πὼς ἐρχόταν ὁλόρθο στὰ κύματα. Μπροστά του ἕνα φῶς τρανό του φώτιζε τὸ δρόμο. Ἔλαμπε τὸ φῶς· μὰ πιὸ πολὺ ἔλαμπε τὸ τίμιο τὸ ξύλο. Περίγυρα τὸ πέλαγο ἀπέραντο καὶ μελαψὸ ἀνάδευε μὲ σύγκρυο. Ἦρθε τὸ κόνισμα καὶ στάθηκα σιγὰ στὸν ἄμμο, κρύφτηκε σὲ μιὰ βουρλιά. Καὶ τὸ φῶς κοντά του παραμόνευε. Κάποιο καλογεράκι σύρθηκε ἀπάνω του καὶ γνώρισε τὸ θάμα. Τὸ μάθαν· ἔτρεξαν οἱ καλόγεροι, τὸ πῆραν στὸ μοναστήρι τους καὶ τὸ λιβανίζουν μερόνυχτα.
Ἔτσι μίλησε ὁ Ἀρλετὴς καὶ τὸ χωριὸ ἀνατρόμαξε σύσπιτο. Θρησκευτικὸς ἀνεμοστρόβιλος ἐσήκωσε γιὰ μιᾶς του λαοῦ τὴν ἀδιαφορία. Μικροὶ μεγάλοι εἶπαν πῶς εἶναι θάμα. Καὶ συμφώνησαν ὅλοι πῶς τὸ θάμα πρέπει νὰ τὸ πάρουν στὸ χωριό, τιμὴ καὶ φυλαχτὸ τοῦ τόπου τους. Λίγο τάχα εἶναι νά ῾χεις ἕναν ἅγιο πατριώτη! Ψὲς βράδυ ἀκούστηκε, σήμερα κίνησαν ὅλοι καὶ πᾶνε νὰ τὸ φέρουν. Οἱ καμπάνες ἀπὸ τὴν αὐγὴ σημαίνουν πρόσχαρα. Νήστεψαν, ντύθηκαν τὰ γιορτινά τους, κλείσανε τὰ μαγαζιά, ἔπαψε κάθε δουλειά, κάθε ἄλλη σκέψη καὶ κάθε κουβέντα. Ἦρθαν πάλι στοῦ Θεοῦ τὴ στράτα οἱ ἄνθρωποι.
Μόνον ὁ Τσαϊπᾶς σκέφτηκε νὰ μείνει ἀδιάφορος. Πφ! ... θάματα δὲν πίστευε αὐτός. Ἦταν φοιτητὴς – σπουδασμένος ἄνθρωπος. Εἶχε γνώση καὶ κρίση· δὲν ἤθελε νὰ πιστεύει παρὰ ἐκεῖνο πού ῾βλεπαν τὰ μάτια του – τὰ ἴδια τὰ μάτια του!
Ἀπὸ τὰ πρῶτα χρόνια της σπουδῆς του, ὁ Τσαϊπᾶς ἤθελε νὰ ξεχωρίζει ἀπὸ τοὺς ἄλλους συντοπῖτες του. Ὄχι μόνον τοὺς ἀγράμματους συντοπῖτες του, τοὺς ἁπλοὺς ὀξωμάχους, μὰ κι ἀπὸ τοὺς σπουδασμένους ἀκόμη. Ἐκεῖνοι βγῆκαν ἀπὸ τὸ χωριό, σπούδασαν, ἔφαγαν τὴ ζωή τους στὰ βιβλία καὶ σὰν γυρίσανε πίσω ἔγιναν ἕνα με τοὺς ἄλλους. Ἀκολούθησαν τυφλὰ τὴν κοινωνικὴ πρόληψη καὶ τὴ γεροντικὴ παράδοση. Κ᾿ ἔτσι τί κάναμε! Ἄ! Ὄχι! Ὁ Τσαϊπᾶς θὰ ξεφύγει· θὰ γίνει κύριος τοῦ ἑαυτοῦ του· θὰ κλοτσοπατήσει τὸ κάθε τι ποὺ δὲν εἶναι σύμφωνο μὲ τὴ γνώμη του. Καὶ δὲν εἶναι κανένα· ἐντελῶς κανένα! Ὅλα στραβὰ καὶ παράλογα. Κ᾿ ἤθελε ὅλα νὰ τ᾿ ἀλλάξει μὲ τὸ παράδειγμά του, μὲ τὰ φερσίματά του καὶ μὲ τὰ λόγια του. Μὰ τὰ λόγια καὶ τὰ φερσίματά του ἦταν τόσο ξαφνικὰ ποὺ ἐτρόμαζαν τοὺς χωριάτες· τοὺς ξυπνοῦσαν τὴν ὑποψία. Καθὼς ἦταν ριζωμένοι στὶς συνήθειές τους, ἔστεκαν ἀντίκρυ του ἀνήσυχοι καὶ ἀγριεμένοι.
Ὁ Τσαϊπᾶς οὔτε τὸ φανταζότανε· μὰ καὶ νὰ τὸ φανταζότανε λίγο τὸν ἔμελε. Φτάνει ποὺ πίστευε πῶς ἐκειὸ ποὺ ἔκανε ἦταν καὶ σωστό. Τώρα εἶπε ν᾿ ἀρνηθεῖ τὸ θάμα καὶ τ᾿ ἀρνήθηκε. Δὲ θὰ βγεῖ ἀπὸ τὸ σπίτι του, δὲ θὰ πάει πουθενά, δὲ θέλει νὰ ἰδεῖ τίποτα!... Ἡ συγκίνηση ὅμως τοῦ λαοῦ τὸν ἀνησύχησε. Ὅσο πρόβαινε ἡ μέρα τόσο βασανιζότανε. Δυὸ ψυχὲς καὶ δυὸ ἐποχὲς πάλευαν μέσα του. Τὸ καμπάνισμα, οἱ προετοιμασίες, τὸ σούσουρο ποὺ γινόταν ἔξω στοὺς δρόμους καὶ μέσα στὸ σπίτι του δὲν τὸν ἄφηναν ἥσυχο. Ἡ ἀθέμελη ἄρνησή του ἄρχισε νὰ κλονίζεται. Βαστάχτηκε ὡς τ᾿ ἀπόγιομα· τέλος νικήθηκε. Ντύθηκε βιαστικά, πεισμωμένος τώρα γιὰ ὅ,τι ἔκαμε, ἔτρεξε, ἀνέβηκε στὸν τράφο ν᾿ ἀγναντέψει τὴ λιτανεία ποὺ ἔρχεται.
Ἕνα βουνὸ ἀπὸ σκόνη μαυριδερὴ σέρνεται στὸ δρόμο, κυλιέται καὶ προβαίνει ὀκνό, σὰν ἄρρωστο. Ὁ ἥλιος τὸ χτυπᾷ κατακέφαλα καὶ τὸ δείχνει θερίο παράξενο. Ἡ χαίτη του κοκκινίζει καὶ καίγεται. Κάποια σημάδια μέσα του σβήνουν καὶ ξαναλάμπουν ἀπὸ στιγμὴ σὲ στιγμή, σβήνουν καὶ ξαναλάμπουν σὰν λεπίδες σπαθιῶν. Ἀκούεται βαρὺς καὶ βαθὺς ὁ ἀνασασμός του, βαθὺς καὶ βαρὺς σὰν μακρινὸ μπουμπουνητό. Ἔπειτα ἰχνογράφονται ἀνάερα σταυροί, ξεφτέρια, τόρτσες, φανάρια καὶ χρυσοΰφαντα λάβαρα. Σὲ λίγο ξεχωρίζουν κεφάλια καὶ ὦμοι πλῆθος, τουλοῦπες μαλλιὰ καὶ γένια, πρόσωπα χλομὰ καὶ μάτια θαμπωμένα, σὰν ἁγιογραφία στὸν τοῖχο βυζαντινοῦ ναοῦ. Ἄξαφνα ὁ κουρνιαχτὸς ἄνοιξε καὶ πρόβαλαν τὰ παιδιὰ παιχνιδιάρικα· ἔπειτα φάνηκαν οἱ παπάδες μὲ τὰ χρυσά τους ἄμφια, οἱ ψαλτάδες, ὁ δήμαρχος, οἱ προύχοντες καὶ πίσω ὁ λαός. Ἦταν ὅλοι ξεσκούφωτοι κ᾿ ἔδειχναν μεγάλη εὐλάβεια· νόμιζε κανεὶς πὼς ὅλοι τους ἀνατράφηκαν σὲ μοναστήρι. Πέντε παλικάρια ἔφερναν στὰ χέρια τους μακρύστενη σανίδα, θαμπή, μὲ πολλὰ σκαλίσματα. Ἀργοπατοῦσαν καὶ τρίκλιζαν κι ἀγκομαχοῦσαν κάθε λίγο ἀπὸ τὸ βάρος τῆς σανίδας τὰ παλικάρια. Ὁ ἵδρωτας ὄμπριζε στὰ μέτωπά τους· μὰ τὴν ἤθελαν τέτοιαν ἀγγαρεία. Γύρω τους ἄλλα παλικάρια, τῆς δουλειᾶς καὶ τῆς ταβέρνας παιδιά, ἀκολουθοῦσαν προσεχτικά, ἕτοιμα νὰ πάρουν τὴ θέση τους.
– Κύριε ἐλέησον, μωρὲ παιδιά!... ἀκούεται βροντερὴ φωνή.
Εἶναι ὁ Κώστας ὁ Ἀρλετής, ὁ γλυκόφωνος ψάλτης τοῦ Ἅϊ-Δημήτρη· εἶναι φρεσκοξουρισμένος καὶ παστρικαλλαγμένος σὰν γαμπρός. Ἡ χαρά του εἶναι μεγάλη κ᾿ ἡ περηφάνια του ἀκόμη μεγαλύτερη. Εἶναι δικό του τὸ κατόρθωμα. Ἂν θά ῾χει τὸ χωριὸ θαματουργὸν ἅγιο, σὲ κεῖνον θὰ τὸ χρωστᾷ. Αὐτὸς ἔγινε –μνήστητί μου Κύριε!– τὸ σκεῦος τοῦ Κυρίου τὸ ἐκλεχτό. Ἂν δὲν ἦταν αὐτός, ποιὸς ξέρει; Μπορεῖ νὰ τὸ εἶχαν ἀκόμα οἱ νταυλοκαλογέροι καὶ νὰ κερδοσκοποῦσαν μὲ δαῦτο...
Εἶχε πολλὰ χρόνια ψάλτης ὁ Κώστας ὁ Ἀρλετής· μὰ δὲν ἦταν περισσότερο ἀπὸ τοὺς ἄλλους θρῆσκος. Ἦταν ψηλόσωμος, ροδοκόκκινος, ἀράθυμος καὶ χαροκόπος παλάβρας· μὲ τὴ φωνή του μποροῦσε ν᾿ ἀποστομώσει ὅλες τὶς καμπάνες τοῦ χωριοῦ. Κι αὐτὸ ἦταν τὸ καύχημά του, ἡ περηφάνια του. Τὴ θέση τοῦ ψάλτη τὴν ἀγαποῦσε· ἀγαποῦσε ὅμως καὶ κάθε ἄλλη θέση ποὺ τοῦ ἔδινε ἀφορμὴ νὰ δείξει τὴ φωνή του. Εἴτε στὸ στασίδι τῆς ἐκκλησιᾶς, εἴτε στὸν πάγκο τῆς ταβέρνας, εἴτε σὲ γάμου τραπέζι ἦταν ἴδιος καὶ ἀπαράλλαχτος. Σήκωνε τὰ μάτια ψηλά, πλάγιαζε τὸ κεφάλι, ἔπαιζε ρυθμικὰ τὰ δάχτυλα κ᾿ ἔχυνε ἀργυρὰ κύματ᾿ ἀπὸ τὰ χείλη του, εὐτυχισμένος ὅπως τὸ πουλὶ ἀπάνω στὸ κλαδί του. Τ᾿ ἦταν ὁ κόσμος τότε γι᾿ αὐτὸν παρὰ ἕνα περιβόλι ἀπέραντο, καταπράσινο καὶ μοσκοβολισμένο περιβόλι! Καὶ τ᾿ ἦταν αὐτὸς παρὰ ἕνας καὶ μονάχος τραγουδιστής, ποὺ ἔχυνε τὴ φωνὴ τοῦ ὄχι γιὰ τίποτ᾿ ἄλλο παρὰ γιὰ νὰ ξετυλίξει τὴν ψυχή του στὰ ψηλὰ καὶ μέσα τῆς νὰ πνίξει ὅλο τὸ εἶναι του!
Εἶχε ὅμως κι ἀπὸ τὴν ἐκκλησιὰ τοῦ μίαν ἀπαίτηση· τὴν ἤθελε πρώτη καὶ καλύτερη. Τὸ χτίριό της μεγάλο καὶ σοβαρό· τὶς καμπάνες της πιὸ βροντερές, τοὺς παπάδες της πιὸ καλοφορεμένους· τὰ κονίσματά της, τὰ ξεφτέρια, τοὺς πολυέλαιους, τὸ τέμπλο, τὰ μανουάλια πιὸ περίτεχνα. Κι ἀληθινὰ ἦταν δὲν μποροῦσε νά ῾χει παράπονο. Ἔμενε τώρα ν᾿ ἀποχτήσει κ᾿ ἕνα θαματουργὸν ἅγιο. Καὶ νά, ποὺ βρέθηκε τὸ κόνισμα! Ἦρθε ἀκάλεστο, λὲς κ᾿ ἤξερε τὴν ἀνάγκη καὶ τὴν ἐπιθυμία του. Μὰ τώρα ἐνόμιζε πὼς ἦταν ὑποχρεωμένος κι αὐτὸς νὰ φανεῖ ἄξιος· νὰ κάμει ὅσο μποροῦσε μεγαλύτερη τὴν ὑποδοχή του. Γιὰ τοῦτο δὲν ἔπαυε νὰ παρακινεῖ τοὺς ἄλλους νὰ δείξουν μὲ ξελαρυγγιάσματα τὴ χαρά τους.
– Κύριε ἐλέησον, μωρὲ παιδιά!
– Κύριε ἐλέησον! ... Κύριε ἐλέησον! ... Κύριε ἐλέησον! ...
Βγαίνει ἀμέσως φωνὴ ἀπὸ τὸ πλῆθος καὶ σκεπάζει τὴ φλυαρία τοῦ τζίτζικα. Βγαίνει καὶ φαίνεται σὰν νὰ παρακαλεῖ καὶ σύγκαιρα νὰ προστάζει τὸν Κύριο γιὰ νὰ τὸ ἐλεήσει. Καὶ σὲ κάθε βῆμα τῆς λιτανείας βγαίνουν καὶ σμίγουν ἀπὸ τὰ χτήματα, ἀπὸ τοὺς τράφους, ἀπὸ τὰ μονοπάτια ἄλλοι στρατοκόποι. Βγαίνουν παιδιά, μικρομάνες, γριὲς καὶ γέροι, σαλίγκαροι τοῦ χρόνου κοῦτσα-κοῦτσα με τὰ δικανίκια τους. Ἄλλοι κρατοῦν κεριά, ἄλλοι σὲ κεραμίδες θυμίαμα κι ἄλλοι λάδι στὶς μποτιλίτσες τους. Σκύβουν ταπεινά, σταυροκοπιοῦνται, δακρύζουν οἱ γριὲς κι ὅλοι κοιτάζουν, ξανακοιτάζουν τὸ κόνισμα. Κανεὶς δὲν ξέρει τί ἅγιος εἶναι· κανεὶς δὲ νιώθει τί θάμα παρασταίνει. Μὰ ὅλοι αὐθόρμητα κάνουν τὸ σταυρό τους, σκύβουν τὸ κεφάλι, μιὰ φωνὴ καὶ μία ψυχὴ φωνάζουν κάθε τόσο ρυθμικὰ καὶ μονότονα:
– Κύριε ἐλέησον!... Κύριε ἐλέησον!... Κύριε ἐλέησον! ...
Ὅταν ἡ λιτανεία ἔφτασε κοντὰ στὸν Τσαϊπᾶ, σήκωσε κ᾿ ἐκεῖνος τὸ χέρι νὰ κάμει τὸ σταυρό του. Μὰ δὲν τελείωσε. Τὸ κόνισμα τοῦ φάνηκε παράξενο· κάθε ἄλλο παρὰ κόνισμα. Δὲν εἶδε παρὰ ἕνα δικέφαλον ἀητὸ μὲ τὰ φτερά του ἀνοιχτά. Τὰ κεφάλια ζερβόδεξα μὲ τὴ γλῶσσα ὄξω καὶ τὰ ράμφη γυριστὰ ἔδειχναν θυμὸ καὶ ἀχορταγιὰ μεγάλη. Στὰ κεφάλια καθότανε κορόνα σταυροφόρα· κι ἄλλη κορόνα πιὸ μεγάλη τά ῾σμιγε ἀπὸ πάνω. Τὰ νυχοπόδαρά του κρατούσανε τὸ Σκῆπτρο καὶ μία σφαῖρα μὲ σταυρό. Καὶ κάτω ἀπὸ τὰ πόδια του μιὰ κορδέλα ξεδιπλωμένη εἶχε ἀπάνω της γράμματα παράξενα. Τριγύρω ἄλλα μικροσκαλίσματα χρυσαλειμμένα, πουλιά, βαγιόκλαδα καὶ χοντρόρογα σταφύλια. Μὰ τὸ μόνο σημάδι ποὺ μποροῦσε νὰ τὸ κάμει σεβαστὸ ἦταν οἱ σταυροί του. Τίποτ᾿ ἄλλο. Ὁ Τσαϊπᾶς στάθηκε ἀκίνητος, μὴ ξέροντας τί νὰ σκεφτεῖ καὶ τί νὰ κάμει. Ὁ κόσμος τὸν εἶδε κ᾿ ἕνας με τὸν ἄλλον στύλωσαν ὅλοι τὰ μάτια καταπάνω του. Ὅπως ἔστεκε στὸ ψήλωμα τὸ ἀνάστημά του ἰχνογράφονταν στὸν ἀσπρογάλανο οὐρανό, σὰν μαῦρο εἴδωλο ποὺ τρέχει λαὸς νὰ πετροβολήσει!
– Τὸ καπέλο σου! βγῆκε ἄξαφνα φωνὴ ἀπὸ τὸ πλῆθος.
– Τὸ καπέλο σου! δευτέρωσε ἄλλη φωνή.
– Τὸ καπέλο σου!.... Τὸ καπέλο σου!... Τὸ καπέλο σου!...
Ὑποψιάστηκαν πὼς τό ῾κάνε γιὰ περιφρόνηση καὶ ἀγανάχτησαν ὅλοι. Μὰ περισσότερο ἀπ᾿ ὅλους ὁ Ἀρλετής. Τὴν ἔπαιρνε κατάμουτρα τὴν προσβολή. Τοῦ διαβόλου ὁ γιός! Ἔμαθε πέντε γράμματα καὶ θαρρεῖς πὼς ἔγινε σοφός! Μωρέ, καλὰ τὸ λένε πὼς ἡ Ἀθήνα ἔγινε γιὰ καταστροφὴ τοῦ τόπου! Στέλνουν τὰ παιδιά τους νὰ ξεστραβωθοῦν κ᾿ ἐκεῖνα δίνουν τὴν ψυχή τους στὸ Σατανᾶ! Ἀντὶ νὰ γυρίσουν ἄνθρωποι, γυρίζουν κοῦκλες· ἀντὶ νά ῾ρθουν χριστιανοί, ἔρχονται ἀλούτεροι... Ποῦ εἶναι τώρα ὁ μακαρίτης ὁ Τσαϊπᾶς νὰ καμαρώσει τὸ γιό του; Ἔφαε τὴ ζωή του ἀπάνω στὸ τσαγκαρόσουβλο γιὰ νὰ τὸν κάμει ἄνθρωπο καὶ νά, τὸν ἔκαμε καὶ τὸν ξέκαμε!
– Κύριε ἐλέησον, μωρὲ παιδιά! ... ξαναφώναξε.
Μὰ ἡ φωνή του ἔσβησε ἀσυντρόφιαστη· ὡς καὶ τὰ μικρὰ παιδιὰ ἔστεκαν ἄλαλα, κοιτάζοντας τὸ φοιτητὴ μὲ ἀπορία καὶ θυμό. Ὁ ψάλτης ἀναψοκοκκίνισε. Δεύτερος μπάτσος πάλε αὐτός! Κανεὶς δὲν τὸν ἄκουε. Ὁ φοιτητὴς τοῦ ἔπαιρνε καὶ τὴ δύναμη· τὸν ρεζίλευε! Μὰ τί; Ἐκεῖ λοιπὸν θὰ τ᾿ ἀφήσουν τὸ κόνισμα γιὰ νὰ γίνει τὸ κέφι του! Ἢ μὴν ἤθελαν νὰ κάμει ἔτσι τὸ χέρι του καὶ νὰ τὸν κατεβάσει σωρὸ-κουβάρι ἀπὸ τὸ ψήλωμα; Ὁ σκοπὸς εἶναι νὰ μὴ φτάσει κανεὶς σὲ τέτοια.
– Κύριε ἐλέησον, μωρέ, τὸ σταυρό σας! . . . ἐφώναξε μὲ λύσσα ἀντιπατώντας τὸ πόδι του.
– Κύριε ἐλέησον! . . . Κύριε ἐλέησον!. . . Κύριε ἐλέησον! ἐβγῆκε τρανταχτὸ ἀπ᾿ ὅλα τὰ στόματα τοῦ λαοῦ.
Ὁ φοιτητὴς ἀλαφιάστηκε σὰν νὰ βρυχήθηκε θάλασσα τριγύρω του. Ἔβγαλε βιαστικὰ τὸ καπέλο του, ἔκαμε τὸ σταυρό του, κατέβηκε κι ἀκολούθησε τὴ λιτανεία μὲ κεφάλι σκυφτό, παραπατώντας σὰν ὑπνοβάτης.
– Τῇ ὑπερμάχῳ στρατηγῷ τὰ νικητήρια! . . . ἐχύθηκε μελῳδικὴ ἡ φωνὴ τῶν παπάδων.
Κ᾿ ἡ λιτανεία τράβηξε πάλι τὸ δρόμο της.
Δὲν πέρασε πολλὴ ὥρα κι ὁ Τσαϊπᾶς αἰστάνθηκ᾿ ἕνα χέρι νὰ περνᾷ στὸ μπράτσο του καὶ δυὸ μάτια νὰ τὸν κοιτάζουν παράξενα καὶ περιγελαστικά.
– Πῶς σοῦ φαίνεται;
Ἦταν ὁ Σταθόπουλος, παλιὸς συμμαθητὴς καὶ συμφοιτητής του τώρα στὰ Νομικά. Ἦταν νέος ζωηρός, κομψοντυμένος, μὲ ψηλὰ κολλάρα καὶ λαιμοδέτη κόκκινον. Ἀπὸ τότε ποὺ γράφηκε φοιτητής, φάνηκε τὸ μέλλον του· βγῆκε στὸν κόσμο θαρρετά, ἀνακατώθηκε μὲ τοὺς χωριάτες στὸ κρασοπουλειὸ καὶ στὸν καφενὲ κι ἄρχισε νὰ συχνάζει στὸ εἰρηνοδικεῖο· τὸ δεύτερο χρόνο, χωρὶς νὰ πατήσει διόλου στὸ Πανεπιστήμιο, ἔκανε τὸ δικολάβο. Κ᾿ εἶχε δουλειές, οὔ, πάρα πολλὲς δουλειές. Κανενὸς δὲ χάλαε τὴν καρδιά· ποτὲ δὲν ἔλεγε πὼς ἔχει ἄδικο ὁ πελάτης του ἢ πὼς θὰ χάσει τὴ δίκη. Ὅλα μέλι-γάλα τά ῾βρισκε κ᾿ οἱ χωριάτες ἦταν ἐνθουσιασμένοι μαζί του. Τέλος πάντων! Νά ποὺ βρέθηκε κ᾿ ἕνας ἄνθρωπος γιὰ τὴ φτώχεια. Δὲν ἔβλεπαν τὴν ὥρα πότε νά ῾ρθει σὲ ἡλικία γιὰ νὰ τὸν βγάλουνε βουλευτή.
– Μωρ᾿, τί ῾ναι τοῦτο; τὸν ρώτησε ὁ Τσαϊπᾶς μόλις τὸν εἶδε κοντά του.
– Ξέρω κ᾿ ἐγώ· ἔκαμε κεῖνος ἀνασηκώνοντας τοὺς ὤμους· ξέρω κ᾿ ἐγώ; Μὰ κόνισμα βέβαια δὲν εἶναι.
– Καὶ δὲν τὸ λές, λοιπόν!
– Σσ. . . τοῦ σφύριξε ὁ Σταθόπουλος στ᾿ αὐτί. Μυαλὸ θὰ βάλεις στὴν κολοκύθα τους; Νὰ τὸ εἰπῶ; Καὶ ποιὸς τολμάει; Ξέρεις τί ἔγινε στὸν Ἅϊ-Θανάση;
– Τί;
– Μόλις μᾶς εἶδαν οἱ καλόγεροι, κατάλαβαν τὸ σκοπό μας καὶ πυροβόλησαν στὸ σωρό· πλήγωσαν μάλιστα καὶ τὸν Κουφὸ στὸν ὦμο. Ρίχτηκαν ὅμως ἐτοῦτοι ἀπάνω τους· ἄστραψαν κάννες, πιστόλες, ἔπεσαν πέτρες ποὺ κλείστηκαν οἱ καλόγεροι περίτρομοι στὰ κελλιά τους. Ἄνοιξαν τότε τὴν ἐκκλησία, ἔσπασαν τὶς εἰκόνες, ἀναποδογύρισαν τὴν Ἁγία Τράπεζα ὥς που βρῆκαν τὸ κόνισμα. Καὶ ποῦ τὸ βρῆκαν θαρρεῖς; Κάτου ἀπὸ ἕνα σωρὸ κλήματα. Ἐκεῖ τό ῾χε πεταμένο ἡ εὐλάβεια τῶν καλογέρων! Ἡ ἀλήθεια εἶναι πὼς μόλις τὸ εἴδαμε στὸ φῶς, ὅλοι σταθήκαμε δίβουλοι. Μὰ γιὰ μία στιγμή· ἔπειτα τὸ ἅρπαξαν στὰ χέρια, ἔβαλαν τοὺς παπάδες μπροστὰ καὶ νά μας. Οὔτε ξέρουμε τί κάνουμε.
– Μὰ ὁ δήμαρχος!... ἐψιθύρισε ὁ Τσαϊπᾶς.
– Τί δήμαρχος!... Ἂν μίλαε, θὰ τὸν ἔπαιρναν μὲ τὶς πέτρες.
Ὁ Τσαϊπᾶς κοίταξε γιὰ μία στιγμὴ τὸ φίλο του κατάματα· ἔπειτα ἔσκασε στὰ γέλια. Ἐγέλασε τόσο δυνατὰ ποὺ ὁ δικολάβος ἀναγκάστηκε νὰ φύγει ἀπὸ κοντά του. Πίσω μου, Σατανᾶ! Μὲ παλαβοὺς δὲν εἶναι νὰ καταπιάνεται κανείς! Ἔτσι, φίλε μου, προσβάλλεις τὸ θρησκευτικὸ αἴστημα τ᾿ ἀλλουνοῦ! Ν᾿ ἀγριέψει ὁ κόσμος καὶ νά ῾χουμε φασαρίες!. .. Ἔτρεξε πίσω ἀπὸ τοὺς παπάδες, δίπλα στὸ κόνισμα κ᾿ ἔδειχνε μεγάλη κατάνυξη. Ὅταν φώναζε τὸ πλῆθος τὸ «Κύριε ἐλέησον»! ἄνοιγε τὸ στόμα, τὸ φώναζε κ᾿ ἐκεῖνος δυνατά, ρυθμικὰ καὶ μονότονα. Μόλις ἄρχιζαν τὰ σταυροκοπήματα, τ᾿ ἄρχιζε κ᾿ ἐκεῖνος καὶ δὲν ἔπαυε ἂν δὲν ἔπαυαν πρῶτα οἱ ἄλλοι. Ἦρθαν μάλιστα στιγμὲς ποὺ φάνηκε πρόθυμος νὰ πιάσει τὸ κόνισμα, νὰ κοπιάσει κι αὐτὸς γιὰ τὴ Χάρη του.
– Τρομῶ καὶ λέω τὸ διάολο ἔχουμε μαζί μας! . . . εἶπε δυνατὰ ὁ Ἀρλετής, φουρκισμένος γιὰ τὰ γέλια τοῦ Τσαϊπᾶ.
Ἐκεῖνος δὲν ταράχτηκε καθόλου· ὁ θυμὸς τοῦ σήκωσε κάθε ἄλλο αἴστημα. Τί διάβολο! Σάπισε λοιπὸν αὐτὸς ὁ τόπος! Ἂν τό ῾παιρναν τουλάχιστον ὅλοι γιὰ κόνισμα, δὲν θὰ εἶχε κανεὶς ἀντιλογία. Ἔφτανε ἡ τυφλὴ πίστη νὰ τοὺς δικαιώσει. Ἢ ἂν τό ῾παιρναν γιὰ σημάδι ἄλλης ἐποχῆς, τῆς πεθαμένης Αὐτοκρατορίας μας, πάλι καλά. Εὖγε τους καὶ τρισεῦγε τους. Μπορεῖ νὰ ξύπναγαν μ᾿ αὐτὸ οἱ παλιὲς ἐλπίδες· ἴσως νὰ γινόταν δίστομο σπαθὶ ἡ κοιμάμενη συνείδηση. Ποιὸς ξέρει; Μὰ ὄχι· τίποτ᾿ ἀπ᾿ αὐτά. Λείπουν κ᾿ ἡ τυφλὴ πίστη καὶ τὸ μεγάλο τ᾿ ὄνειρο. Λείπουν, ἔσβησαν, πᾶνε. Κ᾿ ἴσως δὲ θὰ ξαναγυρίσουν ποτέ! Ἔμεινε καὶ θὰ μείνει στὸν τόπο ἡ ψευτιά, ἡ ραθυμιά, ἡ βαγαποντιά! Νὰ ὁ δήμαρχος, ὁ δικηγόρος, ἴσως κ᾿ οἱ παπάδες ποὺ στηθοδέρνονται καὶ σταυροκοποῦνται μπροστὰ στὸ παλιοσάνιδο. Καὶ γιατί; Γιατί δὲν ἔχουν τὸ θάρρος ν᾿ ἀντικρίσουν τὸ ψέμα, ν᾿ ἀνοίξουν τὰ μάτια τῶν τυφλῶν, νὰ χαλάσουν τὸ κέφι μερικῶν πεισματάρηδων. Νὰ ἡ μεγάλη ἀρρώστια, νά ῾τηνε. Ἀντὶ νὰ σύρουμε τὸ λαὸ μὲ τὸ μέρος μας, πᾶμε μεῖς μὲ τὸ δικό του.
Ὁ Τσαϊπᾶς σήκωσε τὰ μάτια ψηλὰ σὰν νὰ ζητοῦσε συχώρεση γιὰ τοῦ χωριοῦ του τὴν ντροπή. Ὅταν τὰ χαμήλωσε, πέσανε ἄθελα στὸ κόνισμα. Ἡ σανίδα ντυμένη στὶς χρυσαλοιφές, κυκλωμένη μὲ τοῦ λαοῦ τὸ σεβασμό, ἐρχόταν ἐπάνω στὸ ζωντανὸ θρόνο της μὲ κάποια κωμικὴ ἀξιοπρέπεια. Ὁ φοιτητὴς ἀγανάχτησε. Νόμισε πὼς τὸ ξύλο ἀνάμπαιζε τὴ θρησκεία του· τοὺς παπάδες καὶ τὸ λαό, τὰ λιβάνια καὶ τὰ λάβαρα, ὅλα τ᾿ ἀναγέλαε. Τοῦ ἦρθε νὰ φωνάξει, νὰ διαμαρτυρηθεῖ. Εἶπε νὰ χυθεῖ ἀπάνω του, νὰ τ᾿ ἁρπάξει ἀπὸ τὰ χέρια τῶν παλικαριῶν καὶ νὰ τὸ ποδοκυλήσει χάμου, μέσα στὸν κουρνιαχτὸ καὶ τὶς καβαλίνες. Εἶπε· μὰ δὲν ἔκαμε τίποτα. Τὰ πόδια του δὲ θέλησαν νὰ πᾶνε μπροστά· τὰ χέρια του ἔμειναν κάτω κρεμασμένα. Τόσο ποὺ ἂν εἶχε πρόληψες ὁ Τσαϊπᾶς, θὰ νόμιζε πὼς τὸ κόνισμα ἄρχισε ἀπ᾿ αὐτὸν τὰ θάματά του. Μὰ δὲν ἦταν τέτοιος κ᾿ ἤξερε καλὰ τὸν ἑαυτό του. Ὁ ραγιὰς ἦταν ἀκόμη στὸ αἷμα καὶ τοῦ ἁλυσόδενε τὴ θέληση. Ναί, δυστυχῶς! Τὸ σκαρὶ κ᾿ ἐκείνου δὲν ἦταν διαφορετικὸ ἀπὸ τὸ σκαρὶ τῶν ἀλλονῶν, ὄχι!. . . Κ᾿ ἔξω φρενῶν γιὰ τὴν ἀρρώστια του, γύρισε τὸ θυμὸ ἐναντίον του. Ἐχώριζε τὸ εἶναι του σὲ δυό, ἄδραζε ἕνας τὸν ἄλλον ἀπὸ τὸ λαιμό, τὸν ἕσφιγγε μὲ λύσσα, τὸν ἔφτυνε κατάμουτρα, θέλοντας νὰ πλύνει τὴν ντροπὴ ἀπὸ πάνω του.
– Ἄτιμε! Ταρτοῦφο!... Θεομπαίχτη! ... ἐψιθύρισε.
Ἡ λιτανεία ὡστόσο ἀκολουθοῦσε τὸ δρόμο της. Τώρα προχωροῦσε μέσα στὸ χωριό, ἀπὸ τοὺς κεντρικοὺς δρόμους. Τὸ λιοπύρι ἄναβε τὰ καύκαλα. Ὁ κόσμος ἔτρεχε ἀπὸ πίσω καταϊδρωμένος, κατασκονισμένος, μισοπαράλυτος. Καὶ δὲν ἔπαυε νὰ φωνάζει κάθε τόσο ρυθμικὰ καὶ μονότονα:
– Κύριε ἐλέησον!... Κύριε ἐλέησον!... Κύριε ἐλέησον!...
Ἔτσι ἔφτασε στὸ σταυροπάζαρο· ἐρμιὰ στὸ δρόμο· τὰ μαγαζιὰ ὅλα κατάκλειστα. Πέρασε τὸ γεφύρι τοῦ Τζαφέρη καὶ χύθηκε σὰν πλημμύρα στὴν πλατεῖα τοῦ Ἅϊ-Δημήτρη. Ἡ ἐκκλησία μὲ τὶς ἀρχαῖες κολόνες της μυρτοστολισμένες, ἔδειχνε χαρὰ μεγάλη· φαινόταν, νά, στὴν πόρτα πὼς περίμενε τὸν ἐρχομό του. Τὸ καμπαναριὸ ἔχυνε κλαγγὴ ἀκατάπαυστη σὰν νὰ τοῦ ῾λεγε ἀνυπόμονα· ἔλα!
– Γκλάν-γκλάν!... Γκλάν-γκλάν!... Γκλάν-γκλάν! ...
Ἡ λιτανεία σκόρπισε ἀμέσως. Τὰ παιδιὰ ποὺ κρατοῦσαν τὶς τόρτσες, τὰ ξεφτέρια, τὰ μανουάλια, τὰ λάβαρα χύθηκαν μὲ φωνὲς καὶ κακὸ στὸ νάρθηκα σὰν νὰ κυρίεψαν ὀχύρωμα. Γοργὰ τ᾿ ἀκολούθησαν οἱ παπάδες, οἱ ψαλτάδες, ὁ δήμαρχος, ἡ ἀρχοντιά. Σφούγγιζαν μὲ τὰ μαντίλια τὸν ἵδρωτα, ἀερίζονταν μὲ τὰ καπέλα τους, ξεκούμπωναν τὰ ροῦχα τους καὶ λαχάνιαζαν βαριὰ κι ἀποσταμένα. Μερικοί, ὅπου βρίσκανε ἴσκιο, πέτρα ἢ ξύλο, σωριάζονταν ἀπάνου, τέντωναν τὰ πόδια τους· κοίταζαν μὲ λύπη τὰ χαλασμένα παπούτσια τους, τὶς ματωμένες γάμπες τους. Βαθὺ ξανάσασμα ἔβγαινε ἀπὸ τὰ στήθη ὁλουνῶν ποὺ τέλειωσαν. Πάει κι αὐτό! Κάμποσοι ἀργαστηριάρηδες ἔφευγαν μὲ τὰ κλειδιὰ στὰ χέρια γιὰ ν᾿ ἀνοίξουν τ᾿ ἀργαστήρια τους, νὰ πιάσουν πάλε τὴ δουλειά. Ἄλλοι ποὺ τὸ πρωὶ δὲ σκέφτηκαν πὼς μποροῦσε νὰ πεινάσουν, ρώταγαν τὶς γυναῖκες τους ἂν μαγέρεψαν τίποτα. Τὴν ὥρα ὅμως ποὺ τὸ κόνισμα ἄγγιζε σχεδὸν στὴν πόρτα τῆς ἐκκλησιᾶς, μιὰ φωνὴ τρεμάμενη, μὰ δυνατὴ ἀκούστηκε:
– Σταθεῖτε!
Ὅλοι πάψανε ἀμέσως· κόπηκαν οἱ ψαλμοὶ στὴ μέση· στάθηκε καθένας στὴ θέση του, ὅπως βρέθηκε.
Ἦταν ὁ Τσαϊπᾶς ποὺ ἔβγαλε τὴ φωνή· δὲν μπόρεσε νὰ κρατηθεῖ περισσότερο. Μὰ σὰν νὰ τρόμαξε ἀπὸ τὴν ἴδια του φωνή, στάθηκε κατακίτρινος, μὲ τὸ χέρι ἁπλωμένο στὴν πόρτα, μὲ τὰ μάτια γουρλωμένα· τὰ μαλλιά του ἦταν ἄνω κάτω. Οἱ χωριάτες τὸν κοίταζαν τὸν ρωτοῦσαν τί τρέχει. Τοὺς κοίταζε κ᾿ ἐκεῖνος δίχως νὰ μπορεῖ νὰ βγάλει λέξη. Ἐπιτέλους συνῆρθε, κατέβασε τὸ χέρι του, χαμογέλασε κ᾿ εἶπε μὲ φωνὴ παρακαλεστική.
– Σταθεῖτε, βρὲ παιδιά.... Κάμετέ μου τὴ χάρη ν᾿ ἀκούστε καὶ μένα... Δὲν τὸ θέλω γιὰ τὸν ἑαυτό μου· γιὰ σᾶς τὸ λέω, γιὰ τὴν ψυχή σας, γιὰ τὴν ψυχὴ ὅλων μας. Λέω νὰ τ᾿ ἀφήσουμε ὄξω· νά, στὸ κελλί, ὡς ποὺ νὰ ἰδοῦμε... Λέμε πὼς εἶναι κόνισμα· μ᾿ ἂν δὲν εἶναι; Τί θὰ γίνει τότε; Τί θὰ μᾶς ψάλουν τ᾿ ἄλλα τὰ χωριά;
Ἕνας δισταγμὸς ζωγραφήθηκε ἀμέσως σὲ πολλὰ πρόσωπα· μερικοὶ κούνησαν τὸ κεφάλι: σύμφωνοι. Ἀκούστηκαν καὶ ψιθυρίσματα. Ἐκεῖνοι ποὺ βάσταγαν τὴ σανίδα ἔσκυψαν καὶ τὴν ἀπίθωσαν χάμου, τὴν ἀκούμπησαν σὲ μία κολόνα κι ἀνακλαδίστηκαν νὰ διώξουν τὴν κούραση. Ἄλλοι ποὺ ἦταν ὄξω ἀπὸ τὸ νάρθηκα σήκωσαν τὰ χέρια στὸ καμπαναριὸ γιὰ νὰ πάψει τὸ καμπάνισμα. Καὶ χύθηκε τόση ἡσυχία, θλιμμένη ἡσυχία, λὲς καὶ σταμάτησε ἄξαφνα ἡ ζωή.
Μὰ τότε βαριὰ καὶ θυμωμένη ἀκούστηκε ἡ φωνὴ τοῦ Ἀρλετῆ.
– Νά κεφάλι! . . . εἶπε δείχνοντας μὲ τὴ χερούκλα του τὸ φοιτητῆ. Τόσος λαὸς ἐδῶ καὶ δὲν ξέρει τί κάνει· ἦρθε τοῦ λόγου του νὰ μᾶς βάλει μυαλό.
– Ὄχι νὰ σᾶς βάλω μυαλό· εἶπε ὁ Τσαϊπᾶς δειλά· νὰ εἰπῶ τὸ σωστό.
– Τὸ σωστό! ἐφώναξε ἀγριοκοιτάζοντάς τον ὁ Ἀρλετής, τὸ σωστό! Ποῦ τό ῾βρες, μωρέ, τὸ σωστό. . . Μὴν τό ῾φερες ἀπὸ τὴν Ἀθήνα μαζὶ μὲ τὰ κολλαράκια σου!
Ξέσπασαν ὅλοι στὰ γέλια· ὁ δήμαρχος, οἱ παπάδες, οἱ ψαλτάδες, ὁ λαός, ὅλοι γέλασαν μὲ τὴν καρδιά τους. Οἱ γυναῖκες γύρισαν τὰ μοῦτρα τους ἀλλοῦ, χαχάνιζαν κ᾿ ἐκεῖνες πίσω ἀπὸ τὰ μαντίλια τους. Κ᾿ ἔπειτα μιὰ στιγμὴ ὁ λαὸς ἀγρίεψε. Μωρέ, μυαλὸ ὁ μπαγάσας!... Ἐκεῖνοι ξεθεώθηκαν γιὰ νὰ τὸ φέρουν· ἄφηκαν τὸ μεροκάματό τους, ἔχυσαν αἷμα γιὰ τὴ Χάρη του καὶ τοῦτος ἔρχεται τώρα νὰ τοὺς πεῖ πὼς δὲν εἶναι κόνισμα! .. . Σούσουρο ἔγινε, βρισιὲς ἀκούστηκαν, γρόθοι σηκώθηκαν φοβεροί.
– Τὸ καλὸ ποὺ σοῦ θέλω νὰ φύγεις· τοῦ εἶπε μυστικὰ ὁ Σταθόπουλος, τραβώντας τὸν ἔξω ἀπὸ τὸ πλῆθος.
Ὁ Τσαϊπᾶς σήκωσε τὸ κεφάλι περήφανα. Τ᾿ ἔκαμε λέει; Ὄχι θὰ σταθεῖ, θ᾿ ἀντιμιλήσει, θὰ τὰ βάλει μ᾿ ὅλους ὡς ποὺ νὰ τοὺς ξεστραβώσει. Μὰ δὲν μπόρεσε νὰ βγάλει λέξη· στόμα εἶχε, μιλιὰ δὲν εἶχε.
– Πᾶμε, τοῦ ξαναεῖπε ὁ Σταθόπουλος.
Ἐκεῖνος ἔσκυψε τὸ κεφάλι, σούφρωσε τὰ φρύδια του, ἄφησε νὰ τὸν σύρει ὁ φίλος του.
– Ἥλιος! φώναξαν δυὸ τρία παιδιὰ στὸ διάβα του.
– Οὖθε τὸ πρῶτο μου παπούτσι! . . Οὖθε τὸ πρῶτο μου παπούτσι!... φώναξε δυνατὰ ὁ Ἀρλετής.
Ὁ ἀντίλαλος τοῦ νάρθηκα ἀδερφώθηκε καὶ κεῖνος μὲ τὴ βάναυση φωνὴ τοῦ ψάλτη.
– Παπούτσι... παπούτσι!...
– Ἐλᾶτε, ρὲ παιδιά· βοηθᾶτε νὰ τελειώσουμε· εἶπε ὁ Ἀρλετὴς πιάνοντας τὸ κόνισμα.
Κανεὶς δὲν ἔσκυψε· ὅλοι ἔμειναν ἄφωνοι, τηράζοντάς το σὰν νὰ ζητοῦσαν τὴ γνώμη του. Ἒπειτ᾿ ἄρχισαν νὰ τὸ ψηλαφᾶνε, νὰ τὸ γυρίζουν μπρός-πίσω, νὰ τὸ ξετάζουν, γιὰ νὰ μάθουνε τὸ νόημά του. Ἔλεγαν χίλιες γνῶμες μυστικὸ καὶ φανερά, ἔβγαζαν διάφορα συμπεράσματα· μὰ κανένα δὲν πίστευαν πὼς ἦταν σωστό. Ὅ,τι ἔλεγε ὁ ἕνας, ἀμέσως ἄλλος τὸ πολέμαε. Ἄρχιζαν ν᾿ ἀντιφέρνονται, νὰ στενοχωριοῦνται καὶ μυστικὰ νὰ θυμώνουν μ᾿ ἐκεῖνο ποὺ τοὺς ἔβαλε σὲ μπελάδες. Ποιὸς ξέρει; Τάχα δὲν ἦταν ὄργανο τοῦ Σατανᾶ κ᾿ ἦρθε νὰ τοὺς ρίξει σὲ σύγχυση; Τί διάβολο! Ἂν ἦταν ἀληθινὸς Ἅγιος, τὸ χωριό τους θά ῾βρισκε νὰ κονέψει!...
– Ποὺ ἤσουνα, κυρ-Γερόλυμε! φώναξε ἄξαφνα ὁ δήμαρχος· ἔλα, βρὲ ἀδελφέ, νὰ μᾶς χωρίσεις· μπλέξαμε στὰ καλά με τοῦτο τὸ διάβολο!...
Μὰ συνῆρθε ἀμέσως κι ἄρχισε τὰ σταυροκοπήματα.
– Φτού! .. . φτού!... Προσκυνῶ τὴ χάρη του... Μὲ κόλασε ὁ τρισκατάρατος!
Γέλασε τὸ πλῆθος δυνατὰ μὲ τὸ πάθημα τοῦ κυρ-δήμαρχου. Ἔπειτα ἔκαμε τόπο κι ἀνέβηκε ὀκνὰ τὴ σκάλα ὁ Γερόλυμος ὁ Προβατᾶς. Ἦταν ἕνας γέρος νησιώτης κοσμοπερπατημένος καὶ πολυκάτεχος. Ἡ τύχη τὸν ἔριξε στὸ χωριὸ κι ἔμειν᾿ ἐκεῖ ἀπὸ χρόνια, σὰν ξύλο παντοπλάνητο ποὺ κατακάθεται σὲ μίαν ἀκρογιαλιὰ ὥστε νὰ σαπίσει καὶ νὰ διαλυθεῖ. Ἀπὸ τὰ λόγια του κι ἀπὸ τὰ φερσίματα –μπορεῖ κι ἀπὸ τ᾿ ἄγνωστα περασμένα του– εἶχε καταντήσει σεβαστὸς καὶ πολυζήτητος. Μόλις τὸν εἶδαν κι ἀνάσαναν ὅλοι· σκέφτηκαν πῶς δίχως ἄλλο θὰ τοὺς βγάλει ἀπὸ τὴ στενοχώρια. Παραμερίσανε γιὰ νὰ ἰδεῖ τὸ κόνισμα. Ἐκεῖνος μόλις τὸ εἶδε σούφρωσε τὰ χείλη του καὶ γύρισε τὶς πλάτες.
– Λοιπόν; ρώτησαν δυό-τρεῖς ἀνυπόμονα.
– Στολίδια τῆς πρύμης· εἶπε σιγά· στολίδια καραβιοῦ· –πᾶρτε το.
Ὅλοι χλόμιασαν καὶ χαμογέλασαν σύγκαιρα· ὅλοι τὸν κοίταξαν περίλυπα σὰν νά ῾παιρνε μαζί του τὴν ἐλπίδα τους. Οἱ παπάδες μπήκανε στὴν ἐκκλησιὰ τρεχάτοι, γονάτισαν καταμεσῆς καὶ σήκωσαν τὰ χέρια σὲ δέηση. Ἥμαρτον, Θέ μου – μὴ μᾶς συνεριστεῖς!... Τὸ πλῆθος ἄρχισε νὰ σκορπᾷ.
– Μὰ εἶσαι βέβαιος, γερο-Προβατᾶ; τὸν ρώτησε λυπημένα ὁ Ἀρλετής. Γιὰ κοίτα το καλά· μὴν κάνεις λάθος;
– Τί λάθος, ἀδερφὲ Κωνσταντή; Εἶναι στολίδι ἀπὸ ρούσικο καράβι· βασιλικὸ καράβι! Νὰ δὲ διαβάζεις τὰ γράμματα; Πέτρος ὁ Μέγας· ἔτσι γράφει ἀπάνου...
Ὁ Ἀρλετὴς ἐσταύρωσε τὰ χέρια, ἔγυρε τὸ κεφάλι κ᾿ ἔμειν᾿ ἐκεῖ ἄφων᾿ ἄλαλος γιὰ πολλὴ ὥρα. Ἀπελπισία κυρίεψε τὴν ψυχή του σὰν νά ῾βλεπε τὴν ἐκκλησιὰ τοῦ γκρεμισμένη. Μωρέ! Ποτὲ δὲν τό ῾λπιζε νὰ πάθει τέτοιο ρεζιλίκι τὸ χωριό! ... Ἄξαφνα τοῦ φάνηκε πὼς τὰ κεφάλια τοῦ ἀητοῦ κουνήθηκαν ἀπὸ τὴ θέση τους, κουλουριάστηκαν καὶ κάμανε μαζὶ μιὰ προσωπίδα μεγάλη. Τί μεγάλη προσωπίδα καὶ τί παράξενη! Ἔπιανε ὅλο τὸ χωριό. Ὄχι μόνο τὸ χωριό, μὰ καὶ τ᾿ ἄλλα περίγυρα, τὴν Πάτρα καὶ τὸν Πύργο, ἀκόμη καὶ τὴ Ζάκυνθο. Κι ὅσο πήγαινε ὅλο μεγάλωνε. Μεγάλωνε δεξιά, μεγάλωνε ζερβά, κάτου καὶ ἀπάνου, ὡς ποὺ σκέπασε ὠιμένα!... ὅλη τὴν Ἑλλάδα. Καὶ κοίταζε τὸν Ἀρλετὴ πεισματικά με τὰ κούφια μάτια της· τὸν κοίταζε καὶ γελοῦσε, τὸν κοίταζε καὶ χαχάνιζε σὰν γριὰ ξεμωραμένη καὶ μονοδοντού.
– Ἄ, σιχτίρ! ... εἶπε δίνοντάς του μιὰ κλοτσιά.
Ἡ σανίδα ἔτριξε στὴ θέση της, κουνήθηκε πέρα-δῶθε κ᾿ ἔπεσε πλάτς! στὸ χῶμα. Ἕνα σύγνεφο ἀπὸ σκόνη σηκώθηκε καὶ σκέπασε ὅλα τὰ πάντα.
– Π᾿ ἀνάθεμά σε! Μοῦ ῾φαγες τὴν πλάτη ὡς ποὺ νὰ σὲ φέρω! εἶπε κάποιος πιάνοντας τὸν ὦμο του.
Καὶ τοῦ ῾δωκε ἄλλη κλοτσιά. Τότε ὅλοι ἄρχισαν νὰ τὸ κλοτσοῦν, νὰ τὸ ποδοκυλοῦν στὸ χῶμα σὰν παλιοκούρελο. Δὲν εἶχαν θυμὸ μαζί του. Ἔνιωθαν μόνο μιὰ παιδιάστικη ὁρμὴ νὰ τὸ λερώσουν, νὰ τὸ ἀσχημύνουν, νὰ τὸ ταπεινώσουν περισσότερο. Τὸ χτυποῦσαν μὲ λάσπες, μὲ πέτρες καὶ μὲ βύσσαλα. Τό ῾στεναν ὀρθὸ καὶ τ᾿ ἄφηναν νὰ πέσει μὲ πάταγο, ξεκαρδισμένοι στὰ γέλια. Ἀνάμπαιζαν τὰ «Κύριε ἐλέησον», τοὺς ψαλμοὺς τὰ σταυροκοπήματα, τὰ θάματα καὶ τὴ φύλαξη ποὺ πρόσμεναν ἀπὸ δαῦτο. Ἔπειτα, σὰν ἀπόστασαν ἀπὸ τὰ γέλια καὶ τὰ χάχανα, τὸ σήκωσαν στὰ χέρια καὶ μὲ σατιρικὰ ψαλμολογήματα τό ῾φεραν καὶ τὸ πέταξαν στὸ Στρεμμενό, σὰν ψοφίμι.
– Νά στὶς δόξες σου!... εἶπε ὁ Ἀρλετής.