Ἄγγελος Σικελιανός

Ὁ ὕπνος τοῦ Μιστράλ

Τὰ λαμπρὰ βώδια, στριφτοπόδα, πᾶνε,
Ξεσέρνοντας ἀργὰ τὴ νεκροφόρα,
Μὲ τὸ ἅγιο λείψανό σου· κ᾿ ἔρμη ἡ χώρα
Ἀπ᾿ τοὺς πιστούς σου, ὁποῦ σκυφτοὶ ἀκλουθᾶνε,
Τὴ φωτεινὴ ν᾿ ἀποζητάει φωνή τους
Καθώς, σὰν τὰ κεντάει μὲ τὴ βουκέντρα,
Βαθιὰ ὁ ζευγᾶς—κι αὐτὰ δὲ μουκανιῶνται,
Μὲ πλέριο ἄχον, ἄναμιεσα στὰ δέντρα·
Ὅμως, τὰ γερατιά σου τ᾿ ἀνθοφόρα,
Ποῦ στῆς ζωῆς σου ἐρέψανε τὴ ρίζα,
Σὰ μυγδαλιᾶς, ἀπὸ προσήλια μπόρα,
Εἶδαν τὴ γῆ σου, ἀπάρθενη, ὀρθοβύζα,
Στοῦ ὕπνου σου τὸ ἄκουσμα, βαθιὰ νὰ νιώσει
Τῆς δόξας τὸν ἀθάνατον ἰχώρα.
Τί, ἂν ἀπ᾿ τοὺς βάλτους τῆς Καμάργας, ἴσια
Μὲ τῆς Ἄρλης τὰ ρείπια, ἀχολογᾶνε,
Οἱ καμπάνες, ἀργά, στὰ ἐρημοκκλήσια ;
Ρετσίνι ἁδρό, εὐωδᾶν τὰ κυπαρίσσια !
Καὶ ὁλόγυρα, βυζαίνοντας, βογγᾶνε
Τὰ χρυσὰ πρωτοξάνοιχτα μελίσσια.
Καὶ νά, οἱ παρθένες δὲ μοιρολογᾶνε,
Μὰ ἐκεῖ ποὺ εὐλογημένος φέρνει ὁ δρόμος,
Ὅπου ἄφοβο πατάει καὶ τὸ κοτσύφι,
Στὰ μονοπάτια ὁποῦ θρασεύει ὁ φλῶμος,
Τὸ «χαῖρε» λέοντας, πρὸς τὴν Ἁγία Νύφη,
Πρὸς ἐσένα τὸ «χαῖρε» προβοδᾶνε.
Ὢ πόσο εὐλογητὸ τὸ κοιμητήρι,
Ποὺ θὰ δεχτῆ τὴ μνήμη σου, ὡς τὸ μαῦρο
Τοῦ Βασιλόπουλου ποιητή, ποτήρι,
Τοῦ Κήτς, ποὺ στὰ κατάβαθα χωμένο
Τῆς γῆς, ἐπόθησε νὰ πιεῖ, ἀπ᾿ τὸ λαῦρο
Μύρο κι᾿ ἀπ᾿ τὸ τραγούδι σου ἀδρωμένο !
Τί, ἂν ἀγρυπνᾶν γιὰ σέ, τὰ μοναστήρια;
Τί, τὥνα—τἄλλο, στὰ χωριά, ἂν ξυπνᾶνε
Τοῦ πόνου οἱ ἐκκλησιές, τὰ σημαντήρια ;
Τί, ἂν ὁ ἀχός, λιγοθυμώντας φτάνει;
Τὸ Ἡλιοβασίλεμά σου, ὅπως τὰ μύρια
Πουλιά, ποὺ πᾶνε νὰ κουρνιάσουν, κάνει
Ἀπ᾿ τὸ κελάηδισμα, ἕνα συντριβάνι,
Τὰ κυπαρίσσια, θεῖα, ν᾿ ἀχολογᾶνε!

14 ΜΑΡΤΙΟΥ 1914 ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΚΡΟΠΟΛΗ