Ἄγγελος Σικελιανός

Τὸ Πρωτοβρόχι

Σκυμμένοι ἀπὸ τὸ παραθύρι...
Καὶ τοῦ προσώπου μας οἱ γύροι
ἡ ἴδια μας ἤτανε ψυχή.
Ἡ συννεφιά, χλωμὴ σὰ θειάφι,
θάμπωνε ἀμπέλι καὶ χωράφι·
ὁ ἀγέρας μέσ᾿ ἀπὸ τὰ δέντρα
μὲ κρύφια βούιζε ταραχή·
ἡ χελιδόνα, μὲ τὰ στήθη,
γοργή, στὴ χλόη μπρὸς-πίσω ἐχύθη·
κι ἄξαφνα βρόντησε, καὶ λύθη
κρουνός, χορεύοντα ἡ βροχή!
Ἡ σκόνη πῆρ᾿ ἀνάερο δρόμο...
K᾿ ἐμεῖς, στῶν ρουθουνιῶν τὸν τρόμο,
στὴ χωματίλα τὴ βαριὰ
τὰ χείλα ἀνοίξαμε, σὰ βρύση
τὰ σπλάχνα νὰ μπεῖ νὰ ποτίσει
(ὅλη εἶχεν ἡ βροχὴ ραντίσει
τὴ διψασμένη μας θωριά,
σὰν τὴν ἐλιὰ καὶ σὰν τὸ φλόμο).
κι ὁ ἕνας στ᾿ ἀλλουνοῦ τὸν ὦμο
ρωτάαμε: «T᾿ εἶναι πὄχει σκίσει
τὸν ἀέρα μύρο, ὅμοιο μελίσσι;
Ἀπ᾿ τὸν πευκιὰ τὸ κουκουνάρι,
ὁ βάρσαμος ἢ τὸ θυμάρι,
ἡ ἀφάνα ἢ ἡ ἀλυγαριά;»
Κι ἄχνισα - τόσα ἦταν τὰ μύρα -
ἄχνισα κ᾿ ἔγινα ὅμοια λύρα,
ποὺ χάϊδευ᾿ ἡ ἄσωτη πνοή...
Μοῦ γιόμισ᾿ ὁ οὐρανίσκος γλύκα·
κι ὡς τὴ ματιά σου ξαναβρῆκα,
ὅλο μου τὸ αἷμα ἦταν βοή!...
K᾿ ἔσκυψ᾿ ἀπάνω ἀπὸ τ᾿ ἀμπέλι
ποὺ ἐσειόνταν σύφυλλο, τὸ μέλι
καὶ τ᾿ ἄνθι ἀκέριο νὰ τοῦ πιῶ·
- βαριὰ τσαμπιὰ καὶ οἱ λογισμοί μου,
βάτοι βαθιοὶ οἱ ἀνασασμοί μου -
κι ὅπως ἀνάσαινα, ἀπ᾿ τὰ μύρα
δὲ μπόρεια νὰ διαλέξω ποιό!
Μὰ ὅλα τὰ μάζεψα, τὰ πῆρα,
καὶ τά ῾πια, ὡσὰν ἀπὸ τὴ μοίρα
λύπη ἀπροσδόκητη ἢ χαρά.
Τά ῾πια· κι ὡς σ᾿ ἄγγιξα τὴ ζώνη,
τὸ αἷμα μου γίνηκεν ἀηδόνι,
κι ὡς τὰ πολύτρεχα νερά!

(ἀπὸ τὸ Λυρικὸς Βίος, Β´, Ἴκαρος 1968)