Ἀνδρέας Καρκαβίτσας - Ἡ θάλασσα

Τὸ διήγημα περιέχεται στὴ συλλογὴ Λόγια της Πλώρης (1899).


Ὁ πατέρας μου -μύρο τὸ κῦμα ποὺ τὸν τύλιξε- δὲν εἶχε σκοπὸ νὰ μὲ κάμει ναυτικό.

- Μακριά, ἔλεγε, μακριά, παιδί μου, ἀπὸ τ᾿ ἄτιμο στοιχειό! Δὲν ἔχει πίστη, δὲν ἔχει ἔλεος. Λάτρεψέ την ὅσο θές, δόξασέ την, ἐκείνη τὸ σκοπό της. Μὴν κοιτᾷς ποὺ χαμογελᾷ, ποὺ σοῦ τάζει θησαυρούς. Ἀργὰ ἢ γρήγορα θὰ σοῦ σκάψει τὸ λάκκο ἢ θὰ σὲ ρίξει πετσὶ καὶ κόκαλο, ἄχρηστο στὸν κόσμο.

Καὶ τὰ ἔλεγε αὐτὰ ἄνθρωπος, ποὺ ἔφαγε τὴ ζωή του στὸ καράβι, ποὺ ὁ πατέρας, ὁ πάππος, ὁ πρόπαππος, ὅλοι ὡς τὴ ρίζα τῆς γενιᾶς ξεψύχησαν στὸ παλαμάρι. Μὰ δὲν τὰ ἔλεγε μόνο αὐτός, ἀλλὰ κι ἄλλοι γέροντες τοῦ νησιοῦ, οἱ ἀπόμαχοι τῶν ἀρμένων τώρα, καὶ οἱ νεότεροι, ποὺ εἶχαν ἀκόμη τοὺς κάλους στὰ χέρια, ὅταν κάθιζαν στὸν καφενὲ νὰ ρουφήξουν τὸ ναργιλέ, κουνοῦσαν τὸ κεφάλι καὶ στενάζοντας ἔλεγαν:

- Ἡ θάλασσα δὲν ἔχει πιὰ ψωμί. Ἂς εἶχα ἕνα κλῆμα στὴ στεριὰ καὶ μαύρη πέτρα νὰ ρίξω πίσω μου.

Ἡ ἀλήθεια εἶναι πὼς πολλοί τους ὄχι κλῆμα, ἀλλὰ νησὶ ὁλάκερο μποροῦσαν ν᾿ ἀποκτήσουν μὲ τὰ χρήματά τους. Μὰ ὅλα τὰ ἔριχναν στὴ θάλασσα. Παράβγαιναν ποιὸς νὰ χτίσει μεγαλύτερο καράβι, ποιὸς νὰ πρωτογίνει καπετάνιος. Κι ἐγώ, ποὺ ἄκουα συχνὰ τὰ λόγια τους καὶ τὰ ἔβλεπα τόσο ἀσύμφωνα μὲ τὰ ἔργα τους, δὲν μποροῦσα νὰ λύσω τὸ μυστήριο. Κάτι, ἔλεγα, θεϊκὸ ἐρχόταν κι ἔσερνε ὅλες ἐκεῖνες τὶς ψυχὲς καὶ τὶς γκρέμιζε ἄβουλες στὰ πέλαγα, ὅπως ὁ τρελοβοριᾶς τὰ στειρολίθαρα.

Ἀλλὰ τὸ ἴδιο κάτι μ᾿ ἔσπρωχνε κι ἐμένα ἐκεῖ. Ἀπὸ μικρὸς τὴν ἀγαποῦσα τὴ θάλασσα. Τὰ πρῶτα βήματά μου, νὰ εἰπεῖς, στὸ νερὸ τὰ ἔκαμα. Τὸ πρῶτο μου παιχνίδι ἦταν ἕνα κουτὶ ἀπὸ λουμίνια μ᾿ ἕνα ξυλάκι ὀρθὸ στὴ μέση γιὰ κατάρτι, μὲ δυὸ κλωστὲς γιὰ παλαμάρια, ἕνα φύλλο χαρτὶ γιὰ πανάκι καὶ μὲ τὴν πύρινη φαντασία μου ποὺ τὸ ἔκανε μπάρκο τρικούβερτο. Πῆγα καὶ τὸ ἔριξα στὴ θάλασσα μὲ καρδιοχτύπι. Ἂν θέλεις, ἤμουν κι ἐγὼ ἐκεῖ μέσα. Μόλις ὅμως τὸ ἀπίθωσα, καὶ βούλιαξε στὸν πάτο. Μὰ δὲν ἄργησα νὰ κάμω ἄλλο μεγαλύτερο ἀπὸ σανίδια. Ὁ ταρσανὰς γιὰ τοῦτο ἦταν στὸ λιμανάκι τοῦ Ἅϊ-Νικόλα. Τὸ ἔριξα στὴ θάλασσα καὶ τ᾿ ἀκολούθησα κολυμπώντας ὡς τὴν ἐμπατὴ τοῦ λιμανιοῦ, ποὺ τὸ πῆρε τὸ ρέμα μακριά. Ἀργότερα ἔγινα πρῶτος στὸ κουπί, στὸ κολύμπι πρῶτος, τὰ λέπια μοῦ ἔλειπαν.

- Μωρὲ γειά σου, κι ἐσὺ θὰ μᾶς ντροπιάσεις ὅλους! ἔλεγαν οἱ γεροναῦτες, ὅταν μ᾿ ἔβλεπαν νὰ τσαλαβουτῶ σὰν δέλφινας.

Ἐγὼ καμάρωνα καὶ πίστευα νὰ δείξω προφητικὰ τὰ λόγια τους. Τὰ βιβλία -πήγαινα στὸ Σχολαρχεῖο θυμοῦμαι- τὰ ἔκλεισα γιὰ πάντα. Τίποτα δὲν ἔβρισκα μέσα νὰ συμφωνεῖ μὲ τὸν πόθο μου. Ἐνῷ ἐκεῖνα ποὺ εἶχα γύρω μου, ψυχωμένα κι ἄψυχα, μοῦ ἔλεγαν μύρια. Οἱ ναῦτες μὲ τὰ ἡλιοκαμένα τους πρόσωπα καὶ τὰ φανταχτερὰ ρούχα, οἱ γέροντες μὲ τὰ διηγήματά τους, τὰ ξύλα μὲ τὴ χτυπητὴ κορμοστασιά, οἱ λυγερές με τὰ τραγούδια τους:

Ὄμορφος πού ῾ναι ὁ γεμιτζὴς ὅταν βραχεῖ κι ἀλλάξει
καὶ βάλει τ᾿ ἄσπρα ροῦχα του καὶ στὸ τιμόνι κάτσει.

Τὸ ἄκουα ἀπὸ τὴν κούνια μου κι ἔλεγα πὼς ἦταν φωνὴ τοῦ νησιοῦ μας, ποὺ παρακινοῦσε τοὺς ἄντρες στὴ θαλασσινὴ ζωή. Ἔλεγα πότε κι ἐγὼ νὰ γίνω γεμιτζὴς καὶ νὰ κάτσω θαλασσοβρεμένος στὸ τιμόνι. Θὰ γινόμουν ὄμορφος τότε, παλίκαρος σωστός· θὰ μὲ καμάρωνε τὸ νησί! Ναί, τὴν ἀγαποῦσα τὴ θάλασσα! Τὴν ἔβλεπα νὰ ἁπλώνεται ἀπὸ τ᾿ ἀκρωτήρι ὡς πέρα, πέρα μακριά, νὰ χάνεται οὐρανοθέμελα σὰν ζαφειρένια πλάκα στρωτή, βουβὴ καὶ πάσχιζα νὰ μάθω τὸ μυστικό της. Τὴν ἔβλεπα, ὀργισμένη ἄλλοτε, νὰ δέρνει μὲ ἀφροὺς τ᾿ ἀκρογιάλι, νὰ καβαλικεύει τὰ χάλαρα, νὰ σκαλώνει στὶς σπηλιές, νὰ βροντᾷ καὶ νὰ ἠχάει, λὲς καὶ ζητοῦσε νὰ φθάσει στὴν καρδιὰ τῆς γῆς, γιὰ νὰ σβήσει τὶς φωτιές της. Κι ἔτρεχα μεθυσμένος νὰ παίξω μαζί της, νὰ τὴ θυμώσω, νὰ τὴν ἀναγκάσω νὰ μὲ κυνηγήσει, νὰ νιώσω τὸν ἀφρό της ἐπάνω μου, ὅπως πειράζομε ἁλυσοδεμένα τ᾿ ἀγρίμια. Κι ὅταν ἔβλεπα καράβι νὰ σηκώνει τὴν ἄγκυρα, νὰ βγαίνει ἀπὸ τὸ λιμάνι καὶ ν᾿ ἀρμενίζει στ᾿ ἀνοιχτά, ὅταν ἄκουα τὶς φωνὲς τῶν ναυτῶν ποὺ γύριζαν τὸν ἀργάτη, καὶ τὰ κατευοδώματα τῶν γυναικῶν, ἡ ψυχή μου πετοῦσε θλιβερὸ πουλάκι ἐπάνω του. Τὰ σταχόμαυρα πανιά, τὰ ὁλοφούσκωτα, τὰ σκοινιὰ τὰ κοντυλογραμμένα, τὰ πόμολα ποὺ ἄφηναν φωτεινὴ γραμμὴ ψηλά, μ᾿ ἔκραζαν νὰ πάω μαζί τους, μοῦ ἔταζαν ἄλλους τόπους, ἀνθρώπους ἄλλους, πλούτη, χαρές. Καὶ νυχτοήμερα ἡ ψυχή μου κατάντησε ἄλλον πόθο νὰ μὴν ἔχει παρὰ τὸ ταξίδι. Ἀκόμη καὶ τὴν ὥρα ποὺ ἐρχόταν πικρὸ χαμπέρι στὸ νησὶ καὶ ὁ πνιγμὸς πλάκωνε τὶς ψυχὲς ὅλων καὶ χυνόταν βουβὴ ἡ θλίψη ἀπὸ τὰ ζαρωμένα μέτωπα ὡς τ᾿ ἄψυχα λιθάρια τῆς ἀκρογιαλιᾶς, ὅταν ἔβλεπα τὰ ὀρφανοπαίδια στοὺς δρόμους καὶ τὶς γυναῖκες μαυροφόρες, ὅταν ἄκουα νὰ διηγοῦνται ναυαγοὶ τὸ μαρτύριό τους, πεῖσμα μ᾿ ἔπαινε ποὺ δὲν ἤμουν κι ἐγὼ μέσα, πεῖσμα καὶ σύγκρυο μαζί.

Δὲν κρατήθηκα περισσότερο. Ἔλειπε ὁ πατέρας μὲ τὴ σκούνα στὸ ταξίδι. Μίσευε κι ὁ καπετὰν Καλιγέρης ὁ θεῖος μου γιὰ τὴ Μαύρη θάλασσα. Τοῦ ἔπεσα στὸ λαιμό, τὸν παρακάλεσε κι ἡ μάνα μου ἀπὸ φόβο μὴν ἀρρωστήσω, μὲ πῆρε μαζί του.

- Θὰ σὲ πάρω, μοῦ λέει, μὰ θὰ δουλέψεις, τὸ καράβι θέλει δουλειά. Δὲν εἶναι ψαρότρατα νά ῾χεις φαῒ καὶ ὕπνο.

Τὸν φοβόμουνα πάντα τὸ θεῖο μου. Ἦταν ἄγριος καὶ κακὸς σ᾿ ἐμένα, ὅπως καὶ στοὺς ναῦτες του. Κάλλιο σκλάβος στ᾿ Ἀλιτζέρι - παρὲ μὲ τὸν Καλιγέρη, ἔλεγαν, γιὰ νὰ δείξουν τὴν ἀπονιά του. Κι ὁ λόγος του πάντα προσταγή. Μόνον ἀπελπισμένοι πήγαιναν στὴ δούλεψή του. Μὰ ὁ μαγνήτης ποὺ ἔσερνε τὴν ψυχή μου, ἔκαμε νὰ τὰ λησμονήσω ὅλα. Νὰ πατήσω μία στὴν κουβέρτα, ἔλεγα, καὶ δουλειὰ ὅση θές.

Ἀληθινὰ ρίχτηκα στὴ δουλειὰ μὲ τὰ μοῦτρα. Ἔκαμα παιχνίδι τὶς ἀνεμόσκαλες. Ὅσο ψηλότερα ἡ δουλειά, τόσο πρόθυμος ἐγώ. Μπορεῖ ὁ θεῖος μου νὰ ἤθελε νὰ παιδευτῶ ἀπὸ τὴν ἀρχή, γιὰ νὰ μετανιώσω. Ἀπὸ τὴν πλύση τῆς κουβέρτας στὸ ξύσιμο, ἀπὸ τὸ ράψιμο τῶν πανιῶν στῶν σκοινιῶν τὸ πλέξιμο, ἀπὸ τὸ λύσιμο τῶν ἀρμένων στὸ δέσιμο. Τώρα στὴν τρόμπα, τώρα στὸν ἀργάτη, φόρτωμα, ξεφόρτωμα, καλαφάτισμα, χρωμάτισμα - πρῶτος ἐγώ. Πρῶτος; Πρῶτος! τί μ᾿ ἔμελε; Μοῦ ἔφτανε πὼς ἀνέβαινα ψηλὰ στὴ σταύρωση κι ἔβλεπα κάτω τὴ θάλασσα νὰ σκίζεται καὶ νὰ πισωδρομεῖ ὑποτακτική μου. Τὸν ἄλλον κόσμο, τοὺς στεριανούς, μὲ θλίψη τοὺς ἔβλεπα.

- Ψέ!... ἔλεγα μὲ περιφρόνηση. Ζοῦνε τάχα κι ἐκεῖνοι!...

Ἡ θάλασσα (ἀπόσπασμα) Τὰ Λόγια τῆς Πλώρης Ἀνδρέας Καρκαβίτσας (κείμ. Νεοελληνικῆς Λογοτεχνίας Β´ Γυμν.).

Ἡ δύσκολη ζωὴ τῶν ναυτικῶν στὴ θάλασσα. Ὅσο σκληρὴ κι ἂν εἶναι, δύσκολα τὴν ἀποχωρίζονται. Ἡ θάλασσα εἶναι ἕνα μέρος τῆς ζωῆς τους. Ἔχουν ταυτίσει τὴ ζωή τους μὲ τὴ θάλασσα. Ὅσο σκληρὸς καὶ ἂν ἦταν ὁ καπετὰν Καλιγέρης πάντα πήγαιναν στὴ δούλεψή του «ἕνας μαγνήτης ἔσερνε τὴν ψυχή τους πρὸς τὴ θάλασσα». Πάντα ἤξεραν νὰ δαμάζουν τὴ θάλασσα, ὅσο σκληρὴ κι ἂν ἦταν μαζί τους. Δὲν μποροῦν νὰ φαντασθοῦν τοὺς ἑαυτούς τους μακριὰ ἀπ᾿ τὴ θάλασσα.