Ἄγγελος Σικελιανός

Πρωτέας

Εἴπατε:
«Ἢ θὰ κάμουμε κάτι μεγάλο, ἢ δὲ θὰ γυρίσουμε πίσω...»

Τριγύρα Σας βούιζε τὸ πέλαο, κρυμμένο ἀπ᾿ τὰ κύματα
ὡς ἀπ᾿ ἄσπρα φτερὰ ποὺ πετοῦσαν ἀπάνω του σύρριζα,
κι ὁλοένα βυθίζατε μὲς στοὺς ὀγροὺς βαθιοὺς δρόμους,
κλειστοὶ στὸ μικρό Σας καράβι,
μὲς στὴν ἄβυσσο ὅπου ἄλλοτε λέγατε
πὼς κ᾿ ἡ ἴδια τρικυμία, σὰ μητέρα,
τὴ φτερούγα της θ᾿ ἅπλωνε ἀπάνω Σας,
τί, στὰ ἴδια πλευρά του
σὰν αἰχμάλωτο ἐκράτει τὸ σκάφος τὸν ἴδιο βοριὰ
μὲς στοῦ μέσα πελάου τὴ γαλήνη·

κ᾿ ἐκεῖ,
χαλινὸ σὰ νὰ βάζατε στὰ ἴδια τὰ κύματα
ποὺ ἀπάνω μαινόντανε,
ὡριμάζατε μόνο μιὰ σκέψη,
νὰ λυτρώσετε τὴν ἅγια μας θάλασσα
ἀπ᾿ τὸ κόκκινο μάταιο πανὶ τῶν Λατίνων,
καὶ μόνο
κάτασπρη φτερούγα νὰ τρέχει,
ὡσὰ γλάρου,
σὰν ἡ ἐλεύθερη σκέψη,
σὰν ἡ πνοὴ τῆς καθάριας ἀγάπης,
τῶν Ἑλλήνων ψαράδων τ᾿ ὀλάσπρο πανὶ
στὴ μεγάλη γαλάζια ἁπλωσιά της!

K᾿ ἐκεῖ μέσα, στὰ βάθη,
ἐκεῖ μέσα
ποὺ μήτε τοῦ ψαρὰ δὲν καλάρει
τὸ δίχτυ γιὰ ψάρια,
μόνοι, ἔξω ἀπὸ χρόνο καὶ τόπο,
δίχως πιὰ στὴν ἀκοή Σας νὰ φτάνει
ἡ βοὴ τῶν κυμάτων ἢ ὁ λόγος τοῦ ἀνθρώπου,
βαθιά, πιὸ βαθιά,
σὰ σὲ τάφο,
δίχως ὄνομα ἀπάνω κανένα ἀφημένο στῶν ἀνθρώπων τὴ μνήμη
ἄλλο ἀπ᾿ τ᾿ ὄνομα πού ῾χε ἀπὸ μύθο πανάρχαιο
τὸ ἴδιο Σας πλοῖο, ὁ «Πρωτέας»,
ἀπ᾿ τὸ μύθο πανάρχαιου θαλάσσιου θεοῦ
ποὺ σὲ μύρια συνάλλαζε πρόσωπα
τὴν αἰώνια του Ἐλεύτερη Οὐσία,

ὁλοένα,
ταξιδεύατε μέσα στὰ σκότη,
σὰ δελφίνια ποὺ ἀθώρητα τρέχουν στὴν ἄβυσσο μέσα,
ἀπ᾿ τὴν ἴδιαν ἐτούτη τὴν ἄβυσσο μία ὥρα νὰ βγεῖτε,
νικητήρια,
καὶ τότε μονάχα,
ἀντικρὺ στὸν ὀχτρό, ντροπιασμένο,
ν᾿ ἀνασάνετε πάλι τοῦ ἀπάνω τοῦ κόσμου τὸ γλυκύτατο ἀέρα,
τὸν ἀέρα ποὺ γιὰ ὅλους θὰ λυτρώνατε πλέρια!

Μὰ δὲν ἤρθατε πίσω!
Ἐκεῖ κάτου, στὰ βάθη, ποιὸς ξέρει
ἂν ὁ ἴδιος Πρωτέας δὲ Σᾶς κράτησε
στὰ κρυφά του τὰ δώματα μέσα,
μέσα στ᾿ ἅγια του δώματα,
πιὸ λαμπρὰ ἀπὸ τῆς εὔκολης δόξας τὰ τρόπαια,
μυστικὰ ριζωμένος στὴν καρδιὰ τῆς αἰωνιότητας·
τάχα ποιὸς ξέρει
ἂν ὁ ἴδιος θαλάσσιος θεὸς δὲ Σᾶς κράτησε ῥίζα,
ῥίζα κι ἄγκυρα αἰώνια τοῦ μύθου του,
πού ῾ν᾿ ὁ δικός του μαζὶ κι ὁ δικός μας·
ὅπου, ἂν ὅλα τὰ πρόσωπα ἀλλάζει
στὴ λαμπρὴν ἐπιφάνεια,
τὸ μπορεῖ
γιατὶ κλεῖ τὴν αἰώνιαν Οὐσία
ποὺ σὲ θεοὺς καὶ σ᾿ ἀνθρώπους
μηνάει σὲ περίσσιες μορφὲς ἀπ᾿ τὰ βάθη
τοῦ Κόσμου
τὴ μίαν ἱερή, μυστικὴ Ἐλευθερία!

Ὤ, καλοί μου, εἴπατ᾿ ἔτσι:
«Ἢ θὰ κάμουμε κάτι μεγάλο, ἢ δὲ θὰ γυρίσουμε πίσω!»
Καὶ κάματε κάτι, ἀπ᾿ αὐτὸ ποὺ νειρόσαστε
πιότερο ἀκόμα μεγάλο!
Δὲ σταθήκατε διόλου μεσόστρατα,
ἀπ᾿ τὴν ὥρα ποὺ μπήκατε μέσα
στοὺς ὀγρούς, βαθιοὺς δρόμους,
δὲ γυρέψατε ἀνάπαψη,
κι οὔτε στοχαστήκατε ἂν πρέπει νὰ γυρίσετε πίσω,
μὰ πηγαίνοντας πάντα μπροστὰ γι᾿ αὐτὸ ποὺ ῾νειρόσαστε,
τ᾿ ἄξιο, τὸ ἁγνό, τὸ μεγάλο,
λησμονήσατε ἀκόμα καὶ τὸν ἴδιο ἑαυτό Σας
ἀντικρὺ στὸ μεγάλο σκοπό Σας,
τώρα πιὰ πού ῾γινε ἕνα μὲ τὶς ρίζες τοῦ πελάου,
μὲ τὶς ρίζες τῶν αἰώνιων στοιχείων,
μὲ τὶς ρίζες βαθιὰ τῆς Ἑλλάδας,
μὲ τὶς ρίζες κρυφές της ψυχῆς μας!

K᾿ ἔτσι σήμερα
ὀρθὸς στ᾿ ἀκρογιάλι δὲ στέκω,
δὲ στέκει κανείς μας,
καρτερώντας τὸ κύμα νὰ φέρει ἀπὸ Σᾶς ἕνα λείψανο
ποὺ γυρεύει ταφή,
μά, κοιτώντας ἀφρισμένα τὰ κύματα
ἀπάνω νὰ ὁρμᾶνε
τό ῾να πίσω ἀπὸ τ᾿ ἄλλο
κι ἀκούοντας τὴ βουή τους,
Σᾶς βλέπουμε ἀκέριους,
κι ἀκέριους
Σᾶς ἀκοῦμε μὲς σ᾿ ὅλες τὶς μορφὲς καὶ φωνὲς τοῦ Πρωτέα,
τοῦ αἰώνιού Σας κ᾿ αἰώνιού μας Μύθου,
πανελεύτερους, ὤριους, γαλήνιους,
ἀπ᾿ τὰ βάθη τῶν βυθῶν ν᾿ ἀνεβαίνετε
πάμφωτα εἴδωλα νιότης
καί, τώρα,
νὰ ξεχύνετε μὲς στὸν ἀγέρα,
μὲ τοῦτα τὰ λόγια ἀπ᾿ τὴν ἄβυσσο μέσα,
τὴν ἄξια ψυχή Σας:

«Ἐδῶ μένουμε τώρα,
αἰώνιοι φρουροὶ μὲς στοῦ μέσα πελάου τὴ γαλήνη,
κ᾿ ἐδῶ πιά, χαλινοὺς σὰ νὰ βάζουμε στὰ ἴδια τὰ κύματα
ποὺ μαίνονται ἀπάνω,
θὰ ὡριμάζουμε πάντα μία σκέψη
λυτρωμοῦ γιὰ τὴν ἅγια μας θάλασσα
ἀπ᾿ τὸ κόκκινο μάταιο πανὶ τῶν Λατίνων,

»γιὰ νὰ τρέχει μεθαύριο, σὰν ἡ ὀλάσπρη φτερούγα τοῦ γλάρου,
σὰν ἡ πάναγνη ἀνθρώπινη σκέψη,
σὰν ἡ πνοὴ τῆς καθάριας ἀγάπης,
τῶν φτωχῶν τῶν ψαράδων Ἑλλήνων
ἐλεύτερο τὸ ἄσπρο πανὶ
στὴν αἰώνια γαλάζια ἁπλωσιά της!»

(ἀπὸ τὸ Λυρικὸς Βίος, E´, Ἴκαρος 1968)