Στὴ Μαρία Πολυδούρη
Μὴ στοχαστεῖς πὼς ἦρτα ἀργὰ κοντά σου. Εἶναι κρυφὸς
ὁ δρόμος μου καὶ δὲν τὸν ξέρουν οἱ ἄλλοι.
καὶ χρόνια τώρα, ἀνήξερά Σου, εἶμαι γιὰ Σένα ὁ ἀδερφός,
ὁποὺ Σοῦ σιάζει μυστικὰ τὸ προσκεφάλι...
Κι᾿ ἂν ἀπ᾿ τὴν ὄχτη φαίνεται πὼς ἔρχομαι, ὅπου τὴ νευρὴ
τῶν τόξων μου τανύζω
μὲ πεῖσμα, ἐνάντια στὴν ὀκνιὰ ποὺ μὲ κυκλώνει τὴ μιαρή,
μὰ ἀληθινά, γυρίζω
ἀπὸ τὴν ὄχτην ὅπου ἀνθοῦν οἱ θεῖοι μονάχα ἀσφοδελοὶ
κι᾿ ὅπου σαλεύει μόνο
ὅποια μορφὴ ἀναδύθηκε γιὰ μένα ὡς πλέρια ἀνατολὴ
μέσ᾿ ἀπ᾿ τὸν τέλειο πόνο...
Ἐκεῖθεν᾿ ἔρχομαι σ᾿ Ἐσέ, ποὺ ὁ θάνατός μου κ᾿ ἡ ζωὴ
διπλό μου φέγγει ἀστέρι.
μὰ γίνοντ᾿ ἕνα μέσα μου καὶ τὰ τυλίγει μία πνοὴ
σὰ Σοῦ κρατῶ τὸ χέρι,
καὶ συλλογιέμαι πὼς δὲν ἦρτα ἀργὰ κοντά Σου (μὲ τὸ φῶς
ἢ τὸ σκοτάδι ἂν πρόλαβα), τί φτάνω ἀπ᾿ τ᾿ ἀκρογιάλι
αὐτῶν ποὺ μ᾿ ἑτοιμάσανε νὰ Σοῦ ῾μαι ὁ ἄξιος ἀδερφός,
καὶ νά ῾μαι πλάι Σου πάλι...
|