Ἄγγελος Σικελιανός

ᾨδὴ Σ᾿ Ἕνα Χαμένον Ἔρωτα

Ἕνας χλωμὸς ἥλιος ἐφάνηκες
καὶ σκόρπισες θαμπὴν αὐγὴ
ἀνάμεσα ἀπ᾿ τ᾿ ἀχνὰ σύννεφα
ποὺ τὸ κορμάκι σου εἶχε βγεῖ.

Τὰ φτερουγάκια σου ἀνασήκωσες,
τ᾿ ἀλαφροκίνησες λευκά,
σὰ γιὰ νὰ διώξεις κάποιον ὄνειρο
κι ἔπειτα πάνω τους γλυκὰ

τὰ ὁλόξανθα μαλλάκια ἀκούμπησες.
Μὰ πρὶν ἀρχίσει νὰ φυσᾶ,
ἀπ᾿ τὰ ματάκια σου ὅπως τά ῾κλεισες
ἡ πρώτη στάλαξε δροσιά.

Κι ὅπως τὰ σύννεφα σὲ ζώσανε
πυκνά, μὲ ἀργότατη σιωπὴ
ἐχάθηκες τὴ πρώτη χύνοντας
μὲ τὸ φτερούγισμα, ἀστραπή.