Ἄγγελος Σικελιανός

ΡΑΨΩΔΙΕΣ ΤΟΥ ΙΟΝΙΟΥ

Ραψῳδίες τοῦ Ἰόνιου. Γλαύκα

Γλαυκὸ τὸ Νήρυτον· τὸ δρῦ, θαμπὸ ποὺ γαλανίζει,
δὲ ρίχνει σκιὰ στὴ θάλασσαν, ἀσάλευτη ἀπὸ κάτου.
Στὴ λίμνη ἀποκαρώσανε σὰν ἄσπροι ἀνθοὶ κ᾿ οἱ γλάροι.
Μὰ τὸ ξεφτέρι κρέμεται σὲ δυὸ φτερὰ καὶ τρέμει
μὲς στὴ γαλάζιαν ἄβυσσο, πῶς τρέμουνε δυὸ φρύδια
γραμμένα, ἅμα ζυγιάζουνε μία συλλογὴ παρθένα...

K᾿ ἔπνεε μαγιάτικος βοριὰς στὸ Ἰόνιο χτές, κι ἀκόμα
τὸ κύμα εἶναι σὰν κρούσταλλο, κι ὁ ἄμμος δὲν ἀχνίζει,
καὶ λαγαρὸς κι ἀσάλευτος ὁ ἀγέρας τοῦ ἐλαιώνα·
μηδὲ καπνίζουνε οἱ ἐλιὲς μίαν ἄχνη πρὸς τὸν ἥλιο. 10
Καὶ λὲς ποὺ χύθη ἡ θάλασσα τὴ νύχτα μὲς στὸν κάμπον
ἀπ᾿ τὸ μαγιάτικο βοριά, καὶ πάλε πίσω ἐσύρτη,
τὴν πεταλούδα ἐπλάνεψεν ἀπ᾿ τοὺς ἀφροὺς ἀπάνω...
K᾿ ἐγὼ στὸ κύμα εἶχα λουστεῖ τὴ χαραυγή, κ᾿ ἐκύλα
γλαυκὸ στὴ φλέβα τὸ αἷμα μου σᾶ μὲς στὰ δέντρα, κ᾿ ἦταν
ὁ νοῦς μου ὡς ἀνθισμένη ἐλιὰ ποὺ ἀπ᾿ τὸν καρπὸ ἀλαφρώθη
κι ἀφρίζει ἀνθὸν ἀνάλαφρο στὶς πελαγίσιες αὖρες...

K᾿ ἡ γλαυκομάτα, στὸ γιαλὸ ποὺ ἀργὴ μ᾿ ἀκολουθοῦσεν,
ἐρώτησε, γυρίζοντας τὴν κεφαλὴ ἀπ᾿ τὸ κύμα:
«Ἀλήθεια ἀναγελάσανε τὴ γλαύκα οἱ χελιδόνες, 20
τὴ γλαύκαν ὁποῦ ἀπόμεινε στὸ μέγα φῶς τῆς μέρας
καὶ χαμοπέταγε βουβὴ ἀπάνω ἀπὸ τ᾿ ἀμπέλια,
ποῦ καὶ σκυλὶ θὰ βάβιζε τὸ χαμηλό της ἴσκιο;
Ἀλήθεια ἀναγελάσανε τὴ γλαύκα οἱ χελιδόνες
μὲ τὶς χελιδονίσιες τοὺς χαρὲς στὶς κρύες τὶς αὖρες·
ἀπὸ μπροστά τῆς διάβαιναν, μὲ τὸ φτερὸ τὴ ῾γγίζαν,
καὶ μὲ συρτοὺς κελαηδισμοὺς ψηλὰ τὴν ἀναπαίζαν;»

K᾿ ἐφαίνονταν λευκὴ ἡ ὀργὴ στὸ μέτωπο τῆς Γλαύκης,
τῆς Ἀθηνᾶς πὼς τὸ ἱερὸ πουλὶ καταφρονέθη!

K᾿ ἐγώ, ποὺ τὸ εἶδα, ἀπάντησα τὸν ἀλαφριό μου λόγο: 30

Κι ἂν λαχανιάζει ὁ κόρακας, γελάει κ᾿ ἡ χελιδόνα,
πάντα ἡ ἐλιὰ θά ῾ναι ἱερή, καὶ στὸν αἰώνα ἡ γλαύκα
μαζὶ μ᾿ ἐμᾶς θὲ νὰ κοιτάει στυλὰ τὶς θεῖες ἑσπέρες... 33

(ἀπὸ τὸ Λυρικὸς Βίος, A´, Ἴκαρος 1965)


Ραψῳδίες τοῦ Ἰόνιου. Τὸ Διάβα τοῦ Ἐλαιῶνα

Στὸν Ἰόνιο διάπλατο γιαλὸ διαβήκαμε, περνώντας
τὸν ἐλαιώνα, ἀγαπητό της Ἀθηνᾶς καὶ πλήθια
σὲ ἴσκιους βαθύ, σὰν πέλαγο, καὶ ἀχὸ μὲ τοὺς ἀνέμους.
Καὶ ταξιδέψαμε τὸ νοῦ καὶ τὸ κορμὶ στοὺς ἴσκιους,
ἀνάμεσ᾿ ἀπὸ λούλουδα κι ἀπὸ εὐωδιές, καθένας
στὴν ἁρμονία σὰ σὲ ραβδὶ ἀγριλίδας ζυγιασμένος.
K᾿ οἱ σαῦρες, φωτοπράσινες, ποὺ δίπλα ἀπὸ τὴ ρίζαν
ἐκοίταγαν ἀσάλευτες στὸν ἥλιο, καὶ τὰ φίδια,
σὰ γητεμένα ὅλα βαθιὰ τῆς ἁρμονίας μας ἦταν,
καὶ τὸ ραβδί μου ὡς πιστικοῦ, τὸ φίδι νὰ πατήσει 10
δὲ σηκωνόνταν, στὸ μακρὺ τοῦ κάμπου μονοπάτι,
μὰ ὡς σὲ κλαδὶ λογίζομουν νὰ τυλιχτεῖ πὼς θά ῾ρτει...

K᾿ ἡ Γλαύκη πρώτη τη σιωπὴν ἔκοψε, πρώτη, ὡς ὅταν
κόβεις ψωμὶ κριθάρινο, στὴ μέση, ἀπὰ στὸ γόνα,
καὶ ἡ εὐωδιά του ξεχειλάει ἀγγίζοντας τὴ φρένα.
Τέτοια καὶ ἡ Γλαύκη ἐμίλησε, πού ῾χε γλυκὰ εὐωδιάσει
μὲ λιόφυλλο τὸ στόμα της κ᾿ ἐλούστη μὲ τὰ φύλλα
καὶ τὸν ἀνθὸ τῆς λυγαριᾶς στὰ χέρια καὶ στὰ χείλα.
Καὶ φούσκωνέ μας ἡ σιωπὴ τὰ στήθη, ὡσὰν τὴν πείνα.
Μὰ ἦταν κι ὁλόδροση ἡ φωνή, νὰ συγκερνάει τὴ δίψα, 20
σὰν τὸ ψωμὶ ποὺ πότισες σὲ κρύας πηγῆς τὴ φλέβα.
Καὶ τὰ μαλλιὰ τὴ σκέπαζαν, ἂν τά ῾ριχνε, ὡς τὰ πόδια,
μὰ πάντα διαφαινόντανε τὸ μέτωπο, ὡς φεγγάρι
ποὺ φέγγει θεῖον ὁλημερίς, κι ἂς ἀνεβαίνει ὁ ἥλιος.
Καὶ μὲς στὸ νοῦ μου φάνταζε σὰν τὴ στερνὴ τὴν ψίχα
τοῦ δέντρου, ὡσὰν τ᾿ ὁλόχυμο μιανῆς φτελιᾶς μελούδι.

K᾿ εἶπεν ἡ Γλαύκη: «Ὁλονυχτὶς τὰ μάτια σου στὸν ὕπνο
σὰν ἄστρα σου ἀνοιγόκλειναν· καὶ λαγαρὰ εἶναι τόσο
ποῦ, νὰ τὰ ἰδῶ, στὸ μέτωπο τὴν ἀπαλάμη βάνω;»

K᾿ ἐγώ, ποὺ νόμιζα ἡ φωνὴ σὰν κλειστὸς κρίνος ποὺ ἦταν, 30
ἀπάντησα, καὶ νά, ἡ φωνὴ μέσα μου ἀνοίχτη ὡς κρίνος:

«T᾿ ἄστρι πληθαίνει μέσα μου, σὰν τὸ σπειρὶ στὸ ρόδι,
ὡς ἀναπεύω τὸ κορμὶ στοὺς ἄμμους τοῦ Ἰονίου.
Ἡ νύχτα ἀνοίγει ἀπ᾿ τὸ βαθὺ τὸν πόθο σὰν τὸ ρόδι,
καὶ μυρμηγκιάζει μέσα μου κι ὁλάκερο μ᾿ ἀγγίζει,
πώς, σὰ λουστῶ ἀπονύχτερα, μίαν ἀστραψιὰ ἀναβράει
τριγύρα ἀπὸ φωσφόρισμα - σὰ μέσα ἀπὸ τὸ γνέφι
ποὺ κουφοκαίει ἡ ἀστραπὴ - καὶ ποὺ σπιθίζει ἀκόμα
στὰ χέρια μου, στοὺς ὤμους μου, πάλε ὡς συρτῶ στοὺς ὄχτους...
Κι ἀνοίγουν ἀπονύχτερα τῶν ἄστρων τὰ μπουμπούκια, 40
κι ὅλη εὐωδὰ ἡ μαγιάτικη νυχτιὰ ἀπ᾿ τὰ τόσα ρόδα,
ἡ Ἀλετροπόδα σὰ φανεῖ κι ὡς βασιλέψει ἡ Πούλια.
Κι ὁ ὕπνος μου εἶν᾿ ἀνάλαφρος, καὶ φτάνει μου νὰ σειῶνται
τὰ βλέφαρα σ᾿ ἀνασασμὸ βαθὺ μαζὶ μὲ τ᾿ ἄστρα,
καὶ μόνο φτάνει μου νὰ πιῶ σὲ μιᾶς σιωπῆς τὴ φλέβα,
κι ἂς εἶναι ὡς νυχτολούλουδα τὰ μάτια μου ἀνοιγμένα...»

K᾿ ἡ ἄλλη, πρασινοΐσκιωτα ποὺ εἶχε τὰ μάτια, ἐσίγα·
κι ἀπὸ τὸ λόγον ἄγγιχτη φαινόντανε, καὶ πλήθια
ν᾿ ἀκούει ἂς ἀναγάλλιαζε, καθὼς τὰ πελαγίσια
πουλιὰ πού, ὡς λούζονται, γλιστρᾶ τὸ κύμα ἀπάνωθέ τους. 50
Μεγαλομάτα - κ᾿ ἔδειχνε πὼς σὲ βαθιὲς πεδιάδες
εἶχε ἀναπέψει τὴ ματιὰ καὶ σ᾿ ἁπλωτὰ ποτάμια,
γιὰ τοῦτο κι ἀργοσάλευτη σὰν τοῦ βοδιοῦ γυρνοῦσε,
πότε τὸ πέλαο δάμαζε, πότε τὸν κάμπον ὅλο...

Ἀλλ᾿ ὅπως ἐκατέβαινε σὲ τόση ἀγάπη ὁ ἥλιος,
στὸ κύμα ὡς ἐλουστήκαμε καὶ βγήκαμε στὴν ἄκρη,
σὰ γλαῦκες ἐκοιτάζαμε τὴ σιωπηλὴν ἑσπέρα...

K᾿ ἐγώ, βαθιά μου πὄνιωθα πὼς δὲν πεθαίνει ἡ μέρα,
στῆς σιωπηλῆς ἀκούμπησα τὸν κόρφο, καὶ στὴν ἄλλη
τὰ πόδια ἀκούμπησα. Βαθιὰ ἐλογίζομουν, σὰ νά ῾χα
στὸν ἥλιο τὰ ποδάρια μου, στὸν ἴσκιο τὸ κεφάλι... 61

(ἀπὸ τὸ Λυρικὸς Βίος, A´, Ἴκαρος 1965)

Ραψῳδίες τοῦ Ἰόνιου. Τύμβος

Στὴν πλάκα ἀρχαία, καὶ τὸ σκυλὶ τὸ χῶμα ἀναρωτοῦσε,
λαγωνικὸν ἀνάγλυφο σὰν τὸ φτενὸ φεγγάρι.
Ὀρτὸς μὲς στὸν ἀνάλαφρο σὰν καταχνιὰ χιτώνα,
ὁ νέος ἐστύλωνε νεκρὸς τὰ μάτια ἀπ᾿ τὴ γαλήνη
τῆς πλάκας στὴν ἀπέραντη γαλήνη τοῦ θανάτου,
καὶ τὰ ματόκλαδα ἀνοιχτὰ στὸν αἰώνιον εἶχε ξύπνο.
Ἀποκοιμήθη τὸ παιδί, στὰ πόδια του, ἀπ᾿ τὸ κλάμα·
τῆς νιοσκαμμένης ἡ εὐωδιὰ τῆς γῆς, ἐσίγασέ του
τὸ ἀνεβρυτὸ παράπονο, κ᾿ ἡ ἀπέραντη ἠρεμία.
Γυρτὸς τὸ χῶμα ἐρώταγε καὶ τοῦ παιδιοῦ ὁ πατέρας. 10
Ἀλλὰ ὁ νεκρός, στὸν ἀλαφριὸ σὰν καταχνιὰ χιτώνα,
τὰ μάτια του ἄφηνε βαθιὰ στὴν ἄβυσσο, σὰ μάτια
ποῦ ἀπάνω ἀλησμονήθηκαν στὸ ἡμερινὸ φεγγάρι...

Συχνὰ καὶ τὰ ματόκλαδα, μέσα στὸν αἰώνιο ξύπνο,
μοῦ ἀνοίγονται μερόνυχτα, καὶ μήτε συναλλάζει
τὸ ρίπισμα ποὺ παγερὰ βουνίσια μύρα ἁπλώνει,
κ᾿ ἡ ἀνάσα χλιά, σὰν τὴ βουβὴ πλατιὰ ἀστραπὴ τοῦ Μάη,
ἀπὸ λιβάδια ἂν ἔρχεται ἡ ἀπὸ γιαλὸ ἁπλωμένο...

Δίχως ἀγώνα μὲ καλοῦν οἱ ἀνήφοροι τὴ νύχτα.
Τὸ δρόμο κόβω ἀνάμεσα σὲ ξαῖθρες καὶ ἴσκιους, κ᾿ εἶμαι 20
σὰν τὸ πουλί, ἀρμενίζοντας μεσουρανὶς ποὺ φεύγει,
κι ὡς βούλεται ὕπνο, λάμνοντας, ἀνάερον ἀναπεύει.
Ἀλλὰ ὁ ἀπόγειος ἄνεμος, ποὺ ἀπὸ λαγκάδια χύνει,
χύνει ἀπὸ ξάστερες κορφὲς - καὶ στὴ βαθιὰ ἠρεμία
ἀχεῖ ὡς ἀγέρας τοῦ πελάου στῶν καραβιῶν τὰ ξάρτια,
ὡσὰν ἀποβροχάρικη βροντὴ κυλάει στὰ νέφη,
ποὺ στὰ φαράγγια ἀχεῖ διπλά, βογκάει καὶ στὰ ποτάμια -
σμίγει, ὡς γαλήνιο πέλαγο στρωτό, τὸ φῶς τῶν ἄστρων,
ὡσὰν τῆς λύρας τὶς χορδὲς ποὺ ὡς τὶς ρυθμίσει χέρι
ριπίζονται ὅλες, ἕνα φῶς, καὶ δὲ χωρίζουν ἄλλο. 30
Ὀρτὸς μὲς στὸν ἀνάλαφρο σὰν καταχνιὰ χιτώνα,
σὰν ὁ νεκρός, τὰ μάτια μου στυλώνω ἀπ᾿ τὴ γαλήνη
τῆς νύχτας στὴν ἀπέραντη θαμπὴ γαλήνη τοῦ ὄρθρου,
καὶ τὰ ματόκλαδα ἀνοιχτὰ στὸν αἰώνιο ἔχω ξύπνο.
Καὶ γαλαζώνει, ξώδερμη, στὰ χέρια ἀπάνω ἡ φλέβα,
σὰν τοῦ νεκροῦ θαμπωτικιά, καὶ στὰ μηλίγγια ἀπάνω,
γλαυκὴ σὰν τ᾿ αὐγινὰ βουνά, ποὺ ὡς φεύγεις τόσο ἀχνίζουν,
φέγγουν βαθιὰ τὴν ἄβυσσο στὸ λογισμὸ τοῦ ἀνθρώπου...

Κι ἄκουσε, ἀπάνω ἀπ᾿ τὴ στρωτὴ γαλήνη τοῦ πελάγου,
τοῦ γλάρου τὸ παράπονο μακριὰ ποὺ ταξιδεύει 40
κι ἀπ᾿ τὶς ἐλιὲς ἐγλίστρησεν ἀπάνω, ἐδιάβη δίπλα
στ᾿ ἀναπαμένα τὰ βουνὰ ποὺ ἡ θάλασσα ἀντιφέγγει.
K᾿ οἱ γλαῦκες ἐσυρτήκανε μὲς στὶς ἐλιὲς ποὺ ἀκόμα
κοιμῶνται ἀνάλαφρο ὕπνωμα, τὸ λάδι ὡς ἀνεβαίνει
στ᾿ ἀνεβρυτά τους τὰ κλαριά, ὕπνο νοητὸ ποὺ ὁ γκιώνης
ἀπ᾿ τὴν μίαν ἄκρη ἐρύθμισε τοῦ κάμπου ὦσμε τὴν ἄλλη...

Ἀνανογήθη ὁ ἄνθρωπος μὲς στὸ βαθὺ τὸν ὕπνο
τὸ πρῶτο πῶς ἐλάλησε τζιτζίκι μὲ φεγγάρι;
Κι ὡς ἄνθρωπος τὴν ἀγκαλιὰ ποὺ ἀφῆκε τῆς γυναίκας,
γιατ᾿ ἦταν δίκαι᾿ ἡ πείνα του καὶ ἡ δίψα τοῦ θανάτου, 50
γιατ᾿ ἦταν κάμπος ἄθερος πού, ὡς σκύβουν του τ᾿ ἀστάχυα
ἀνατριχιάζοντας βαθιὰ στὸ ρίπισμα τῆς αὔρας
ποὺ σὰ δρεπάνι ἀθώρητο πετάει ἀπάνωθέ του,
τὸ θεριστὴν ἐπόθησε ποὺ θὲ νὰ θέριζέ του
τὴν παπαρούνα σύρριζα μὲ τὸ μεστὸ τ᾿ ἀστάχυ
- ὅμοια κι αὐτὸς τὴν ἀγκαλιὰ γυναίκεια ἐπόθησέ τη.
Κι ἀλάφρωσε τὸ γαῖμα του, καὶ δρόσισέ του ἡ φλέβα,
καὶ σιωπηλός, ὡς αἰώνιος, γλυκὸς τὸν πῆρε βύθος,
καὶ χύθη μέσα του, βαθιὰ πολύ, τῆς γῆς τὸ πνέμα·
στὰ διάφωτα ματόφυλλα τοῦ γλίστραε τὸ φεγγάρι 60
ὡσὰν ἀπ᾿ ἀνοιξιάτικα νέφια μπροστά, καὶ τ᾿ ἄστρα
σὰ δάκρυ᾿ ἀπὸ τὰ μάτια του ξαλάφρωναν τὸ νοῦ του,
κι ὡς φύλακες τὰ γαληνὰ βουνὰ μακρὰ ἔνιωθέ τα·
δὲ συνορίζονταν ὁ νοῦς καὶ τὸ κορμὶ τοῦ ἀνθρώπου·
ἀπάνωθέ του εἶχε χαθεῖ τοῦ θεριστῆ κι ὁ ἴσκιος,
κι ὡς μὲ τὴ ράχη ἀνάπευε δὲν ἔβλεπε ἕνα γνέφι,
ἀλλὰ εἶδεν ἄσωτους βυθοὺς στὸ ἀργὸ βλεφάρισμά του
- ὅμοια κ᾿ ἐγὼ τὰ μάτια μου στὸν αἰώνιο μέσα ξύπνο
ἔχω ἀνοιγμένα διάπλατα καί, ὀρτός, ψηλὰ τ᾿ ἀφήνω,
φέγγω βαθιὰ τὰ μέσα μου καὶ τὰ βουνὰ ἀντιφέγγω... 70

Μέσα μου φέγγουνε ἄσβηστα καὶ τὰ γλαυκά σου μάτια.
Ἄθερος κάμπος καὶ πλατὺς ποιὸς σὰν ἐμένα εὑρέθη;
Μηδὲ τὰ στάχυα μὄσπειρεν ἀνθρώπινο ἕνα χέρι·
μὲ τὴ σιγὴ τὰ θέρισες καὶ μὲ τὴν καλοσύνη.
Κι ἂν κάποτε τὰ μάτια σου μὲ βλέπουνε, σὰ μάτια
ποὺ ἀπάνω ἀλησμονήθηκαν σὲ σιωπηλὸ ποτάμι,
κι ὡς ἀκλουθᾶν τὰ ρέματα, τὸ κλάμα ἀργὰ ἀνεβαίνει
- τὰ μάτια φεύγουν ἀπὸ μὲ κι ἀκολουθᾶν τὸ ρέμα-
σκυμμένα δὲν ἀναρωτοῦν γιὰ μὲ τὴ γῆ, ποὺ πέφτει
ἡ σκιά μου ὡς ἀνοιξιάτικου συννέφου ἀπάνωθέ σου, 80
καὶ τὸ χαμόγελο ὡς βουβὴ πλατιὰ ἀστραπὴ τοῦ Μάη·
ὡς τὴν καρδιά σου ἀπ᾿ τὸ θαμπὸ τὸν ἴσκιο τοῦ θανάτου
σοῦ ἀλάφρωσα, καὶ τὸ αἷμα σου στὴ φλέβα ρέει σὰ λάδι,
γαληνομέτωπη, κοιτᾶν τὰ μάτια σου ὡσὰ μάτια
π᾿ ἀλησμονήθηκαν ψηλὰ στὸ ἡμερινὸ φεγγάρι!

(ἀπὸ τὸ Λυρικὸς Βίος, A´, Ἴκαρος 1965)


Ραψῳδίες τοῦ Ἰόνιου. Ἀπόσπασμα

Τὸ διπλοπόδι ὁ γέροντας, μπροστά μας ἐτραγούδα
τὰ λυγερὰ καὶ τὰ πλατιὰ τραγούδια τῆς Ἠπείρου.
Τὰ ἑκατὸ χρόνια δείχνονταν σοφὰ στὸ σάλεμά του,
ἀργὸ σὰ τὸ ξεκούρασμα τοῦ ἀϊτοῦ σὲ δυὸ φτεροῦγες.
Πλάκα τὸ χέρι τὸ ζερβὶ καὶ χάραζε μὲ τ᾿ ἄλλο,
στορώντας πῶς ἐξόμπλιασεν ἡ κόρη τὸ μαντίλι,
ἀργὸν-ἀργό, τὸν ἄγραφον αλαφρωμενο νόμο,
κατὰ πῶς γράφει ἡ θάλασσα μὲ τὸ φτερὸ τ᾿ ἀνέμου
ἀπάνω σ᾿ ἁπλωτὸ γιαλὸ πού ῾χει ψιλὸ τὸν ἄμμο...